Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Η πραγματική, λυπητερή ιστορία γιατί τα παιδιά δεν πρέπει να παίρνουν γλυκά από αγνώστους


Από μικροί μάθαμε από τους γονείς μας ότι ποτέ δε παίρνουμε οτιδήποτε -γλυκά, λεφτά, παιχνίδια- από ξένους. Αυτή η συμβουλή λοιπόν έχει τις απαρχές της σε μια πραγματική, τραγική ιστορία.



Κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο εξαφανίζονται εκατομμύρια παιδιά. Κάποιες από αυτές τις εξαφανίσεις βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Πάρα πολλές όμως δεν έλκουν την προσοχή κανενός.

Με την εξαφάνιση του 6χρονου Etan Patz το 1979 και του επίσης 6χρονου Adam Walsh το 1981 στις Η.Π.Α, τα Μ.Μ.Ε. έγιναν εργαλείο για να διαλευκανθούν υποθέσεις εξαφάνισης, καθώς και να περάσει μια νομοθεσία που είχε σκοπό να περιορίσει τον αριθμό των εξαφανισμένων παιδιών που κατέληγαν στο θάνατο.

Σχεδόν 100 χρόνια πριν από την ανησυχία που ενέπνευσαν οι υποθέσεις των μικρών Etan Patz και Adam Walsh, υπήρχε ένα μικρό αγόρι, ο Charley Ross, ο οποίος έγινε το πρώτο αγνοούμενο παιδί στην αμερικανική ιστορία που έγινε πρωτοσέλιδο.

Η απαγωγή του Charley Ross


Στα μέσα του καλοκαιριού του 1874 στην Φιλαδέλφεια, ο Charles Brewster Ross και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Walter, έπαιζαν στην μπροστινή αυλή του σπιτιού τους στην εύπορη γειτονία Germantown της πόλης. Παρά τη φήμη της γειτονιά, οι Ross δεν ήταν ιδιαίτερα εύποροι. Η κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς του προηγούμενου έτους δημιούργησε οικονομικές δυσκολίες για την οικογένεια, αλλά οι τεσσάρων και πέντε χρονών Charley και Walter, αντίστοιχα, δεν καταλάβαιναν από τον κόσμο των μεγάλων. Το μόνο που τους ένοιαζε περισσότερο ήταν να δουν τη μητέρα τους, που είχε πάει στο Ατλάντικ Σίτι με την μεγαλύτερη κόρη των Ross η οποία ανάρρωνε από μια ασθένεια.

Μια μέρα στα τέλη Ιουνίου, ο Walter είπε στον πατέρα τους ότι ενώ τα παιδιά έπαιζαν, δυο άντρες με μια ιππήλατη άμαξα, τα πλησίασαν και τα πρόσφεραν γλυκά. Λίγο ταραγμένος από αυτή τη συνάντηση, ο πατέρας τους είπε στον γιο του ότι αν οι άντρες επιστρέψουν, δεν έπρεπε να πάρουν γλυκά από αυτούς, ή από οποιονδήποτε άλλον ξένο, δεν είχε σημασία.

Τα παιδιά συμφώνησαν.

Τις επόμενες μέρες μέχρι να φτάσει η 4 Ιουλίου, ο Ross δεν άκουσε τίποτα για τους ξένους. Αντίθετα, έπρεπε να ακούει τα παράπονα των γιων του που ήθελαν να πυροτεχνήματα για τους εορασμούς.

Ο Ross είπε στα παιδιά ότι στις 4 Ιουλίου -αλλά όχι πιο πριν- θα τα πήγαινε να αγοράσουν πυροτέχνημα, καθώς φοβόταν ότι θα έκαιγαν το σπίτι παίζοντας μαζί τους χωρίς επίβλεψη. Τα αγόρια επέμειναν και αυτός ενέδωσε, επιστρέφοντας από την δουλειά νωρίς το απόγευμα της 1ης Ιουλίου, για να τους κάνει έκπληξη.

Όταν έφτασε στο σπίτι, δεν είδε τα αγόρια και ρώτησε τους υπηρέτες που ήταν. Οι υπηρέτες απάντησαν ότι ήταν έξω, στο πεζοδρόμιο, και έπαιζαν με τα παιδιά της γειτονιάς.

Επειδή ο Ross δεν τα είδε στην μπροστινή αυλή, σύντομα ζήτησε την βοήθεια της γειτονιάς, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το που μπορεί να ήταν. Ακόμη, δεν ανησυχούσε πολύ, πιστεύοντας ότι ίσως είχαν πάει στο σπίτι κάποιου φίλου τους. Όμως, καθώς περνούσε από τη γειτονιά, μια γειτόνισσα τον ρώτησε αν πίστευε ότι τα αγόρια έκαναν βόλτες με κάποιον ξένο.

Φαινόταν ότι αρκετές ώρες νωρίτερα, η γειτόνισσα είχε δει τα αγόρια να μπαίνουν σε μια άμαξα με δύο άνδρες που δεν αναγνώριζε.

Ο Ross βρίσκει τον έναν γιο του και η απογοήτευση με την αστυνομία


Στο δρόμο που πήγαινε, ο Ross βρήκε τον Walter. Ανακουφισμένος, ρώτησε το αγόρι που ήταν και που ήταν ο αδελφός του. Ο μικρός ήταν τόσο φοβισμένος που δεν μπορούσε να απαντήσει.

Όταν πιέστηκε, ο Walter είπε στον πατέρα του ότι οι άνδρες υποσχέθηκαν στα αγόρια ότι θα τους πάρουν πυροτεχνήματα αν έμπαιναν στην άμαξα. Όταν έφθασαν, ο Charley άρχισε να κλαίει και ζήτησε να γυρίσει στο σπίτι. Οι άνδρες έστειλαν τον Walter στο κατάστημα και όταν μόλις εκείνος έφυγε, έφυγε και η άμαξα.

Ο μικρός φοβόταν και δεν ήξερε πώς να γυρίσει στο σπίτι, οπότε άρχισε να κλαίει. Τότε τον είδε ένας γείτονας, τον πήρε μαζί του και τον έφερε πίσω στη γειτονιά.

Πολλοί άνθρωποι επιβεβαίωσαν την ιστορία του Walter.

Ο Ross έδωσε μια περιγραφή του γιου του στην αστυνομία, η οποία την έστειλε σε παντού στην πόλη. Η αστυνομία δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, πιστεύοντας ότι ίσως ο Charley ήταν με τίποτα "μεθύστακες" που σύντομα θα τους κούραζε και θα τον άφηναν σε κάποιο πεζοδρόμιο για να τον ξεφορτωθούν.

Ο Ross έγινε όλο και πιο ανυπόμονος και άρχισε να ρωτάει μόνο τους διάφορους. Όσο περισσότερο η κοινότητα άκουγε για το αγνοούμενο αγόρι, τόσο πιο πολλοί ενδιαφέρθηκαν για την ασφαλή επιστροφή του. Μάλιστα, η ιστορία διαδόθηκε τόσο πολύ, που τα νέα του αγνοουμένου παιδιού έγιναν πρωτοσέλιδο σε ολόκληρη τη χώρα. Μέσω αυτού του πρωτοφανούς γεγονότος έμαθε και η κυρία Ross ότι ο γιος της πιθανότατα είχε απαχθεί.

Ενώ η σύζυγος επέστρεφε βιαστικά στο σπίτι, ο Ross έλαβε την πρώτη από τις διάφορες επιστολές που ζητούσαν λύτρα, υποδεικνύοντας ότι ήταν μια εκ προθέσεως απαγωγή και όχι το λάθος κάποιων μεθυσμένων. Στην επιστολή, οι απαγωγείς απαιτούσαν 20.000 δολάρια (περίπου 420.000 δολάρια σήμερα), τα οποία ο Ross δεν μπορούσε να πληρώσει, τόσο λόγω του ποσού όσο και ηθικά. Ο Ross δεν ήταν σε θέση να δώσει αυτά τα λεφτά για τον γιο του. Ούτε όμως ήθελε να παροτρύνει και άλλους να απαγάγουν παιδιά για οικονομικό όφελος.

Αντ' αυτού, ο Ross, και η σύζυγός του, προσέλαβαν τους περίφημους Pinkerton Detective Agency, ελπίζοντας ότι η εμπειρία τους θα κάλυπτε το κενό της τοπικής αστυνομίας. Οι ντετέκτιβ έψαξαν παντού χωρίς αποτέλεσμα. Ο Charley Ross δεν μπορούσε να βρεθεί.

Οι Ross συνέχισαν να λαμβάνουν επιστολές για λύτρα. Κάποια στιγμή συγκέντρωσαν το ποσό των 20,000 δολαρίων και έκαναν πολλές προσπάθειες να τους πληρώσουν. Όμως, κάθε φορά που πήγαιναν στο συμφωνημένο μέρος για να κάνουν την ανταλλαγή, οι απαγωγείς δεν εμφανιζόντουσαν.

Μετά από μερικές εβδομάδες, τελικά σταμάτησαν και οι επιστολές λύτρων.

Κανένα αποτέλεσμα


Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, δύο άντρες πυροβολήθηκαν ενώ προσπαθούσαν να μπουν στο σπίτι ενός δικαστή στο Bay Ridge της Νέας Υόρκης. Οι Bill Mosher και Joe Douglas ήταν εγκληματίες που μόλις είχαν αποφυλακιστεί και αποφάσισαν να το γιορτάσουν κλέβοντας το σπίτι ενός γνωστού δικαστή.

Αυτό που δεν περίμεναν ήταν ότι θα τους άκουγαν οι γείτονες και θα προστάτευαν τον δικαστή, οπλισμένοι με τουφέκια, τα οποία χρησιμοποίησαν αμέσως εναντίον των εισβολέων.

Ο Douglas πέθανε ακαριαία. Όμως ο Mosher έζησε για λίγο. Ωστόσο, ήξερε ότι θα πεθάνει από τα τραύματά του και είπε σε όσους βρισκόταν στο δωμάτιο ότι εκείνοι ήταν οι απαγωγείς του μικρού Charley Ross.

Τα όσα τους είπε, πάντα ήταν προς αμφισβήτηση. Ίσως τους είπε ότι οι δυο τους είχαν σκοτώσει το παιδί, ή ότι ήξερε πού ήταν. Δεν είπε τίποτα άλλο και λίγο μετά πέθανε.

Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα της ομολογίας του Mosher, πήγαν τον Walter στο νεκροτομείο της Νέας Υόρκης για να αναγνωρίσει αν οι Douglas και Mosher ήταν οι άντρες με την άμαξα. Ο Walter τους αναγνώρισε καθώς θυμήθηκε ιδιαίτερα τον Mosher, ο οποίος είχε παράξενη μύτη (είτε από σύφιλη, είτε από καρκίνο) την οποία το παιδί είχε αναφέρει πριν από ένα χρόνο ως "μύτη μαϊμούς".

Όμως, το που βρισκόταν ο Charley παρέμεινε άγνωστο. Δεδομένου ότι και οι δύο υπόπτους ήταν νεκροί, η μόνη σύλληψη που έγινε ήταν εκείνη ενός αστυνομικού της Φιλαδέλφειας που ήταν -προφανώς- έμπιστος του Mosher. Οι αρχές πίστευαν ότι γνώριζε για την απαγωγή του Charley, αλλά δε μιλούσε.

Ο αστυνομικός καταδικάστηκε για συνωμοσία, αλλά όχι για απαγωγή, και πέρασε έξι χρόνια στη φυλακή.

Η αναζήτηση των Ross για το γιο τους δε σταμάτησε. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους, δαπάνησαν περισσότερα από 60.000 δολάρια (1,2 εκατομμύρια δολάρια σήμερα) προσπαθώντας να βρουν το γιο τους. Η κα Ross δημοσίευσε ένα βιβλίο, το The Father’s Story of Charley Ross, και μιλούσε συχνά για την υπόθεση, ακόμη και όταν τα Μ.Μ.Ε. έχασαν το ενδιαφέρον τους.

Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το όνομα Charley Ross δεν έχει ξεχάσει. Μια online βάση δεδομένων για εξαφανισμένα παιδιά, το The Charley Project, ονομάστηκε προς τιμή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές από τις απαγωγές παιδιών είδαν το φως της δημοσιότητας.

Ίσως, πάνω απ' όλα, η κληρονομιά του Charley Ross ζει μέσα από το μάθημα που ενσταλάζουμε στα παιδιά μας από πολύ μικρή ηλικία: μην παίρνετε τίποτα από ξένους.

Το AMBER ALERT


Το Amber Alert δημιουργήθηκε το 1996 σαν παρακαταθήκη της 9χρονης Amber Hagerman, ενός μικρού κοριτσιού, που απήχθη κάνοντας βόλτα με το ποδήλατό του και δολοφονήθηκε βάναυσα στο Arlington του Texas. Η τραγωδία τάραξε και εξόργισε την τοπική κοινωνία. Κάτοικοι επικοινώνησαν με ραδιοφωνικούς σταθμούς στην περιοχή του Ντάλας και τους πρότειναν να προβάλλουν ειδικά ενημερωτικά δελτία έτσι ώστε να συμβάλλουν στην πρόληψη παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον.

Ανταποκρινόμενοι στο αίτημα των πολιτών για την ασφάλεια των παιδιών, η Ένωση Ραδιοφωνικών Παραγωγών του Dallas/Fort Worth σε συνεργασία με τις τοπικές Αστυνομικές Αρχές στο Βόρειο Τέξας, δημιούργησαν ένα καινοτόμο σύστημα έγκαιρης ειδοποίησης με σκοπό την ανεύρεση των παιδιών-θυμάτων αρπαγής. Οι στατιστικές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μεγαλύτερος εχθρός σε περιστατικά απαγωγής ανηλίκων είναι ο χρόνος.

Το πρόγραμμα Amber Alert υπό τον συντονισμό του «Εθνικού Κέντρου για τα Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα Παιδιά» («National Centre for Missing and Exploited Children»), μέλους του «Διεθνούς Κέντρου για τα Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα παιδιά» (International Centre for Missing and Exploited Children) εδρεύει στην Ουάσιγκτον των Η.Π.Α. και αποτελεί εθελοντική σύμπραξη Αστυνομικών Αρχών, Μ.Μ.Ε. και λοιπών φορέων (ιδιωτικών και κρατικών, εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, κ.α.) με σκοπό την άμεση ενεργοποίηση και προβολή έκτακτων δελτίων/ μηνυμάτων σε περίπτωση απαγωγής ανηλίκου, όπου υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι το θύμα βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Τον Απρίλιο του 2003 το Amber Alert θεσμοθετήθηκε ως Εθνικό Πρόγραμμα αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών στις Η.Π.Α.

Το AMBER ALERT HELLAS -επί του παρόντος- λειτουργεί μέσω της σύμπραξης 57 φορέων, κάτι που για πρώτη φορά συμβαίνει στην Ελλάδα.

από: ati και hamogelo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου