"Σήμερα, καθώς κοιτάζω την κατάσταση των Πέντε Οικογενειών της Νέας Υόρκης και την Επιτροπή Μαφίας της, νιώθω πιο πολύ ικανοποιημένος που η ημιτελής δουλειά μου επιτέλους τελείωσε". - Τζόζεφ Πιστόνε, πρώην μυστικός πράκτορας του FBI, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμό "Ντόνι Μπράσκο".
Επί έξι ολόκληρα χρόνια, ο Τζόζεφ Πιστόνε
(Joseph Pistone) παράτησε την προσωπική του ζωή και ανέβηκε στις
βαθμίδες της εγκληματικής οικογένειας Μπονάννο (Bonanno) ως Ντόνι
Μπράσκο (Donnie Brasco).
Ο γεννηθείς το 1939 Πιστόνε είναι αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός αξιωματικός επιβολής του νόμου στην αμερικανική ιστορία. Μέσω της απόλυτης επιμονής, για μια περίοδο έξι χρόνων, ο Πιστόνε διείσδυσε βαθιά μέσα στη Μαφία της Νέας Υόρκης, παρατώντας την προσωπική του ζωή και, ουσιαστικά, έγινε κάποιος άλλος. Στόχος του ήταν να προσδιορίσει την ιεραρχία των οικογενειών της Μαφίας της Νέας Υόρκης, αν και τελικά κατάφερε να εμπλέξει και οικογένειες μαφιόζων στην Φλόριντα και το Μιλγουόκι.
Όταν το 1981 το FBI τον απέσυρε από την επιχείρηση, τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει οδήγησαν στη φυλακή περισσότερους από εκατό κορυφαίους Μαφιόζους, κάτι που οδήγησε στην έκρηξη εκ των έσω της αμερικανικής μαφίας.
Για να μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των βασικών μελών της Μαφίας της Νέας Υόρκης και να έχει επιτυχία η επιχείρηση, ο Πιστόνε εξαρτιόταν από τον ψεύτικο χαρακτήρα του, τον κλέφτη κοσμημάτων Ντόνι Μπράσκο. "Ήθελα να είναι ένας τύπος της πιάτσα, που θα ακολουθούσαν οι ξερόλες και δε θα αμφισβητούσαν πολύ το υπόβαθρό του ή τις ικανότητές του να κάνει αυτό που έλεγε ότι μπορούσε να κάνει", είπε ο Πιστόνε.
Όταν το 1981 το FBI τον απέσυρε από την επιχείρηση, τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει οδήγησαν στη φυλακή περισσότερους από εκατό κορυφαίους Μαφιόζους, κάτι που οδήγησε στην έκρηξη εκ των έσω της αμερικανικής μαφίας.
Για να μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των βασικών μελών της Μαφίας της Νέας Υόρκης και να έχει επιτυχία η επιχείρηση, ο Πιστόνε εξαρτιόταν από τον ψεύτικο χαρακτήρα του, τον κλέφτη κοσμημάτων Ντόνι Μπράσκο. "Ήθελα να είναι ένας τύπος της πιάτσα, που θα ακολουθούσαν οι ξερόλες και δε θα αμφισβητούσαν πολύ το υπόβαθρό του ή τις ικανότητές του να κάνει αυτό που έλεγε ότι μπορούσε να κάνει", είπε ο Πιστόνε.
Η γέννηση του "Ντόνι Μπράσκο"
Το FBI έδωσε στον Πιστόνε μια ψεύτικη άδεια οδήγησης που έφερε το όνομα του Μπράσκο, αλλά και μετρητά και πιστωτικές κάρτες. Το να μοιράζεται τα λάφυρα των -υποτιθέμενων- κλεμμένων κοσμημάτων που είχε πουλήσει με τις εγκληματικές επαφές ήταν ζωτικής σημασίας ώστε να ξεγελάσει τους Μαφιόζους για την χρησιμότητά του γι' αυτούς.
Αρχικά, ο Πιστόνε σχεδίαζε να περάσει έξι μήνες με τη Μαφία, αλλά χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες μόνο και μόνο για να συστηθεί στους μαφιόζους. Οι πρώτες του επαφές ήταν με την οικογένεια Κολόμπο, οι οποίοι όμως ήταν μικρού μεγέθους εγκληματίες που δεν είχαν πρόσβαση στους ανώτερους μαφιόζους που έπρεπε να γνωρίσει.
Η επόμενη επαφή του ήταν ο Άντονι "Τόνι" Μίρα (Tony Mirra), ο οποίος ήταν πολύ πιο σημαντικός στην ιεραρχία. Ωστόσο, η βίαιη πλευρά του ήταν απειλή για την επιχείρηση του FBI. Οι πράκτορες δεν μπορούσαν εν γνώσει τους να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε πράξη βίας, έτσι ο Πιστόνε απομακρύνθηκε αργά από δίπλα του.
Τελικά, βρήκε το εισιτήριό του για τη μαφία της Νέας Υόρκης όταν ο Μίρα τον σύστησε στον "Λέφτι" Ρουγκιέρο (Benjamin "Lefty Guns" Ruggiero). "Στο μυαλό μου, ο Λέφτι ήταν ο απόλυτος ξερόλας. Όλη του η ζωή ήταν να είναι μέλος της Μαφίας".
Σχεδόν αμέσως, οι δυο τους έγιναν αχώριστοι. Ο Ρουγκιέρο είχε φτιάξει το όνομά του με την διαβόητη εγκληματική οικογένεια Μπονάννο και, παρ' ότι ήταν χαμηλότερου επιπέδου, ήταν πολύ γνωστός.
"Μόλις γνώρισα τον Λέφτι αρκετά καλά και έφτασε στο σημείο να με εμπιστεύεται και να μου λέει σχετικά με την επιχείρηση της Μαφίας και το ποιος ήταν ποιος και τι συνέβαινε, είχε την εντύπωση ότι μπορούσα να βγάλω πολλά χρήματα γι 'αυτόν".
Στις αρχές του 1977, ο Λέφτι έκανε τον Πιστόνε συνεργάτη της οικογένειας Μπονάννο. Τα κόλπα του ότι έβγαζε καλά χρήματα από τα κλεμμένα, διοχετεύοντας χρήματα του FBI στα χέρια των μαφιόζων, τον έκαναν έμπιστο και σεβαστό συνεργάτη. Ο Πιστόνε ακολούθησε μια απλή δομή αμοιβών της Μαφίας, διατηρώντας το 50% των κερδών του, ενώ ο Λέφτι έπαιρνε το υπόλοιπο 50%. Ακολούθως, ο Ρουγκιέρο μοιραζόταν 50-50 το ποσοστό του με τον "capo" ("λοχαγό") του, Μάικ Σαμπέλα, ο οποίος τελικά έδινε το 25% του στα αφεντικά της Μπονάννο.
Συχνά, ειδικά όταν υπήρχαν ελάχιστες πληροφορίες, ο Πιστόνε έπρεπε να πείσει τους ανώτερούς του στο FBI να του δώσουν χρήματα. Τις πρώτες μέρες, δεν είχε πάνω του κοριό γιατί "ήμουν μαζί τους σε καθημερινή ή βραδινή βάση. Οπότε, δεν είχα τρόπο να απαλλαγώ από τον κοριό".
Μέχρι το 1978, η Νέα Υόρκη ήταν κοντά στο να κηρύξει πτώχευση. Οι καιροί ήταν δύσκολοι ακόμη και για την Μαφία, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν ο Πιστόνε και το FBI. Ο πράκτορας έπεισε τον Λέφτι να συνάψει επιχειρηματική συμφωνία με τον Φρανκ Μπαλιστριέρι (Frank Balistrieri), τον επικεφαλής της Μαφίας στο Μιλγουόκι, όπου το FBI είχε έναν μυστικό πράκτορα με το ψευδώνυμο Tony Conte και ο οποίος χρειαζόταν βοήθεια.
Οι δύο πράκτορες έπεισαν τον Λέφτι να πάει στο Μιλγουόκι για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με τον Μπαλιστριέρι σε μια επιχείρηση αυτόματων πωλητών. Ο Ρουγκιέρο τα κατάφερε και, στην ουσία, οι δύο οικογένειες ήρθαν κοντά. Ωστόσο, υπήρχε ένας όρος. Ο Μπαλιστριέρι ήθελε να συναντήσει τον συνεργάτη του, τον Μπράσκο, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να πάει γιατί βρισκόταν δίπλα στην σύζυγό του η οποία είχε πέσει θύμα ενός σχεδόν θανατηφόρου τροχαίου καθώς πήγαινε να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο. Η γυναίκα έμεινε κλινήρης για 11 ημέρες, αλλά τα κατάφερε, και τότε ο Μπράσκο πήγε στο Μιλγουόκι για να τον συναντήσει.
Μετά από τη συνάντηση, οι βδομάδες περνούσαν και ο Λέφτι και ο Πιστόνε δεν είχαν νέα από το αφεντικό της μαφίας του Μιλγουόκι. Τον πήραν τηλέφωνο, αλλά ο Μπαλιστριέρι δεν απάντησε ποτέ στις κλήσεις τους.
Στις αρχές του 1977, ο Λέφτι έκανε τον Πιστόνε συνεργάτη της οικογένειας Μπονάννο. Τα κόλπα του ότι έβγαζε καλά χρήματα από τα κλεμμένα, διοχετεύοντας χρήματα του FBI στα χέρια των μαφιόζων, τον έκαναν έμπιστο και σεβαστό συνεργάτη. Ο Πιστόνε ακολούθησε μια απλή δομή αμοιβών της Μαφίας, διατηρώντας το 50% των κερδών του, ενώ ο Λέφτι έπαιρνε το υπόλοιπο 50%. Ακολούθως, ο Ρουγκιέρο μοιραζόταν 50-50 το ποσοστό του με τον "capo" ("λοχαγό") του, Μάικ Σαμπέλα, ο οποίος τελικά έδινε το 25% του στα αφεντικά της Μπονάννο.
Συχνά, ειδικά όταν υπήρχαν ελάχιστες πληροφορίες, ο Πιστόνε έπρεπε να πείσει τους ανώτερούς του στο FBI να του δώσουν χρήματα. Τις πρώτες μέρες, δεν είχε πάνω του κοριό γιατί "ήμουν μαζί τους σε καθημερινή ή βραδινή βάση. Οπότε, δεν είχα τρόπο να απαλλαγώ από τον κοριό".
Μέχρι το 1978, η Νέα Υόρκη ήταν κοντά στο να κηρύξει πτώχευση. Οι καιροί ήταν δύσκολοι ακόμη και για την Μαφία, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν ο Πιστόνε και το FBI. Ο πράκτορας έπεισε τον Λέφτι να συνάψει επιχειρηματική συμφωνία με τον Φρανκ Μπαλιστριέρι (Frank Balistrieri), τον επικεφαλής της Μαφίας στο Μιλγουόκι, όπου το FBI είχε έναν μυστικό πράκτορα με το ψευδώνυμο Tony Conte και ο οποίος χρειαζόταν βοήθεια.
Οι δύο πράκτορες έπεισαν τον Λέφτι να πάει στο Μιλγουόκι για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με τον Μπαλιστριέρι σε μια επιχείρηση αυτόματων πωλητών. Ο Ρουγκιέρο τα κατάφερε και, στην ουσία, οι δύο οικογένειες ήρθαν κοντά. Ωστόσο, υπήρχε ένας όρος. Ο Μπαλιστριέρι ήθελε να συναντήσει τον συνεργάτη του, τον Μπράσκο, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να πάει γιατί βρισκόταν δίπλα στην σύζυγό του η οποία είχε πέσει θύμα ενός σχεδόν θανατηφόρου τροχαίου καθώς πήγαινε να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο. Η γυναίκα έμεινε κλινήρης για 11 ημέρες, αλλά τα κατάφερε, και τότε ο Μπράσκο πήγε στο Μιλγουόκι για να τον συναντήσει.
Μετά από τη συνάντηση, οι βδομάδες περνούσαν και ο Λέφτι και ο Πιστόνε δεν είχαν νέα από το αφεντικό της μαφίας του Μιλγουόκι. Τον πήραν τηλέφωνο, αλλά ο Μπαλιστριέρι δεν απάντησε ποτέ στις κλήσεις τους.
Στην πραγματικότητα, το αφεντικό της Μαφίας είχε ανακαλύψει ότι ο άλλος πράκτορας, ο Κόντε, ήταν πληροφοριοδότης του FBI, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να ενημερώσει τα αφεντικά της Μπονάννο ή τον Λέφτι. Με την συμφωνία να παίρνει την κάτω βόλτα, τα αφεντικά της Μπονάννο έψαχναν κάποιον να κατηγορήσουν. Αυτό που είχε συμβεί ήταν μεγάλο λάθος για τον Μπράσκο, που μπορούσε να επιφέρει ακόμη και θάνατο, οπότε, οι Λέφτι και Μπράσκο κλήθηκαν από τα αφεντικά να δώσουν εξηγήσεις. Ο Πιστόνε αφέθηκε στην ησυχία του, αλλά προειδοποίησαν τον Ρουγκιέρο.
Τους επόμενους μήνες, οι δύο τους απέφευγαν τα αφεντικά της Μπονάννο. Έτσι, το FBI έστειλε τον Πιστόνε στη Φλόριντα, όπου βοήθησε σε μια άλλη μυστική επιχείρηση που είχε σχεδιαστεί για τον Σάντο Τραφικλάντε (Santo Trafficante), τον εκεί επικεφαλής της Μαφίας. Έναν μήνα μετά, ακολούθησε και ο Λέφτι.
12 Ιουλίου 1979, Νέα Υόρκη. Το διάσημο αφεντικό της Μαφίας, Carmine Galante, βρέθηκε νεκρός σε ένα εστιατόριο στο Μπρούκλιν, μαζί με τον συνεργάτης του, που ταυτοποιήθηκε ως τον Nino Cappolla, όταν πυροβολήθηκαν μέχρι θανάτου καθώς έτρωγαν. Οι αξιωματούχοι της αστυνομίας και οι μάρτυρες είπαν ότι τέσσερις άνδρες επιβιβάστηκαν σε ένα αυτοκίνητο και άνοιξαν πυρ με αυτόματα και κυνηγετικά όπλα.
Ενώ ο Πιστόνε βρισκόταν στη Φλόριντα, δολοφονήθηκε το αφεντικό της Μπονάννο, Καρμίν Γκαλάντε (Carmine Galante), στην αυλή ενός εστιατορίου στο Μπρούκλιν, όπου βρέθηκε με το πούρο-σήμα κατατεθέν του ανάμεσα στα δόντια του. Χωρίς αρχηγό, παραλίγο η οικογένεια να πέσει σε αναρχία. Πιο χαμηλά στις τάξεις, υπήρξε μια αλλαγή στην ηγεσία για τους Ρουγκιέρο και Πιστόνε. Στον απόηχο της καταστροφής στο Μιλγουόκι, ο επικεφαλής τους είχε υποβιβαστεί και τώρα ανέφεραν στον "Μπλακ" Ναπολιτάνο (Dominick "Sonny Black" Napolitano).
Οι επιχειρήσεις στην Φλόριντα
Στη Φλόριντα, ο Πιστόνε έπεισε τον Ρουγκιέρο (με την έγκριση του Μπλακ) να αγοράσει το νυχτερινό κέντρο "Knights Court". Μήνες νωρίτερα, το FBI είχε αγοράσει το κτίριο και ήταν πλέον το τέλειο μέρος για να οργανωθεί μια συνάντηση μεταξύ των οικογενειών Μπονάννο και Τραφικάντε.
Το 1979, ο Πιστόνε είχε μπει στον τέταρτο χρόνο της μυστικής αποστολής του. Μαζί με τον συνάδελφό του μυστικό πράκτορα Έντγκαρ Ρομπ, ανακαίνισαν το κλαμπ, βάζοντας συσκευές ακρόασης και κάμερες πίσω από τους τοίχους.
Το κλαμπ έγινε κέντρο τοκογλυφίας, αποδοχής κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων, αθλητικών στοιχημάτων και μιας προγραμματισμένης βραδιάς τζόγου στο Λας Βέγκας. Ο Μπλακ, που ήταν ευχαριστημένος με την επιχείρηση, πρόσφερε μέρος της επιχείρησης στον Τραφικάντε, ο οποίος δέχτηκε, όχι μόνο γιατί είχε βρει μια πηγή μετρητών, αλλά και γιατί οι άντρες του δεν χρειαζόταν να συμμετέχουν στην καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης.
Όμως, τον Ιανουάριο του 1981, τη νύχτα της εκδήλωσης στο Λας Βέγκας, η αστυνομία έκανε έφοδο στο κλαμπ, κατάσχεσε χιλιάδες μετρητά και κατηγόρησε τον Μπλακ και τον μυστικό πράκτορα Ρομπ για αντίσταση κατά τη σύλληψη. Ο Μπλακ ήταν έξαλλος, απείλησε να σκοτώσει τον Ρομπ, αλλά τελικά, ηρέμησε.
Και οι δύο επρόκειτο να εμφανιστούν στο δικαστήριο, μέχρι που τελικά παρενέβη το FBI και έκλεισε τις δίκες καθώς, ο Μπλακ είχε μεγαλύτερο ρόλο στη μυστική επιχείρηση του Πιστόνε. Το Kings Court, παρά την επιδρομή, συνέχισε να βγάζει χρήματα, οπότε ο Μπλακ είπε στους Ρομπ και Πιστόνε ότι θα συνιστούσε στους ανωτέρους του τη συμμετοχή τους στη Μαφία.
Στον έκτο πλέον χρόνο ως μυστικός, ο Πιστόνε είχε χωθεί πιο βαθιά στη Μαφία από οποιονδήποτε άλλο μυστικό πράκτορα. Όμως, η επιτυχία του αντιμετώπισε ένα δυνητικά θανατηφόρο πλήγμα. Ο μέντοράς του στην Μαφία, ο Μίρα, μόλις είχε αποφυλακιστεί και σχεδόν αμέσως ανακάλυψε ότι ο Πιστόνε έβγαζε πολλά χρήματα υπό τον Μπλακ.
Ο Μίρα είπε στα αφεντικά της Μπονάννο ότι δικαιούταν μέρος των κερδών του Πιστόνε επειδή εκείνος τους τον είχε συστήσει. Επιπλέον, είπε ψέματα ότι ο Πιστόνε είχε βγάλει 250.000 δολάρια σε μια συμφωνία ηρωίνης και δεν είχε μοιραστεί τα χρήματα μαζί τους.
Η ζωή του Πιστόνε είχε μπει σε κίνδυνο και, αν κρινόταν ένοχος, θα τον σκότωναν. Σε μια σειρά συνεδριάσεων που κράτησαν δύο μήνες, ο Μπράσκο δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του επειδή δεν ήταν ακόμη πλήρες μέλος της Μαφίας και τον υπερασπίστηκε ο Ρουγκιέρο.
Εν τω μεταξύ, είχαν δημιουργηθεί προβλήματα στις τάξεις της οικογένειας Μπονάννο. Ο Μπλακ προάχθηκε σε "υπο-αφεντικό", κάτι που τον έκανε δεύτερο μετά το αφεντικό της οικογένειας, τον Φίλιπ "Ράστι" Ρεστέλι (Rusty Restelli). Την ίδια στιγμή, τρεις αντάρτες "capo" σχεδίαζαν να σκοτώσουν το αφεντικό και τον Μπλακ για να καταλάβουν την οικογένεια Μπονάννο.
Ωστόσο, ο Μπλακ τους πρόλαβε. Τον Απρίλιο του '81, οι τρεις αντάρτες σκοτώθηκαν και ο εμφύλιος τελείωσε γρήγορα. Χάρη στον Ρουγκιέρο, ο Πιστόνε αθωώθηκε και ο Μίρα εκδιώχθηκε.
Το 1979, ο Πιστόνε είχε μπει στον τέταρτο χρόνο της μυστικής αποστολής του. Μαζί με τον συνάδελφό του μυστικό πράκτορα Έντγκαρ Ρομπ, ανακαίνισαν το κλαμπ, βάζοντας συσκευές ακρόασης και κάμερες πίσω από τους τοίχους.
Το κλαμπ έγινε κέντρο τοκογλυφίας, αποδοχής κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων, αθλητικών στοιχημάτων και μιας προγραμματισμένης βραδιάς τζόγου στο Λας Βέγκας. Ο Μπλακ, που ήταν ευχαριστημένος με την επιχείρηση, πρόσφερε μέρος της επιχείρησης στον Τραφικάντε, ο οποίος δέχτηκε, όχι μόνο γιατί είχε βρει μια πηγή μετρητών, αλλά και γιατί οι άντρες του δεν χρειαζόταν να συμμετέχουν στην καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης.
Όμως, τον Ιανουάριο του 1981, τη νύχτα της εκδήλωσης στο Λας Βέγκας, η αστυνομία έκανε έφοδο στο κλαμπ, κατάσχεσε χιλιάδες μετρητά και κατηγόρησε τον Μπλακ και τον μυστικό πράκτορα Ρομπ για αντίσταση κατά τη σύλληψη. Ο Μπλακ ήταν έξαλλος, απείλησε να σκοτώσει τον Ρομπ, αλλά τελικά, ηρέμησε.
Και οι δύο επρόκειτο να εμφανιστούν στο δικαστήριο, μέχρι που τελικά παρενέβη το FBI και έκλεισε τις δίκες καθώς, ο Μπλακ είχε μεγαλύτερο ρόλο στη μυστική επιχείρηση του Πιστόνε. Το Kings Court, παρά την επιδρομή, συνέχισε να βγάζει χρήματα, οπότε ο Μπλακ είπε στους Ρομπ και Πιστόνε ότι θα συνιστούσε στους ανωτέρους του τη συμμετοχή τους στη Μαφία.
Στον έκτο πλέον χρόνο ως μυστικός, ο Πιστόνε είχε χωθεί πιο βαθιά στη Μαφία από οποιονδήποτε άλλο μυστικό πράκτορα. Όμως, η επιτυχία του αντιμετώπισε ένα δυνητικά θανατηφόρο πλήγμα. Ο μέντοράς του στην Μαφία, ο Μίρα, μόλις είχε αποφυλακιστεί και σχεδόν αμέσως ανακάλυψε ότι ο Πιστόνε έβγαζε πολλά χρήματα υπό τον Μπλακ.
Ο Μίρα είπε στα αφεντικά της Μπονάννο ότι δικαιούταν μέρος των κερδών του Πιστόνε επειδή εκείνος τους τον είχε συστήσει. Επιπλέον, είπε ψέματα ότι ο Πιστόνε είχε βγάλει 250.000 δολάρια σε μια συμφωνία ηρωίνης και δεν είχε μοιραστεί τα χρήματα μαζί τους.
Η ζωή του Πιστόνε είχε μπει σε κίνδυνο και, αν κρινόταν ένοχος, θα τον σκότωναν. Σε μια σειρά συνεδριάσεων που κράτησαν δύο μήνες, ο Μπράσκο δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του επειδή δεν ήταν ακόμη πλήρες μέλος της Μαφίας και τον υπερασπίστηκε ο Ρουγκιέρο.
Εν τω μεταξύ, είχαν δημιουργηθεί προβλήματα στις τάξεις της οικογένειας Μπονάννο. Ο Μπλακ προάχθηκε σε "υπο-αφεντικό", κάτι που τον έκανε δεύτερο μετά το αφεντικό της οικογένειας, τον Φίλιπ "Ράστι" Ρεστέλι (Rusty Restelli). Την ίδια στιγμή, τρεις αντάρτες "capo" σχεδίαζαν να σκοτώσουν το αφεντικό και τον Μπλακ για να καταλάβουν την οικογένεια Μπονάννο.
Ωστόσο, ο Μπλακ τους πρόλαβε. Τον Απρίλιο του '81, οι τρεις αντάρτες σκοτώθηκαν και ο εμφύλιος τελείωσε γρήγορα. Χάρη στον Ρουγκιέρο, ο Πιστόνε αθωώθηκε και ο Μίρα εκδιώχθηκε.
Το τέλος του Ντόνι Μπράσκο
Παρά τις εκκλήσεις του Πιστόνε να παραμείνει μυστικός μέχρι να γίνει πλήρες μέλος, το FBI αποφάσισε ότι ήταν πολύ μεγάλος ο κίνδυνος και στα τέλη του Ιουνίου του '81, διέταξε να τερματιστεί η επιχείρηση. Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Πιστόνε συγκέντρωσε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για τη Μαφία από τους Λέφτι και Μπλακ.
Την Κυριακή 24 Ιουλίου του '81, ο Πιστόνε έφυγε -για τελευταία φορά- από το Kings Court. Είχε περάσει τις τελευταίες μέρες με τον Μπλακ και τον Ρουγκιέρο και ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε. Από την Φλόριντα, πέταξε στο Μιλγουόκι όπου κατέθεσε εναντίον του αφεντικού του εγκλήματος του Μιλγουόκι, Μπαλιστριέρι, και των δύο γιων του.
Την επόμενη μέρα, το FBI επισκέφτηκε τον Μπλακ στη Νέα Υόρκη. Του είπαν για την πραγματική ταυτότητα του Ντόνι Μπράσκο, δείχνοντάς του φωτογραφίες του Πιστόνε να ποζάρει με το σήμα του και άλλους πράκτορες. Αρχικά, ο Μπλακ αρνούνταν να το πιστέψει. Οι Μπονάννο κατηγόρησαν τους Μπλακ και Λέφτι ότι άφησαν έναν πληροφοριοδότη να μπει ανάμεσά τους. Τον Σεπτέμβριο του '81, ο Μπλακ κλήθηκε σε μια συνάντηση με τα αφεντικά της μαφίας και κανείς δεν τον είδε ποτέ ξανά, παρά μόνο, ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Αυγούστου του '82, όταν βρέθηκε το σώμα του. Τα αφεντικά κάλεσαν και τον Ρουγκιέρο, αλλά ενώ ήταν καθ' οδόν, τον συνέλαβαν οι Ομοσπονδιακοί και τέθηκε υπό προστατευτική κράτηση.
Ο Πιστόνε είχε υποκλοπές εκατοντάδων ωρών. Η κατάθεσή του βοήθησε ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο να απαγγείλει δεκαεπτά κατηγορίες κατά του Ρουγκιέρο, του Μπλακ και άλλων μελών της Αμερικανικής Μαφίας. Χάρη στις συνομιλίες του μαζί τους, συγκέντρωσε αρκετά ονόματα ώστε να πάνε φυλακή 120 κορυφαίοι Μαφιόζοι. Επίσης, αποκάλυψε την αλυσίδα διανομής ναρκωτικών της Μαφίας που λειτουργούσε σε πιτσαρίες και άλλα καταστήματα στη Νέα Υόρκη.
Το 1992, μετά από 11 χρόνια φυλάκισης, ο Λέφτι αφέθηκε ελεύθερος λόγω ασθένειας. Πέθανε από καρκίνο στους όρχεις στις 24 Νοεμβρίου του '94.
Ο Πιστόνε, μετά το κλείσιμο της επιχείρησης "Ντόνι Μπράσκο", αποσύρθηκε από το FBI και έλαβε μια επιταγή 500 δολαρίων για τις προσπάθειές του. Αργότερα, έγραψε ένα βιβλίο για τα κατορθώματά του, με τίτλο "Donnie Brasco: My Undercover Life in the Mafia", το οποίο έγινε η διάσημη ταινία "Ντόνι Μπράσκο" (1997) με πρωταγωνιστές τον Τζόνι Ντεπ -ως τον ίδιο- και τον Αλ Πατσίνο -ως Λέφτι.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι ταξιδεύει μεταμφιεσμένος για προστασία, ο Τζόζεφ Πιστόνε συνεχίζει να γράφει βιβλία, ενώ παράλληλα συμβουλεύει τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου.
Την Κυριακή 24 Ιουλίου του '81, ο Πιστόνε έφυγε -για τελευταία φορά- από το Kings Court. Είχε περάσει τις τελευταίες μέρες με τον Μπλακ και τον Ρουγκιέρο και ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε. Από την Φλόριντα, πέταξε στο Μιλγουόκι όπου κατέθεσε εναντίον του αφεντικού του εγκλήματος του Μιλγουόκι, Μπαλιστριέρι, και των δύο γιων του.
Την επόμενη μέρα, το FBI επισκέφτηκε τον Μπλακ στη Νέα Υόρκη. Του είπαν για την πραγματική ταυτότητα του Ντόνι Μπράσκο, δείχνοντάς του φωτογραφίες του Πιστόνε να ποζάρει με το σήμα του και άλλους πράκτορες. Αρχικά, ο Μπλακ αρνούνταν να το πιστέψει. Οι Μπονάννο κατηγόρησαν τους Μπλακ και Λέφτι ότι άφησαν έναν πληροφοριοδότη να μπει ανάμεσά τους. Τον Σεπτέμβριο του '81, ο Μπλακ κλήθηκε σε μια συνάντηση με τα αφεντικά της μαφίας και κανείς δεν τον είδε ποτέ ξανά, παρά μόνο, ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Αυγούστου του '82, όταν βρέθηκε το σώμα του. Τα αφεντικά κάλεσαν και τον Ρουγκιέρο, αλλά ενώ ήταν καθ' οδόν, τον συνέλαβαν οι Ομοσπονδιακοί και τέθηκε υπό προστατευτική κράτηση.
Ο Πιστόνε είχε υποκλοπές εκατοντάδων ωρών. Η κατάθεσή του βοήθησε ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο να απαγγείλει δεκαεπτά κατηγορίες κατά του Ρουγκιέρο, του Μπλακ και άλλων μελών της Αμερικανικής Μαφίας. Χάρη στις συνομιλίες του μαζί τους, συγκέντρωσε αρκετά ονόματα ώστε να πάνε φυλακή 120 κορυφαίοι Μαφιόζοι. Επίσης, αποκάλυψε την αλυσίδα διανομής ναρκωτικών της Μαφίας που λειτουργούσε σε πιτσαρίες και άλλα καταστήματα στη Νέα Υόρκη.
Το 1992, μετά από 11 χρόνια φυλάκισης, ο Λέφτι αφέθηκε ελεύθερος λόγω ασθένειας. Πέθανε από καρκίνο στους όρχεις στις 24 Νοεμβρίου του '94.
Ο Πιστόνε, μετά το κλείσιμο της επιχείρησης "Ντόνι Μπράσκο", αποσύρθηκε από το FBI και έλαβε μια επιταγή 500 δολαρίων για τις προσπάθειές του. Αργότερα, έγραψε ένα βιβλίο για τα κατορθώματά του, με τίτλο "Donnie Brasco: My Undercover Life in the Mafia", το οποίο έγινε η διάσημη ταινία "Ντόνι Μπράσκο" (1997) με πρωταγωνιστές τον Τζόνι Ντεπ -ως τον ίδιο- και τον Αλ Πατσίνο -ως Λέφτι.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι ταξιδεύει μεταμφιεσμένος για προστασία, ο Τζόζεφ Πιστόνε συνεχίζει να γράφει βιβλία, ενώ παράλληλα συμβουλεύει τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου.
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου