Επί ένα μήνα, οι Charles Gaines και Hayes Noel είχαν μια διαμάχη και τελικά αποφάσισαν να επιλύσουν τις διαφορές τους με τον... παλιομοδίτικο τρόπο. Έτσι, συμφώνησαν σε μονομαχία με όπλα στα 20 βήματα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Gaines, ψαράς και συγγραφέας του Pumping Iron, ένα βιβλίο που αργότερα έγινε ντοκιμαντέρ και βοήθησε τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ να γίνει διάσημος, ελιχε μια διαφωνία με τον φίλο του Noel σχετικά με το ποιος ήταν καλύτερα εξοπλισμένος για επιβίωση. Ο Gaines πίστευε ότι κάποιος με δεξιότητες σε εξωτερικούς χώρους -όπως ήταν ο ίδιος- θα διέπρεπε. Ο Noel, ένας χρηματιστής της Wall Street, πίστευε ότι τα αστικά του ένστικτα θα αποδεικνύονταν ανώτερα.
Μια μέρα, ο Gaines είδε κάτι σε έναν γεωργικό κατάλογο. Ήταν το Nel-Spot 007, ένα όπλο που τροφοδοτούνταν από διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και χρησιμοποιούνταν για τη σήμανση δέντρων ή βοοειδών με μια σφαίρα γεμάτη με μπογιά με βάση το λάδι. Σκέφτηκε ότι ήταν μια ενδιαφέρουσα προσομοίωση μάχης. Αντί να δοκιμάσουν τις δεξιότητές τους με πυρομαχικά, θα μπορούσαν να το κάνουν με σφαίρες μπογιάς.
Οι δύο τους, πήραν τα όπλα και συμμετείχαν σε μια μονομαχία που κέρδισε ο Gaines -σύμφωνα με τον ίδιο. Επιπλέον, σύρθηκαν σε ένα δάσος, ελπίζοντας να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον, μια κατάσταση στην οποία αργότερα και οι δύο είπαν ότι είχαν το πάνω χέρι.
Αυτές οι αντικρουόμενες αφηγήσεις δεν κατάφεραν να διευθετήσουν τη διαμάχη τους και έτσι οι δύο φίλοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να γίνει ένα μεγαλύτερο πείραμα. Έτσι, καθαρά από τύχη, δημιούργησαν στην πορεία το paintball -χρωματοσφαίριση, όπως είναι ο ελληνικός όρος.
Τα όπλα που εκτοξεύουν σφαίρες με τη χρήση πεπιεσμένο αέρα δεν είναι κάτι καινούργιο. Στη δεκαετία του 1940, τα βρετανικά εμπορικά φορτηγά πλοία χρησιμοποιούσαν ατμοκίνητα κανόνια για να εκτοξεύουν χειροβομβίδες εναντίον εχθρικών αεροσκαφών. Οι ναύτες, όταν βαριόντουσαν, χρησιμοποιούσαν τα κανόνια και έβαλλαν πατάτες ή μπουκάλια μπύρας. Πολύ αργότερα, πολλές αθλητικές ομάδες υιοθέτησαν ειδικά κανόνια ("T-shirt canons"), που τροφοδοτούνταν με την ίδια αρχή, για να μοιράζουν φανέλες στους οπαδούς τους.
Η ιδέα να χρησιμοποιηθεί διοξείδιο του άνθρακα σε τέτοια όπλα προήλθε την δεκαετία του 1960 από την Nelson Paint Company. Ελπίζοντας να βοηθήσει τους δασοκόμους με τη σήμανση δέντρων που δεν ήταν εύκολα προσβάσιμα με τα πόδια, η εταιρία κυκλοφόρησε στην αγορά το Nel-Spot 007, το οποίο έβαλλε σφαίρες ζελατίνης με μια πιτσιλιά που έκανε θόρυβο. Επίσης, οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τις σφαίρες για να σημάνουν τα βοοειδή τους. Επειδή η βαφή χρησιμοποιήθηκε για σήμανση, τα πιστόλια ονομάζονταν -και συνήθως ακόμα ονομάζονται- δείκτες paintball (paintball markers), όχι "όπλα paintball".
Όταν το 1979 ή '80, ο Gaines έμαθε για την συσκευή, αυτή δεν είχε καμία πρακτική χρήση εκτός γεωργικών σκοπών. Μαζί με τον Noel και ακόμη έναν φίλο, τον Bob Gurnsey, αποφάσισαν να κανονίσουν μια προσομοίωση μάχης χρησιμοποιώντας το Nel-Spot 007. Η μονομαχία απέδειξε ότι οι σφαίρες χρώματος δεν προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Gaines το δοκίμασε και στη σύζυγό του, Shelby, η οποία ανέφερε ότι "Δεν πόνεσε πολύ". Ο ίδιος ανέπτυξε ένα στοιχειώδες σύνολο κανόνων για τον διαγωνισμό. Οι τρεις άνδρες και εννέα ακόμη συναγωνιστές θα προσπαθούσαν να πιάσουν τις σημαίες από τέσσερις σταθμούς σε ένα χωράφι. Σκοπός του διαγωνισμού ήταν να αρπάξουν τις σημαίες και να κατευθυνθούν σε μια προσημειωμένη έξοδο χωρίς να έχουν δεχτεί πυροβολισμό.
Προκειμένου να διατηρήσουν την κεντρική ιδέα της διαμάχης τους, οι Gaines και Noel προσπάθησαν να στρατολογήσουν συναγωνιστές με τις ίδιες ιδέες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν λάτρεις της φύσης, όπως δασολόγοι και βετεράνοι του Βιετνάμ, και άνθρωποι της πόλης, όπως χειρουργοί τραυμάτων και τραπεζίτες επενδύσεων. Όλοι ήταν οπλισμένοι με το Nel-Spot 007, γυαλιά, καμουφλάζ, σφαίρες με χρώμα, φυσίγγια διοξειδίου του άνθρακα, μια πυξίδα και έναν χάρτη.
Ο διαγωνισμός διεξήχθη στις 27 Ιουνίου του 1981. Για δύο ώρες, οι άνδρες καταδίωκαν ο ένας τον άλλο στις εγκαταστάσεις, κρύβονταν πίσω από το φυλλώματα και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αρπάξουν τις σημαίες χωρίς να δεχτούν σφαίρα. Ο Gaines, πριν έρθει αντιμέτωπος με έναν πρώην καταδρομέα ο οποίος ήταν κρυμμένος σε ένα εγκαταλελειμμένο δασοφυλάκιο, άρπαξε δύο σημαίες. Ο χειρουργός τραυμάτων πυροβόλησε μόνος του σχεδόν τους μισούς από τους αντίπαλους παίκτες. Τελικά όμως, νικητής αναδείχθηκε ο δασοφύλακας Ritchie White, ο οποίος χρησιμοποίησε μια stealth στρατηγική που του επέτρεψε να αρπάξει κρυφά όλες τις σημαίες και να βγει έξω χωρίς να ρίξει ούτε μια σφαίρα.
Παρ' όλα αυτά, ο διαγωνισμός δεν έδωσε απάντηση στη διαμάχη των δύο φίλων. Διασκέδασαν όμως πάρα πολύ, οπότε, δεν τους ένοιαξε. Το ίδιο διασκέδασε και ένας από τους συμμετέχοντες, ο Bob Jones, ο οποίος έγραφε στο Sports Illustrated και το 1981 δημοσίευσε μια ιστορία για τον διαγωνισμό. Μαζί με άλλα άρθρα από το TIME και το Sports Afield, οι Gaines, Noel και Gurnsey γέμισαν με επιστολές και αιτήματα για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες του παιχνιδιού και τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Διαισθανόμενοι μια επιχειρηματική ευκαιρία, σύντομα, οι τρεις τους σχημάτισαν το National Survival Game (Εθνικό Παιχνίδι Επιβίωσης). Ο Gurnsey συνέχισε να βελτιώνει τους κανόνες, ενώ οι άλλοι έφτιαξαν κιτ -που αποτελούνταν από το Nel-Spot 007 και τις σφαίρες. Μάλιστα ο Gaines κατάφερε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με την Nelson Paint Company για την άδεια χρήσης των όπλων και των πυρομαχικών για μη γεωργικούς σκοπούς.
Σύντομα, έδιναν την άδεια της επωνυμίας National Survival Game σε διάφορους δικαιούχους, οι οποίοι άνοιξαν γήπεδα paintball και έκαναν οργανωμένους διαγωνισμούς. Μέχρι το 1982, το National Survival Game προωθούσε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και οι λάτρεις τροποποίησαν τα όπλα ώστε να μπορούν να οπλίζουν με αντλία, μεγαλύτερους γεμιστήρες και αυτόματη βολή. Επειδή εκτός του National Survival Game εμφανίστηκαν και άλλοι οργανισμοί, εισήχθη το πιο γενικό όνομα "paintball" και το χρώμα έγινε με βάση το νερό και όχι το λάδι για ευκολότερο καθάρισμα.
Αν και το παιχνίδι απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, δεν ήταν όλοι υπέρ του. Στο Νιου Τζέρσι, τα όπλα θεωρούνταν πυροβόλα λόγω του ότι μπορούσαν να βάλλουν βλήματα με ταχύτητα. Για να αποκτήσει κάποιος ένα όπλο για paintball χρειαζόταν άδεια οπλοφορίας. Όμως, ακόμα κι αν κάποιος είχε τέτοια άδεια, είχε νομικά προβλήματα αν το χρησιμοποιούσε για να "πυροβολήσει" εναντίον άλλου ανθρώπου.
Το ζήτημα επιλύθηκε το 1988, όταν ένας λάτρης του παιχνιδιού, ο Raymond Gong, κατέθεσε μήνυση ώστε να αφαιρεθούν τα όπλα από τον νόμο περί ελέγχου όπλων του Νιου Τζέρσι. Ένας δικαστής ζήτησε μια επίδειξη και είδε έναν ανθρώπινο στόχο να δέχεται δώδεκα σφαίρες χωρίς να υποστεί κάποιον τραυματισμό. Επίσης, η υπεράσπιση απέδειξε ότι το φυσίγγιο του διοξειδίου του άνθρακα που χρησιμοποιείται σε ένα όπλο paintball δεν ήταν ισοδύναμο με ένα φυσίγγιο που χρησιμοποιείται σε ένα πραγματικό πυροβόλο όπλο, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα πυρομαχικά. Ο Gong κέρδισε και έτσι άνοιξε το δικό του γήπεδο paintball.
Ο Gaines πούλησε το μερίδιό του στο National Survival Game νωρίς, αφήνοντας την επιχείρηση στους Noel και Gurnsey. Έκτοτε, το παιχνίδι ξεπέρασε την αρχική τους φιλοδοξία να διευθετήσουν μια φιλική διαμάχη, με τους παίκτες να ξοδεύουν πολλά εκατομμύρια ετησίως για εξοπλισμό και, παρά την εγγενώς επιθετική φύση του, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο -στις ΗΠΑ, ανά 1000 συμμετέχοντες αναφέρονται μόλις 0,2 τραυματισμοί.
Σύντομα, έδιναν την άδεια της επωνυμίας National Survival Game σε διάφορους δικαιούχους, οι οποίοι άνοιξαν γήπεδα paintball και έκαναν οργανωμένους διαγωνισμούς. Μέχρι το 1982, το National Survival Game προωθούσε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και οι λάτρεις τροποποίησαν τα όπλα ώστε να μπορούν να οπλίζουν με αντλία, μεγαλύτερους γεμιστήρες και αυτόματη βολή. Επειδή εκτός του National Survival Game εμφανίστηκαν και άλλοι οργανισμοί, εισήχθη το πιο γενικό όνομα "paintball" και το χρώμα έγινε με βάση το νερό και όχι το λάδι για ευκολότερο καθάρισμα.
Αν και το παιχνίδι απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, δεν ήταν όλοι υπέρ του. Στο Νιου Τζέρσι, τα όπλα θεωρούνταν πυροβόλα λόγω του ότι μπορούσαν να βάλλουν βλήματα με ταχύτητα. Για να αποκτήσει κάποιος ένα όπλο για paintball χρειαζόταν άδεια οπλοφορίας. Όμως, ακόμα κι αν κάποιος είχε τέτοια άδεια, είχε νομικά προβλήματα αν το χρησιμοποιούσε για να "πυροβολήσει" εναντίον άλλου ανθρώπου.
Το ζήτημα επιλύθηκε το 1988, όταν ένας λάτρης του παιχνιδιού, ο Raymond Gong, κατέθεσε μήνυση ώστε να αφαιρεθούν τα όπλα από τον νόμο περί ελέγχου όπλων του Νιου Τζέρσι. Ένας δικαστής ζήτησε μια επίδειξη και είδε έναν ανθρώπινο στόχο να δέχεται δώδεκα σφαίρες χωρίς να υποστεί κάποιον τραυματισμό. Επίσης, η υπεράσπιση απέδειξε ότι το φυσίγγιο του διοξειδίου του άνθρακα που χρησιμοποιείται σε ένα όπλο paintball δεν ήταν ισοδύναμο με ένα φυσίγγιο που χρησιμοποιείται σε ένα πραγματικό πυροβόλο όπλο, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα πυρομαχικά. Ο Gong κέρδισε και έτσι άνοιξε το δικό του γήπεδο paintball.
Ο Gaines πούλησε το μερίδιό του στο National Survival Game νωρίς, αφήνοντας την επιχείρηση στους Noel και Gurnsey. Έκτοτε, το παιχνίδι ξεπέρασε την αρχική τους φιλοδοξία να διευθετήσουν μια φιλική διαμάχη, με τους παίκτες να ξοδεύουν πολλά εκατομμύρια ετησίως για εξοπλισμό και, παρά την εγγενώς επιθετική φύση του, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο -στις ΗΠΑ, ανά 1000 συμμετέχοντες αναφέρονται μόλις 0,2 τραυματισμοί.
από: mental floss
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου