Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Peter Norman, ο τρίτος άνθρωπος σε εκείνη τη φωτογραφία

 
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, όταν ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος σήκωσαν τις γροθιές τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον ρατσισμό που βίωναν οι μαύροι στις ΗΠΑ, ο Αυστραλός δρομέας Peter Norman τους συμπαραστάθηκε, όντας αντιρατσιστής και ο ίδιος.
 
Η κίνησή τους όμως, τους στοίχισε πολλά. Και στους τρεις...
 
 
Είναι μια εμβληματική φωτογραφία: Δύο αθλητές σηκώνουν τις γροθιές τους στο Ολυμπιακό βάθρο. Η φωτογραφία, που τραβήχτηκε μετά τον αγώνα των 200 μέτρων στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού, μετέτρεψε τους μαύρους αθλητές Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος από αστέρες του στίβου στο επίκεντρο μιας ταραχώδους διαμάχης για τον χαιρετισμό τους με υψωμένη γροθιά, σύμβολο της μαύρης δύναμης και του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα.

Ίσως πολλοί να μην το έχουν προσέξει, αλλά στην φωτογραφία υπάρχει ακόμη ένας άνδρας, ο ασημένιος Ολυμπιονίκης Πίτερ Νόρμαν, ένας λευκός Αυστραλός. Ο Νόρμαν δε σήκωσε τη γροθιά του εκείνη την ημέρα, αλλά συμπαραστάθηκε στους Σμιθ και Κάρλος, κάτι που κατέστρεψε -και την δική του- καριέρα.

Οι Σμιθ και Κάρλος, που είχαν κερδίσει το χρυσό και το χάλκινο, αντίστοιχα, συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την απονομή των μεταλλίων ως ευκαιρία για να τονίσουν τα κοινωνικά ζητήματα που ταλαιπωρούσαν τις ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Οι φυλετικές εντάσεις ήταν στα ύψη και το κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων είχε δώσει τη θέση του στο κίνημα της Μαύρης Δύναμης (Black Power). Μαύροι όπως οι δύο αθλητές ήταν απογοητευμένοι από αυτό που έβλεπαν ως την παθητική φύση του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Αναζητούσαν ενεργές μορφές διαμαρτυρίας και υποστήριξαν τη φυλετική υπερηφάνεια, τον μαύρο εθνικισμό και τη δραματική δράση και όχι τη σταδιακή αλλαγή. 

Είχαν περάσει μόλις λίγοι μήνες από τη δολοφονία του Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Τζούνιορ, και οι διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ αυξάνονταν. Ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, οι Σμιθ και Κάρλος βοήθησαν στην οργάνωση του Ολυμπιακού Σχεδίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Olympic Project for Human Rights, OPHR), μια ομάδα που αντανακλούσε την μαύρη υπερηφάνεια και την κοινωνική τους συνείδηση, η οποία είδε τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως μια ευκαιρία να κινητοποιηθεί για καλύτερη αντιμετώπιση των μαύρων αθλητών και των μαύρων σε όλο τον κόσμο. Τα αιτήματά της περιελάμβαναν την πρόσληψη περισσότερων μαύρων προπονητών και την ακύρωση των Ολυμπιακών προσκλήσεων στη Ροδεσία (μη αναγνωρισμένο κράτος στη νότια Αφρική από το 1965 έως το 1979, στα εδάφη της σύγχρονης Ζιμπάμπουε) και τη Νότια Αφρική, οι οποίες ασκούσαν το απαρτχάιντ. Αν και αρχικά προτάθηκε μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων συνολικά, οι Σμιθ και Κάρλος αποφάσισαν να συμμετάσχουν με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα επιτεύγματά τους ως πλατφόρμα για ευρύτερες αλλαγές.

Μόλις 10 ημέρες πριν από την έναρξη των Θερινών Αγώνων, μια άοπλη ομάδα διαδηλωτών συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Τριών Πολιτισμών της Πόλης του Μεξικού για να σχεδιάσει την επόμενη κίνηση του αυξανόμενου κινήματος των Μεξικανών φοιτητών. Η μεξικανική κυβέρνηση έστειλε μπουλντόζες για να διαλύσει τους χιλιάδες συγκεντρωμένους, ενώ, στρατεύματα πυροβόλησαν στο πλήθος, σφαγιάζοντας μεταξύ 4 (ο επίσημος αριθμός της κυβέρνησης) και 3.000 φοιτητών.

Οι δύο μαύροι αθλητές επηρεάστηκαν βαθιά από αυτά τα γεγονότα και τα δεινά των περιθωριοποιημένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
 

Ο τελικός των 200 μέτρων στους Θερινούς Αγώνες του 1968. Από αριστερά προς τα δεξιά: Peter Norman από την Αυστραλία, και Larry Questad, John Carlos και Tommie Smith από τις ΗΠΑ
 
Ο τρίτος άνδρας στο βάθρο έγινε επίσης μέρος της διαμαρτυρίας, αν και με λιγότερο άμεσο τρόπο. Πριν κερδίσει το ασημένιο μετάλλιο, ο Νόρμαν ήταν ένας βιοπαλαιστής της εργατικής τάξης από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, γεννημένο το 1942. Τα μέλη της οικογένειάς του ήταν ευσεβή μέλη του Στρατού της Σωτηρίας, μιας ευαγγελικής ομάδας που συνδέεται με τη φιλανθρωπική ομάδα περισσότερο γνωστή στους Αμερικανούς. Μέρος αυτής της πίστης ήταν η πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι.

Ο Νόρμαν ήταν φτωχός, αλλά εξαιρετικά γρήγορος δρομέας και έμαθε να αγωνίζεται με αθλητικά παπούτσια τα οποία, ο χασάπης πατέρας του δανείστηκε λόγω έλλειψης χρημάτων. Το 1960, ο έφηβος Νόρμαν κέρδισε τον πρώτο του μεγάλο τίτλο στην Βικτώρια και, έκτοτε, έγινε σοβαρός διεκδικητής τίτλων στον αυστραλιανό στίβο. Ήταν δυνατός σπρίντερ με ειδικότητα στους τερματισμούς.

Αυτή την ικανότητα την έδειξε στον τελικό των 200 μέτρων στις 16 Οκτωβρίου 1968, στο Ολυμπιακό Στάδιο της Πόλης του Μεξικού. Αν και ο Νόρμαν είχε τερματίσει δυνατά στους προκριματικούς γύρους, υποτιμήθηκε από τους άλλους δρομείς -τελικά, στην κούρσα των μεταλλίων, ξεπέρασε τον Τζον Κάρλος. Ο Νόρμαν τερμάτισε δεύτερος με χρόνο 20,06 δευτερόλεπτα -κάνοντας ρεκόρ Αυστραλίας- και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο.

Εκείνη την εποχή, η Αυστραλία βίωνε και η ίδια φυλετικές εντάσεις. Για χρόνια, διοικούνταν από την "Πολιτική της Λευκής Αυστραλίας" (White Australian Policy), η οποία περιόριζε δραματικά τη μετανάστευση στη χώρα από μη λευκούς. Ενώ η αυστραλιανή κυβέρνηση καλωσόριζε νέους κατοίκους από περιοχές κυρίως λευκών -όπως η Βαλτική-, απέρριπτε τακτικά τους μη Ευρωπαίους μετανάστες. Το 1966, η κυβέρνηση έκανε τα πρώτα βήματα προς την κατάργηση αυτής της πολιτικής, αλλά τα αποτελέσματά της αντηχούσαν σε όλη την Αυστραλία. Οι μη Αυστραλοί δεν ήταν οι μόνοι άνθρωποι που υφίστανται διακρίσεις: Οι Αβορίγινες καταπιέζονταν ιστορικά στη χώρα, γεγονός που ανάγκασε τα παιδιά των Αβορίγινων να πηγαίνουν σε οικοτροφεία, ενώ, άλλα απομακρύνονταν από τις οικογένειές τους και τα έβαζαν σε σπίτια λευκών.

Ο Νόρμαν υποστήριξε τη διαμαρτυρία των συναθλητών του, εν μέρει λόγω της μισαλλοδοξίας που είχε δει στην Αυστραλία. "Ο Νόρμαν, δάσκαλος και καθοδηγούμενος από την πίστη του στο Στρατό Σωτηρίας, συμμετείχε στον χαιρετισμό της Μαύρης Δύναμης εξαιτίας αυτής της αντίθεσης στον ρατσισμό και την πολιτική της Λευκής Αυστραλίας", αναφέρει ο Steve Georgakis, ειδικός αθλητικών σπουδών από την Αυστραλία.
 

Οι Peter Norman, Tommie Smith και John Carlos μετά την παραλαβή των μεταλλίων τους

Καθώς οι αθλητές περίμεναν να ανέβουν στο βάθρο, οι Κάρλος και Σμιθ είπαν στον Νόρμαν τι είχαν σκοπό να κάνουν για να διαμαρτυρηθούν. Οι δύο μαύροι αθλητές αποφάσισαν να εμφανιστούν φέροντας σύμβολα διαμαρτυρίας και δύναμης: δεν φορούσαν παπούτσια αλλά μόνο μαύρες κάλτσες για να δείξουν τη φτώχεια στην ρατσιστική Αμερική, χάντρες για να διαμαρτυρηθούν για το λιντσάρισμα και είχαν υψωμένες τις γροθιές τους στις οποίες φορούσαν μαύρα γάντια για να δείξουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους στους μαύρους και καταπιεσμένους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Ο Κάρλος συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τα γάντια του και ο Νόρμαν τους πρότεινε να μοιραστούν ένα ζευγάρι. Ο ίδιος τους ρώτησε πώς θα μπορούσε και εκείνος να τους υποστηρίξει. Του πρότειναν να φορέσει το σήμα του Ολυμπιακό Σχεδίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο Νόρμαν δε σήκωσε τη γροθιά του, αλλά φορώντας το σήμα, έκανε ξεκάθαρη τη στάση του.

Ενώ οι Αμερικανοί αθλητές σήκωναν τις γροθιές τους, το στάδιο σώπασε και στη συνέχεια ξέσπασε σε ρατσιστικά μορφασμούς και προσβολές. Ο Σμιθ και ο Κάρλος εκδιώχθηκαν από το στάδιο, αποβλήθηκαν από την ομάδα των ΗΠΑ και εκδιώχθηκαν από το Ολυμπιακό Χωριό επειδή μετέτρεψαν την τελετή των μεταλλίων σε πολιτική δήλωση. Πίσω στις ΗΠΑ αντιμετώπισαν σοβαρές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων απειλών θανάτου. Τους διέγραψαν από την ομάδα και τους περιθωριοποίησαν. Και οι δύο αναγκάστηκαν να κάνουν δουλειές του ποδαριού για ένα κομμάτι ψωμί. Η σύζυγος του Σμιθ τον χώρισε, ενώ εκείνη του Κάρλος αυτοκτόνησε. Ωστόσο, σταδιακά, και οι δύο έγιναν ξανά αποδεκτοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες και συνέχισαν την καριέρα τους στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο πριν αποσυρθούν.
 
Το μνημείο του "Χαιρετισμού" (Salute) στο Σαν Χοσέ των ΗΠΑ. Ο Πίτερ Νόρμαν απουσιάζει, αλλά το ζήτησε ο ίδιος, για να μπορεί ο καθένας να φωτογραφηθεί στηρίζοντας τον αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα - πηγή
 
Ο Νόρμαν τιμωρήθηκε αυστηρά από το αυστραλιανό αθλητικό κατεστημένο. Αν και προκρίθηκε για την Ολυμπιακή ομάδα ξανά και ξανά, σημειώνοντας μακράν τους ταχύτερους χρόνους, στους Ολυμπιακούς του 1972 δεν συμπεριέλαβαν στην αποστολή και -για πρώτη φορά-, η Αυστραλία δεν έστειλε σπρίντερ.

Ο Νόρμαν αποσύρθηκε αμέσως από το άθλημα και άρχισε να υποφέρει από κατάθλιψη, αλκοολισμό και εθισμό στα παυσίπονα. Έχει αναφερθεί ότι, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, χρησιμοποιούσε το ασημένιο μετάλλιό του ως στοπ για την πόρτα.
 
Πέθανε χωρίς να αναγνωριστεί για τη συνεισφορά του στο άθλημα.
 
Αν και διατήρησε το ασημένιο μετάλλιο, αποκλείονταν τακτικά από εκδηλώσεις σχετικές με το άθλημα. Για πολλά χρόνια, είχε την επιλογή να καταδικάσει δημόσια την πράξη των Αμερικανών και, σε αντάλλαγμα, θα είχε σταθερή δουλειά στην αυστραλιανή Ολυμπιακή Επιτροπή και θα ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Ακόμα και τότε όμως, δεν αναγνωρίστηκε γιατί δεν ενέδωσε.
 
Όταν πέθανε σαν σήμερα, 3 Οκτωβρίου, του 2006, οι Κάρλος και Σμιθ, που διατηρούσαν επαφές μαζί του για χρόνια, χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξαν να παραβρεθούν στην κηδεία του και σήκωσαν το φέρετρό του.
 
Χρειάστηκε να περάσουν ακόμα 6 χρόνια μετά το θάνατό του και να φτάσουμε στα 2012, για να μπει το όνομα του στη λίστα με τους καλύτερους αθλητές της Αυστραλίας και το κοινοβούλιο της χώρας να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για την συμπεριφορά της απέναντί του -ορισμένοι βουλευτές και κάποιες οργανώσεις έκαναν επί χρόνια αγώνα για αυτή την απόφαση.

"Κέρδισα ένα ασημένιο μετάλλιο", είπε ο Νόρμαν στους New York Times το 2000. "Αλλά, πραγματικά, κατέληξα να τρέξω τον ταχύτερο αγώνα της ζωής μου για να γίνω μέρος σε κάτι που ξεπερνούσε τους Αγώνες".

από: history

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου