Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ο βαρόνος του 18ου αιώνα που δάνεισε το όνομά του στο Σύνδρομο Μινχάουζεν

Εικονογράφηση του 1872 του Μινχάουζεν που καβαλάει μια οβίδα

Η ιατρική πάθηση πήρε το όνομά της από έναν φανταστικό αφηγητή, που με τη σειρά του βασίστηκε σε έναν πραγματικό Γερμανό ευγενή γνωστό για την αφήγηση ιστοριών.
 
 
 
Δείτε ακόμη:
Η ιστορία της Gypsy Rose Blanchard, του "άρρωστου" παιδιού που σκότωσε τη μητέρα του - Μέρος 1ο

 
Το 1951, ο Λονδρέζος γιατρός Richard Asher έγραψε ένα άρθρο σε ένα περιοδικό σχετικά με "ένα κοινό σύνδρομο που έχουν δει οι περισσότεροι γιατροί, αλλά για το οποίο λίγα έχουν γραφτεί". Περιέγραψε ένα μοτίβο φαινομενικά άρρωστων ασθενών με δραματικό αλλά εύλογο ιατρικό ιστορικό, οι οποίοι έκαναν αμέτρητες επισκέψεις σε γιατρούς και νοσοκομεία, μάλωναν με επαγγελματίες του ιατρικού τομέα και έπαιρναν εξιτήριο παρά τις συμβουλές.

Εν ολίγοις, αυτά τα άτομα υπέφεραν από αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως Σύνδρομο Μινχάουζεν, μια ψυχολογική κατάσταση στην οποία ένας ασθενής προσποιείται ότι αυτοί ή κάποιος άλλος, συχνά παιδί, ότι είναι σοβαρά άρρωστος. Αν η διαταραχή έπαιρνε το όνομά της -όπως έγινε με τον Αλοΐσιο Άλτσχαϊμερ ή τον Μπέριλ Μπέρναντ Κρον- που την πρωτοανέφερε, θα μπορούσε να ονομαζόταν "νόσος του Asher". Αυτό όμως δε συνέβη επειδή ο γιατρός δεν ήθελε να συνδέσει το -καλό- του όνομα με μια ψευδοασθένεια που ορίζεται από τα ψέματα των ανθρώπων που θεωρούσε "υστερικούς, σχιζοφρενείς, μαζοχιστές ή ψυχοπαθείς κάποιου είδους".
 

Εικονογράφηση του Βαρώνου Μινχάουζεν που παλεύει με έναν κροκόδειλο

Αντίθετα, ο Άσερ έψαξε στη λογοτεχνία και βρήκε έμπνευση στο βιβλίο "Οι εκπληκτικές περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν", το διάσημο μυθιστόρημα του 1785 του Γερμανού συγγραφέα Ρούντολφ Έριχ Ράσπε. Στο πνεύμα του "τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ", το βιβλίο του Ράσπε -που αρχικά δημοσιεύθηκε ως μια σειρά ανώνυμων άρθρων και αργότερα κυκλοφόρησε σε αμέτρητες εκδόσεις και μεταφράσεις- παρουσιάζει τις φανταστικές αφηγήσεις του ίδιου του βαρώνου Μινχάουζεν, ενός Γερμανού ευγενή και απόστρατου του οποίου οι προφανείς ιστορίες ευχαριστούσαν τους καλεσμένους του. Ανάμεσα στις πολλές περιπέτειές του, ο Μινχάουζεν πετάει πάνω από τον Τάμεση με μια οβίδα, παλεύει με έναν κροκόδειλο μήκους 40 ποδιών και ταξιδεύει στο φεγγάρι. 

Όπως είναι φυσικό, τις ιστορίες συνόδευαν πρωτότυπες εικονογραφήσεις. Ένα τέτοιο σχέδιο, που δημοσιεύτηκε σε μια έκδοση του 1786 του μυθιστορήματος, δείχνει το Μινχάουζεν να κρέμεται από ένα σχοινί δεμένο σε ένα μισοφέγγαρο.
 
Το μυθιστόρημα του Ράσπε βασίστηκε στον ζωντανό ακόμα τότε Μινχάουζεν.
 

Πορτρέτο του 1740 περίπου που πιστεύεται ότι απεικονίζει τον Karl Friedrich Hieronymus, Freiherr von Münchhausen

Ο Hieronymus Carl Friedrich von Münchhausen (βαρόνος Κάρολος Φρειδερίκος Ιερώνυμος φον Μινχάουζεν) ήταν ένας απόστρατος Γερμανός αξιωματικός που πολέμησε ως μισθοφόρος με ένα ρωσικό σύνταγμα σε δύο εκστρατείες κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ρωσοτουρκικός πόλεμος). Μέχρι το 1760, ζούσε μια χαλαρή ζωή στη γερμανική ύπαιθρο, φιλοξενώντας τακτικά ευγενείς και αριστοκράτες στο σπίτι του στο Ανόβερο. Ο Μινχάουζεν απέκτησε τη φήμη καλόκαρδου, γενναιόδωρου, "ζωντανού"και δραματικού αφηγητή -και όχι ψεύτης.

Αρχικά, τόσο οι πραγματικοί όσο και οι ψεύτικοι βαρόνοι ήταν αξιοσέβαστα πρόσωπα. "Στο βιβλίο του Ράσπε, υπάρχει μια αφήγηση όπου ο Μινχάουζεν, ο οποίος πιστεύει ότι οι καλεσμένοι του λένε ανοησίες, λέει ακόμα πιο ανόητες ιστορίες για να τους κοροϊδέψει αλλά και για την ευπιστία τους", λέει η Sarah Tindal Kareem, μελετήτρια λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, η οποία εκτιμά ότι το μυθιστόρημα ανατυπώθηκε 100 φορές τους επόμενους δύο αιώνες. Σε κάθε επεξεργασία και μετάφραση έγιναν αλλαγές στο κείμενο. "Στις μεταγενέστερες εκδόσεις, ωστόσο, υπάρχει μια αλλαγή ώστε εκείνος να μην ασχολείται με τον χλευασμό -ο χλευασμός είναι για αυτόν", εξηγεί. "Γίνεται καραγκιόζης, ψεύτης και φιγούρα χλευασμού".

Αναμφίβολα, οι αλλαγές στον φανταστικό χαρακτήρα οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, στην αντίδραση του πραγματικού Μινχάουζεν, ο οποίος δεν είχε αίσθηση του χιούμορ για το θέμα. Σιχαινόταν την απεικόνισή του και απείλησε επανειλημμένα να κάνει μήνυση, αλλά είχε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Εκείνη την εποχή, ο συγγραφέας του ολοένα και πιο δημοφιλούς βιβλίου ήταν ακόμα ανώνυμος. Ο βαρώνος προσπάθησε να μηνύσει τον Gottfried August Bürger, ο οποίος μετέφρασε το αγγλόφωνο μυθιστόρημα στα γερμανικά και προσδιορίστηκε εσφαλμένα ως ο συγγραφέας του, αλλά δεν τα κατάφερε.
 
Ο Μινχάουζεν ήξερε ότι κάποιος στο παρελθόν ή το παρόν του -πιθανότατα κάποιος από τους καλεσμένους του- τον κορόιδευε και πλούτιζε εις βάρος του, ο οποίος, σαν να ήθελε να προστατευτεί από κάποια μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, είχε σκόπιμα αλλάξει την ορθογραφία του ονόματος του χαρακτήρα του.

Για αιώνες, οι ιστορικοί δεν ήξεραν τον λόγο για τον οποίο ο Ράσπε βάσισε τον πρωταγωνιστή του στο Μινχάουζεν. "Δεν ξέρουμε καν αν συναντήθηκαν έστω και μία φορά", λέει ο Régis Olry, ανατόμος στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ στο Trois-Rivières και συγγραφέας ενός άρθρου για την ιστορία του Συνδρόμου Μινχάουζεν. Το πιο πιθανό μέρος όπου μπορεί να συναντήθηκαν είναι το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, όπου ο Ράσπε εργάστηκε ως υπάλληλος βιβλιοθήκης για να εξοφλήσει τα αυξανόμενα χρέη του στις αρχές της δεκαετίας του 1760, περίπου την ίδια εποχή που ο βαρώνος -του οποίου ο θείος έπαιξε ρόλο στην ίδρυση της σχολής- διοργάνωσε πλούσια δείπνα στο κοντινό του κτήμα.

Όπως η Kareem, έτσι και ο Olry δεν βλέπουν τον αποκαλούμενο ως Βαρόνο των Ψεμάτων ως ψεύτη. "Ο Münchhausen ήταν ένας παραμυθάς", και αν αυτές οι ιστορίες δεν ήταν εντελώς αληθινές, ήταν για έναν από τους δύο λόγους. "Είτε συνειδητά εφηύρε αυτές τις ιστορίες για να διασκεδάσει το κοινό του (και πέτυχε), είτε αυτές οι ιστορίες ήταν μπερδεμένες. Δεν γνώριζε τι εφεύρισκε". Δεδομένου ότι ο Μινχάουζεν συνταξιοδοτήθηκε το 1760 σε ηλικία 39 ή 40 ετών, είναι απίθανο να υπέφερε από αυταπάτες πέρα από αυτές της μεγαλοπρέπειας.
 

Εικονογράφηση του 1890 των Περιπετειών του Μινχάουζεν

Ο Ράσπε για τον Μινχάουζεν ήταν ένας ανώνυμος βασανιστής, αλλά ποιος ήταν ο Μινχάουζεν για τον Ράσπε; Μέχρι το 1785, είχαν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που ίσως ο πολύ νεότερος Ράσπε συναντήθηκε με τον βαρόνο, ο οποίος πρέπει να του έκανε μεγάλη εντύπωση. Η γνώμη του όμως για τον βαρόνο παραμένει μυστήριο. Ζήλεψε τον πλούτο και την ιδιότητά του, δεδομένου του δικού του χαμηλού βαθμού; Λάτρεψε τις ικανότητές του στην αφήγηση και ο σκοπός του βιβλίο του ήταν να τον εξυμνήσει; Μίσησε ή φθόνησε τον ευγενή για τα κραυγαλέα ψέματά του ή θαύμασε την ικανότητά του να ξεφύγει από αυτά;

Στη βιογραφία του Ράσπε μπορούμε να βρούμε στοιχεία για τη γοητεία του Μινχάουζεν. Γεννημένος στο Ανόβερο το 1737, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν αλλά δεν έγινε ποτέ δικηγόρος. Αντίθετα, στο βιογραφικό του Ράσπε αναφέρονται θητείες ως συγγραφέας, ερευνητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος, βιβλιοθηκάριος, γεωλόγος και θεματοφύλακας νομισμάτων -μια θέση όπου η πρόσβαση στον πλούτο αποδείχτηκε πολύ δελεαστική γι 'αυτόν. Κατηγορούμενος για κλοπή από τη συλλογή νομισμάτων και πολύτιμων λίθων ενός μουσείου, το 1775 ο Ράσπε κατέφυγε στην Αγγλία για να αποφύγει τη σύλληψη.

Ο ολοένα και πιο ύποπτος Ράσπε (οπλισμένος με γνώσεις για το πώς να αποφύγει το νόμο) στράφηκε σε σχέδια που αποφέρουν χρήματα και μικρο-εγκλήματα. Ένα από αυτά ήταν μια απάτη όπου προσποιήθηκε ότι ανακάλυψε χρυσό στο κτήμα ενός Σκωτσέζου ευγενή, πείθοντάς τον να επενδύσει σε μια επιχείρηση εξόρυξης και στη συνέχεια εξαφανίστηκε με τα χρήματα. Η εξαπάτηση των όχι και τόσο έξυπνων ανώτερων τάξεων φαίνεται να ήταν το ιδιαίτερο πλεονέκτημά του.

Εν τω μεταξύ, έγραφε. "Ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση και ήταν απελπισμένος, θυμήθηκε τις ιστορίες που είχε ακούσει στο φιλόξενο τραπέζι του βαρώνου Μινχάουζεν και, νομίζοντας ότι θα μπορούσε να τις αναφέρει, δημοσίευσε … τις αναμνήσεις του", σημείωσε ο συγγραφέας Samuel Austin Allibone το 1908. Η αφήγηση ήταν "υπερβολική, αναμφίβολα, αλλά γενικά έμοιαζε αρκετά με τις ιστορίες που είχε εφεύρει ο βαρόνος για να διασκεδάσει την παρέα του".

Ο Ράσπε, μιλώντας άπταιστα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και λατινικά, έγραψε από ποίηση μέχρι ερευνητικές εργασίες και καταλόγους. Ωστόσο, αν αναζητούσε φήμη και περιουσία μέσω της γραφής του, η Αφήγηση του Βαρώνου Μινχάουζεν δεν έφερε τίποτα από τα δύο. Κατά ειρωνικό τρόπο, το όνομά του δεν εμφανίστηκε στο πιο διάσημο και επιτυχημένο έργο του κατά τη διάρκεια της ζωής του. Άλλωστε, η διεκδίκηση της κυριότητας του έργου θα σήμαινε ότι θα αντιμετώπιζε τον πραγματικό βαρόνο στα δικαστήρια.
 

Εικονογράφηση του 1896 του βαρώνου που ταξιδεύει υποβρύχια

Ο Ράσπε πέθανε το 1974, ενώ ο Μινχάουζεν το 1797, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για την ταυτότητα του αντιπάλου του. Το 1824, περισσότερο από ένα τέταρτο αιώνα μετά τον θάνατο και των δύο, μια βιογραφία του μεταφραστή Bürger που κάποτε είχε μηνύσει ο βαρόνος, αποκάλυψε τον πραγματικό συγγραφέα του βιβλίου.

Τα επόμενα 200 χρόνια, η λέξη "Μινχάουζεν" μπήκε για τα καλά στη συλλογική ψυχή. Μέχρι τη δεκαετία του 1850, χρησιμοποιούταν πλέον ως ρήμα, αργκό για την αφήγηση "εξωφρενικά αναληθών ψευδο-αυτοβιογραφικών ιστοριών", σύμφωνα με το Oxford English Dictionary. Στη δεκαετία του 1950, ο όρος ήταν αρκετά διαδεδομένος και έτσι ο γιατρός Asher τον θεώρησε ως το τέλειο όνομα για το σύνδρομό του.

Μέχρι σήμερα, η πάθηση ονομαζόταν "σύνδρομο νοσοκομειακής εξάρτησης" και "σύνδρομο νοσοκομειακής χοάνης". Ο επίσημος τίτλος του στο DSM, το εγχειρίδιο ψυχικής υγείας της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, είναι "πλασματική διαταραχή που επιβάλλεται στον εαυτό" ή "πλασματική διαταραχή που επιβάλλεται σε άλλον".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου