Όταν οι σκηνοθέτες τελειώνουν μια ταινία και την μισούν (είτε γιατί ανακατεύονται τα στούντιο ή γιατί ντρέπονται γι' αυτήν), δεν θέλουν να εμφανίζεται το όνομα τους στους τίτλους των συντελεστών. Οπότε τι κάνουν; Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οι ορφανές ταινίες πιστώνονταν στον "Alan Smithee".
Μέχρι το 1968, η DGA (Directors Guild of America) απαιτούσε οι σκηνοθέτες να χρησιμοποιούν τα πραγματικά τους ονόματα στις ταινίες, στηριζόμενη στην ιδέα ότι ένας σκηνοθέτης είναι η κύρια δημιουργική δύναμη ή ο "συγγραφέας" πίσω από μια ταινία. Ο κανόνας εμπόδιζε επίσης τα στούντιο και τους παραγωγούς από το να μην αποδώσουν κάποιο σκηνοθέτη που δεν τα πήγανε καλά μαζί του. Αλλά μέχρι το 2000, η DGA είχε μια εξαίρεση στον κανόνα: Επέτρεπαν σε δυσαρεστημένος σκηνοθέτες να χρησιμοποιούν ένα ψευδώνυμο, το ίδιο ψευδώνυμο, το "Alan Smithee". Γιατί "Alan Smithee"; Η DGA ήθελε ένα όνομα που να ακούγεται γενικό ή κοινό (όπως είναι το "Smith" στις ΗΠΑ), αλλά λίγο αλλαγμένο ώστε να μην ανήκει σε κάποιο πραγματικό όνομα (όπως δηλαδή το "Smithee").
Οι σκηνοθέτες είχαν πλέον ένα ισχυρό εργαλείο στη διάθεσή τους. Αν μπορούσαν να αποδείξουν στην DGA ότι οι παραγωγοί ή κάποιο στούντιο είχε αφαιρέσει τον δημιουργικό έλεγχό τους, θα μπορούσαν να μην πιστωθούν την ταινία και να την αποδώσουν στον "Alan Smithee". Ο μόνος όρος ήταν ότι αν χρησιμοποιούσαν το ψευδώνυμο, δε θα μπορούσαν να συζητήσουν ποτέ δημοσίως ότι δούλεψαν στη συγκεκριμένη ταινία.
Ο Alan Smithee λοιπόν έχει σκηνοθετήσει ταινίες όπως το γουέστερν Death of a Gunfighter (1969) των Robert Totten και Don Siegel, το Let’s Get Harry (1986) του Stuart Rosenberg, το Catchfire (1990) του Dennis Hopper, το Burn Hollywood Burn (1998) του Arthur Hiller, το Supernova (2000) του Walter Hill κ.ά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου