Κουγιουμτζής
Ο χρυσοχόος. Από το τουρκ. kuyumcu. Χτένισε τα ξανθά μαλλιά και βγάλε αποχτενίδια, και στείλε τα στον κουγιουμτζή να κάνει δαχτυλίδια.
Αρναούτης
Πρόσωπο αρβανίτικης καταγωγής, Αλβανός. Μεταφορικά, ο άξεστος, ο χοντράνθρωπος. Προέρχεται από την τουρκ. Arnavut, που ετυμολογείται από το μεσαιωνικό Aρβανίτης.
Ασλάνης
Ο ρωμαλέος, το παλληκάρι. Από το τουρκ. aslan=λιοντάρι.
Αμπατζής
Αμπατζής λέγεται ο κατασκευαστής ή πωλητής ρούχων από αμπά=χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα, τσόχα. Πανοφώρι ή κάπα από αμπά. Στη Σμύρνη υπήρχε συνοικία με το όνομα Αμπατζήδικα, όπου υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αμπάδες. Προέρχεται από την αραβ. aba.
Μπαξεβάνης
Ο κηπουρός (<τουρκ. bahcevan). Η λέξη μπαξές ή μπαχτσές που σημαίνει κήπος, προέρχεται από την λέξη bahce (< τουρκ.) που με τη σειρά της είναι δάνειο από την περσική γλώσσα όπου υπάρχει ως bagca.
Καλαφάτης
Το επώνυμο προέρχεται από το λαϊκό προσηγορικό ουσ. καλαφάτης (= τεχνίτης που παραγεμίζει με στουπιά και αλείφει με πίσσα τα κενά στους αρμούς του πλοίου για να τους στεγανοποιήσει). Πβ. καλαφατίζω, καλαφάτισμα και το μεσαιωνικό καλαφατικόν (= υλικό για καλαφάτισμα, δηλ. πίσσα με στουπιά). Η λέξη, που μαρτυρείται από τον 6ο αι, κατά τον Δ. Βαγιακάκο ετυμολογείται από το αραβ. galafat (= σύνδεση, στερέωση), λέξη που εισήλθε στη γλώσσα των λαών της Μεσογείου και μέσω αυτών (πβ. βενετ. kalafato) στο Βυζάντιο. Ο Εμμανουήλ Κριαράς την ετυμολογεί από το υστερολατινικό *calefa(c)tor.
Γαλάρης
Ετυμολογείται από το προσηγορικό γαλάρης< γάλα+ παραγωγική κατάληξη -άρης. Η λέξη, ως επίθετο, σημαίνει τον γαλακτοφόρο (όπως το επίθ. γαλάριος= επί βοσκημάτων ο αμελγόμενος, ο παρέχων γάλα) και, ως ουσιαστικό, τον ποιμένα των αιγοπροβάτων, το βοσκό. Επίσης, γαλάρι ή γαλάρα (θηλ.) λέγεται ο γαλαθηνός αμνός -και μάλιστα στον πληθ.: γαλάρια= τα βυζασταρούδια αρνιά. Στην Κύπρο, γαλάρης λέγεται ο γαλακτοπώλης, ο γαλατάς.
Πρωτοπαππάς
Πρωτοπαππάς ή και Πρωτόπαππας. Το επίθετο απαντά σε Κατωϊταλικό έγγραφο του 1303. Κατά τον Δ. Βαγιακάκο προέρχεται από το προσηγορικό πρωτοπαππάς (= ο πρώτος των ιερέων), όπερ είναι δηλωτικόν εκκλησιαστικού οφφικίου. Κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας ο πρωτοπαππάς είναι ο έκδικος και πρώτος του βήματος και φέρων τα δευτερεία του αρχιερέως. Εις την επισκοπήν είναι ο μετά τον αρχιερέα ιερεύς, έχων την διοίκησιν αυτής μετά τον θάνατον του επισκόπου μέχρι της εκλογής νέου. Εκείνος εν’πρωτοπαππάς, συ δε παρεκκλησιάρχης (Πτωχοπροδρομικός στίχος)
Κουτρούμπας
Κουτρούμπας ή Κουτρουβής ή Κουτρουμπής. Στο επώνυμο λανθάνει η βυζαντινή λέξη κουτρούβιον/ κουτρούβιν (= είδος πήλινου δοχείου, κατασκευασμένου έτσι ώστε να αντηχεί όταν χύνεται μέσα του κάποιο υγρό• πβ. βομβυλιός, βίκα). Η λέξη μαρτυρείται στο Θεόδωρο Πρόδρομο, ο οποίος -αναφερόμενος στους ηγουμένους των μοναστηριών όταν πίνουν κρασί - λέει: «εκείνοι πάντα τον γλυκύν μετά των κουτρουβίων». Επίσης, ο Τζέτζης σχολιάζοντας τον Λυκόφρονα γράφει: «λέγεται δε βομβυλιός παρά το βομβείν, ώσπερ και το πινόμενον κουτρούβιον». Η ετυμολογία της λέξης συνδέεται με το σχήμα του αγγείου. Ο Εμμανουήλ Κριαράς πιθανολογεί την παραγωγή του από την κούτρα, ενώ ο Δ. Βαγιακάκος την ανάγει στον κρόταφον, που διαλεκτικά γίνεται κούτρουφας και υποκοριστ. κουτρούφι. Το επώνυμο, λοιπόν, είτε δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει και πουλάει κουτρούβια, είτε αυτόν που έχει σώμα στρογγυλό ως κουτρούβιον, τον παχύσαρκο…
Χοϊδάς
Το επώνυμο μαρτυρείται στην Κεφαλλονιά ήδη από τον 13ο αι. Ο Τσιτσέλης πιστεύει ότι προέρχεται από τη φράση conte d’ Ida (= κόμης της Ίδας), άποψη που ελέγχεται, ενώ ο Φ. Κουκουλές θεωρεί το επώνυμο επαγγελματικό: ο κατασκευάζων χοΐδια, δηλ. σταμνιά. Το Λεξικό της Σούδας αναφέρει στο λήμμα: «χοΐδια• σταμνία• κατασκεύασαν χοΐδια το μέγεθος, λεπτά ταις κατασκευαίς διαφερόντως».
Σπαθάρης
Σύνθετο οικογενειακό όνομα με πρώτο συνθετικό το ουσιαστικό σπάθη. Ενδιαφέρουσες οι σημασίες του παραπάνω ουσιαστικού, όπως καταγράφονται στο Λεξικό της Ελληνικής του Α. Γιάνναρη: εργαλείον υφαντικόν, πέταλον• εργαλείον των χειρουργών και φαρμακοποιών• το πλατύ μέρος του κωπιού• πλατύ πλευρόν, ωμοπλάτη• η πλάτη ξίφους• ξυστρί του αλόγου• το στειλιάρι των φύλλων και του καρπού του φοίνικος, μίσχος. Το οικογενειακό όνομα είναι δηλωτικό αξιώματος, καθώς συνδέεται με ένα βυζαντινό αξίωμα που αποδιδόταν από τον αυτοκράτορα: συγκεκριμένα, σπαθάριος ονομαζόταν αρχικά εκείνος που έφερε σπάθην, δηλ. ο οπλισμένος με σπαθί σωματοφύλακας του αυτοκράτορα ή άλλων επισήμων αρχόντων. Με το πέρασμα του χρόνου κατάντησε αυλικό αξίωμα. Έτσι, σπαθάριοι ονομάζονταν οι αυλικοί, που έφεραν τα όπλα του βασιλιά είτε κατά τις διάφορες τελετές είτε κατά τις εκστρατείες.
Παλάσκας
Το οικογενειακό όνομα έχει σχέση με το ουσ. παλάσκα ή μπαλάσκα - το οποίο σχηματίστηκε από την αιτιατική του ενικού στη συμπροφορά της με το άρθρο (την παλάσκα). Αυτό προέρχεται από το τουρκ. palaska, και σημαίνει τη φυσιγγιοθήκη ή τον δερμάτινο σάκο των ποιμένων ή των μαθητών.
Ζολότας
Το όνομα συνδέεται με το ουσ. ζολότα (η), το οποίο προέρχεται από τουρκ. zolota (< σλάβικο zolot, από το οποίο το πολωνικό zlot). Η ζολότα ήταν τουρκ. νόμισμα, ίσο προς 30 παράδες ή τα 3/4 του γροσίου. Η λέξη ήταν σε χρήση επί τουρκοκρατίας, καθώς παραδίδεται σε άσματα, φράσεις και παροιμίες. Ο Μάνθος Ιωάννου στο ποίημά του «Συμφορά και αιχμαλωσία του Μωρέως» γράφει: Και τα κεφάλια οπ’ έκοφτε τα είχε αποκομμένα τριάντα ζολότες έδινε του Τούρκου στον καθένα Στη Λακωνία για τους αποτυχημένους εμπόρους έλεγαν «έκαμε το γρόσι ζολότα» και στην Ήπειρο για τους φιλάργυρους «πάει στο γάμο με μια ζολότα».
Σοφούλης
Επώνυμο στη Σάμο και στην Αθήνα. Είναι δυνατό να σχηματίζεται από το ουσ. σοφός ως υποκοριστικό. Στη Σάμο, ωστόσο, είναι μητρωνυμικό -δηλ. σχηματίζεται από το όνομα της μητέρας- και σημαίνει το γυιο της Σοφούλης.
Μόραλης
Συνώνυμο του Μοραΐτης. Το οικογενειακό όνομα σχηματίστηκε από την τουρκ. mora (= Μορέας, αντιδάνειο), με την προσθήκη της τουρκικής παραγωγικής κατάληξης li: Morali (= ο εκ Μορέως καταγόμενος).
Τάγαρης
Πρόκειται για παρωνύμιο, που αναφερόταν στον συχνά χρησιμοποιούντα ταγάρι (= μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο μάλλινο ύφασμα). Το ταγάρι -που συχνά εσφαλμένα συνδέεται ετυμολογικά με την τουρκ. tayin (= μερίδα τροφής)- προέρχεται από το μεσαιωνικό ταγάριον, που ανάγεται στην ελληνιστική λέξη ταγή (= τροφή των ζώων, αρχ. σημ.: γραμμή μάχης).
Νταλιάνης
Το όνομα πιθανότατα συνδέεται με το τουρκ. dalyan (= δίχτυ, ιχθυοτροφείο), λέξη που έχει ελληνοποιηθεί. Στην Κρήτη Νταλιάνης είναι ο λυγερός, ο λεβεντόκορμος -σημασία που πιθανώς συνδέει το παρωνύμιο με το επίσης τουρκ. dal (= κλωνάρι).
Τσαντίλας
Το επώνυμο, που ξεκίνησε ως παρανόμι, σχηματίστηκε από τo ουσ. τσαντίλα (= σακούλα από αραιό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση του χλωρού τυριού). Η λέξη ετυμολογείται από το σλαβ. cedilo.
Σαμπάνης
Το επώνυμο συνδέεται με την τουρκ. saban (= άροτρον, αλέτρι -οπότε Σαμπάνης είναι ο καλός χρήστης ή ο κατασκευαστής του γνωστού γεωργικού εργαλείου) ή -κατά τον Μ.Τριανταφυλλίδη- ο ανόητος (από την τουρκ. sabuk).
Τσελίκας
Τσελίκι ή τσιλίκι ονομάζεται λαϊκά το ατσάλι και μεταφορικά αποκαλείται ο άνθρωπος με ατσάλινη- σιδερένια υγεία. Το ίδιο όνομα έχει και το γνωστό υπαίθριο παιδικό παιχνίδι, που παίζεται με βέργες. Η λέξη κατά τον Μ. Τριανταφυλλίδη ετυμολογείται από το τουρκ. celik (= ατσάλι).
Μπαρούμα
Το σκοινί που σέρνουν ή δένουν τη βάρκα ή το καΐκι στο λιμάνι. Ιταλική- βενετσιάνικη λέξη (paroma), που ανάγεται στο αραβ. barim (= τυλιγμένο σκοινί). Μαρτυρείται και ως κύριο όνομα/ επίθετο.
Κόκκινος
Μεταγενέστερη λέξη, που σχηματίστηκε από το ουσ. της αρχ. ελληνικής κόκκος (= κουκούτσι/ βαφική ουσία: ο κόκκος πρίνου, δι’ ου έβαφον κόκκινον χρώμα). Κόκκινος, λοιπόν, ονομάζεται κυρίως ο βαμμένος με πρινοκόκκι (Λεξικό Σκαρλάτου του Βυζαντίου), σημασία που επεκτάθηκε και αντικατέστησε το επίθ. ερυθρός.
Κατσηφάρα
Η λέξη επιβιώνει ως ιδιωματισμός: η ομίχλη. Μεγεθυντικό του ουσ. κατσηφιά, το οποίο ετυμολογείται από το επίθ. κατσηφός, που προέρχεται από το αρχαίο κατηφής (= με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, θλιμμένος, σκυθρωπός, άκεφος).
Τσότρα
Ξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, φλασκί. Αντιδάνειο. Την περιπλάνηση της λέξης παρουσιάζει ο Ν. Ανδριώτης (ακολουθώντας τον A. Maidhof) ως εξής: < τουρκ. cotra< ρουμ. ciutura< ιταλ. ciotola< λατ. cotyla ή cotula< αρχ. ελλ. κοτύλη (= κοίλον αγγείον, μικρόν ποτήριον, φιάλιον. Πβ. το ομηρικό «αι κεν τις κοτύλην καί πύρνον ορέξη», δηλ. αν κάποιος του δώσει ψωμί και ποτό).
Βέργος- Βεργόπουλος
Το επώνυμο σχηματίστηκε από το επίθετο βέργος, το οποίο προήλθε από το ουσ. βέργα, και σημαίνει τον λεπτό, τον αδύνατο. Η βέργα είναι μεσαιωνική λέξη και ετυμολογείται από τη λατ. virga (= ράβδος, κλωνάρι).
Ρακιτζής ή Ρακιντζής
Βάση του σχηματισμού του επωνύμου είναι η λέξη ρακή (η) ή ρακί (το), το γνωστό ποτό που προέρχεται από απόσταξη. Η λέξη, όπως έχει αναφερθεί, συνδέεται με το τουρκ. raki, το οποίο προέρχεται από το ινδικό arrak (= οινόπνευμα από ρύζι). Ο λεξικογράφος Ησύχιος αναφέρει: ράχι = στέμφυλον.
Παράγωγα: ρακοπώλης, ρακοπότης, ρακοπουλειό (= ρακοπωλείον), ρακοπότηρο.
Δημώδες από τη Μακεδονία αναφέρει:
Ιγώ κρασί δεν έπινα, ρακή για να μιθύσω,
Τώρα τα πίνου κι τα δυο για να σ’ αλησμονήσου
Ρακι(ν)τζής, επομένως, είναι ή ο παρασκευαστής της ρακής ή ο πωλητής ή αυτός που πίνει πολύ ρακί.
Σέκερης
Προέρχεται από το προσηγορικό σέκερης, το οποίο σχηματίστηκε από το τουρκ. seker (= η σάκχαρις) και σημαίνει τον γλυκύν και μειλίχιον άνθρωπο. Στη διάλεκτο του Πόντου απαντά ο τύπος σ’εκέριν (= η ζάχαρη) και το βαπτιστικό όνομα Σεκέρα (= Ζαχάρω).
Σιβιτανίδης
Κατά τον Δ. Βαγιακάκο, προέρχεται από το επώνυμο Τσιβιτανίδης, το οποίο σχηματίστηκε από τη λέξη τσιβιτάνος (civitanus). Τσιβιτάνος ονομαζόταν ο διοικητής διαμερίσματος χώρας ή ο καπετάνιος, ο πλοίαρχος κατέργου (= ιστιοφόρο πολεμικό ή πειρατικό πλοίο με δύο ή τρεις σειρές κουπιών). Η λέξη βρίσκεται στο Κυπριακό Χρονικό του Μαχαιρά, όπου αναγράφονται τα εξής: εμήνυσεν … τούς τζιβιτάνους … νά ποίσουν καλές βίγλες», «νά ποίσουν οι Κυπριώτες νά είναι ομπρός του τζιβιτάνου των αυτών κατέργων» και «ο Τζακέ τέ Μπιτζέλ ο τζιβιτάνος του μαρτζασίου». Από το επάγγελμα, λοιπόν, σχηματίστηκε το παρωνύμιο Τζιβιτάνος ή Τσιβιτάνος, το οποίο εξελίχθηκε σε οικογενειακό όνομα και από αυτό προέκυψε το επώνυμο Τσιβιτανίδης (ο υιός του Τσιβιτάνου) και Σιβιτανίδης.
Χατζής
Συνηθισμένο νεοελληνικό επώνυμο, το οποίο σχηματίστηκε από το προσηγορικό χατζής (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, δηλ. της Ιερουσαλήμ, αν είναι χριστιανός, και της Μέκκας και της Μεδίνας, αν είναι Μουσουλμάνος), το οποίο ετυμολογείται από το αραβ. hajji (< hajj= προσκύνημα). Ο τίτλος χατζής, που δινόταν στους προσκυνητές των Αγίων Τόπων, παρέμενε αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το βαπτιστικό όνομα του προσκυνητή κι έτσι προέκυψε πλήθος άλλων επωνύμων (Χατζημιχάλης, Χατζηγιάννης, Χατζηπέτρος κ.α.). Από αυτό επίσης σχηματίζονται πολλά άλλα οικογενειακά ονόματα με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων (Χατζίσκος, Χατζίδης, Χατζόπουλος κ.α.). Ο χατζής ήταν πολύ σεβαστός από τους συμπολίτες του και επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του τον υποδέχονταν πανηγυρικά με εκκλησιαστική πομπή. Στη Θράκη η καλύτερη ευχή που έδιναν σε κάποιον ήταν: Ο Θεός να σ’ αξιώσει να γίνεις χατζής και πλούσιος, και στη Λέσβο: Με τα λόγια δε γίνισι χατζής!
Τόφαλος
Ογκώδης, μεγαλόσωμος άνθρωπος, παχύσαρκος. Από τον Έλληνα Ολυμπιονίκη στην άρση βαρών Δημ. Τόφαλο, προπονητή του Τζιμ Λόντου. Το επώνυμο ή παρώνυμο Τόφαλος πιθανότατα ετυμολογείται από το ουσ. τόφος (= είδος λίθου αραιού, στρώμα πορώδους πετρώματος, κυρίως ηφαιστιογενούς).
Σαρδανάπαλος
Αλλοπρόσαλλος, ακατάστατος, άσωτος. Από τον ακόλαστο μυθικό βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλο (Assurbanipal).
Μέντορας
Πρόσωπο που καθοδηγεί και κατευθύνει. Από το όνομα του πιστού φίλου του Οδυσσέα, του οποίου τη μορφή έπαιρνε στην ομηρική Οδύσσεια η Αθηνά για να βοηθήσει τον ίδιο ή τον Τηλέμαχο.
Μάντζαρος
134 χρόνια μετά το θάνατό του, ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795- 1872) παραμένει ουσιωδώς άγνωστος. Πράγματι, η μουσική του Κερκυραίου θεμελιωτή της λεγόμενης “Επτανησιακής Σχολής” αγνοείται από τους ανθρώπους που τραγουδούν “Σε γνωρίζω από την κόψη…” στις εθνικές τους εορτές και επετείους. Κι όμως, ο Μάντζαρος είναι ο συνθέτης της πρώτης σωζόμενης όπερας Έλληνα δημιουργού (Don Crepuscolo, 1815), του πρώτου γνωστού έργου σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα (Aria Greca Ι, 1827), των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη), καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα. Ο Μάντζαρος περιορίστηκε στο ρόλο του συνθέτη του Εθνικού Ύμνου. Στη μουσική του Μάντζαρου διακρίνει κανείς μιαν υγιή συγχώνευση γερμανικών, ιταλικών και γαλλικών στοιχείων, μαζί με χαρακτηριστικά μιας ξεχωριστής κερκυραϊκής μουσικής παράδοσης. Το βιβλιοπωλείο της άσπρης λέξης βρίσκεται στην οδό Μαντζάρου 6, πεζόδρομος μεταξύ των οδών Σίνα και Ομήρου και αρχή στην οδό Σόλωνος στον αριθμό 54.
πηγή: asprilexi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου