Στις 27 Απρίλη 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και υψώνεται ο αγκυλωτός σταυρός (σβάστικα) στην Ακρόπολη. Αρχίζει η περίοδος της Κατοχής.
Τα γερμανικά στρατόπεδα κατοχής αρχίζουν να τυπώνουν αφειδώς το λεγόμενο «κατοχικό μάρκο», ένα νόμισμα ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα. Μ’ αυτό ξεκοκαλίζονται, μέσα σε λίγες εβδομάδες, όλα τα τρόφιμα της χώρας μας. Το φθινόπωρο του 1941 και κυρίως ο χειμώνας 1941–42, έχει χαρακτηριστεί σαν η περίοδος της μεγάλης πείνας του ελληνικού λαού. Τα τρόφιμα είναι πια δυσεύρετα στην πρωτεύουσα. Οι πιο πεινασμένοι πεθαίνουν από την εξάντληση, εκεί που περπατούν στο δρόμο και οι περαστικοί προσπερνούν βιαστικά, συνηθισμένοι πια στο φρικαλέο αυτό καθημερινό θέαμα.
Περισσότερο απ’ όλους, βέβαια, υποφέρουν από την πείνα τα παιδιά. Σκελετωμένα και πρησμένα από την αβιταμίνωση, ψάχνουν απελπισμένα στα σκουπίδια να βρουν κάτι φαγώσιμο. Πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν σε βάρος των δυστυχισμένων συνανθρώπων τους και επιδίδονται αισχροκερδώντας σε μαύρη αγορά -οι λεγόμενοι μαυραγορίτες και λαδάδες.
Τότε εμφανίζονται και οι ριψοκίνδυνοι και θαρραλέοι σαλταδόροι*, οι κλέφτες της Κατοχής. Στερημένοι και πεινασμένοι, με τόλμη και γρηγοράδα και οργανωμένοι σε ομάδες, πηδούσαν πάνω στα γερμανικά και ιταλικά καμιόνια και πετούσαν ό,τι πράγματα βρίσκανε στην καρότσα των αυτοκινήτων (σε προκαθορισμένα σημεία της διαδρομής) τα οποία τα μάζευαν οι σύντροφοί τους. Έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα–γράμματα από απόλυτη ανάγκη, αρπάζοντας αγαθά από τους κατακτητές, επιδιδόμενοι σε μια μορφή βίαιης, αλλά δικαιότερης ανακατανομής, τροφίμων κυρίως.
Τότε κάνει την εμφάνισή του στο προσκήνιο και το πολιτικό τραγούδι το οποίο στη διάρκεια της Κατοχής, βεβαίως δεν εγγραφόταν σε δίσκους, αλλά τραγουδιόταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή πληροφοριοδότες-προδότες. Για το λόγο αυτό και είχε αμεσότητα στην έκφραση, δεν είχε καθόλου λογοκρισία, αλληγορίες και μεταμφίεση. Ένας άλλος επίσης σοβαρός παράγοντας που ευνοούσε την άμεση έκφρασή του ήταν και η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές, σε αντίθεση με την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, όπου υπήρχε αυστηρότατη λογοκρισία διότι αυτά έμελλε να γραμμοφωνηθούν και να κυκλοφορήσουν.
Κυρίαρχη μορφή λαϊκού δημιουργού, αυτής της περιόδου, είναι αναμφίβολα ο Μιχάλης Γενίτσαρης.
ΚΑΤΟΧΗ, 1941, ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ (Γραμμένο στις 4/5/1942)
«Κατοχή ’41, τα παιδάκια τα καημένα,
τρεμουλιάζουν μεσ’ τους δρόμους, νηστικά και τρομαγμένα.
Όλα τους σκελετωμένα, πεινασμένα και πρησμένα,
απ’ τα σπίτια τους τα παίρναν και τα στοίβαζαν στα τρένα.
Στο Νταχάου τα πηγαίναν και τα κάνανε σαπούνι
και τα πιάτα τους έπλεναν, όταν τρώγανε οι Ούνοι».
Ο δημιουργός του αποτυπώνει την ατμόσφαιρα και την πείνα του πρώτου κατοχικού χρόνου. Η δυστυχία των παιδιών και η σκληρότητα των Γερμανών-Ούνων έρχονται σε δραματική αντίθεση μέσα από τους συνταρακτικούς στίχους του τραγουδιού. Ο Μαρινάκης, στην τελευταία του στροφή, αναφέρεται στα Εβραιόπουλα της Ελλάδας, που τα μάζευαν οι Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα έστελναν ομαδικά στους θαλάμους αερίων, στους φούρνους, κι από ‘κει για σαπούνι. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι (μάλλον) ανέκδοτο.
ΘΑ ΣΑΛΤΑΡΩ, Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ (Στίχοι–σύνθεση του 1942)
"Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατήρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα ‘γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε καν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω".
Υπάρχουν και μερικές παραλλαγές των βασικών στίχων του τραγουδιού:
"Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη τη βίδα,
του ρίξανε οι Ιταλοί με μία αραβίδα.
Απάνω που ξεβίδωνε την τέταρτη ρεζέρβα,
οι Γερμανοί στα σπλάχνα του τού ρίξανε μια σφαίρα.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
στο γερμανικό το κάρο
και θα πάρω κουραμάνα,
για να φάει παιδί και μάνα".
ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ, ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗ-ΚΑΤΣΑΡΟΥ - Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ (Γ. Κατσαρός – άγνωστη τραγουδίστρια) (1945)
"Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν’ η κομαντατούρα…"
ΟΙ ΛΑΔΑΔΕΣ, Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ (Στίχοι – σύνθεση της Κατοχής)
«Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία».
ΟΙ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ, Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ (Στίχοι – σύνθεση του 1941)
"... Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν κανέναν δεν ψηφάνε.
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια.
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας,
για δυό ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας".
ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ, Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ (Εμβατήριο του 1944, αγραμμοφώνητο).
Με το εμβατήριό του ο Τσιτσάνης αναθεματίζει τις δυο τυραννίες που γνώρισε πρόσφατα (τότε) η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που -όπως πίστευε- θα ερχόταν. Ο δημιουργός εξομοιώνει τη δικτατορία του Μεταξά, στην οποία αναφέρεται ρητά, με τη Γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοεί και χρησιμοποιεί έναν κώδικα σκοταδιού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως: «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και «το γλυκοχάραμα της λευτεριάς». Στο τραγούδι τα σκοτάδια, που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα. Αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, το φως σημαίνει ελευθερία. Φως της αυγής-ελευθερία, που διαδέχεται τη νύχτα της σκλαβιάς.
Ο ΜΠΛΟΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ, ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ή ΤΟΥΝΤΑ
«Ένα γλυκό ξημέρωμα, βαράγαν οι τσολιάδες,
τα σπίτια μας μπλοκάρανε με τους Γερμαναράδες.
Πρωΐ – πρωΐ πηγαίναμε όλοι στη δουλειά μας
και οι τσολιάδες φώναζαν, βουρ! Για την Κοκκινιά μας.
Στο δρόμο που μας πήγαιναν προς την Οσία Ξένη,
απ’ τη γωνιά που πρόβαλα, βλέπω δυο σκοτωμένοι.
Ε, ρε παιδιά, τι να σας πω, ράγισε η καρδιά μου
κι από τα δόλια μάτια μου τρέχαν τα δάκρυά μου.
Ένα πρωΐ ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου,
οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου».
ΜΑΤΣΑΚΙΑ ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΑ, Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ (Μ. Βαμβακάρης – Α. Χατζηχρήστος) (1947, ODEON GA 7374) (Γράφτηκε στην Κατοχή).
Την εποχή εκείνη, το τραγούδι είχε και τις παρακάτω παραλλαγές:
«Στο ράφτη μπαίνεις να ντυθείς, σου φεύγει το κεφάλι,
και θες εκατομμύρια να ράψεις το τσουβάλι.
Σου φεύγει το πατούμενο και πας να βάλεις σόλα
και ο τσαγκάρης σού ζητά να σου τα πάρει όλα.
Γίνεσαι κλέφτης και φονιάς, γίνεσ’ απατεώνας,
γιατ’ έτσι μας κατήντησε ο εικοστός αιώνας.
Κόλαση έγινε σωστή η σημερινή η πιάτσα,
όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, πρέπει να τα ‘χεις μάτσα».
(το πατούμενο = το παπούτσι).
ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ, ΑΛΕΚΟΥ ΓΚΟΥΒΕΡΗ - Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ (Πρ. Τσαουσάκης – Σ. Μπέλλου) (13/9/1948, HMV AO 2834)
Γράφτηκε και συνετέθη στη Θεσσαλονίκη, στην Κατοχή. Φωνογραφήθηκε το 1948. Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ιστορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής», όπως την αφηγείται ο ίδιος ο Β. Τσιτσάνης: “Κατά την περίοδο της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «Συννεφιά» της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας -τότε που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή», διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωσή του από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής”.
* O σαλταδόρος (ουσιαστικό)
Ετυμολογικά προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη saltadore. Αυτός που σαλτάρει, που πηδά αστραπιαία πάνω σε όχημα και αρπάζει κάτι/ ο ικανός για σάλτο, για πήδημα. Στις «μνήμες κατοχής» των γονιών, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα ήταν ο σαλταδόρος. Mε ευελιξία αίλουρου, πηδούσε στα καμιόνια, που μετέφεραν τρόφιμα και πετούσε στο δρόμο κουραμάνες για τους Aθηναίους που λιμοκτονούσαν. Tα παιδιά αυτά, έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα–γράμματα και πολλά ξεψύχησαν από βόλι Γερμανών. O σαλταδόρος ήταν το ακριβώς αντίθετο του μαυραγορίτη αλλά στη συνέχεια οι δεύτεροι, ευδοκίμησαν κοινωνικά.
πηγή: xeimwniatikhliakada.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου