Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Η ιστορία του αρχηγού της ποδοσφαιρικής ομάδας της Εθνικής Γαλλίας που εκτελέστηκε ως ένας από τους πιο απεχθείς προδότες στην ιστορία της χώρας του


Ο Alexandre Villaplane είπε ότι το να είναι ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας της Γαλλίας ήταν "η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του". Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε επειδή ήταν προδότης.
 
 

 
Στις 13 Ιουλίου του 1930, στον πρώτο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου που διεξήχθη στην Ουρουγουάη, η Εθνική ομάδα της Γαλλίας, με αρχηγό τον Άλεξ Βιλαπλάν, νίκησε την αντίστοιχη του Μεξικό με 4-1.

Στις 26 Δεκεμβρίου του 1944, ο Βιλαπλάν εκτελέστηκε δια πυροβολισμού ως ένας από τους πιο απεχθείς προδότες στην ιστορία της χώρας του.
 
Η αρχή
Γεννημένος στην Αλγερία το 1905, ο Βιλαπλάν ήταν ο πρώτος παίκτης με καταγωγή από την Βόρεια Αφρική που έπαιξε για τους "τρικολόρ". Σε ηλικία 16 ετών μετακόμισε για να ζήσει με τους θείους του στη νότια ακτή και γράφτηκε στον τοπικό σύλλογό, την FC Sète (Σετ). Ο Σκωτσέζος παίκτης-προπονητής του συλλόγου, Βίκτορ Γκίμπσον (Victor Gibson), αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προώθησε γρήγορα στην πρώτη ομάδα. Εκείνα τα χρόνια, ο επαγγελματισμός δεν επιτρεπόταν ακόμη στη χώρα, αλλά τα κλαμπ είχαν βρει τρόπους για να πληρώνουν τους παίκτες. Έτσι, το 1927 ο Βιλαπλάν δελεάστηκε από την αντίπαλο της Σετ, την Nîmes (Νιμ), με την υπόσχεση μιας ψευδούς εργασίας για την οποία θα έπαιρνε γενναιόδωρο μισθό.
 
Ο Άλεξ Βιλαπλάν, πάνω δεξιά, αρχηγός της Εθνικής Γαλλίας στο παιχνίδι εναντίον του Μεξικό στους τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1930
 
Στη Νιμ κέρδισε για πρώτη φορά τον θαυμασμό σε εθνικό επίπεδο επειδή ήταν ταχύς, καλός τεχνίτης και επειδή θεωρούνταν ο καλύτερος κεφαλοσφαιριστής της χώρα. Γρήγορα θεωρήθηκε ο καλύτερος της γενιάς του. Το 1926, εναντίον του Βελγίου, χρίστηκε πρώτη φορά -από τις 25 συνολικά- αρχηγός της Εθνικής Ομάδας της Γαλλίας και ήταν ο αρχηγός της ομάδας στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το να ηγείται των τρικολόρ εναντίων του Μεξικό στο Μοντεβιδέο ήταν, "η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου", είπε.

Το 1929 προσλήφθηκε από την Racing Club de Paris (Ρασίνγκ Παρί), της οποία ο νέος πρόεδρος ήθελε να την κάνει τον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας. Η υπογραφή του Βιλαπλάν ήταν η κύρια προτεραιότητά του. Ο επίσημος επαγγελματισμός απέμεινε ακόμη τρία χρόνια, αλλά ο Βιλαπλάν δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το γεγονός ότι έβγαζε πολλά χρήματα, τα οποία σπαταλούσε σε μπαρ, καμπαρέ και, πάνω απ' όλα, σε πίστες ιπποδρομιών, όπου άρχισε να συναναστρέφεται στενά με ανθρώπους του υποκόσμου.

Όταν τελικά το 1932 ο επαγγελματισμός νομιμοποιήθηκε, η μικρή ομάδα Antibes (Αντίμπ) αποφάσισε να του κάνει μια προσφορά και το πρώτο της βήμα -όπως και στην Ρασίνγκ- ήταν να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες της στον Βιλαπλάν. Εκείνη την εποχή, το πρωτάθλημα ήταν χωρισμένο σε δύο ομίλους, τον νότιο και τον βόρειο, με τους νικητές των δύο ομίλων να παίζουν για τον τίτλο του πρωταθλητή. Η Αντίμπ κέρδισε τον νότιο όμιλο και στη συνέχεια νίκησε την SC Fives Lille (Λιλ) στον μόνο τελικό. Τελικά αποδείχτηκε ότι ο αγώνας ήταν στημένος, ο τίτλος αφαιρέθηκε από την Αντίμπ και ο προπονητής της ομάδας αποβλήθηκε -αν και πιστεύεται ευρέως ότι ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Ο Βιλαπλάν και δύο συμπαίκτες του -με τους οποίους προηγουμένως είχε παίξει στη Σετ- θεωρήθηκαν οι πραγματικοί συνωμότες. Σύντομα, και οι τρεις αφέθηκαν ελεύθεροι από την ομάδα.

Η Νις άρπαξε την ευκαιρία και έκλεισε τον Βιλαπλάν, αλλά σύντομα το μετάνιωσε. Του επιβλήθηκε πρόστιμο αρκετές φορές επειδή δεν πήγαινε στην προπόνηση, και όταν έπαιζε, ο κάποτε ασταμάτητος παίκτης, περιφερόταν στον αγωνιστικό χώρο δείχνοντας ακατάλληλος και αδιάφορος. Ο Νις τον άφησε ελεύθερο και τελικά, ο μόνος σύλλογος που τον ήθελε ήταν η ομάδα της δεύτερης κατηγορίας Bastidienne de Bordeaux (Μπαστιντιέν ντε Μπορντό), της οποίας προπονητής ήταν ο μέντοράς του στην Σετ, ο Γκίμπσον. Μετά από τρεις μήνες, στους οποίους ο Βιλαπλάν εμφανίστηκε σπάνια, ο Γκίμπσον τον απέλυσε.
 
Έτσι χάθηκε ο Βιλαπλάν από το ποδόσφαιρο.
 
Όμως, το 1935 έκανε την εμφάνισή του ξανά στις αθλητικές σελίδες και αυτό επειδή είχε φυλακιστεί για το στήσιμο ιπποδρομιών στο Παρίσι και την Κυανή Ακτή.
 
Ο πόλεμος
 
Ο Ανρί Λαφόν
 
Τον Ιούνιο του 1940, το Παρίσι έπεσε στους Ναζί. Η κατοχή προκάλεσε καταστροφές και απελπισία σε πολλούς, αλλά για μερικούς δημιούργησε νέες ευκαιρίες. Οι κατακτητές χρειάζονταν βοήθεια για να εδραιωθούν και να σφυρηλατήσουν δεσμούς με διάφορους τοπικούς μαυραγορίτες ώστε να αποκτήσουν όσα δεν μπορούσαν οι ίδιοι να αρπάξουν -από βενζίνη και φαγητό μέχρι τέχνη. Ένας ντόπιος εγκληματίας εμφανίστηκε ιδιαίτερα χρήσιμος. Ήταν ο Ανρί Λαφόν, ένας αγράμματος, που από ορφανό έγινε ο "ηγέτης όλων των παράνομων δραστηριοτήτων, ένας ισχυρός και σεβαστός άνθρωπος".

Κάποιοι από τους υψηλά ιστάμενους Ναζί -τους παλιούς, αυστηρούς Πρώσους που πίστευαν ότι η τιμή του Ράιχ βυθιζόταν όταν συνεργάζονταν με άθλιους απατεώνες- ήθελαν να απαλλαγούν από το Λαφόν. Τότε εκείνος, για να αποδείξει την αξία του, κυνήγησε και βασάνισε προσωπικά ο ίδιος τον ηγέτη της βελγικής αντίστασης.

Όσο μεγάλωνε η επιρροή του Λαφόν, τόσο περισσότερο κόσμο στρατολογούσε. Γυρνούσε στις φυλακές τους Παρισιού και οργάνωνε την απελευθέρωση παλαιών συνεργατών του, αλλά και οποιουδήποτε άλλου που θα μπορούσε να βοηθήσει στην εδραίωση της θέσης του στη νέα κοινωνική τάξη. Ο Pierre Bonny (Πιέρ Μπονί), κάποτε ο πιο διάσημος αστυνομικός στη Γαλλία, προτού ατιμαστεί και φυλακιστεί για διαφθορά, έγινε το δεξί του χέρι. Κάποια στιγμή, γνωρίστηκαν με τον Βιλαπλάν, του οποίου οι δραστηριότητες πλέον περιελάμβαναν το λαθρεμπόριο χρυσού. Η συμμορία έστησε τα γραφεία της στην rue Lauriston αρ. 93, πιθανώς την πιο διαβόητη διεύθυνση στην ιστορία του Παρισιού, το μέρος που έγινε γνωστό ως η Γαλλική Γκεστάπο.
 
Η Γαλλική Γκεστάπο
 
Μέλη της Brigade Nord Africain
 
Στόχος των μελών της συμμορίας ήταν να γίνουν πολύ πλούσιοι και τα κατάφεραν, παρέχοντας στους Ναζί ό, τι ήθελαν και διατηρώντας ταυτόχρονα πολλά για τους ίδιους. Δεν ήταν ιδεολόγοι, αλλά για να είναι σίγουροι ότι διατηρούσαν την εμπιστοσύνη των κατακτητών, που τους παρείχαν στολές των SS, παρακολουθούσαν Εβραίους, μαχητές της αντίστασης και διάφορους άλλους εχθρούς του Ράιχ. Στο κελάρι της rue Lauriston αρ. 93, βασανίστηκαν πολλοί άνθρωποι.

Καθ' όλη τη διάρκεια του '43, η γαλλική αντίσταση εντάθηκε και η τοπική Γκεστάπο διατάχθηκε να βοηθήσει στην εξόντωση των ανταρτών. Όταν ο Χίτλερ χρηματοδότησε μια αραβική εφημερίδα που τον απεικόνιζε ως τον μεγάλο απελευθερωτή, του οποίου πρόθεση ήταν να απελευθερώσει τους κατεστραμμένους λαούς από την αποικιοκρατία και τον κομμουνισμό, ο Λαφόν είχε την ιδέα να ενισχύσει τις δυνάμεις των Ναζί και των συνεργατών τους με μια ομάδα μαχητών που θα προέρχονταν από τους μετανάστες. Τον Φεβρουάριο του '44 οι γερμανικές αρχές έδωσαν το "πράσινο φως". Έτσι, ιδρύθηκε η Brigade Nord Africain (BNA) με σκοπό να καθαρίσει της περιοχής του Périgord (Περιγκόρ). Στο τιμόνι της ήταν ο Βιλαπλάν, ο οποίος προήχθη στον βαθμό του ανθυπολοχαγού των SS.

Γρήγορα, η μονάδα του Βιλαπλάν έγινε διαβόητη για τη σκληρότητά της. Για παράδειγμα, στις 11 Ιουνίου του '44, συνέλαβαν 11 μαχητές της αντίστασης στο Mussidan (Μουσιντάν), ένα μικρό χωριό στο Dordogne (Ντορντόν). Οι συλληφθέντες, ηλικίας 17 έως 26 ετών, εκτελέστηκαν, με τον Βιλαπλάν, όχι μόνο να δίνει τη διαταγή, αλλά να συμμετέχει και ο ίδιος στις εκτελέσεις.

Στο βιβλίο του Philippe Aziz του 1970 για τη συμμορία των Λαφόν-Μπονί, με τίτλο "Tu Trahiras Sans Vergogne", αναφέρεται η ακόλουθη ιστορία:
 
"Μετά από μια αναφορά της Γκεστάπο στο Périgueux, ο Άλεξ και τρεις από τους άντρες του εισέβαλαν στο σπίτι της Geneviève Léonard, κατηγορώντας την ότι φιλοξενούσε έναν Εβραίο. Μπήκαν το σπίτι… Ο Άλεξ έπιασε την 59χρονη μητέρα έξι παιδιών από τα μαλλιά. 'Πού είναι ο Εβραίος σου;', της φώναξε. Η γυναίκα αρνήθηκε να απαντήσει ... Ο Άλεξ την άρπαξε βίαια, την ώθησε σε ένα γειτονικό αγρόκτημα, χτυπώντας την με το κοντάκιο του τουφεκιού του και εκεί την ανάγκασε να παρακολουθήσει μια φρικτή σκηνή: άντρες της BNA βασάνισαν μπροστά της δύο αγρότες". Αφού τους ξυλοκόπησαν και τους έβαλαν φωτιά, πυροβόλησαν τους δύο αγρότες εξ επαφής. "Ο Άλεξ γέλασε. Εν τω μεταξύ, άλλοι άνδρες της BNA είχαν εντοπίσει τον Εβραίο, τον Antoine Bachmann ... Τον πήγαν στο αγρόκτημα. Ο Άλεξ τον χτύπησε και μετά τον συνέλαβε. Στη συνέχεια, διέταξε την Geneviève Léonard να του δώσει 200.000 φράγκα".

Η πτώση
 
Ο Άλεξ Βιλαπλάν
 
"Λεηλατούσαν, βίαζαν, έκλεβαν, σκότωναν και συνεργάζονταν με τους Ναζί για ακόμη χειρότερα αίσχη, τις πιο τρομερές εκτελέσεις", δήλωσε ο εισαγγελέας στη δίκη του Βιλαπλάν μετά την απελευθέρωση του Παρισιού. "Άφησαν στάχτες και ερείπια. Ένας μάρτυρας μας είπε ότι είδε ο ίδιος με τα μάτια του αυτούς τους μισθοφόρους να κλέβουν κοσμήματα από τα μισοπεθαμένα θύματα τους. Ο Βιλαπλάν ήταν ανάμεσά τους, ήρεμος και χαμογελαστός. Χαρούμενος, σχεδόν αναζωογονημένος"

Παρά τη βαρβαρότητα της BNA, οι μαχητές της αντίστασης έγιναν περισσότεροι. Ο Βιλαπλάν άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η Γερμανία ίσως δεν κέρδιζε τον πόλεμο. Άρχισε να κάνει δημόσιες πράξεις ελέους, επιτρέποντας σε πολλούς από αυτούς που κυνηγούσε να δραπετεύσουν και δείχνοντας ότι συνεργάζεται με τους Ναζί μόνο για να σώσει τους συμπατριώτες του. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η απληστία του υπονόμευσε το τεχνούργημά του:

"Η ψυχολογία του ήταν διαφορετική από εκείνη των άλλων μελών της συμμορίας. Ο ίδιος παραδέχεται ότι είναι δολοπλόκος. Θα έλεγα, έχοντας μελετήσει τον φάκελό του, ότι είναι ένας απατεώνας, ένας γεννημένος απατεώνας. Οι απατεώνες έχουν μια αίσθηση που είναι απαραίτητη για το εμπόριό τους: η αίσθηση να δίνουν μια παράσταση. Αυτό είναι απαραίτητο για να τυφλώσουν τα θύματά τους και να τους κάνουν να εγκαταλείψουν αυτό που θέλουν. Το χρησιμοποίησε για να διαπράξει τη χειρότερη μορφή εκβιασμού, τον εκβιασμό της ελπίδας … [Ένας μάρτυρας τον περιέγραψε] έφτασε σε ένα χωριό με γερμανικό αυτοκίνητο και φώναζε θρηνώντας, "Ω, σε τι εποχές ζούμε! Ω, τι απαίσιες στιγμές! Σε τι σημείο έχω φτάσει, εγώ ένας Γάλλος, να φοράω γερμανική στολή!… Έχεις δει, γενναίε μου άνθρωπε, τι φρικτά πράγματα έχουν κάνει; Δεν μπορώ να είμαι υπεύθυνος γι' αυτούς, δεν είμαι το αφεντικό τους. Θα σε σκοτώσουν. Αλλά θα προσπαθήσω να σε σώσω ρισκάροντας την ίδια μου τη ζωή. Έχω ήδη σώσει πολλούς ανθρώπους. 54 για την ακρίβεια. Εσύ θα είσαι ο 55ος, αν μου δώσεις 400.000 φράγκα".


Τον Αύγουστο του 1944, με τις συμμαχικές δυνάμεις να πλησιάζουν, οι Παριζιάνοι ξεσηκώθηκαν. Γάλλοι στρατιώτες, με πάνω από τους μισούς από αυτούς Αφρικανοί, έφτασαν για να απελευθερώσουν την γαλλική πρωτεύουσα. Τα αντίποινα εναντίον ύποπτων για συνεργασία με τους Ναζί ήταν άμεσα και αιματηρά. Ωστόσο, οι αρχηγοί της Γαλλικής Γκεστάπο δεν λιντσαρίστηκαν. Τους εντόπισαν, τους δίκασαν και τους καταδίκασαν σε θάνατο.
 
Την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων του 1944, οι Βιλαπλάν, Λαφόν, Μπονί και πέντε ακόμη μεταφέρθηκαν στο Fort de Montrouge, στα περίχωρα της πόλης, και εκτελέστηκαν.
 
Ο άνθρωπος που φόρεσε το Εθνόσημο και ήταν αρχηγός της Εθνικής ομάδας σε 25 αγώνες, έδειξε τον πραγματικό του εαυτό στον πόλεμο. Αδίστακτος τυχοδιώκτης, εγκληματίας, φιλοχρήματος, ανελέητος και πάνω από όλα προδότης της πατρίδας του, είχε το τέλος που του άξιζε.
 
από: the guardian

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου