Στις 11 Ιουνίου του 1963, ο Βιετναμέζος μαχαγιάνα βουδιστής μοναχός Θικ Κουάνγκ Ντουκ (Thích Quảng Đức) πήγε στη Σαϊγκόν από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο πόλη Huế. Σε μια πολυσύχναστη διασταύρωση, βγήκε από το αυτοκίνητό του, κάθισε ήρεμα στη στάση του λωτού, ενώ ένας φίλος του του έριχνε βενζίνη. Η πράξη του αυτή ήταν μια διαμαρτυρία για την καταδίωξη των βουδιστών μοναχών από την νοτιοβιετναμέζικη κυβέρνηση του Νγκο Ντιν Ντιέμ.
Κρατώντας κομπολόγια προσευχής, ο βουδιστής μοναχός είπε την φράση "Nam mô A Di Đà Phật» (Αφιέρωμα στον Βούδα της Αμιτάμπα), άναψε ένα σπίρτο και το έριξε στη ρόμπα του που είχε ποτίσει από την βενζίνη.
Η φωτογραφία του δημοσιογράφου Malcolm Browne κατά τη διάρκεια της αυτοπυρπόλησής του μοναχού. Η συγκεκριμένη κέρδισε το 1963 World Press Photo of the Year και ήταν μια από τις πολλές που τράβηξε - πηγή
Στη δεκαετία του '50, το Νότιο Βιετνάμ είχε γίνει εχθρικό απέναντι στους βουδιστές πολίτες του, οι οποίοι αποτελούσαν περίπου το 70 με 90 % του πληθυσμού. Όμως ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, ο Νγκο Ντιν Ντιέμ, αντιπροσώπευε την καθολική μειονότητα. Ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1955 και θέσπισε πολιτικές διακρίσεων που ευνοούσαν τους Καθολικούς και παραμελούσαν τους Βουδιστές σε ρόλους δημόσιων υπηρεσιών, στρατιωτικών προαγωγών, κατανομής της γης και επιχειρηματικές ρυθμίσεις. Εκείνη την εποχή, παρά τη συντριπτική πλειοψηφία των Βουδιστών, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στη χώρα.
Το 1959, η απαγόρευση της βουδιστικής σημαίας στα γενέθλια του Γκαουτάμα Βούδα επιδείνωσε τη δημόσια δυσαρέσκεια και ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι κυβερνητικές δυνάμεις πυροβόλησαν κατά του πλήθους και σκότωσαν εννέα ανθρώπους. Ο Ντιέμ αρνήθηκε να δεχτεί την ευθύνη και η οργή και οι επακόλουθες διαμαρτυρίες αυξήθηκαν τα επόμενα χρόνια.
Το 1959, η απαγόρευση της βουδιστικής σημαίας στα γενέθλια του Γκαουτάμα Βούδα επιδείνωσε τη δημόσια δυσαρέσκεια και ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι κυβερνητικές δυνάμεις πυροβόλησαν κατά του πλήθους και σκότωσαν εννέα ανθρώπους. Ο Ντιέμ αρνήθηκε να δεχτεί την ευθύνη και η οργή και οι επακόλουθες διαμαρτυρίες αυξήθηκαν τα επόμενα χρόνια.
Το αυτοκίνητο με το οποίο ταξίδεψε ο Ντουκ για να αυτοπυρποληθεί. Σήμερα εκτίθεται στην παγόδα Thiên Mụ στην πόλη Huế - πηγή
Στις 11 Ιουνίου του 1963, ο μοναχός Ντουκ, περικυκλωμένος από έναν κύκλο διαδηλωτών, αυτοκτόνησε. Περιέγραψε τις προθέσεις του σε ένα τελευταίο σημείωμα:
"Πριν κλείσω τα μάτια μου και μετακινηθώ προς το όραμα του Βούδα, απευθύνω παράκληση με σεβασμό προς τον Πρόεδρο να αισθανθεί συμπόνοια προς τους ανθρώπους του Έθνους και να προχωρήσει σε θρησκευτική ισότητα για τη διατήρηση της ισχύος της μητέρας πατρίδος. Καλώ τους σεβασμιούς, αιδεσιμότατους, μέλη της σανγκας και τους απλούς Βουδιστές να οργανωθούν με πνεύματα συμπαράστασης και να κάνουν θυσίες για την προστασία του Βουδισμού.".
Το 2010, στη γωνία όπου πέθανε μισό αιώνα πριν (τώρα οι δρόμοι Nguyễn Đình Chiểu και Cach Mạng Thang Tam), στήθηκε ένα μνημείο που παρουσίαζε τον μοναχό στεφανωμένο στις φλόγες.
Οι φωτογραφίες της αυτοπυρπόλησης κυκλοφόρησαν ευρέως διεθνώς και έφεραν
τις πρακτικές της κυβέρνησης του Ντιέμ στο επίκεντρο. Ο φωτογράφος του
συμβάντος, Μάλκολμ Μπράουν, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την
φωτογράφιση.
Το σώμα του Ντουκ αποτεφρώθηκε ξανά για τους σκοπούς της κηδείας του. Όμως η καρδιά του ΠΟΥ παρέμεινε άθικτη και δεν κάηκε, φυλάχτηκε ως ιερό κειμήλιο και ως σύμβολο συμπόνοιας. Ο ίδιος θεωρείται από τους Βουδιστές ως μποντισάτβα (πεφωτισμένος) και αναφέρεται επίσης και ως Μπο Τατ Θικ Κουάνγκ Ντουκ - πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου