Η Fordlândia, με τυπικά αμερικανικά σπίτια και δρόμους που ξεπηδούσαν τόσο γρήγορα όσο η ζούγκλα μπορούσε να απογυμνωθεί και να καθαριστεί, ήταν ένα "φυλάκιο" στο εξωτερικό μιας από τις μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες εταιρείες παγκοσμίως, το όνειρο ενός αμερικανικού μεγιστάνα, αλλά και μια από τις χειρότερες ιδέες του Χένρυ Φορντ.
Ήταν η επική περιπέτεια της αυτοκινητοβιομηχανίας στη ζούγκλα, ένα πείραμα για τη δημιουργία μιας πόλης στον Αμαζόνιο. Μετά από μόλις έξι χρόνια από την ίδρυσή της το 1928, η βιομηχανική πόλη που επρόκειτο να κατοικηθεί από 10.000 ανθρώπους, εγκαταλείφθηκε, αφήνοντας πίσω τα φαντάσματα μιας μεγάλης επιχείρησης. Αυτό είναι το μόνο που παραμένει από το αμερικανικό όνειρο του Φορντ, 5.000 μίλια μακριά από τις ΗΠΑ.
Το 1928, δύο εμπορικά πλοία έφθασαν στις ανατολικές όχθες του ποταμού Tapajós, γεμάτα με αμερικανικά αγαθά. Μετέφεραν όλο τον εξοπλισμό που πιθανώς θα χρειαζόταν μια προκατασκευασμένη πόλη, από πόμολα πορτών μέχρι φώτα δρόμου και μικρούς πυροσβεστικούς κρουνούς.
Η Fordlândia είχε σκοπό να εξασφαλίσει ότι θα παρέχει καουτσούκ στην Ford Motor Company. Στον Φορντ δεν άρεσε καθόλου ότι ήταν στο έλεος των Άγγλων και Ολλανδών βαρόνων του καουτσούκ και αρνήθηκε να στηριχτεί στο ευρωπαϊκό μονοπώλιο που έλεγχε την βιομηχανία στις αρχές του 20ού αιώνα. Χρειαζόταν μια σημαντική ποσότητα καουτσούκ για τα ελαστικά των αυτοκινήτων του, έτσι αποφάσισε να καλλιεργήσει το δικό του στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, όπου διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία με την κυβέρνηση της Βραζιλίας, κάτι που του απέφερε του 10.000 τετ χλμ. γης, με αντάλλαγμα το 9% από τα κέρδη.
Δυστυχώς γι' αυτόν, κανένας από τους διευθυντές της εταιρίας που έστειλε στη ζούγκλα δεν γνώριζε τίποτα από τροπική γεωργία.
Η πόλη ονομάστηκε Fordlândia και διέθετε μια ουτοπική σειρά αμερικανικών ανέσεων όπως γήπεδο γκολφ, κινηματογράφο, πισίνες, αίθουσες χορού, ένα ξενοδοχείο, σχολείο, παιδότοπους και βιβλιοθήκη.
Ο Φορντ δεν αποτελεί μία από τις πιο συμπαθητικές φιγούρες στην αμερικανική ιστορία. Το ισχυρό αντισημιτικό δηλητήριό του δεν ήταν κρυφό και συνέχισε να κάνει επιχειρήσεις με τους Ναζί ακόμη και μετά την είσοδο στο πόλεμο των ΗΠΑ. Η νέα πόλη του χωρίστηκε ουσιαστικά σε δύο πόλεις, μια σχεδιασμένη κοινότητα για τους Αμερικανούς διευθυντές, γνωστό ως Αμερικάνικο Χωριό, και μια που είχε οριστεί για τους Βραζιλιάνους εργάτες.
Ήταν πολύ συγκεκριμένος για το πως θα λειτουργούσε η Fordlândia. Ήθελε να είναι μια πραγματική πόλη της Μεσοδυτικής Αμερικής, εξασφαλίζοντας ότι οι κάτοικοι της Βραζιλίας θα ζούσαν σε πραγματικό αμερικάνικο σπίτι, με λευκούς φράχτες και μάλιστα επέμεινε να τρώνε σαν Αμερικάνοι, μια άγνωστη γι' αυτούς διατροφή με βρώμη, κομπόστα ροδάκινο και καστανό ρύζι.
Ο Φορντ δεν ήταν οπαδός της Jazz Age (1920-1930) και είδε την πόλη ως μια ευκαιρία να αναδημιουργήσει την Αμερική όπως την φανταζόταν εκείνος. Μάλιστα, επέβαλε μερικούς αυστηρούς κανόνες στους διευθυντές. Απαγορευόταν το αλκοόλ, ο καπνός, δεν επιτρέπονταν καμία γυναίκα μέσα σε σπίτια εργατών, ούτε καν το ποδόσφαιρο μέσα στην πόλη. Γι' αυτό, έστελνε επιθεωρητές στους εργαζόμενους ώστε να ελέγξουν ότι ζούσαν σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα που τους είχαν επιβληθεί.
Κατά ειρωνικό τρόπο, σύμφωνα με τον αμερικανικό τρόπο ζωής, προϊόντα λαθρεμπορίου μεταφέρονταν συχνά στην πόλη και έτσι έσπαζαν την απαγόρευση που είχε επιβληθεί από την Αμερική. Οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν μεγάλα φρούτα, όπως τα καρπούζια, για να περάσουν αλκοόλ και καπνό και όταν μπορούσαν, έπαιρναν μια βάρκα και πήγαιναν στο "Νησί της Αθωότητας" όπου μπορούσαν να βρουν μπαρ, νυχτερινά κέντρα και οίκους ανοχής.
Τελικά, μια ζεστή μέρα του 1930 και ενώ δούλευαν κάτω από τον τροπικό ήλιο, οι Βραζιλιάνοι εξεγέρθηκαν στην καφετέρια της πόλης. Έσπασαν πολλά, έκοψαν τα ηλεκτρικά καλώδια και τα καλώδια τηλεγραφίας της φυτείας και κυνήγησαν τους Αμερικανούς διευθυντές στη ζούγκλα, μαζί με τον μάγειρα της πόλης, όπου κρύφτηκαν για μέρες περιμένοντας την άφιξη του βραζιλιάνικου στρατού. Τελικά, οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στη δουλειά μόλις έκλεισαν μια συμφωνία σχετικά με το είδος των τροφίμων που θα σερβίρονταν στην καφετέρια. Όμως, έρχονταν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα για την πόλη.
Από την αρχή, οι άνδρες της Ford (αυτοί που δεν γνώριζαν τίποτα για την τροπική γεωργία) είχε φυτεύσει σπόρους αμφίβολου αξίας. Σύντομα, η φυτεία άρχισε να χαλάει, αλλά ο Φορντ δεν εγκατέλειψε την πόλη, επιδιώκοντας να αποδείξει ότι δεν χρειαζόταν τους Ευρωπαίους.
Το περιζήτητο καουτσουκόδενδρα της Βραζιλίας, το Hevea brasiliensis, μεγαλώνει στην άγρια φύση, μακριά από τα άλλα δέντρα για να προστατεύεται από ασθένειες. Στην Fordlândia, τα δέντρα της φυτείας ήταν κοντά, καθιστώντας τα εύκολους στόχους σε παράσιτα. Τα δέντρα των Αμερικανών όχι μόνο δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα παράσιτα, αλλά δεν τα πήγαιναν καλά ούτε ίδιοι. Πολλοί υπέστησαν νευρικούς κλονισμούς, πέθαναν σε ατυχήματα ή έχασαν μέλη της οικογένειάς τους από τον τροπικό πυρετό.
Το 1934, οι Αμερικανοί άρχισαν να παραδέχονται την ήττα τους και αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε μια άλλη περιοχή που είχε αγοράσει η Ford. Η Fordlândia εγκαταλείφθηκε το 1934. Έπιπλα, ασημικά και ρούχα έμειναν όλα πίσω.
Μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η δεύτερη πόλη της Ford, η Belterra, είχε επίσης εγκαταλειφθεί, καθώς έγινε φανερό ότι δεν υπήρχε κανένα κέρδος για να καλλιεργηθούν δέντρα μέσα ή οπουδήποτε γύρω από το Fordlândia. Μέχρι το 1945, οι Ιάπωνες είχαν δημιουργήσει ένα νέο συνθετικό καουτσούκ και η τεράστια επένδυση της Φορντ στη Νότια Αμερική ξεπεράστηκε μέσα σε μια νύχτα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η τεράστια γη που είχε αγοράσει η αυτοκινητοβιομηχανία, πουλήθηκε πίσω στην κυβέρνηση της Βραζιλίας, με απώλειες άνω των 208 εκατομμυρίων δολαρίων σε τρέχουσα αξία.
Ο ίδιος ο Φορντ δεν πήγε ποτέ ξανά στον Fordlândia.
Η κυβέρνηση της Βραζιλίας προσπάθησε να σώσει οτιδήποτε από την απομονωμένη πόλη, αλλά τελικά την εγκατέλειψαν και αυτοί. Καταληψίες μετακόμισαν στα αμερικανικά μπανγκαλόου στην Palm Avenue,που έγινε ένας παράδεισος κακοποιών, καθώς η ζούγκλα πήρε τη γη πίσω. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν βασικές υπηρεσίες ή προμήθειες στην περιοχή, πρώην εργάτες της Ford συνέχισαν να μένουν στην πόλη. Μετά τη νέα χιλιετία, ακόμα περισσότεροι πήγαν στην πόλη σε αναζήτηση κατοικιών και σήμερα, η Fordlândia φιλοξενεί περίπου 2.000 άτομα.
Όλα τα κτίρια παραμένουν άθικτα, εκτός από το νοσοκομείο, το οποίο καταστράφηκε από πλιατσικολόγους. Η Ford ίσως να μην κατάφερε να φτιάξει καουτσούκ, κατάφερε όμως να φτιάξει υποδομές που διαρκούν.
Με την βοήθεια -εν μέρει και των καταληψιών που μπήκαν στα σπίτια μετά την εγκατάλειψη της πόλης- το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού -από τα φωτιστικά στα σπίτια, μέχρι τους πυροσβεστικούς κρουνούς που σήμερα καλύπτονται από την ζούγκλα- που ήρθε στην Fordlândia το 1928 υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Στο τριώροφο εργαστήριο της πόλης -όπου κατασκευάζονταν εξαρτήματα για τα μηχανήματα της φυτείας- μπορεί κανείς να βρει πολλά από τα μηχανήματα των Αμερικάνων. Σήμερα, το κτίριο λειτουργεί ως ένα είδος αποθήκης όπου υπάρχουν πολλά αντικείμενα από την Fordlândia, συμπεριλαμβανομένων νοσοκομειακών κρεβατιών, ειδών καφετέριας, ακόμη και μιας παλιάς μηχανής ακτίνων Χ. Υπήρξε μια διαμάχη για το πώς αποσυναρμολογήθηκαν οι συσκευές ακτινογραφίας στο νοσοκομείο και αναφέρθηκαν κούτες με ραδιενεργό υλικό που μπορεί να έχουν μολύνει την περιοχή.
Ο ύψους 50 μέτρων πύργος νερού, που κατασκευάστηκε στο Μίτσιγκαν και εξακολουθεί να λειτουργεί πλήρως, θεωρείται το σύμβολο της προέλευσης της Fordlândia, μια υπενθύμιση της εποχής που ο βιομηχανικός γίγαντας και πατέρας του αυτοκινήτου, προσπάθησε να φέρει την Αμερική στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
από: messy nessy chic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου