Πίνακας του Charles Henry Seaforth που απεικονίζει το HMS Forte να πλέει δίπλα από τον φάρο Eddystone
Στις ακτές της Κορνουάλης, στη Μάγχη, περίπου 14 χλμ νότια του Rame Head, βρίσκεται μια ομάδα βράχων, μισο-βυθισμένοι και μισο-εκτεθειμένοι, γνωστοί ως βράχοι Eddystone, οι οποίοι, εδώ και αιώνες, αποτελούν κίνδυνο για τα πλοία. Οι ναυτικοί που έμπαιναν στη Μάγχη τους φοβόντουσαν τόσο πολύ που, συχνά, προτιμούν να περάσουν κοντά από τις ακτές της Γαλλίας για να αποφύγουν τον κίνδυνο, κάτι που όμως, οδήγησε σε ναυάγια και στα βράχια της βόρειας ακτής της Γαλλίας, αλλά και των νησιών της Μάγχης. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι χρειαζόταν ένας φάρος πάνω στους επικίνδυνους βράχους.
Ο πρώτος φάρος στους βράχους Eddystone ήταν μια ξύλινη κατασκευή που χτίστηκε μεταξύ 1696 και 1698. Εκτεθειμένος στα ανελέητα κύματα, ο φάρος χρειάστηκε επισκευές πριν ακόμα περάσει ένας χρόνος από την κατασκευή του. Στη συνέχεια, μετατράπηκε σε πέτρινο με ξύλινη κατασκευή και το πάνω τμήμα του έγινε οκταγωνικό. Ο φάρος άντεξε άλλα τέσσερα χρόνια πριν τον εξαφανίσει σχεδόν ολόκληρο μια μεγάλη καταιγίδα το 1703. Εκείνο το βράδυ, ο μηχανικός που τον κατασκεύασε, Henry Winstanley, ήταν μέσα στον φάρο κάνοντας επισκευές και χάθηκε μαζί του.
Μετά την καταστροφή του πρώτου φάρου, το 1709, χτίστηκε ένας δεύτερος. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο, ο δεύτερος πύργος ήταν επίπεδος και κωνικός, χτισμένος σε μια βάση από μασίφ ξύλο στην κορυφή μιας πέτρινης κατασκευής. Τα θεμέλια είχαν ύψος 63 πόδια και διέθετε στρώματα ξύλου που χρησίμευσαν ως έρμα. Πάνω από αυτά τα θεμέλιο υπήρχαν τέσσερις όροφοι από ξύλο, καλαφατισμένοι όπως το κύτος ενός πλοίου. Για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα της κατασκευής, έφερ5αν δύο ναυπηγούς από το Woolwich Dockyard. Στην κορυφή του πύργου, έβαλαν έναν οκταγωνικό φανό, ο οποίος άναψε για πρώτη φορά το 1708.
Ο φάρος σχεδιάστηκε από τον John Rudyard, έναν έμπορο μεταξιού που δεν ήταν ούτε εκπαιδευμένος αρχιτέκτονας ούτε επαγγελματίας μηχανικός. Παρά την έλλειψη εκπαίδευσης, ο πύργος του αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός από τον προηγούμενο, εξυπηρετώντας τον σκοπό του στον ύφαλο για σχεδόν 50 χρόνια, μέχρι μια μοιραία νύχτα τον Δεκέμβριο του 1755.
Μετά την καταστροφή του πρώτου φάρου, το 1709, χτίστηκε ένας δεύτερος. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο, ο δεύτερος πύργος ήταν επίπεδος και κωνικός, χτισμένος σε μια βάση από μασίφ ξύλο στην κορυφή μιας πέτρινης κατασκευής. Τα θεμέλια είχαν ύψος 63 πόδια και διέθετε στρώματα ξύλου που χρησίμευσαν ως έρμα. Πάνω από αυτά τα θεμέλιο υπήρχαν τέσσερις όροφοι από ξύλο, καλαφατισμένοι όπως το κύτος ενός πλοίου. Για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα της κατασκευής, έφερ5αν δύο ναυπηγούς από το Woolwich Dockyard. Στην κορυφή του πύργου, έβαλαν έναν οκταγωνικό φανό, ο οποίος άναψε για πρώτη φορά το 1708.
Ο φάρος σχεδιάστηκε από τον John Rudyard, έναν έμπορο μεταξιού που δεν ήταν ούτε εκπαιδευμένος αρχιτέκτονας ούτε επαγγελματίας μηχανικός. Παρά την έλλειψη εκπαίδευσης, ο πύργος του αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός από τον προηγούμενο, εξυπηρετώντας τον σκοπό του στον ύφαλο για σχεδόν 50 χρόνια, μέχρι μια μοιραία νύχτα τον Δεκέμβριο του 1755.
Πίνακας του φάρου του Rudyard από τον Isaac Sailmaker
Εκείνο το βράδυ, υπήρχαν τρεις φύλακες στον φάρο, ο μεγαλύτερος από τους οποίους ήταν ο 94χρονος Χένρι Χολ. Παρά την ηλικία του, ο Χολ λέγεται ότι ήταν "σε καλή σύσταση και δραστήριος για τα χρόνια του". Τα ξημερώματα της 2ας Δεκεμβρίου, ο Χολ βρισκόταν σε υπηρεσία, όταν κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ρουτίνας στο δωμάτιο του φανού διαπίστωσε ότι είχε πάρει φωτιά. Αμέσως, άνοιξε την καταπακτή του δωματίου, αλλά, έτσι, άφησε άθελά του να μπει φρέσκος αέρας που τροφοδότησε τις φλόγες, με αποτέλεσμα να η φωτιά να φουντώσει. Μη έχοντας χρόνο να ξυπνήσει τους υπόλοιπους, ο Χολ άρπαξε έναν δερμάτινο ασκό και άρχισε να ρίχνει νερό της βροχής στον μολύβδινο τρούλο που διοχέτευε τον καπνό του κεριού μέσα από το άνοιγμα της οροφής. Η φωτιά πιθανότατα ξεκίνησε από κάποιον σπινθήρα σε έναν ραγισμένο σωλήνα καμινάδας που οδηγούσε από τη σόμπα της κουζίνας από κάτω, ο οποίος ταξίδευε μέσα από το δωμάτιο του φανού και βγήκε μέσα από την οροφή. Το μολύβδινο κάλυμμα πάνω από τα κεριά, επικαλυμμένο με αιθάλη και λίπος εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, άρπαξε αμέσως φωτιά.
Τελικά, οι σύντροφοι του Χολ ξύπνησαν και πήγαν να τον βοηθήσουν να σώσει τον φλεγόμενο πύργο, αλλά ήταν πολύ αργά. Οι φλόγες είχαν ήδη τυλίξει την οροφή του φανού προκαλώντας το λιώσιμο του μολύβδου, ο οποίος έσταξε στο κεφάλι και το λαιμό του Χολ, όπως και στα ρούχα του καθώς στεκόταν κάτω από το νερό που έριχναν προς το φλεγόμενο δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή, ο Χολ ένιωσε κάτι βίαιο μέσα του. "Θεέ με βοήθησέ με, καίγομαι μέσα μου!", ούρλιαξε και εξήγησε στους συντρόφους του ότι ψήγμα λιωμένου μολύβδου είχε πέσει στο ανοιχτό στόμα του και πέρασε στο λαιμό του.
Δεν είναι γνωστό πώς μπορεί να είχαν αντιδράσει οι σύντροφοι του Χολ σε αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά δεν είχαν χρόνο για να χάσιμο. Η ζέστη από την φωτιά γινόταν αφόρητη και οι τρεις άνδρες βγήκαν από τον πύργο για να καταφύγουν σε μια σπηλιά στην ανατολική πλευρά του βράχου. Στις δέκα το πρωί, αφού η φωτιά έκαιγε για οκτώ ώρες, κάποιοι βαρκάρηδες τους βρήκαν στην θάλασσα φοβισμένους και κουρασμένους, οπότε και τους έβγαλαν από το παγωμένο νερό.
Ο Χολ, που ακόμα παραπονιόταν για το μέταλλο που είχε καταπιεί, μεταφέρθηκε στο Στόουνχαουζ, κοντά στο Πλίμουθ, και τέθηκε υπό την επίβλεψη του Δρ. Χένρι Σπρι. Ο γιατρός ήταν δύσπιστος με την ιστορία του Χολ για την κατάποση λιωμένου μολύβδου. Μετά βίας μπορούσε να πιστέψει ότι είναι δυνατό, για οποιονδήποτε άνθρωπο, να επιβιώσει αφού καταπιεί λιωμένο μόλυβδο, πολύ λιγότερο να αντέξει τα όσα πέρασε στη συνέχεια. Επιπλέον, ο Χολ δεν εμφάνιζε άλλα συμπτώματα που συνήθως σχετίζονται με έναν τέτοιο τραυματισμό, οδηγώντας τον γιατρό να σκεφτεί ότι το τραυματικό σοκ και η προχωρημένη ηλικία του τον έκαναν να κάνει άγριους ισχυρισμούς.
Την έκτη μέρα μετά το ατύχημα, ο Χολ επανήλθε ελαφρά. Έπαιρνε τακτικά τα φάρμακά του και δεν δυσκολευόταν να καταπιεί στερεή και υγρή τροφή, μέχρι τη δέκατη ημέρα, όταν ξαφνικά χειροτέρεψε. Την δωδέκατη ημέρα, ο Χολ πέθανε "κυριευμένος από κρύους ιδρώτες και σπασμούς".
Ο Δρ Σπρι διεξήγαγε αυτοψία στο Χολ και έκανε την ακόλουθη αναφορά για την κατάσταση του στομάχου του:
Τελικά, οι σύντροφοι του Χολ ξύπνησαν και πήγαν να τον βοηθήσουν να σώσει τον φλεγόμενο πύργο, αλλά ήταν πολύ αργά. Οι φλόγες είχαν ήδη τυλίξει την οροφή του φανού προκαλώντας το λιώσιμο του μολύβδου, ο οποίος έσταξε στο κεφάλι και το λαιμό του Χολ, όπως και στα ρούχα του καθώς στεκόταν κάτω από το νερό που έριχναν προς το φλεγόμενο δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή, ο Χολ ένιωσε κάτι βίαιο μέσα του. "Θεέ με βοήθησέ με, καίγομαι μέσα μου!", ούρλιαξε και εξήγησε στους συντρόφους του ότι ψήγμα λιωμένου μολύβδου είχε πέσει στο ανοιχτό στόμα του και πέρασε στο λαιμό του.
Δεν είναι γνωστό πώς μπορεί να είχαν αντιδράσει οι σύντροφοι του Χολ σε αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά δεν είχαν χρόνο για να χάσιμο. Η ζέστη από την φωτιά γινόταν αφόρητη και οι τρεις άνδρες βγήκαν από τον πύργο για να καταφύγουν σε μια σπηλιά στην ανατολική πλευρά του βράχου. Στις δέκα το πρωί, αφού η φωτιά έκαιγε για οκτώ ώρες, κάποιοι βαρκάρηδες τους βρήκαν στην θάλασσα φοβισμένους και κουρασμένους, οπότε και τους έβγαλαν από το παγωμένο νερό.
Ο Χολ, που ακόμα παραπονιόταν για το μέταλλο που είχε καταπιεί, μεταφέρθηκε στο Στόουνχαουζ, κοντά στο Πλίμουθ, και τέθηκε υπό την επίβλεψη του Δρ. Χένρι Σπρι. Ο γιατρός ήταν δύσπιστος με την ιστορία του Χολ για την κατάποση λιωμένου μολύβδου. Μετά βίας μπορούσε να πιστέψει ότι είναι δυνατό, για οποιονδήποτε άνθρωπο, να επιβιώσει αφού καταπιεί λιωμένο μόλυβδο, πολύ λιγότερο να αντέξει τα όσα πέρασε στη συνέχεια. Επιπλέον, ο Χολ δεν εμφάνιζε άλλα συμπτώματα που συνήθως σχετίζονται με έναν τέτοιο τραυματισμό, οδηγώντας τον γιατρό να σκεφτεί ότι το τραυματικό σοκ και η προχωρημένη ηλικία του τον έκαναν να κάνει άγριους ισχυρισμούς.
Την έκτη μέρα μετά το ατύχημα, ο Χολ επανήλθε ελαφρά. Έπαιρνε τακτικά τα φάρμακά του και δεν δυσκολευόταν να καταπιεί στερεή και υγρή τροφή, μέχρι τη δέκατη ημέρα, όταν ξαφνικά χειροτέρεψε. Την δωδέκατη ημέρα, ο Χολ πέθανε "κυριευμένος από κρύους ιδρώτες και σπασμούς".
Ο Δρ Σπρι διεξήγαγε αυτοψία στο Χολ και έκανε την ακόλουθη αναφορά για την κατάσταση του στομάχου του:
Εξετάζοντας το σώμα και κάνοντας μια τομή στην αριστερή κοιλία, βρήκα το διαφραγματικό άνω στόμιο του στομάχου πολύ φλεγμονώδες και με έλκος, και το κάτω μέρος του στομάχου καμένο. Από τη μεγάλη κοιλότητα έβγαλα ένα μεγάλο κομμάτι μολύβδου ... που ζύγιζε περίπου 208 γραμμάρια.
Το κομμάτι μολύβδου που λήφθηκε από το στομάχι του Χένρι Χολ μετά την πυρκαγιά το 1755
Ο Δρ Σπρι ανέφερε την απίστευτη περίπτωση στη Βασιλική Εταιρεία, αλλά αντιμετωπίστηκε με τέτοιο σκεπτικισμό που ένιωσε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει τα δικά του πειράματα για να καθορίσει εάν κάποιο ζωντανό ον θα μπορούσε να επιβιώσει μετά την κατάποση λιωμένου μολύβδου.
Ο Δρ έριξε λιωμένο μόλυβδο, μέσω μιας χοάνης, στο λαιμό ενός μικρού σκύλου, που δεν είχε φάει τίποτα για 24 ώρες, και μετά τον κράτησε χωρίς φαγητό και νερό. Ο σκύλος πέθανε την επόμενη μέρα και το στομάχι του, όταν το άνοιξε, διαπιστώθηκε ότι ήταν "πολύ αυλακωτό, αλλά το εσωτερικό του δεν είχε εκδορές".
Σε ένα άλλο πείραμα, ο Δρ Σπρι τάισε ένα μεγαλόσωμο σκυλί με γάλα και αμέσως μετά του έριξε λιωμένο μόλυβδο στο λαιμό του. Ο σκύλος, σύμφωνα με τον γιατρό, δεν έδειξε καμία αντίδραση και ήπιε ακόμα περισσότερο γάλα που του έδωσαν. Ο σκύλος έζησε για τρεις ημέρες χωρίς κανένα μαρτύριο πριν τελικά πεθάνει και υποβληθεί σε αυτοψία. Ο Δρ Σπρι σημείωσε ότι "ο φάρυγγας και το καρδιακό στόμιο του στομάχου ήταν λίγο φλεγμονώδεις και είχε εκδορές, αλλά ο οισοφάγος και το στομάχι δεν φάνηκαν να επηρεάζονται σε καμία περίπτωση".
Πραγματοποίησε παρόμοια πειράματα σε πτηνά με παρόμοια αποτελέσματα. Μόνο αφού παρουσιάστηκε ένας απολογισμός αυτών των πειραμάτων στη Βασιλική Εταιρεία, η εργασία του Δρ. Σπρι δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εταιρείας.
Ο Δρ έριξε λιωμένο μόλυβδο, μέσω μιας χοάνης, στο λαιμό ενός μικρού σκύλου, που δεν είχε φάει τίποτα για 24 ώρες, και μετά τον κράτησε χωρίς φαγητό και νερό. Ο σκύλος πέθανε την επόμενη μέρα και το στομάχι του, όταν το άνοιξε, διαπιστώθηκε ότι ήταν "πολύ αυλακωτό, αλλά το εσωτερικό του δεν είχε εκδορές".
Σε ένα άλλο πείραμα, ο Δρ Σπρι τάισε ένα μεγαλόσωμο σκυλί με γάλα και αμέσως μετά του έριξε λιωμένο μόλυβδο στο λαιμό του. Ο σκύλος, σύμφωνα με τον γιατρό, δεν έδειξε καμία αντίδραση και ήπιε ακόμα περισσότερο γάλα που του έδωσαν. Ο σκύλος έζησε για τρεις ημέρες χωρίς κανένα μαρτύριο πριν τελικά πεθάνει και υποβληθεί σε αυτοψία. Ο Δρ Σπρι σημείωσε ότι "ο φάρυγγας και το καρδιακό στόμιο του στομάχου ήταν λίγο φλεγμονώδεις και είχε εκδορές, αλλά ο οισοφάγος και το στομάχι δεν φάνηκαν να επηρεάζονται σε καμία περίπτωση".
Πραγματοποίησε παρόμοια πειράματα σε πτηνά με παρόμοια αποτελέσματα. Μόνο αφού παρουσιάστηκε ένας απολογισμός αυτών των πειραμάτων στη Βασιλική Εταιρεία, η εργασία του Δρ. Σπρι δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εταιρείας.
Η πλακέτα που είναι αφιερωμένη στον Χένρι Χολ στο κέντρο του Πλίμουθ
Σήμερα, το κομμάτι μολύβδου που ανακτήθηκε από το στομάχι του Χένρι Χολ φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας, στο Εδιμβούργο. Επίσης, στο κέντρο του Πλίμουθ, υπάρχει μια μικρή πλάκα αφιερωμένη στον Χολ με μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τη φύση του θανάτού του.
από: amusing planet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου