Στις 28 Απριλίου 1789, το πλήρωμα του H.M.S. Bounty, ένα πλοίο του βρετανικού πολεμικού ναυτικού με κυβερνήτη τον πλοίαρχο William Bligh, έκανε μια θρυλική ανταρσία. Έχοντας περάσει αρκετούς ειδυλλιακούς μήνες στο νησί της Ταϊτής, οι άνδρες ήθελαν να χτίσουν έναν μόνιμο οικισμό στον Νότιο Ειρηνικό.
Η ανταρσία στο βρετανικό πλοίο είναι θρυλική και λίγο-πολύ γνωστή. Η συνέχεια όμως, είχε από εγκλωβισμένους στασιαστές μέχρι στρατοδικεία.
Όταν τον Νοέμβριο του 1878 το H.M.S. Bounty απέπλευσε από την Αγγλία, ο καπετάνιος και το πλήρωμά του δε θα μπορούσαν ποτέ να περίμεναν ότι το ήσυχο ταξίδι τους θα τελείωνε με στρατοδικεία, εγκλωβισμένους στασιαστές και γενιές εποίκων σε ένα μακρινό νησί στον Νότιο Ειρηνικό.
Το διάσημο πλέον Bounty έχει γίνει θρύλος της μεγάλης οθόνης, μιας και, μόνο τον 20ο αιώνα, έχουν γυριστεί πέντε μεγάλου μήκους ταινίες.
Το διάσημο πλέον Bounty έχει γίνει θρύλος της μεγάλης οθόνης, μιας και, μόνο τον 20ο αιώνα, έχουν γυριστεί πέντε μεγάλου μήκους ταινίες.
Το Bounty σαλπάρει για την Ταϊτή
Αριστερά: Ο Thursday October Christian, γιος του στασιαστή Φλέτσερ Κρίστιαν. Δεξιά: Πορτρέτο του Ουίλιαμ Μπλιχ, του κυβερνήτη του H.M.S. Bounty
Το Bounty ήταν πλοίο του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, αλλά η αποστολή του ήταν ειρηνική. Ο βετεράνος καπετάνιος Γουίλιαμ Μπλιχ είχε επιφορτιστεί με ένα ταξίδι για να μαζέψει αρτόκαρπο, ένα τροπικό φρούτο που σχετίζεται με το σύκο και που το βρετανικό στέμμα πίστευε ότι θα ήταν μια φτηνή θρεπτική τροφή για τους σκλάβους στις φυτείες ζάχαρης στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες.
Με πλήρωμα 46 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων δύο βοτανολόγων, το πλοίο δεν είχε αξιωματικούς εκτός από τον Μπλιχ και έπλεε μόνο του, χωρίς την προστασία άλλων βρετανικών σκαφών. Άλλωστε, ο καπετάνιος περίμενε ένα ειρηνικό ταξίδι μέχρι την Ταϊτή, την οποία, το 1769 είχε επισκεφθεί ο Τζέιμς Κουκ και θεωρήθηκε από τους Βρετανούς ναυτικούς ως ένας παράδεισος γεμάτος αρτόκαρπους.
Τον Οκτώβριο του 1788, μετά από ένα ταξίδι που διήρκεσε 10 μήνες και 27.000 μίλια, τελικά, το Bounty έφτασε στην Ταϊτή. Όπως το πλήρωμα είχε πληροφορηθεί πριν αποπλεύσει το πλοίο, το μέρος ήταν τόσο ειδυλλιακό, κάτι που οι ναυτικοί το εκμεταλλεύτηκαν πλήρως. Οι Ταϊτινοί τους υποδέχτηκαν -και μάλιστα τους πήραν στα σπίτια τους-, ενώ είχαν και σχέσεις με τις ντόπιες, οι οποίες αντάλλασσαν σεξουαλικές χάρες με αντικείμενα όπως καρφιά.
Την ημέρα, το πλήρωμα μάζευε καρπούς και φρόντιζε τα φυτά. Τη νύχτα, γλεντούσε. Μέσα σε διάστημα πέντε μηνών που παρέμειναν στο νησί, περισσότερο από το 40% των ανδρών υποβλήθηκαν σε θεραπεία για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, τα οποία είχαν μεταφέρει στην Ταϊτή πριν από χρόνια Άγγλοι και Γάλλοι εξερευνητές.
Ξεσπά ανταρσία
Το 1940, η περιβόητη ανταρσία ενέπνευσε το Bounty Trilogy, μια σειρά μυθιστορημάτων που γράφτηκαν από τον Τσαρλς Νόρντχοφ και τον Τζέιμς Νόρμαν Χολ, με εικονογράφηση του Ν. Κ. Γουάιθ
Όταν το Bounty απέπλευσε ξανά την 1η Απριλίου 1789, οι σπόροι της ανταρσίας είχαν ήδη φυτευτεί. Οι άνδρες είχαν ζήσει σε έναν παράδεισο -την Ταϊτή- και ο Μπλιχ, ο οποίος ήταν ευρέως γνωστός ως αυστηρά πειθαρχικός, ήταν απογοητευμένος από την έλλειψη πειθαρχίας του πληρώματος του. Ο καπετάνιος ήταν "επικριτικός, προσβλητικός, μικροπρεπής και αλαζονικός" στο ταξίδι, γράφει ο ειδικός και συγγραφέας του Bounty, Sven Wahlroos, και "φαίνεται ότι του άρεσε να ταπεινώνει τους αξιωματικούς του". Κάποια στιγμή, ξεχώρισε τον βοηθό υπαξιωματικό Φλέτσερ Κρίστιαν, του φόρτωσε ευθύνες και τον τιμώρησε μπροστά στο πλήρωμα. Στις 27 Απριλίου, κατηγόρησε ξανά τον Κρίστιαν ότι έκλεψε καρύδες από το φορτίο του πλοίου και τιμώρησε ολόκληρο το πλήρωμα.
Αν και οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για την αληθινή αιτία της ανταρσίας, συμφωνούν ότι για τον Κρίστιαν, η κατηγόρια του καπετάνιου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στις 28 Απριλίου, μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Κρίστιαν οπλίστηκαν με τα μουσκέτα του πλοίου και εισέβαλαν στην καμπίνα του Μπλιχ, συλλαμβάνοντάς τον. "Είμαι στην κόλαση τις τελευταίες εβδομάδες μαζί σου", φέρεται να είπε ο Κρίστιαν στον Μπλιχ.
Ακολούθησε χάος και το πλήρωμα χωρίστηκε σε δύο ομάδες, η μία πιστή στον καπετάνιο και η άλλη αποφασισμένη να αποστατήσει. Οι 23 στασιαστές έβαλαν τον καπετάνιο και άλλους 18 άντρες σε μια βάρκα, τους έδωσαν μερικές μερίδες φαγητό και ένα εξάντα για να τους βοηθήσουν να πλοηγηθούν και την άφησαν να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το Bounty ήταν υπό τις διαταγές των ανταρτών.
Ο Κρίστιαν και το υπόλοιπο πλήρωμα, όπως και μερικούς αιχμαλώτους που παρέμειναν πιστοί στον Μπλιχ, θέλησαν να φτιάξουν έναν μόνιμο οικισμό και επέλεξαν το νησί Tubuai της Τόνγκα, περίπου 400 μίλια νότια της Ταϊτής. Εκεί συνάντησαν και σκότωσαν μια ομάδα εχθρικών ιθαγενών και μετά επέστρεψαν στην Ταϊτή για να αναζητήσουν εργάτες και προμήθειες. Βέβαιοι ότι οι αρχηγοί της Ταϊτής, που είχαν καλές σχέσεις με τη Βρετανία, θα αρνούνταν να τους βοηθήσουν αν γνώριζαν τι είχε συμβεί, οι στασιαστές κάλυψαν την ανταρσία, είπαν ψέματα για την αποστολή τους και επέστρεψαν στο Tubuai με 30 Ταϊτινούς. Όμως, λόγω συνεχιζόμενων εχθροπραξιών με τους ιθαγενείς, εγκατέλειψαν το Tubuai, ενώ, και οι αυξανόμενοι διαχωρισμοί μεταξύ του πληρώματος έκαναν την αποικία μη βιώσιμη.
Οι στασιαστές επέστρεψαν στην Ταϊτή και διαπίστωσαν ότι το ψέμα τους είχε ανακαλυφθεί. Απελπισμένος και στριμωγμένος από μια νέα συνωμοσία για ανταρσία εναντίον του, ο Κρίστιαν παρέσυρε μια ομάδα Ταϊτινών στο Bounty για μια γιορτή, όπου όμως τους αιχμαλώτισε και απέπλευσε. 16 Βρετανοί ναυτικοί έμειναν πίσω στην Ταϊτή.
Εν τω μεταξύ, ο Μπλιχ και οι πιστοί του είχαν ένα άγριο ταξίδι. Στην αρχή, κατευθύνθηκαν προς ένα διαφορετικό νησί της Τόνγκα, αλλά το εγκατέλειψαν μετά από εχθρικές συναντήσεις με τους ντόπιους, οι οποίοι λιθοβόλησαν τον καπετάνιο μέχρι θανάτου. Με λιγοστές μερίδες, η ομάδα ξεκίνησε για έναν ολλανδικό οικισμό στο Τιμόρ, περίπου 3.500 ναυτικά μίλια μακριά, όπου έφτασαν μετά από 47 ημέρες και ανέφεραν την ανταρσία στο Στέμμα.
Κατά την επιστροφή στην Αγγλία, αρκετοί πέθαναν αλλά ο Μπλιχ επέζησε. "'Έχασα το Bounty", έγραψε στη γυναίκα του πριν από το ταξίδι της επιστροφής. "Η συμπεριφορά μου δεν σηκώνει κατηγόριες και έδειξα σε όλους, παρ' ότι δεμένος, αψήφησα κάθε κακοποιό και ας μου έκανε κακό".
Αν και οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για την αληθινή αιτία της ανταρσίας, συμφωνούν ότι για τον Κρίστιαν, η κατηγόρια του καπετάνιου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στις 28 Απριλίου, μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Κρίστιαν οπλίστηκαν με τα μουσκέτα του πλοίου και εισέβαλαν στην καμπίνα του Μπλιχ, συλλαμβάνοντάς τον. "Είμαι στην κόλαση τις τελευταίες εβδομάδες μαζί σου", φέρεται να είπε ο Κρίστιαν στον Μπλιχ.
Ακολούθησε χάος και το πλήρωμα χωρίστηκε σε δύο ομάδες, η μία πιστή στον καπετάνιο και η άλλη αποφασισμένη να αποστατήσει. Οι 23 στασιαστές έβαλαν τον καπετάνιο και άλλους 18 άντρες σε μια βάρκα, τους έδωσαν μερικές μερίδες φαγητό και ένα εξάντα για να τους βοηθήσουν να πλοηγηθούν και την άφησαν να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το Bounty ήταν υπό τις διαταγές των ανταρτών.
Ο Κρίστιαν και το υπόλοιπο πλήρωμα, όπως και μερικούς αιχμαλώτους που παρέμειναν πιστοί στον Μπλιχ, θέλησαν να φτιάξουν έναν μόνιμο οικισμό και επέλεξαν το νησί Tubuai της Τόνγκα, περίπου 400 μίλια νότια της Ταϊτής. Εκεί συνάντησαν και σκότωσαν μια ομάδα εχθρικών ιθαγενών και μετά επέστρεψαν στην Ταϊτή για να αναζητήσουν εργάτες και προμήθειες. Βέβαιοι ότι οι αρχηγοί της Ταϊτής, που είχαν καλές σχέσεις με τη Βρετανία, θα αρνούνταν να τους βοηθήσουν αν γνώριζαν τι είχε συμβεί, οι στασιαστές κάλυψαν την ανταρσία, είπαν ψέματα για την αποστολή τους και επέστρεψαν στο Tubuai με 30 Ταϊτινούς. Όμως, λόγω συνεχιζόμενων εχθροπραξιών με τους ιθαγενείς, εγκατέλειψαν το Tubuai, ενώ, και οι αυξανόμενοι διαχωρισμοί μεταξύ του πληρώματος έκαναν την αποικία μη βιώσιμη.
Οι στασιαστές επέστρεψαν στην Ταϊτή και διαπίστωσαν ότι το ψέμα τους είχε ανακαλυφθεί. Απελπισμένος και στριμωγμένος από μια νέα συνωμοσία για ανταρσία εναντίον του, ο Κρίστιαν παρέσυρε μια ομάδα Ταϊτινών στο Bounty για μια γιορτή, όπου όμως τους αιχμαλώτισε και απέπλευσε. 16 Βρετανοί ναυτικοί έμειναν πίσω στην Ταϊτή.
Εν τω μεταξύ, ο Μπλιχ και οι πιστοί του είχαν ένα άγριο ταξίδι. Στην αρχή, κατευθύνθηκαν προς ένα διαφορετικό νησί της Τόνγκα, αλλά το εγκατέλειψαν μετά από εχθρικές συναντήσεις με τους ντόπιους, οι οποίοι λιθοβόλησαν τον καπετάνιο μέχρι θανάτου. Με λιγοστές μερίδες, η ομάδα ξεκίνησε για έναν ολλανδικό οικισμό στο Τιμόρ, περίπου 3.500 ναυτικά μίλια μακριά, όπου έφτασαν μετά από 47 ημέρες και ανέφεραν την ανταρσία στο Στέμμα.
Κατά την επιστροφή στην Αγγλία, αρκετοί πέθαναν αλλά ο Μπλιχ επέζησε. "'Έχασα το Bounty", έγραψε στη γυναίκα του πριν από το ταξίδι της επιστροφής. "Η συμπεριφορά μου δεν σηκώνει κατηγόριες και έδειξα σε όλους, παρ' ότι δεμένος, αψήφησα κάθε κακοποιό και ας μου έκανε κακό".
Η συνέχεια
Το νησί Πίτκερν, 1814, J. Shillibeer - πηγή
Πίσω στην Αγγλία, ο Μπλιχ πέρασε από στρατοδικείο όπου απαλλάχθηκε από την ευθύνη για την απώλεια του πλοίου. Στη συνέχεια, το πλοίο Pandora απέπλευσε από την Αγγλία σε μια αποστολή να συλλάβει τους στασιαστές. Όταν το πλήρωμα έφτασε στην Ταϊτή τον Μάρτιο του 1791, συνέλαβε τους 14 επιζώντες στασιαστές τους οποίους είχε εγκαταλείψει ο Κρίστιαν. Το πλοίο όμως έπεσε στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο και τέσσερις από τους αιχμαλώτους πνίγηκαν.
Τον Σεπτέμβριο του 1792, οι 10 άνδρες που επέστρεψαν στην Αγγλία πέρασαν από στρατοδικείο. Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, όποιος παρέμενε στο πλοίο ήταν ένοχος ανταρσίας, ανεξάρτητα από το αν είχε συμμετάσχει ενεργά. Τέσσερις αθωώθηκαν και έξι καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Τελικά, τρεις από τους έξι αμνηστεύτηκαν, αλλά οι άλλοι τρεις -ο Thomas Burkett, ο John Millward και ο Thomas Ellison- απαγχονίστηκαν στις 29 Οκτωβρίου 1794.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι εναπομείναντες στασιαστές και οι Ταϊτινοί αιχμάλωτοι είχαν βρει ένα ασφαλές καταφύγιο στο νησί Πίτκαιρν, ένα απόμακρο νησί στο νότιο Ειρηνικό. Το κατάφυτο, ακατοίκητο νησί φαινόταν σαν ένας πιθανός παράδεισος και, σύντομα, οι στασιαστές έκαψαν το Bounty και δημιούργησαν μια μόνιμη αποικία εκεί.
Ωστόσο, οι εντάσεις που είχαν αμαυρώσει το ταξίδι τους ακολούθησαν και στο νησί. Οι Ταϊτινοί που είχαν αιχμαλωτίσει οι στασιαστές δυσανασχετούσαν με την κακοποίηση των γυναικών από τους Άγγλους, οι οποίοι τις αντιμετώπιζαν ως σεξουαλικά αντικείμενα. Μία από αυτές, η Tevarua, πιστεύεται ότι αυτοκτόνησε ως απάντηση στη συνεχιζόμενη κακομεταχείρισή της. Τον Σεπτέμβριο του 1793, οι Ταϊτινοί σκότωσαν τέσσερις από τους οκτώ στασιαστές, συμπεριλαμβανομένου του Κρίστιαν. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, εκτός από τον Τζον Άνταμς, πέθαναν όλοι οι εναπομείναντες στασιαστές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι απόγονοι των στασιαστών έβαλαν τις ρίζες τους στο νησί Πίτκαιρν, αν και έφυγαν και επέστρεψαν στο νησί πολλές φορές αναζητώντας προμήθειες και πιο παραγωγική γη. Αυτοί οι απόγονοι εξακολουθούν να ζουν στο μικροσκοπικό νησί, το οποίο είναι μια Βρετανική Υπερπόντια Επικράτεια με πληθυσμό περίπου 50 κατοίκων. Το 1957, ο εξερευνητής του National Geographic, Λούις Μάρντεν, βρήκε ό,τι είχε απομείνει από το Bounty στην ανατολική ακτή του νησιού.
Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές "κατέστρεψαν ουσιαστικά όλα τα πράγματα που οι άνθρωποι είχαν βρει εξωτικά και ελκυστικά στον πολιτισμό της Ταϊτής", έχει δηλώσει η ιστορικός Νταϊάνα Πρέστον.
Τον Σεπτέμβριο του 1792, οι 10 άνδρες που επέστρεψαν στην Αγγλία πέρασαν από στρατοδικείο. Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, όποιος παρέμενε στο πλοίο ήταν ένοχος ανταρσίας, ανεξάρτητα από το αν είχε συμμετάσχει ενεργά. Τέσσερις αθωώθηκαν και έξι καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Τελικά, τρεις από τους έξι αμνηστεύτηκαν, αλλά οι άλλοι τρεις -ο Thomas Burkett, ο John Millward και ο Thomas Ellison- απαγχονίστηκαν στις 29 Οκτωβρίου 1794.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι εναπομείναντες στασιαστές και οι Ταϊτινοί αιχμάλωτοι είχαν βρει ένα ασφαλές καταφύγιο στο νησί Πίτκαιρν, ένα απόμακρο νησί στο νότιο Ειρηνικό. Το κατάφυτο, ακατοίκητο νησί φαινόταν σαν ένας πιθανός παράδεισος και, σύντομα, οι στασιαστές έκαψαν το Bounty και δημιούργησαν μια μόνιμη αποικία εκεί.
Ωστόσο, οι εντάσεις που είχαν αμαυρώσει το ταξίδι τους ακολούθησαν και στο νησί. Οι Ταϊτινοί που είχαν αιχμαλωτίσει οι στασιαστές δυσανασχετούσαν με την κακοποίηση των γυναικών από τους Άγγλους, οι οποίοι τις αντιμετώπιζαν ως σεξουαλικά αντικείμενα. Μία από αυτές, η Tevarua, πιστεύεται ότι αυτοκτόνησε ως απάντηση στη συνεχιζόμενη κακομεταχείρισή της. Τον Σεπτέμβριο του 1793, οι Ταϊτινοί σκότωσαν τέσσερις από τους οκτώ στασιαστές, συμπεριλαμβανομένου του Κρίστιαν. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, εκτός από τον Τζον Άνταμς, πέθαναν όλοι οι εναπομείναντες στασιαστές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι απόγονοι των στασιαστών έβαλαν τις ρίζες τους στο νησί Πίτκαιρν, αν και έφυγαν και επέστρεψαν στο νησί πολλές φορές αναζητώντας προμήθειες και πιο παραγωγική γη. Αυτοί οι απόγονοι εξακολουθούν να ζουν στο μικροσκοπικό νησί, το οποίο είναι μια Βρετανική Υπερπόντια Επικράτεια με πληθυσμό περίπου 50 κατοίκων. Το 1957, ο εξερευνητής του National Geographic, Λούις Μάρντεν, βρήκε ό,τι είχε απομείνει από το Bounty στην ανατολική ακτή του νησιού.
Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές "κατέστρεψαν ουσιαστικά όλα τα πράγματα που οι άνθρωποι είχαν βρει εξωτικά και ελκυστικά στον πολιτισμό της Ταϊτής", έχει δηλώσει η ιστορικός Νταϊάνα Πρέστον.
από: national geographic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου