Εικονογράφηση από το δοκίμιο του Theron W. Bean σχετικά με την επιβίωση από τη βύθιση του SS Dumaru, το οποίο εμφανίστηκε σε ένα τεύχος του 1919 του Popular Science
Όταν στις 16 Οκτωβρίου του 1918, το SS Dumaru χτυπήθηκε από κεραυνό και βυθίστηκε κοντά στο Γκουάμ, μερικοί από τους άντρες του πληρώματός του έμειναν σε μια σωσίβια λέμβο για τρεις εβδομάδες. Και όταν τελείωσαν τα τρόφιμα, στράφηκαν στον κανιβαλισμό.
Στις 17 Απριλίου του 1918, το ξύλινο ατμόπλοιο SS Dumaru ξεκινούσε για το παρθενικό του ταξίδι, το οποίο, τραγικά, θα ήταν και το τελευταίο του. Στις 16 Οκτωβρίου, το πλοίο χτυπήθηκε από κεραυνό, το εύφλεκτο φορτίο του έπιασε φωτιά και τα μέλη του πληρώματος βρέθηκαν στη θάλασσα σε τρεις διαφορετικές σωσίβιες λέμβους.
Μια από αυτές, με 5 επιζώντες του Dumaru, κατάφερε να βρεθεί σε ασφαλές μέρος μετά από μόλις εννέα ημέρες. Οι άλλες δύο όμως, παρέμεναν για πάνω από τρεις εβδομάδες στη θάλασσα. Σύντομα, σε μια από αυτές, στην οποία είχαν καταφύγει πάρα πολλοί από το πλήρωμα, η κατάσταση έγινε τρομερή, καθώς οι πενιχρές προμήθειες τροφής και νερού μειώθηκαν τραγικά. Μέχρι τη στιγμή που διασώθηκαν, είχαν απομείνει μόλις 14 από τους 32 άνδρες σε αυτή τη λέμβο.
Μετά την επιστροφή τους στη στεριά, οι υπόλοιποι συμφώνησαν να κρατήσουν ένα κρίσιμο κομμάτι από την ιστορία επιβίωσής τους για τον εαυτό τους. Τελικά, μετά από πολλά χρόνια, ένας από τους διασωθέντες αποκάλυψε πώς επέζησαν αυτοί οι 14. Οι ναυαγοί κατανάλωσαν τις πενιχρές προμήθειες, οπότε κατέφυγαν στον κανιβαλισμό, τρώγοντας τα πτώματα μερικών από όσους είχαν πέθαναν από την έκθεση.
Το SS Dumaru
Μια από αυτές, με 5 επιζώντες του Dumaru, κατάφερε να βρεθεί σε ασφαλές μέρος μετά από μόλις εννέα ημέρες. Οι άλλες δύο όμως, παρέμεναν για πάνω από τρεις εβδομάδες στη θάλασσα. Σύντομα, σε μια από αυτές, στην οποία είχαν καταφύγει πάρα πολλοί από το πλήρωμα, η κατάσταση έγινε τρομερή, καθώς οι πενιχρές προμήθειες τροφής και νερού μειώθηκαν τραγικά. Μέχρι τη στιγμή που διασώθηκαν, είχαν απομείνει μόλις 14 από τους 32 άνδρες σε αυτή τη λέμβο.
Μετά την επιστροφή τους στη στεριά, οι υπόλοιποι συμφώνησαν να κρατήσουν ένα κρίσιμο κομμάτι από την ιστορία επιβίωσής τους για τον εαυτό τους. Τελικά, μετά από πολλά χρόνια, ένας από τους διασωθέντες αποκάλυψε πώς επέζησαν αυτοί οι 14. Οι ναυαγοί κατανάλωσαν τις πενιχρές προμήθειες, οπότε κατέφυγαν στον κανιβαλισμό, τρώγοντας τα πτώματα μερικών από όσους είχαν πέθαναν από την έκθεση.
Το SS Dumaru
Το SS Dumaru ήταν ένα ξύλινο, κακοφτιαγμένο -σύμφωνα με αναφορές- αμερικανικό ατμόπλοιο. Κατά την καθέλκυσή του στο Πόρτλαντ στις 17 Απριλίου του 1918, έπεσε πολύ γρήγορα στο νερό, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε πολλά σπίτια στον ποταμό Willamette -κάτι που ορισμένοι ναυτικοί το θεώρησαν ως οιωνό επικείμενης καταστροφής.
Την ίδια χρονιά, το πλοίο ξεκίνησε για το παρθενικό του ταξίδι. Τον Σεπτέμβριο του 1918, αναχώρησε από το Σαν Φρανσίσκο με καπετάνιο τον Ole Berrensen, σταμάτησε στη Χαβάη και έπλευσε προς το Γκουάμ.
Το πλοίο ήταν κατασκευασμένο κυρίως από ξύλο και το φορτίο του ήταν βενζίνη και δυναμίτης, όπως και άλλα πυρομαχικά -όλα εξαιρετικά εύφλεκτα υλικά που θα έκαναν ένα "εκρηκτικό" παρθενικό ταξίδι.
Στις 16 Οκτωβρίου, το Dumaru άφησε το λιμάνι Apra του Γκουάμ και κατευθύνθηκε προς τη Μανίλα.
Την ίδια χρονιά, το πλοίο ξεκίνησε για το παρθενικό του ταξίδι. Τον Σεπτέμβριο του 1918, αναχώρησε από το Σαν Φρανσίσκο με καπετάνιο τον Ole Berrensen, σταμάτησε στη Χαβάη και έπλευσε προς το Γκουάμ.
Το πλοίο ήταν κατασκευασμένο κυρίως από ξύλο και το φορτίο του ήταν βενζίνη και δυναμίτης, όπως και άλλα πυρομαχικά -όλα εξαιρετικά εύφλεκτα υλικά που θα έκαναν ένα "εκρηκτικό" παρθενικό ταξίδι.
Στις 16 Οκτωβρίου, το Dumaru άφησε το λιμάνι Apra του Γκουάμ και κατευθύνθηκε προς τη Μανίλα.
Η βύθιση του Dumaru
Αεροφωτογραφία της βάσης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ στο λιμάνι Apra του Γκουάμ (2006). 20 μίλια από αυτό το σημείο βυθίστηκε το Dumaru
Εκείνη τη μοιραία μέρα, καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από το Γκουάμ, σύννεφα καταιγίδας είχαν ήδη συγκεντρωθεί στον ουρανό. Σύντομα, η καταιγίδα ξέσπασε και, ενώ το πλοίο βρισκόταν μόλις 20 μίλια από την ακτή του Γκουάμ, το χτύπησε κεραυνός, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση καθώς πυροδοτήθηκε και εξερράγη το πολύ εύφλεκτο φορτίο του. Σε ένα τεύχος του Popular Science του 1919, ένας από τους επιζώντες, ο Theron W. Bean, έγραψε ότι, μέσα σε δευτερόλεπτα, ολόκληρη η πλώρη του πλοίου πήρε φωτιά.
Αμέσως, σήμανε συναγερμός για εγκατάλειψη του πλοίου. Καθώς οι άνδρες έσπευσαν να επιβιβαστούν στα τρία σωσίβια σκάφη του -μια μικρή σχεδία και δύο λέμβους- ο Bean έγραψε ότι έστειλε σήμα κινδύνου.
Μέσα στον πανικό τους, οι άνδρες δεν κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα στις λέμβους. Η μία από τις δύο -με χωρητικότητα 20 ατόμων- έφυγε με μόλις 9 άτομα. Η άλλη, στην οποία είχε την ατυχία να ανέβει και ο Bean, ήταν υπερκορεσμένη. Αφού έστειλε το σήμα κινδύνου, πήδηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την λέμβο, όπου υπήρχαν ήδη 31 άνδρες.
Σε κάποιο σημείο, οι 3 λέμβοι χωρίστηκαν. Η κάθε μια θα έκανε το δικό της ταξίδι προς τη στεριά.
Στις 26 Οκτωβρίου, το Sunday Oregonian ανέφερε ότι ο καπετάνιος Berrensen, ο ύπαρχος και τρία μέλη του πληρώματος βρέθηκαν ασφαλείς στη σχεδία τους και παρελήφθησαν από άλλο πλοίο μόλις 9 ημέρες μετά τη βύθιση του δικού τους. Οι άλλες λέμβοι εξακολουθούσαν να αγνοούνται -και θα περνούσαν άλλες δύο εβδομάδες στη θάλασσα. Και οι 9 άντρες έφτασαν με ασφάλεια στην ακτή.
Όμως, η λέμβος με τους 32 άντρες δεν ήταν τόσο τυχερή...
Αμέσως, σήμανε συναγερμός για εγκατάλειψη του πλοίου. Καθώς οι άνδρες έσπευσαν να επιβιβαστούν στα τρία σωσίβια σκάφη του -μια μικρή σχεδία και δύο λέμβους- ο Bean έγραψε ότι έστειλε σήμα κινδύνου.
Μέσα στον πανικό τους, οι άνδρες δεν κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα στις λέμβους. Η μία από τις δύο -με χωρητικότητα 20 ατόμων- έφυγε με μόλις 9 άτομα. Η άλλη, στην οποία είχε την ατυχία να ανέβει και ο Bean, ήταν υπερκορεσμένη. Αφού έστειλε το σήμα κινδύνου, πήδηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την λέμβο, όπου υπήρχαν ήδη 31 άνδρες.
Σε κάποιο σημείο, οι 3 λέμβοι χωρίστηκαν. Η κάθε μια θα έκανε το δικό της ταξίδι προς τη στεριά.
Στις 26 Οκτωβρίου, το Sunday Oregonian ανέφερε ότι ο καπετάνιος Berrensen, ο ύπαρχος και τρία μέλη του πληρώματος βρέθηκαν ασφαλείς στη σχεδία τους και παρελήφθησαν από άλλο πλοίο μόλις 9 ημέρες μετά τη βύθιση του δικού τους. Οι άλλες λέμβοι εξακολουθούσαν να αγνοούνται -και θα περνούσαν άλλες δύο εβδομάδες στη θάλασσα. Και οι 9 άντρες έφτασαν με ασφάλεια στην ακτή.
Όμως, η λέμβος με τους 32 άντρες δεν ήταν τόσο τυχερή...
Το οδυνηρό ταξίδι της υπερπλήρους λέμβου
Στο δοκίμιό του, ο Bean μοιράζεται μια συναρπαστική ιστορία επιβίωσης καθώς οι 32 ναυαγοί στη λέμβο πάλευαν να παραμείνουν ζωντανοί στη θάλασσα.
Όταν η λέμβος βρέθηκε στο νερό, γράφει, έβλεπαν από απόσταση το Dumaru να καταρρέει στη θάλασσα. Έφυγαν κωπηλατώντας -και συνέχισαν να κωπηλατούν. Μέχρι το πρωί, μπορούσαν να δουν το Γκουάμ. Μια αλλαγή του ανέμου όμως, και τα ισχυρά ρεύματα, έβγαλαν τη λέμβο εκτός πορείας.
Σύντομα, η ελπίδα έφτασε με τη μορφή ενός άλλου ατμόπλοιου, που περνούσε από μακριά. Στην προσπάθειά τους να γίνουν αντιληπτοί, οι ναυαγοί άρχισαν να κάνουν νοήματα και να φωνάζουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το πλοίο διατήρησε την πορεία του και πέρασε ακριβώς δίπλα τους.
Καθώς περίμεναν να αλλάξει ο άνεμος προς όφελός τους ή να δουν άλλο πλοίο, η κατάσταση γινόταν όλο και πιο τρομερή. Οι μερίδες τους ήταν χαμηλές -λάμβαναν μόνο δύο κουταλιές της σούπας νερό και μια γαλέτα την ημέρα.
Μετά από μια εβδομάδα, οι εξασθενημένοι από την κατάσταση ναυαγοί εγκατέλειψαν την κωπηλασία και αφέθηκαν να παρασυρθούν. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες, λόγω της έκθεσης, άρχισαν να πεθαίνουν και, την 17η ημέρα, τελείωσαν οι πενιχρές μερίδες. Εν τω μεταξύ, δεν είχε βρέξει καθόλου.
Εξαιτίας της δίψα τους, μερικοί προσπάθησαν -απεγνωσμένα- να πιουν αλμυρό νερό και πέθαναν αμέσως μετά. Άλλοι προσπάθησαν να φτιάξουν έναν εξατμιστή χρησιμοποιώντας τα παπούτσια τους, τα κουπιά και την κουπαστή της λέμβου για να ανάψουν φωτιά, αλλά, ακόμα κι αυτό, τους απέφερε ελάχιστη ποσότητα νερού για τον καθένα.
Ο Bean έγραψε ότι κατάφεραν να πιάσουν μερικά δελφίνια χρησιμοποιώντας μια αντλία ως εργαλείο ψαρέματος. Το γεύμα, και η υγρασία που πήραν από αυτό, τους πρόσφερε μια στιγμιαία ανακούφιση.
Τελικά, την 24η μέρα, η λέμβος πλησίασε στη στεριά. Για πρώτη φορά εδώ και εβδομάδες, οι ναυαγοί είχαν μια αίσθηση ελπίδας. Για να φτάσουν όμως στην παραλία, έπρεπε πρώτα να περάσουν τα άγρια κύματα. Η λέμβος αναποδογύρισε, ρίχνοντας τους άντρες σε έναν κοραλλιογενή ύφαλο, όπου κόπηκαν πάνω στα τραχιά κοράλλια και παρασύρθηκαν από τα κύματα. Δύο ακόμη πέθαναν.
Οι ναυαγοί είχαν ταξιδέψει 1200 μίλια στην ανοιχτή θάλασσα και, επιτέλους, είχαν φτάσει στις Φιλιππίνες, όπου τους διέσωσαν. Για πολλούς από αυτούς όμως ήταν πολύ αργά. Η λέμβος είχε ξεκινήσει με 32 άνδρες και, πλέον, μόνο 14 είχαν επιβιώσει.
Αυτό που ο Bean δεν αναφέρει είναι αυτό που υποτίθεται ότι συνέβη στα σώματα όσων πέθαναν στη θάλασσα.
Χρόνια μετά το περιστατικό, μια αναφορά θα αποκάλυπτε ότι, οι λιμοκτονούντες που επέβαιναν στη λέμβο είχαν καταφύγει στον κανιβαλισμό, τρώγοντας μερικά από τα πτώματα όσων είχαν πεθάνει λόγω της έκθεσης.
Όταν η λέμβος βρέθηκε στο νερό, γράφει, έβλεπαν από απόσταση το Dumaru να καταρρέει στη θάλασσα. Έφυγαν κωπηλατώντας -και συνέχισαν να κωπηλατούν. Μέχρι το πρωί, μπορούσαν να δουν το Γκουάμ. Μια αλλαγή του ανέμου όμως, και τα ισχυρά ρεύματα, έβγαλαν τη λέμβο εκτός πορείας.
Σύντομα, η ελπίδα έφτασε με τη μορφή ενός άλλου ατμόπλοιου, που περνούσε από μακριά. Στην προσπάθειά τους να γίνουν αντιληπτοί, οι ναυαγοί άρχισαν να κάνουν νοήματα και να φωνάζουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το πλοίο διατήρησε την πορεία του και πέρασε ακριβώς δίπλα τους.
Καθώς περίμεναν να αλλάξει ο άνεμος προς όφελός τους ή να δουν άλλο πλοίο, η κατάσταση γινόταν όλο και πιο τρομερή. Οι μερίδες τους ήταν χαμηλές -λάμβαναν μόνο δύο κουταλιές της σούπας νερό και μια γαλέτα την ημέρα.
Μετά από μια εβδομάδα, οι εξασθενημένοι από την κατάσταση ναυαγοί εγκατέλειψαν την κωπηλασία και αφέθηκαν να παρασυρθούν. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες, λόγω της έκθεσης, άρχισαν να πεθαίνουν και, την 17η ημέρα, τελείωσαν οι πενιχρές μερίδες. Εν τω μεταξύ, δεν είχε βρέξει καθόλου.
Εξαιτίας της δίψα τους, μερικοί προσπάθησαν -απεγνωσμένα- να πιουν αλμυρό νερό και πέθαναν αμέσως μετά. Άλλοι προσπάθησαν να φτιάξουν έναν εξατμιστή χρησιμοποιώντας τα παπούτσια τους, τα κουπιά και την κουπαστή της λέμβου για να ανάψουν φωτιά, αλλά, ακόμα κι αυτό, τους απέφερε ελάχιστη ποσότητα νερού για τον καθένα.
Ο Bean έγραψε ότι κατάφεραν να πιάσουν μερικά δελφίνια χρησιμοποιώντας μια αντλία ως εργαλείο ψαρέματος. Το γεύμα, και η υγρασία που πήραν από αυτό, τους πρόσφερε μια στιγμιαία ανακούφιση.
Τελικά, την 24η μέρα, η λέμβος πλησίασε στη στεριά. Για πρώτη φορά εδώ και εβδομάδες, οι ναυαγοί είχαν μια αίσθηση ελπίδας. Για να φτάσουν όμως στην παραλία, έπρεπε πρώτα να περάσουν τα άγρια κύματα. Η λέμβος αναποδογύρισε, ρίχνοντας τους άντρες σε έναν κοραλλιογενή ύφαλο, όπου κόπηκαν πάνω στα τραχιά κοράλλια και παρασύρθηκαν από τα κύματα. Δύο ακόμη πέθαναν.
Οι ναυαγοί είχαν ταξιδέψει 1200 μίλια στην ανοιχτή θάλασσα και, επιτέλους, είχαν φτάσει στις Φιλιππίνες, όπου τους διέσωσαν. Για πολλούς από αυτούς όμως ήταν πολύ αργά. Η λέμβος είχε ξεκινήσει με 32 άνδρες και, πλέον, μόνο 14 είχαν επιβιώσει.
Αυτό που ο Bean δεν αναφέρει είναι αυτό που υποτίθεται ότι συνέβη στα σώματα όσων πέθαναν στη θάλασσα.
Χρόνια μετά το περιστατικό, μια αναφορά θα αποκάλυπτε ότι, οι λιμοκτονούντες που επέβαιναν στη λέμβο είχαν καταφύγει στον κανιβαλισμό, τρώγοντας μερικά από τα πτώματα όσων είχαν πεθάνει λόγω της έκθεσης.
Αναφορές κανιβαλισμού στη σωσίβια λέμβο
Απόσπασμα του 1918 από το Adelaide Chronicle που περιγράφει λεπτομερώς την άφιξη των 14 επιζώντων της σωσίβιας λέμβου του Dumaru
Για χρόνια, όταν οι επιζώντες μοιράζονταν την ιστορία τους για την επιβίωσή τους, δεν ανέφεραν τον κανιβαλισμό. Το 1930 όμως, ο Lowell Thomas δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη βύθιση του Dumaru με τίτλο "The Wreck of the Dumaru: A Story of Cannibalism" (Το ναυάγιο του Ντουμαρού: Μια ιστορία Κανιβαλισμού).
Σύμφωνα με τους New York Times, η αφήγηση του βιβλίου προέρχεται από τον Fred Harmon, ο οποίος ήταν βοηθός μηχανικού στο Dumaru και ένας από τους 14 επιζώντες της λέμβου.
Οι Times έγραψαν ότι μια εκδοχή αυτής της φρικιαστικής ιστορίας -την οποία συμπεριέλαβε και ο Thomas στο βιβλίο του- αναφέρθηκε και στα αρχεία του πολεμικού ναυτικού των Φιλιππίνων την εποχή του συμβάντος.
Σύμφωνα με αυτά τα αρχεία, 4 άνδρες πέθαναν στη λέμβο την 18η ημέρα. Ένας από αυτούς, ο πρώτος μηχανικός, είχε πει προηγουμένως στους άνδρες ότι, όταν θα πέθαινε, έπρεπε να φάνε το σώμα του.
Και έτσι έκαναν.
Σύμφωνα με τους New York Times, η αφήγηση του βιβλίου προέρχεται από τον Fred Harmon, ο οποίος ήταν βοηθός μηχανικού στο Dumaru και ένας από τους 14 επιζώντες της λέμβου.
Οι Times έγραψαν ότι μια εκδοχή αυτής της φρικιαστικής ιστορίας -την οποία συμπεριέλαβε και ο Thomas στο βιβλίο του- αναφέρθηκε και στα αρχεία του πολεμικού ναυτικού των Φιλιππίνων την εποχή του συμβάντος.
Σύμφωνα με αυτά τα αρχεία, 4 άνδρες πέθαναν στη λέμβο την 18η ημέρα. Ένας από αυτούς, ο πρώτος μηχανικός, είχε πει προηγουμένως στους άνδρες ότι, όταν θα πέθαινε, έπρεπε να φάνε το σώμα του.
Και έτσι έκαναν.
Έβρασαν το κρέας σε μια κονσέρβα κηροζίνης. Σύμφωνα με την έκθεση, "είπαν ότι είχε πολύ καλή γεύση" καθώς είχε απορροφήσει το αλάτι από το νερό "και όλοι έδειχναν καλύτερα". Ανησυχώντας ότι θα πάθουν δηλητηρίαση από το αλάτι, σταμάτησαν να τρώνε. Την επόμενη μέρα όμως έφαγαν περισσότερο και, αυτή τη φορά, το αλάτι "τους αρρώστησε και τους τρέλανε όλους".
Σύμφωνα όμως με την αναφορά του Fred Harmon, η ιδέα προήλθε από έναν στασιαστή Έλληνα ναυτικό, τον "George".
Σύμφωνα όμως με την αναφορά του Fred Harmon, η ιδέα προήλθε από έναν στασιαστή Έλληνα ναυτικό, τον "George".
Ανταρσία στη λέμβο
Αναμεταδίδοντας την εκδοχή του Harmon για τα γεγονότα, ο Thomas γράφει ότι κάποιος Έλληνας ναυτικός ονόματι "George" ηγήθηκε μιας ανταρσίας. Κρατώντας ένα τσεκούρι, φέρεται να απαίτησε να φάνε αυτούς που είχαν πεθάνει από την έκθεση. Όταν κάποιοι αρνήθηκαν, ο George ούρλιαξε θυμωμένος, "Πεθαίνουμε. Μαγειρέψτε τον αρχηγό. Θα το κάνω εγώ τώρα".
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, με την ενθάρρυνση του ύπαρχου του Dumaru, και αφού πρώτα είχε μιλήσει με τον υποπλοίαρχο E.V. Holmes αν ήταν ασφαλές να το κάνουν, ο George ετοίμασε τα σώματα για κανιβαλισμό.
"Ο υποπλοίαρχος έδωσε οδηγίες στον Έλληνα πως να ετοιμάσει μικρά κομμάτια σάρκας", είπε ο Harmon, σύμφωνα με τον Thomas. "Μετά, έδωσαν να φάνε όλοι".
Ο Harmon συνεχίζει λέγοντας ότι πρώτα έφαγε ο George και μετά "προσέφερε τη σάρκα στον Holmes, ο οποίος την πήρε και την έφαγε, δείχνοντας έτσι σε εμάς τους υπόλοιπους ότι ήθελε να κάνουμε το ίδιο. Είχαμε καταλήξει στην ιδέα του [George]. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αυτό που ξεκίνησε ο Έλληνας".
Αν και, αρχικά, είχαν τρομοκρατηθεί με την ιδέα να φάνε τους συντρόφους τους, τελικά συμφώνησαν ότι ήταν "το μόνο δυνατό μέσο για να σώσουμε τη ζωή μας και για τους συντρόφους μας ήταν μια μοίρα όχι πολύ χειρότερη από το να τους φάνε οι καρχαρίες". Αφού έφαγαν τον επικεφαλής μηχανικό, φέρεται να έφαγαν και ένα αγόρι από τη Χαβάη.
Το Connecticut Examiner αναφέρει ότι μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου το 1930, οι επιζώντες παραδέχθηκαν ότι υπέκυψαν στον κανιβαλισμό για να επιβιώσουν.
Η ιστορία ήταν αρκετά συγκλονιστική, αλλά το Examiner αναφέρει ότι "εξακολουθούσαν να υπάρχουν εικασίες για αρκετές υποτιθέμενες αυτοκτονίες" -ότι δηλαδή μερικοί πήδηξαν στη θάλασσα και έγιναν τροφή για τους καρχαρίες αντί να κινδυνεύσουν να φαγωθούν από τους συντρόφους τους- "και φρικιαστικές, αβάσιμες φήμες για κλήρο, πριν σκοτώσουν, μαγειρέψουν και φάνε τον άτυχο μηχανικό και τον νεαρό από την Χαβάη".
Πιθανότατα, αν δεν υπήρχε η μετατόπιση του ανέμου, ή αν εκείνο το διερχόμενο ατμόπλοιο είχε προσέξει τη μικρή σωσίβια λέμβο και είχε πάει να τη σώσει, αυτή η φρικιαστική και τραγική ιστορία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί...
Αναμεταδίδοντας την εκδοχή του Harmon για τα γεγονότα, ο Thomas γράφει ότι κάποιος Έλληνας ναυτικός ονόματι "George" ηγήθηκε μιας ανταρσίας. Κρατώντας ένα τσεκούρι, φέρεται να απαίτησε να φάνε αυτούς που είχαν πεθάνει από την έκθεση. Όταν κάποιοι αρνήθηκαν, ο George ούρλιαξε θυμωμένος, "Πεθαίνουμε. Μαγειρέψτε τον αρχηγό. Θα το κάνω εγώ τώρα".
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, με την ενθάρρυνση του ύπαρχου του Dumaru, και αφού πρώτα είχε μιλήσει με τον υποπλοίαρχο E.V. Holmes αν ήταν ασφαλές να το κάνουν, ο George ετοίμασε τα σώματα για κανιβαλισμό.
"Ο υποπλοίαρχος έδωσε οδηγίες στον Έλληνα πως να ετοιμάσει μικρά κομμάτια σάρκας", είπε ο Harmon, σύμφωνα με τον Thomas. "Μετά, έδωσαν να φάνε όλοι".
Ο Harmon συνεχίζει λέγοντας ότι πρώτα έφαγε ο George και μετά "προσέφερε τη σάρκα στον Holmes, ο οποίος την πήρε και την έφαγε, δείχνοντας έτσι σε εμάς τους υπόλοιπους ότι ήθελε να κάνουμε το ίδιο. Είχαμε καταλήξει στην ιδέα του [George]. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αυτό που ξεκίνησε ο Έλληνας".
Αν και, αρχικά, είχαν τρομοκρατηθεί με την ιδέα να φάνε τους συντρόφους τους, τελικά συμφώνησαν ότι ήταν "το μόνο δυνατό μέσο για να σώσουμε τη ζωή μας και για τους συντρόφους μας ήταν μια μοίρα όχι πολύ χειρότερη από το να τους φάνε οι καρχαρίες". Αφού έφαγαν τον επικεφαλής μηχανικό, φέρεται να έφαγαν και ένα αγόρι από τη Χαβάη.
Το Connecticut Examiner αναφέρει ότι μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου το 1930, οι επιζώντες παραδέχθηκαν ότι υπέκυψαν στον κανιβαλισμό για να επιβιώσουν.
Η ιστορία ήταν αρκετά συγκλονιστική, αλλά το Examiner αναφέρει ότι "εξακολουθούσαν να υπάρχουν εικασίες για αρκετές υποτιθέμενες αυτοκτονίες" -ότι δηλαδή μερικοί πήδηξαν στη θάλασσα και έγιναν τροφή για τους καρχαρίες αντί να κινδυνεύσουν να φαγωθούν από τους συντρόφους τους- "και φρικιαστικές, αβάσιμες φήμες για κλήρο, πριν σκοτώσουν, μαγειρέψουν και φάνε τον άτυχο μηχανικό και τον νεαρό από την Χαβάη".
Πιθανότατα, αν δεν υπήρχε η μετατόπιση του ανέμου, ή αν εκείνο το διερχόμενο ατμόπλοιο είχε προσέξει τη μικρή σωσίβια λέμβο και είχε πάει να τη σώσει, αυτή η φρικιαστική και τραγική ιστορία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί...
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου