Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Τσαρλς Μάνσον: Η αληθινή ιστορία των "Manson Murders" - Μέρος 1ο


Για δυο εβδομάδες το καλοκαίρι του 1969, ο Τσαρλς Μάνσον και η "Οικογένειά" του πραγματοποίησε τις πιο αδίστακτες, αφηνιασμένες δολοφονίες που είδαν ποτέ οι ΗΠΑ.



Τα πέντε μέρη της ιστορίας, από σήμερα, ένα κάθε μέρα

Οι "Manson Murders" -όπως είναι γνωστές οι δολοφονίες- του 1969, η σφαγή των ελίτ του Χόλιγουντ -στα κρεβάτια και στα σπίτια τους- από τους οπαδούς του cult ηγέτη Τσαρλς Μάνσον ήταν μια πολύ περίπλοκη κατάσταση. Αν μπορούσε να σφαγιαστεί -έγκυος 8,5 μηνών- το νέο αστέρι της βιομηχανίας του κινηματογράφου Σάρον Τέιτ, τότε όλα ήταν πιθανά.

Στις 9 Αυγούστου του 1969, ξεκίνησε η αστυνομική έρευνα στην 10050 Cielo Drive. Δεκάδες αξιωματικοί, ανακριτές και μέλη του Τύπου μπερδεύτηκαν με αυτό που είδαν.

Οι αρχικές θεωρίες της δολοφονίας βασίστηκαν στην κουλτούρα των ναρκωτικών της δεκαετίας, αν και οι δολοφονίες της Τέιτ και των φίλων της δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης ναρκωτικών που πήγε στραβά. Σύντομα, οι ερευνητές ανακάλυψαν μια πολύ πιο θλιβερή αλήθεια.

Οι οικογένειες ενημερώθηκαν αμέσως και ενώ ανακρίνονταν ύποπτοι, οι υπεύθυνοι ήταν ελεύθεροι, τριγυρίζοντας στο Λος Άντζελες και κυνηγώντας τα επόμενα θύματα τους.

Την ημέρα που η Σάρον Τέιτ και τέσσερις φίλοι της δολοφονήθηκαν, ο Μάνσον έστειλε τους πιστούς του -που είχε κάνει πλύση εγκεφάλου- στον Λένο και την Ρόζμαρι Λαμπιάνκα. Όμως, αυτήν την φορά, πήγε μαζί τους, ενοχλημένος με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από την δολοφονία της Τέιτ το προηγούμενο βράδυ.

Αν και πολλοί από τους υπεύθυνους συνελήφθησαν πριν από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, ο απόηχος των φρικιαστικών πράξεών τους αντηχούσε στους λόφους του Χόλιγουντ για τα επόμενα χρόνια. Ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά, οι δολοφονίες του 1969 έχουν ισχυρό αντίκτυπο στην αμερικάνικη κουλτούρα, την ψυχαγωγία και τη συλλογική μνήμη της χώρας.

Ο Μάνσον πριν από τις δολοφονίες

Η μητέρα του Τσαρλς Μάνσον, Κάθλιν Μάντοξ

Ακόμη και όσοι δεν τον ξέρουν, ξέρουν ότι ο Μάνσον δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Αντ' αυτού, ο διαβόητος cult leader συγκέντρωσε πιστούς που θα πραγματοποιούσαν τις εκτελέσεις που ήθελε. Όμως, όντας ο εμβληματικός ηγέτης της "Οικογένειας Μάνσον", καταδικάστηκε σε θάνατο.

Πριν όμως από τις δολοφονίες του 1969, που θα τον έκαναν για πάντα τον απόλυτο κακό, ο Μάνσον ήταν απλώς ένας μικροεγκληματίας που είχε κάνει φυλακή για μικροκλοπές.

Ο Charles Milles Maddox γεννήθηκε στο Σινσινάτι του Οχάιο στις 12 Νοεμβρίου του 1934. Η μητέρα του, Κάθλιν (Kathleen), ήταν 16 χρονών όταν την εγκατέλειψε ο πατέρα του παιδιού της. Όταν η Κάθλιν είπε στον εραστή της, τον Colonel Walker Henderson Scott Sr. (Colonel σημαίνει συνταγματάρχης, αλλά αυτόν ήταν το όνομά του) ότι ήταν έγκυος, εκείνος της είπε ότι έπρεπε να φύγει σε μια στρατιωτική αποστολή. Η Κάθλιν χρειάστηκε μερικούς μήνες για να συνειδητοποιήσει ότι δε θα επέστρεφε ποτέ. Τον Αύγουστο του 1934, ενώ η Κάθλιν ήταν έγκυος στον Τσαρλς, παντρεύτηκε τον 25χρονο Ουίλιαμ Μάνσον (William Manson). Όμως, μετά από λιγότερο από τρία χρόνια χώρισαν και ο Ουίλιαμ κατηγόρησε την Κάθλιν για "βαριά παραμέληση καθήκοντος" -πιθανώς απιστία, μέθη και νυχτοπερπατήματα.

Όταν ο Τσαρλς ήταν 5 ετών, η μητέρα του καταδικάστηκε σε φυλάκιση επειδή λήστεψε, χτύπησε και άφησε ασυναίσθητο έναν άνδρα.

Ο Μάνσον σε φωτογραφία στην φυλακή στο Terminal Island το 1954

Με νέο επίθετο και μια πρόσφατα ανεπτυγμένη τάση για κλοπές, ο Μάνσον στάλθηκε σε καθολικό σχολείο. Οι προσπάθειές του να επιστρέψει στην πατρίδα του δεν ευόδωσαν λόγω της μητέρας του, που δεν ήταν ικανή, και επειδή δεν υπήρχε κανείς άλλος. Αυτό το πρώιμο τραύμα είχε πιθανώς μια δια βίου επίπτωση στον Μάνσον, ο οποίος βρέθηκε να ζει στους δρόμους και να διαπράττει τα πρώτα του μικροεγκλήματα. Το 1951 φυλακίστηκε για πρώτη φορά. Στα χρόνια που ακολούθησε, ήταν υπόδειγμα κρατούμενου που σπάνια προκαλούσε προβλήματα. Στις εκθέσεις τον περιέγραφαν ως έναν τύπο με "αξιοσημείωτο βαθμό απόρριψης, αστάθειας και ψυχικού τραύματος". Ήταν "απρόβλεπτος" και "ασφαλής μόνο υπό επίβλεψη", "πάλευε συνεχώς για αναγνώριση και να εξασφαλίσει ένα είδος αγάπης".

Rosalie Jean Willis και Τσαρλς Μάνσον

Το 1955, φάνηκε ότι πέτυχε την αγάπη καθώς παντρεύτηκε την 15χρονη νοσοκομειακή σερβιτόρα Ροζαλί Ζαν Ουίλις (Rosalie Jean Willis). Ο 20χρονος πρώην κατάδικος μετέφερε την έγκυο σύζυγό του στο Λος Άντζελες. Όμως, ξέχασε ότι η οδήγηση κλεμμένου αυτοκινήτου σε άλλη πολιτεία ήταν ομοσπονδιακό παράπτωμα. Για ακόμη μια φορά, βρέθηκε στην φυλακή -αλλά αυτή τη φορά, με μια έγκυο γυναίκα πίσω του. Εκείνη γέννησε τον πρώτο του γιο, τον Τσαρλς Μάνσον Νεότερο, ο οποίος ντρεπόταν τόσο πολύ για την κληρονομιά του που άλλαξε το όνομά του και τελικά, στα 37 του, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.

Μέχρι το 1960, η φυλακή έγινε ουσιαστικά το δεύτερο σπίτι του Μάνσον. Η σύζυγός του τον χώρισε. Εκείνος ξαναπαντρεύτηκε και ξαναχώρισε. Όταν καταδικάστηκε σε 10ετή φυλάκιση σε ομοσπονδιακή φυλακή για πλαστογραφημένες επιταγές, άρχισε να διαμορφώνει τον χαρακτήρα που έμεινε για πάντα γνωστός στην ιστορία. Εκείνη την περίοδο, ενώ ήταν στην φυλακή, βυθίστηκε στις διδασκαλίες της Σαηεντολογίας, έμαθε να παίζει κιθάρα και αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει παγκοσμίως γνωστός μουσικός -όπως οι Beatles. Το πάθος του για την μουσική συνέβαλε στην πρόωρη αποφυλάκισή του -λόγω καλής συμπεριφοράς- στις 21 Μαρτίου του 1967. Μέχρι τότε, είχε αναπτύξει την ικανότητα να έλκει τους ανθρώπους να τον ακούν και να του δίνουν προσοχή, καθώς και την βαθιά πεποίθηση του ότι προοριζόταν για μεγάλα πράγματα. Δεν του πήρε πολύ να βρει αληθινούς πιστούς.

Η Οικογένεια Μάνσον

Η Οικογένεια στο Spahn Ranch, περίπου το 1970

Η Οικογένεια Μάνσον (ή απλά, Οικογένεια) μπορεί να έμοιαζε μια κλασική ομάδα χίπις της Καλιφόρνιας, αλλά η ετερόκλητη ομάδα των οπαδών του απείχε πολύ από κάτι τέτοιο. Ο ειρηνικός και αγαπησιάρικος τρόπος ζωής τους είχε και μια δόση θανάτου και αίματος.

Όταν το 1967 αποφυλακίστηκε ο Μάνσον, συγκέντρωσε περίπου 100 οπαδούς -κυρίως νέες γυναίκες της μεσαίας τάξης- τους οποίους τράβηξαν οι ριζοσπαστικές απόψεις του για ελεύθερο σεξ και ψυχεδελικά ναρκωτικά. Πιθανότατα, η σχέση του με τα παραισθησιογόνα να έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση των μυαλών των μελών της Οικογένεια όπως ήθελε αυτός. Το LSD, το αγαπημένο ναρκωτικό της Οικογένειας, δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο ως ψυχεδελικό, αλλά χρησιμοποιήθηκε και από την αμερικανική κυβέρνηση για πειράματα mind control (ελέγχου του νου).

Αρχικά, η Οικογένεια μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά -και αφού πέρασαν το καλοκαίρι του 1968 με τον Dennis Wilson των Beach Boys- εγκαταστάθηκε σε ένα ράντσο που ανήκει στον George Spahn στην Death Valley του Σαν Φρανσίσκο. Το ράντσο έγινε το de facto συγκρότημά τους, ένας χώρος που μαζεύονταν για τοξικά ταξίδια, ομαδικό σεξ και τους μονόλογους του Μάνσον για έναν επικείμενο φυλετικό πόλεμο. Ανάμεσα στην ομάδα των νεαρών οπαδών του υπήρχε και μια ομάδα αυστηρά αφοσιωμένων γυναικών που πίστευαν σοβαρά τους ισχυρισμούς του ότι ήταν η δεύτερη έλευση του Ιησού. Η προφητεία του για έναν επικείμενο φυλετικό πόλεμο δεν αμφισβητήθηκε από καμία τους.

Δεν ήταν όμως μόνο τα ναρκωτικά που διαμόρφωσαν τον Μάνσον ή έκαναν τους οπαδούς του πιστούς δολοφόνους. Ο Μάνσον είχε εμμονή με το τραγούδι των Beatles "Helter Skelter", το οποίο έγινε μια υπνωτιστική μάντρα για την ομάδα, καθώς και σλόγκαν για την υποτιθέμενη θεϊκή αποστολή τους. Η Susan Atkins, η Patricia Krenwinkel, η Linda Kasabian και η Leslie Van Houten ήταν μεταξύ αυτών των μελών και όλες συνέβαλαν στις δολοφονίες των Τέιτ-Λαμπιάνκα ένα χρόνο αργότερα.

Η Susan Atkins στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης του Μάνσον τον Δεκέμβριο του 1969

Πριν από τον φόνο της Τέιτ

Ρομάν Πολάνσκι και Σάρον Τέιτ

Η φριχτή σφαγή της Σάρον Τέιτ -και του αγέννητου μωρού της- συνοψίζει την δολοφονική αποστολή του Μάνσον. Αν και την επόμενη ημέρα δολοφονήθηκαν ακόμη δύο άτομα, η φρίκη και η αναγνωρισιμότητα της Τέιτ επισκίασαν όλους τους άλλους.

Η Τέιτ είχε γνωρίσει τον Ρομάν Πολάνσκι σε ένα πάρτι πριν από μερικά χρόνια. Ο επιζών του Ολοκαυτώματος σκηνοθέτης φλέρταρε το ανερχόμενο αστέρι του Χόλιγουντ κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους στο The Fearless Vampire Killers. Εκείνη έβγαινε με τον hairstylist Jay Sebring από το 1964, αλλά, όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας, του είπε ότι ήταν ερωτευμένη με τον Πολάνσκι και παρέμειναν φίλοι. Σύντομα, ο Πολάνσκι καταπιάστηκε με την ταινία του, το Μωρό της Ρόζμαρι. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 1967 και στις 20 Ιανουαρίου του 1968 ο Πολάνσκι και η Τέιτ παντρεύτηκαν στο Λονδίνο. Τον Ιούνιο, νοίκιασαν ένα σπίτι στο Λος Άντζελες και προσέλαβαν την Winifred Chapman -η οποία ήταν η πρώτη που θα έβρισκε την Τέιτ μέσα στα αίματα- για οικονόμο. Τον Φεβρουάριο του 1969, οι δυο τους -με την Τέιτ ήδη έγκυο στο πρώτο τους παιδί- μετακόμισαν στο νέο τους σπίτι. Δεν γνώριζαν ότι ο Μάνσον είχε ήδη επισκεφτεί το σπίτι τους. Η σχέση του Μάνσον με το σπίτι ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1968, όταν ο ντράμερ των Beach Boys, Ντένις Ουίλσον, μάζεψε από το δρόμο κάποιους που έκαναν ωτοστόπ. Ήταν μέλη της Οικογένειας. Οι Ουίλσον και Μάνσον έγιναν γρήγορα φίλοι. Ο Ουίλσον γνώρισε τον Μάνσον στον φίλο του Τέρι Μέλχερ, τον επιτυχημένο παραγωγό μουσικής και γιο της ηθοποιού Ντόρις Ντέι. Ο Μάνσον σκέφτηκε ότι ο Μέλχερ μπορούσε να είναι το εισιτήριό του για την μουσική. Ήταν παρών όταν ο Ουίλσον πήρε τον Μέλχερ από το σπίτι που νοίκιαζε με την ηθοποιό Κάντις Μπέργκεν, το σπίτι στην 10050 Cielo Drive.

Αριστερά, ο Terry Melcher και δεξιά, ο ντράμερ των Beach Boys, Dennis Wilson

Ο Μάνσον δεν ξέχασε ποτέ την διεύθυνση. Στις 23 Μαρτίου του 1969, επέστρεψε στο σπίτι αναζητώντας τον Μέλχερ. Αντ' αυτού, βρήκε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, Rudolph Altobelli, ο οποίος του είπε ότι ο Μέλχερ είχε μετακομίσει. Σύμφωνα με τον Altobelli, η Τέιτ βγήκε στην πόρτα για να δει τι συνέβαινε. Τότε την είδε ο Μάνσον και εκείνη εκείνον. Δεν είχε ιδέα ότι λίγους μήνες αργότερα, ο Μάνσον θα οργάνωνε την δολοφονία της.

Οι δολοφονίες Τέιτ


Μήνες αργότερα, με το καλοκαίρι να πλησιάζει στο τέλος του, με την Τέιτ μόνη της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και τον Πολάνσκι να βρίσκεται στο Λονδίνο για τα γυρίσματα του The Day of the Dolphin, η ηθοποιός φρόντιζε να έχει κόσμο στο σπίτι. Ο Altobelli είχε προσλάβει τον William Garretson ως υπεύθυνος του σπιτιού. Ο Garretson έμενε στον ξενώνα, ενώ η Τέιτ, η κληρονόμος της εταιρίας καφέ Abigail Folger και ο φίλος της Wojciech Frykowski -γνωστός ως Voytek- έμεναν με την ηθοποιό στο κεντρικό κτήριο. Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου του 1969, ακόμη δύο άνθρωποι είχαν την ατυχία να είναι παρόντες. Ο ένας ήταν ο 18χρονος Steven Parent, που είχε πάει στο σπίτι για να δει αν ο Garretson ήθελε να αγοράσει τον εξοπλισμό ήχου του. Ο άλλος ήταν ο πρώην φίλος της Τέιτ, ο Sebring, που είχε πάει για να φάει μαζί τους εκείνο το βράδυ. Θα πήγαινε και ο φίλος του Sebring και παραγωγός μουσικής Quincy Jones, αλλά τελικά δεν πήγε.

Εκείνο το βράδυ, πέντε άνθρωποι -μαζί με το αγέννητο μωρό της Τέιτ- δολοφονήθηκαν βίαια. Μόνο ο Garretson γλύτωσε καθώς ήταν στον ξενώνα και δεν ήξερε τι συνέβαινε στο κεντρικό κτήριο.

Στις 8 Αυγούστου, ο Μάνσον διέταξε τον Τσαρλς Τεξ Ουάτσον (Charles "Tex" Watson), την Σούζαν Άτκινς (Susan Atkins), την Πατρίσια Κρενουινκελ (Patricia Krenwinkel) και την Λίντα Κασάμπιαν (Linda Kasabian) να μπουν στο σπίτι και να τους σκοτώσουν όλους. Κάποιοι λένε ότι τους δόθηκε η εντολή να "καταστρέψουν εντελώς όλους στο σπίτι, όσο πιο φρικτά μπορούσαν". Μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα, ο Μάνσον είχε κόψει το πρόσωπο του μουσικού Γκάρυ Χίνμαν (Gary Hinman) με ένα κατάνα. Οι οπαδοί του έραψαν τις πληγές του Χίνμαν με οδοντικό νήμα και τον βασάνιζαν επί τρεις ημέρες, πριν να τον πνίξουν με ένα μαξιλάρι, εναλλάξ. Ο Μάνσον θέλησε οι δολοφονίες στην 10050 Cielo Drive να είναι ακόμα πιο μακάβριες.

"Κάντε μια πραγματικά όμορφη δολοφονία," είπε, "Και πάρτε όλα τους τα χρήματά".


Ο 18χρονος Parent ήταν ο πρώτος που δολοφονήθηκε. Αφού οι δολοφόνοι αναρριχήθηκαν στους τηλεφωνικούς στύλους και έκοψαν τις τηλεφωνικές γραμμές, βρήκαν τον Parent στο αυτοκίνητό του. Ο Ουάτσον τον πυροβόλησε τέσσερις φορές και τον έκοψε με ένα μαχαίρι. Η Κασάμπιαν έμεινε τσιλιαδόρος στην μπροστινή είσοδο και οι υπόλοιποι μπήκαν μέσα.

Ο Frykowski ξύπνησε στον καναπέ στο σαλόνι όταν ο Ουάτσον ψιθύρισε στο αυτί της φίλης του και τον κλώτσησε στο κεφάλι. Έντρομος ρώτησε τι ήθελε στο σπίτι, για να λάβει την πιο τρομακτική απάντηση που περίμενε:

"Είμαι ο διάβολος και είμαι εδώ για να κάνω διαβολικά πράγματα".

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν χάος.

Η Linda Kasabian

Η Οικογένεια, με επικεφαλής τον Ουάτσον, τους μάζεψε όλους στο σαλόνι. Χτύπησαν τον Frykowski, τον μαχαίρωναν 51 φορές και -όταν βγήκε τρέχοντας έξω φωνάζοντας για βοήθεια- τον πυροβόλησαν δύο φορές. Τον Sebring τον μαχαίρωσαν 7 φορές και τον πυροβόλησαν μια. Την Folger την μαχαίρωσαν 28 φορές. Η Τέιτ ικέτευσε την Οικογένεια να την αφήσει να ζήσει λόγω του μωρού της -απείχε μόλις δύο εβδομάδες πριν την γέννα. Αντ' αυτού, την μαχαίρωσαν 16 φορές. Πέντε από τις πληγές της ήταν αρκετά θανάσιμες, αλλά η Οικογένεια ήθελε να κάνει αυτές τις δολοφονίες όσο "πιο φρικτές" μπορούσε.

Το επόμενο πρωί, ο κόσμος θα ανακάλυπτε την φρίκη. Εν τω μεταξύ, ο Μάνσον έστειλε τους δολοφόνους του να σκοτώσουν ακόμη δύο ανθρώπους, τον Λένο και την Ρόζμαρι Λαμπιάνκα.

Οι δολοφονίες των Λαμπιάνκα

Charles "Tex" Watson

Το ζεύγος Λαμπιάνκα ήταν επιτυχημένοι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και επέστρεφαν στο Λος Άντζελες μετά από ένα ταξίδι. Μαζί τους ήταν η 21χρονη Suzanne Struthers, κόρη της Ρόζμαρι από προηγούμενο γάμο. Ο 16χρονος αδελφός της, Frank, δεν είχε γυρίσει μαζί τους.

Μέχρι τη στιγμή που οι Λαμπιάνκα βγήκαν στο δρόμο, οι ειδήσεις για τις φρικιαστικές δολοφονίες στην Cielo Drive ήταν ήδη στα ΜΜΕ. Σε όλη την διαδρομή, η οικογένεια άκουγε τα νέα και, πριν φτάσουν στο σπίτι τους, άφησαν την Suzanne στο δικό της.

Σύμφωνα με τον Vincent Bugliosi, τον δημόσιο κατήγορο στις δίκες Μάνσον και συγγραφέα του "Helter Skelter: The True Story of the Manson Murders", αργότερα η Suzanne θυμήθηκε ότι, λίγες εβδομάδες πριν από το συμβάν, η μητέρα της είχε πει σε έναν φίλο:

"Κάποιος μπαίνει στο σπίτι μας ενώ λείπουμε. Λείπουν πράγματα και τα σκυλιά είναι έξω από το σπίτι, ενώ πρέπει να είναι μέσα".

Αριστερά, ο Frank Struthers Jr.

Όταν ο Frank Struthers γύρισε το επόμενο βράδυ στις 8:30 μ.μ., παρατήρησε ότι το ταχύπλοο του πατριού του ήταν ακόμα στο τρέιλερ στο αυτοκίνητο. Ήταν κάτι το ασυνήθιστο γιατί ο Λένο δεν ήθελε να αφήνει το σκάφος έξω τη νύχτα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πρόσεξε ότι όλες τις κουρτίνες του σπιτιού ήταν κλειστές και το φως στην κουζίνα ήταν ανοιχτό. Όταν χτύπησε την πόρτα και φώναξε δεν απάντησε κανείς. Πλέον φοβόταν να μπει μέσα και πήγε να πάριε ένα τηλέφωνο. Δεν έλαβε καμία απάντηση, οπότε τηλεφώνησε στην αδερφή του. Μαζί με τον φίλο της, Joe Dorgan, οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι στην 3301 Waverly Drive. Η Ρόζμαρι πάντα άφηνε κλειδιά στο αυτοκίνητό της. Τα βρήκαν και μπήκαν στο σπίτι.

Ο Λένο Λαμπιανκά ήταν ανάσκελα στο πάτωμα, ανάμεσα στον καναπέ και μια καρέκλα, με ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό του. Υπήρχε ένα κορδόνι γύρω από το λαιμό του, οι πιτζάμες του ήταν σχισμένες και είχε κάτι καρφωμένο στο στομάχι του. Αμέσως κατάλαβαν ότι ήταν νεκρός. Ο Dorgan πήγε να τηλεφωνίσει από την κουζίνα στην αστυνομία, αλλά τελικά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε να αλλοιώσει τα αποδεικτικά στοιχεία. Πήγαν στο σπίτι ενός γείτονα και κάλεσαν την αστυνομία.

Ενώ οι αρχές είχαν εμπλακεί με τις δολοφονίες Τέιτ, η έρευνά πλέον θα γινόταν πολύ παράξενη.

Ερευνώντας τις δολοφονίες Τέιτ

Το bestseller του Vincent Bugliosi, "Helter Skelter: The True Story of the Manson Murders"

Όταν έφτασε η οικονόμος Winifred Chapman στην 10050 Cielo Drive, φαινόταν απλά σαν μια ακόμη μέρα στο σπίτι. Όμως, βρήκε το μέρος καλυμμένο στο αίμα. Όταν είδε το πρώτο σώμα, έτρεξε στο σπίτι ενός γείτονα και κάλεσαν την αστυνομία. Ήταν 8:33 π.μ.

Οι πρώτοι αστυνομικοί που έφτασαν -οι DeRosa, Whisenhunt και Burbridge- ήταν οι πρώτοι που ερεύνησαν σωστά το σπίτι και τα θύματα. Η Τέιτ είχε ένα νάιλον σχοινί γύρω από το λαιμό της, το οποίο έπεφτε πάνω από ένα δοκάρι. Το άλλο άκρο του ήταν δεμένο γύρω από το λαιμό του πρώην φίλου της, του Sebring.

Η λέξη "PIG" (γουρούνι) ήταν γραμμένη με αίμα στην μπροστά πόρτα.

Δεν έλεγξαν τον σφυγμό κανενός από τα θύματα. Η σκηνή ήταν τόσο τρομακτική που οι αστυνομικοί δεν χρειαζόταν να το κάνουν. Βρήκαν τον Garretson και αμέσως τον αφόπλισαν. Εκείνος όμως δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί. Ήταν ξυπνητός όλη τη νύχτα, ακούγοντας μουσική στον ξενώνα. Χωρίς τραύματα, ήταν ύποπτος, οπότε τον πήγαν για ανάκριση. Οι απαντήσεις του -το αποτέλεσμα μιας νύχτας χωρίς ύπνο και του ψυχολογικού σοκ από ότι είχε συμβεί- τον έκαναν να φαίνεται ακόμα πιο ύποπτος στην αστυνομία. Αν και η εξέταση με ανιχνευτή ψεύδους που ακολούθησε δεν ήταν αποδεικτικό στοιχείο, εκείνος την πέρασε με επιτυχία και η αστυνομία προχώρησε σε άλλους ύποπτους. Οι πρώτες ώρες της έρευνας επικεντρώθηκαν σε θεωρίες περί συμφωνίας ναρκωτικών που δεν πήγε καλά ή κάποιο πάρτι με ναρκωτικά που εξελίχτηκε βίαια. Όντως, η αστυνομία βρήκε χασίς, MDMA, μαριχουάνα και κοκαΐνη στο σπίτι και στην Porsche του Sebring, αλλά η βία των δολοφονιών οδήγησε την αστυνομία στο να εγκαταλείψει γρήγορα τις αρχικές θεωρίες.

Ο Πολάνσκι στην φωτογραφία του LIFE

Ο μάνατζερ του Πολάνσκι, William Tennant, έπαιζε τένις όταν δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Η έγκυος σύζυγος του φίλου του είχε σφαγιαστεί. Αμέσως πήγε στο σπίτι για να ταυτοποιήσει τα σώματα. Ο Tennant δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Parent, αλλά αναγνώρισε τους Τέιτ, Frykowski και Sebring. Είχε έρθει η ώρα ο Tennant να ενημερώσει τον φίλο του για το τι είχε συμβεί. Του είπε ότι η σύζυγός του είχε δολοφονηθεί και ότι το μωρό τους είχε πεθάνει. Ο Πολάνσκι επέστρεψε στις ΗΠΑ και πήγε σε ξενοδοχείο υπό την επίβλεψη γιατρού. Η αστυνομία του έκανε μερικές ερωτήσεις, αλλά τον άφησε στην ησυχία του. Αργότερα, έκανε μια σύντομη δήλωση στον Τύπο και εμφανίστηκε σε μια -παράξενη- φωτογράφηση του περιοδικού LIFE, μπροστά από την αιματοβαμμένη πόρτα και στο σαλόνι του σπιτιού όπου είχε σφαγιαστεί η οικογένειά του.

Η σκηνή των δολοφονιών των Λαμπιάνκα

Οι Leslie Van Houten και Linda Kasabian

Η Οικογένεια προσπάθησε να είναι "φρικτή" και με τους Λαμπιάνκα. Αυτήν την φορά όμως ήταν ακόμα περισσότερο. Ένιωθαν ότι οι δολοφονίες Τέιτ δεν είχαν προκαλέσει αρκετό "πανικό". Όχι στο Λος Άντζελες ή στα ΜΜΕ, αλλά στα ίδια τα θύματα.

Σε μια ακρόαση, ο Leslie Van Houten εξήγησε ότι ο Ουάτσον και ο ίδιος ο Μάνσον μπήκαν στο σπίτι των Λαμπιάνκα και έδεσαν το ζευγάρι.

"Ο Τεξ είπε στην Πατ και σε μένα να πάμε στην κουζίνα και να πάρουμε μαχαίρια. Πήγαμε την κα Λαμπιάνκα στην κρεβατοκάμαρα και της βάλαμε μια μαξιλαροθήκη στο κεφάλι. Στριφογύρισα το καλώδιο της λάμπας γύρω από το κεφάλι της για να κρατήσει την μαξιλαροθήκη. Την κρατούσα ακίνητη".

Όταν η Ρόζμαρι άκουσε τις κραυγές του συζύγου της και τον φώναξε, οι Van Houten και Krenwinkel την σκότωσαν. Σύμφωνα με την The Toronto Sun, το 1994 η Van Houten το παραδέχτηκε. "Μπήκα μέσα και η κα Λαμπιάνκα ήταν στο πάτωμα και την μαχαίρωσα. Στο κάτω μέρος της πλάτης της, περίπου 16 φορές".

Οι αστυνομικοί βρήκαν τον Λένο στο πάτωμα του καθιστικού, με μια αιματοβαμμένη μαξιλαροθήκη στο κεφάλι του, ένα καλώδιο γύρω από το λαιμό του και τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του με δερμάτινο λουρί. Η Ρόζμαρι βρέθηκε στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας με το φόρεμά της σηκωμένο πάνω από κεφάλι της, εκθέτοντας το γυμνό της σώμα. Το τεντωμένο καλώδιο μεταξύ του λαιμού της και της λάμπας έδειχνε ότι είχε προσπαθήσει να ξεφύγει.

Η Οικογένεια Μάνσον μετά από τις δολοφονίες

Οι Susan Atkins, Patricia Krenwinkle και Leslie Van Houten

Σχεδόν κάθε μέλος της Οικογένειας που συμμετέχει στις δολοφονίες -μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο Μάνσον- καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο. Όμως, το 1971, η πολιτεία της Καλιφόρνια μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια.

Η Van Houten ήταν μόλις 19 χρονών όταν βοήθησε στην δολοφονία της Ρόζμαρι Λαμπιάνκα. Ήταν η βασίλισσα του σχολείου. Μέχρι σήμερα, η συμμετοχή της στις δολοφονίες Λαμπιάνκα συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις στο κατά πόσο ήταν κύρια του εαυτού της κατά τις δολοφονίες. Το 2016, μετά από πρόταση για αποφυλάκιση της -τότε- 66χρονης γυναίκας, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια αρνήθηκε. Τον Ιανουάριο του 2019, η επιτροπή αποφυλακίσεων πρότεινε ξανά την αποφυλάκισή της, αλλά και ο νέος κυβερνήτης αρνήθηκε.

Η Άτκινς διαγνώστηκε με καρκίνο του εγκεφάλου και πέθανε στη φυλακή το 2009.

Ο Μάνσον πέθανε το 2017 στα 83 του.

Οι Van Houten, Ουάτσον και Krenwinkel παραμένουν φυλακισμένοι. Η Krenwinkel είναι η μεγαλύτερη ηλικιακά κρατούμενη στην ιστορία της Καλιφόρνια.

Η Lynette "Squeaky" Fromme -ένα μέλος της Οικογένειας που δε συμμετείχε στις δολοφονίες αλλά υποστήριξε τον Μάνσον και τους άλλους στη δίκη- είναι ελεύθερη. Η Fromme, η οποία γνώρισε τον Μάνσον στην Venice Beach, προσπάθησε αργότερα να δολοφονήσει τον 38ο Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Φορντ. Φυλακίστηκε και αποφυλακίστηκε το 2009.

Η Κασάμπιαν, η τσιλιαδόρος κατά τη διάρκεια των δολοφονιών Tέιτ, ήταν βασικός μάρτυρας της δίωξης. Ενώ η Οικογένεια αποκαλούσε τον Μάνσον "φιγούρα σαν τον Ιησού Χριστό", εκείνη τον αποκαλούσε "Διάβολο".

"Αμφιβάλλω αν θα είχαμε καταδικάσει τον Μάνσον χωρίς αυτήν", δήλωσε ο δημόσιος κατήγορος.

από: ati

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου