Το 1830, αφού πρώτα διένυσε με τα πόδια μια απόσταση 600 μιλίων μέχρι τον Καναδά, ο Josiah Henson επέστρεψε στις ΗΠΑ για να απελευθερώσει περισσότερους από 100 σκλάβους.
Τον Ιούνιο του 1862, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν διάβασε το "A Key to Uncle Tom’s Cabin" (Το Κλειδί της Καλύβας του μπαρμπα-Θωμά) της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, της συγγραφέα που το 1852 είχε γράψει το μπεστ-σέλερ μυθιστόρημα "Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά".
Το "Κλειδί" περιείχε τα απομνημονεύματα και τα έγγραφα που η Στόου χρησιμοποιούσε για να γράψει το βιβλίο της. Σε αυτό, η Στόου εξηγούσε ότι, στην πραγματικότητα, ο κεντρικός χαρακτήρας του μπαρμπα-Θωμά στηρίχτηκε στην αληθινή ιστορία του Τζοσία Χένσον, ενός άντρα που γεννήθηκε δούλος και διέφυγε στον Καναδά.
Ο Λίνκολν κράτησε το βιβλίο επί 43 ημέρες και δούλεψε έναν σημαντικό νόμο: τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης, η οποία απελευθέρωσε τους σκλάβους στις νότιες πολιτείας των ΗΠΑ.
Ποιος όμως ήταν ο Τζοσία Χένσον, ο πραγματικός μπαρμπα-Θωμάς που ενέπνευσε την Στόου, αλλά και τον Λίνκολν;
Ο Λίνκολν κράτησε το βιβλίο επί 43 ημέρες και δούλεψε έναν σημαντικό νόμο: τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης, η οποία απελευθέρωσε τους σκλάβους στις νότιες πολιτείας των ΗΠΑ.
Ποιος όμως ήταν ο Τζοσία Χένσον, ο πραγματικός μπαρμπα-Θωμάς που ενέπνευσε την Στόου, αλλά και τον Λίνκολν;
Ο Τζοσία Χένσον γεννήθηκε δούλος
Η πραγματική καλύβα στην οποία ζούσε ο Χένσον και άλλοι σκλάβοι δεν υπάρχει πλέον. Ωστόσο, το οικογενειακό σπίτι του Riley υπάρχει και βρίσκεται στο Rockville της πολιτείας του Μέριλαντ. Αφού το σπίτι παρέμεινε στα χέρια ιδιωτών για σχεδόν δύο αιώνες, στις 6 Ιανουαρίου του 2006, ένα συμβούλιο της κομητείας συμφώνησε να το αγοράσει και να το αποκαταστήσει ως ανάμνηση του χρόνου που πέρασε ο Χένσον εκεί.
Επιπλέον, κοντά στην πόλη Dresden στο Οντάριο του Καναδά, βρίσκεται ο ιστορικός χώρος της καλύβας του μπαρμπα-Θωμά, την καλύβα δηλαδή που έζησε ο Χένσον κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου χρόνου του στην περιοχή, από το 1841 μέχρι και το θάνατό του το 1883.
Η ιστορία του Χένσον ξεκίνησε στις 15 Ιουνίου του 1789, στο Charles County του Μέριλαντ. Οι γονείς του ανήκαν σε δύο διαφορετικές οικογένειες λευκών. Στην αυτοβιογραφία του, "Life of Josiah Henson: Formerly a Slave", ο Χένσον ανέφερε ότι οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν αυτές της βίας.
Θυμήθηκε συγκεκριμένα όταν ένας επιστάτης προσπάθησε να βιάσει τη μητέρα του. Ο πατέρας του επιτέθηκε στον άντρα. Για το έγκλημα του ξυλοδαρμού του λευκού, η τιμωρία του ήταν να του κόψουν το ένα αυτί, δέχτηκε 100 χτυπήματα από μαστίγιο και πουλήθηκε σε άλλη οικογένεια. Ο μικρός Τζοσία δεν είδε ποτέ ξανά τον πατέρα του. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης της μητέρας του, ο ίδιος με τα πέντε αδέλφια του "τέθηκαν σε δημοπρασία, πουλήθηκαν στον καλύτερο πλειοδότη και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της χώρας".
Όταν κάποιος λευκός ονόματι Isaac Riley αγόρασε τη μητέρα του Χένσον, εκείνη του ζήτησε να αγοράσει και τον μικρό Τζοσία που ήταν μόλις πέντε χρονών εκείνη τη στιγμή (και ο μικρότερος). Αντ' αυτού, ο Riley την χτύπησε. "Ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα στους ανθρώπους", έγραψε ο Χένσον. "Μια εμπειρία κοινή σε χιλιάδες ανθρώπους της φυλής μου". Για λίγο, ο Χένσον χωρίστηκε από τη μητέρα του, πριν τελικά τον δώσουν στον ιδιοκτήτη της με αντάλλαγμα μια δουλειά με πέταλα αλόγων.
Ο Χένσον μεγάλωσε στη φυτεία του Riley, έξω από την Ουάσινγκτον, και παρόλο που θυμόταν πολλούς ξυλοδαρμούς στα βίαια χέρια του ιδιοκτήτή του, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Αν και δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει, πιστεύεται ότι ο Τζοσία είχε έντονο επιχειρηματικό πνεύμα, κάτι που δε διέφυγε του Riley, οπότε τον έστελνε συχνά στην Ουάσιγκτον για να πουλήσει τα προϊόντα του, μια δουλειά που συνήθως προοριζόταν για λευκούς. Τέλος, ο Riley έβλεπε τον Χένσον ως σωματοφύλακά του και κάποτε τον φώναξε για να τον σώσει από έναν καυγά σε μια παμπ. Ο αντίπαλος του Riley χτύπησε τον Χένσον στις ωμοπλάτες τόσο δυνατά που τον άφησε μόνιμα παραμορφωμένο και ανίκανο να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Η επικίνδυνη απόδραση προς την ελευθερία
Ο Χένσον, ενώ εργαζόταν στην φυτεία του Riley, βρήκε τον Χριστιανισμό και έγινε ιεροκήρυκας. Αν και δεν μπόρεσε να διαβάσει -ο Riley τον χτυπούσε όποτε προσπαθούσε να μάθει ανάγνωση-, ο Χένσον απομνημόνευσε στίχους της Αγίας Γραφής τους οποίους και απάγγειλε. Ένας λευκός ιερέας τον βοήθησε να συγκεντρώσει 350 δολάρια, το αντίστοιχο των μισθών τριών ετών, για να αγοράσει την ελευθερία του.
Όμως, ο Riley αρνήθηκε να τον αφήσει να φύγει και, αφού του πήρε τα χρήματα, δήλωσε ότι θα τον πουλούσε ακόμα πιο νότια, μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του, και ανέθεσε στον ανιψιό του, Amos, την πώληση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Amos αρρώστησε από ελονοσία. Η ασθένειά του ήταν η σωτηρία για τον Χένσον, ο οποίος τον γύρισε στον βορρά, σώζοντας τις ζωές και των δύο.
Τελικά, το 1830, ο Χένσον πήρε τη σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους και έφυγαν. Για να φτάσουν στον Καναδά, περπάτησαν 600 μίλια, πάντα κατά τη διάρκεια της νύχτας ενώ κοιμόντουσαν την ημέρα. Στον Νιαγάρα, ένας Σκωτσέζος καπετάνιος τους βοήθησε να διασχίσουν τα σύνορα, και όταν βρέθηκε εκεί, ο Χένσον δεσμεύτηκε να "χρησιμοποιήσει καλά την ελευθερία μου".
Στα τέλη της δεκαετίας του 1830, ο ίδιος και άλλοι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας αγόρασαν σχεδόν 1 τετ χλμ γης στο Οντάριο όπου ίδρυσαν έναν οικισμό ελεύθερων μαύρων, ο πληθυσμός του οποίου αριθμούσε εκατοντάδες ανθρώπους. Ο οικισμός έγινε στάση του "Υπόγειου Σιδηρόδρομου", ένα δίκτυο μυστικών διαδρομών και ασφαλών σπιτιών στις ΗΠΑ που χρησιμοποιήθηκαν από τους σκλάβους για να διαφύγουν
κυρίως σε πολιτείες των ΗΠΑ όπου είχε καταργηθεί η δουλεία και τον Καναδά. Ο ίδιος, για να βοηθήσει, πήγε στις ΗΠΑ πολλές φορές και μετέφερε πάνω από 120 σκλάβους στην ελευθερία.
Μέσω του έργο του, ο Χένσον συνδέθηκε με ένα δίκτυο υπέρμαχων της κατάργησης της δουλείας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Samuel Atkins Eliot, ο πρώην δήμαρχος της Βοστώνης που αργότερα έγινε μέλος του Κογκρέσου. Ο Eliot τον ενθάρρυνε να πει την ιστορία του, εκείνος συμφώνησε, του την υπαγόρευσε, και, το 1849, δημοσιεύτηκε το "The Life of Josiah Henson, Formerly a Slave, Now an Inhabitant of Canada, as Narrated by Himself" (η Ζωή του Τζοσία Χένσον, πρώην σκλάβου, πλέον κάτοικος Καναδά, όπως την αφηγείται ο ίδιος). Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία μεταξύ των υπέρμαχων της κατάργησης της δουλείας.
Πώς ο Χένσον ενέπνευσε την Χάριετ Μπέκερ Στόου και τον Αβραάμ Λίνκολν
Η Harriet Beecher Stowe διάβασε δεκάδες απομνημονεύματα και βιβλία που επέκριναν την δουλεία, συμπεριλαμβανομένων των απομνημονευμάτων του Χένσον.
Η Στόου ήταν μια από τους πολλούς ενθουσιώδεις αναγνώστες του βιβλίου του Χένσον και συναντήθηκαν το 1849.
"Ενδιαφέρθηκε για την ιστορία της ζωής μου και τις ατυχίες μου", ανέφερε ο Χένσον. "Είπε ότι ήταν χαρούμενη που είχε δημοσιευτεί το βιβλίο και ήλπιζε ότι θα βοηθούσε πολύ και θα άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων στο τεράστιο έγκλημα του να έχουν ανθρώπους σε δουλεία".
Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, ο Χένσον διηγήθηκε τη ζωή του στην Στόου, η οποία των ρώτησε για τους ιδιοκτήτες σκλάβων που είχε γνωρίσει, τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι σκλάβοι αλλά και τα όσα είχε δει ο ίδιος πριν διαφύγει.
Δύο χρόνια αργότερα, η Στόου έβαλε τον χαρακτήρα του στην Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, το οποίο η ίδια δήλωσε ότι δημοσίευσε "για να αφυπνίσει τη συμπάθεια και το συναίσθημα για την αφρικανική φυλή".
Στο μυθιστόρημα, αρκετοί από τους μαύρους χαρακτήρες δραπετεύουν προς την ελευθερία, αλλά ο μπαρμπα-Θωμάς πεθαίνει στα χέρια ενός μοχθηρού ιδιοκτήτη σκλάβων όταν εκείνος αρνείται να παραδώσει δύο σκλάβες τις οποίες βοήθησε να δραπετεύσουν. Ο θάνατος του Θωμά ενέπνευσε τον γιο του ιδιοκτήτη σκλάβων να απελευθερώσει τους σκλάβους του σε ανάμνηση της ανιδιοτελούς πράξης του Θωμά.
Το βιβλίο έγινε γρήγορα best-seller. "Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της κας Στόου, συγκλόνισε τα θεμέλια αυτού του κόσμου", έγραψε ο Χένσον. "Ταρακούνησε τους Αμερικανούς και τους άφησε με απορίες, οπότε κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το όλο θέμα ήταν ένα μύθευμα".
Τον πρώτο χρόνο, η Καλύβα πούλησε 300.000 αντίτυπα. Οι Ρεπουμπλικάνοι αγόρασαν αντίγραφα για να τα διανείμουν κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1860 ώστε να ενθαρρύνουν τους υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας να ψηφίσουν υπέρ του Λίνκολν. Πράγματι, όπως σημείωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Charles Sumner, "Αν δεν υπήρχε η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, δε θα υπήρχε Λίνκολν στον Λευκό Οίκο".
Την εποχή της εκλογής του, ούτε ο Λίνκολν ήταν υπέρ της κατάργησης της δουλείας. Πρότεινε τον περιορισμό αλλά όχι την κατάργησή της, αλλά η εκλογή του ήταν τόσο απειλητική για τις νότιες πολιτείες που αρκετές αποχώρησαν μετά τη νίκη του το 1860. Το '62, ο Λίνκολν κάλεσε την Στόου στον Λευκό Οίκο και της είπε, "Είστε η μικρή κυρία που έγραψε το βιβλίο που ξεκίνησε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο".
Θα έπρεπε ο Χένσον να λάβει κάποια πίστωση για την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά;
Η σελίδα τίτλου από την πρώτη έκδοση της Καλύβας του μπαρμπα-Θωμά, που έγινε ένα από τα βιβλία με τις καλύτερες πωλήσεις του 19ου αιώνα
Το 1853, η Στόου αναγνώρισε ξεκάθαρα ότι "τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του σεβάσμιου Τζοσία Χένσον" συμπλήρωσαν τον χαρακτήρα του μπαρμπα-Θωμά. Η Στόου δημοσίευσε τις διευκρινήσεις στο The Key to Uncle Tom's Cabin, στο οποίο αποκάλυψε στους αναγνώστες της το πώς ερεύνησε το μυθιστόρημά της και ότι οι φρίκες της δουλείας που διάβασαν οι αναγνώστες της δεν ήταν κάτι φανταστικό, όπως πολλοί είχαν πιστέψει.
Οι ομοιότητες μεταξύ του Θωμά και του Χένσον είναι, κατά κάποιο τρόπο, αρκετά προφανείς. Για παράδειγμα, στην καμπίνα του μπαρμπα-Θωμά, όπως και στην πραγματική ζωή του Χάνσον, η πίστη έπαιξε κεντρικό ρόλο. Και οι δύο άντρες χρησιμοποίησαν τη θρησκεία τους για να εξηγήσουν γιατί έθεταν σε κίνδυνο την ζωή τους. Ο μαύρος γιατρός Martin Robinson Delany θεώρησε ότι ο Χένσον άξιζε κάτι περισσότερο από μια σύντομη αναφορά στο Κλειδί της Στόου.
Αν και ίσως δεν ήταν τόσο διάσημος όσο η Στόου, ο Χένσον έγινε γνωστός για τις προσπάθειές του να ελευθερώσει σκλάβους. Χρησιμοποίησε τα χρήματά του για να αγοράσει την ελευθερία των υποδουλωμένων και προσέλαβε μαύρους πρόσφυγες στον Καναδά για να δουλέψουν γι' αυτόν. Συναντήθηκε ακόμη και με τη Βασίλισσα Βικτώρια στο Κάστρο του Ουίσδορ και έλαβε πρόσκληση από τον Ράδερφορντ Χαίηζ, τον 19ο πρόεδρο των ΗΠΑ, στον Λευκό Οίκο. Η κληρονομιά του έφτασε μέχρι τα αυτιά των προέδρων. Κατά τη σύνταξη της Διακήρυξης της Χειραφέτησης, ο Λίνκολν στράφηκε στο Κλειδί της Στόου ως μια εγκυκλοπαιδική αφήγηση των φρικαλεοτήτων της δουλείας.
Ο Χένσον πέθανε το 1883 σε ηλικία 93 χρονών. Λέγεται ότι δήλωσε, "με φωνάζουν 'μπαρμπα-Θωμά' και αισθάνομαι περήφανος γι' αυτό. Αν τα ταπεινά μου λόγια ενέπνευσαν με οποιονδήποτε τρόπο αυτήν την ταλαντούχα κυρία να γράψει ... δεν έζησα μάταια. Γιατί πιστεύω ότι το βιβλίο της ήταν η αρχή ενός λαμπρού τέλους".
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου