Στην πτέρυγα των «καταραμένων», ήτοι των άθεων, στο νεκροταφείο του Χάιγκεϊτ στο Λονδίνο, στις 17 Μαρτίου 1883, ενταφιάστηκε το σώμα του Καρλ Μαρξ. Ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» είχε πεθάνει τρεις μέρες νωρίτερα από φυματίωση και ο πρώτος που διαπίστωσε τον θάνατό του υπήρξε ο φίλος του, Φρίντριχ Ενγκελς, ο οποίος τον βρήκε καθισμένο στην πολυθρόνα του με τα μάτια κλειστά.
Η κηδεία του φιλοσόφου ήταν μια τελετή σύντομη και διακριτική στην οποία παρευρέθησαν ελάχιστοι, γεγονός το οποίο, δεδομένης της φήμης του Μαρξ, προκαλεί εντύπωση. Οσον αφορά τον ακριβή αριθμό των παρευρισκόμενων, είναι σίγουρο ότι δεν ξεπερνούσαν τους έντεκα.
Παρόντες ήταν ο Ενγκελς, οι δύο ακόμα εν ζωή κόρες του Μαρξ, η Ελέανορ και η Λάουρα, οι δύο Γάλλοι -ο Σαρλ Λονγκέ, μέλος της Κομμούνας του Παρισιού και ο Πολ Λαφάργκ, γαμπρός του Μαρξ- και μερικοί παλιοί στενοί φίλοι του αποθανόντος, όλοι τους σοσιαλιστές και ακτιβιστές. Επιγραμματικά: ο Γουίλχελμ Λίμπνεχτ, ιδρυτής και ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, ο Φρίντριχ Λέσνερ, καταδικασμένος σε τρία χρόνια φυλάκισης στη δίκη κατά των κομμουνιστών το 1852 στην Κολωνία, ο Γκέοργκ Λόχνερ, παλιό μέλος της κομμουνιστικής Λίγκας και ο Καρλ Σορλέμερ, καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και επαναστάτης στο Μπάντεν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 1848.
Ενας μικρός κύκλος αλλά σε απόλυτη ταύτιση με την προσωπικότητα και τις θέσεις του αποθανόντος. Πιθανότατα, παρούσα ήταν και η οικονόμος του, η Χέλεν Ντέμουθ, με την οποία ο Μαρξ απέκτησε έναν γιο. Οσον αφορά τον τελευταίο παρευρισκόμενο, ο Γκουντ κάνει λόγο για ένα πραγματικό παράδοξο.
Επρόκειτο για τον Ρέι Λάνκεστερ, τριανταεξάχρονο εξελικτικό βιολόγο από τη Βρετανία και μαθητή του Δαρβίνου, έναν συντηρητικό επιστήμονα ο οποίος θα ζήσει κάποιες στιγμές δόξας αλλά θα λησμονηθεί από τους μεταγενέστερους και ως επιστήμονας και ως εκλαϊκευτής.
Με ποια ιδιότητα βρισκόταν εκεί; Δεν ήταν της οικογένειας, δεν άνηκε στον πολιτικό κύκλο του Μαρξ, δεν ήταν καν υποστηρικτής του και απεναντίας, η πνευματική του κατάρτιση τον τοποθετούσε αλλού.
Εξετάζοντας το cursus honorum (επαγγελματική διαδρομή) του Λάνκεστερ - πτυχία, έδρες και δημόσιοι έπαινοι που τον φέρνουν στη διεύθυνση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας - ο Γκουντ τον κατατάσσει «μεταξύ των πιο ονομαστών και αλαζόνων συντηρητικών και κοινωνικά διακεκριμένων βρετανών επιστημόνων» και διερωτάται τι θα μπορούσε να έχει φέρει κοντά δύο ανθρώπους τόσο διαφορετικούς όπως αυτός και ο γερμανός φιλόσοφος.
Κατά τα άλλα, ο Μαρξ, αν και μεγάλος θαυμαστής (μέχρι κάποιο συγκεκριμένο σημείο της ζωής του) του Δαρβίνου, δεν είχε καμία ιδιαίτερη έφεση προς τις επιστήμες ώστε να θεωρεί τον κληρονόμο της θεωρίας της εξέλιξης Λάνκεστερ, ως έναν πιθανό του σύντροφο.
Είναι γνωστό, από επιστολές του Βρετανού, ότι ο Μαρξ αρχικά τον πλησίασε το 1880 για να τον συμβουλευτεί αναφορικά με τον καρκίνο του μαστού από τον οποίο είχε χτυπηθεί η γυναίκα του. Πιθανότατα, ο φιλόσοφος γνώρισε τον βρετανό επιστήμονα διαμέσου ενός κοινού φίλου, αρχαιολόγου στο Κέμπριτζ, του Τσαρλς Βαλντστάιν. Εκείνος, εικοσάρης, συνάντησε τον Μαρξ ένα κυριακάτικο απόγευμα του 1877 στο σπίτι της συγγραφέως Τζορτζ Ελιοτ (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Μαίρη Αν Εβανς) και από τότε συναναστρεφόταν συχνά πυκνά με την οικογένειά του.
Ο Βαλντστάιν θα μνημονεύσει αργότερα τον φιλόσοφο ως «έναν υπέροχο άνθρωπο, μια πηγή ουσιαστικών και ξεχωριστών γνώσεων γύρω από όλους τους τομείς», ως έναν άνθρωπο, «που έμοιαζε να αποκομίζει μια τεράστια ευχαρίστηση από τη φρεσκάδα του νεανικού μου ενθουσιασμού».
Για να λυθεί όμως το αίνιγμα της παρουσίας αυτού του «ευτραφούς και ταλαίπωρου λειψάνου της βικτωριανής βιολογίας» όπως ο Λάνκεστερ στο νεκροταφείο του Λονδίνου στις 17 Μαρτίου 1883, πρέπει σύμφωνα με τον Γκουντ, να αρχίσουμε από τον Βαλντστάιν. Η έκπληξη μπροστά στην ανυπαρξία πολιτικής συμφωνίας μεταξύ του Μαρξ και του επιστήμονα («ένας άνθρωπος πολύ χοντρός και με φάτσα βατράχου», θυμόταν ο γιος του Βαλντστάιν) που πήγε να τον χαιρετήσει για τελευταία φορά, στην πραγματικότητα είναι παραπλανητική: «Οταν αναρωτιόμαστε γιατί ένας συντηρητικός βιολόγος όπως ο Λάνκεστερ θα μπορούσε να έχει εκτιμήσει τόσο πολύ τη συντροφιά ενός παλιού ακτιβιστή όπως ο Καρλ Μαρξ, δυσκολευόμαστε να μη δούμε τον τελευταίο υπό το πρίσμα των κατοπινών ανθρώπινων καταστροφών που διέπραξαν στο όνομά του - από τον Στάλιν ώς τον Πολ Ποτ».
Η έκπληξη γεννιέται από μια διπλή προκατάληψη: ότι ο «γέροντας ακτιβιστής» ήταν κάποιος που έπρεπε να αποφεύγεται με κάθε κόστος και ότι ο Λάνκεστερ ήταν ανίκανος να αντιληφθεί την πνευματική ανωτερότητα του φιλοσόφου. Η ιστορική απόσταση και η μετέπειτα γνώση των γεγονότων ενδέχεται να διαστρεβλώνουν την αλήθεια, ενώ οι αναμνήσεις του Βαλντστάιν αποκαλύπτουν εντέλει την ευχαρίστηση που αποκόμιζε ο ήδη άρρωστος και μελαγχολικός ιδεολόγος από τη συντροφιά ανθρώπων νέων, γεμάτων ενθουσιασμό και πνευματική περιέργεια. Σχετικές μαρτυρίες δεν απουσιάζουν: νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, ο Μαρξ δεν άντεχε πλέον τους συνομηλίκους του και απεναντίας, σύμφωνα με έναν βιογράφο του, αποδεχόταν με γενναιοδωρία «τους νέους που αναζητούσαν βοήθεια και συμβουλές». Ο Ρέι Λάνκεστερ ήταν ένας απ' αυτούς.
πηγή: tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου