Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ξεχασμένα σύνορα στην καρδιά της Ελλάδας

 
Τέσσερα χρόνια και 300 φιλμ χρειάστηκαν για να αποτυπωθεί η συνοριακή γραμμή της χώρας έως το 1912.
 
 
 
Εγκαταλειμμένα, μισογκρεμισμένα, ταλαιπωρημένα από τον ήλιο και το χιόνι, μοιάζουν με φαντάσματα του εαυτού τους. Η όψη τους δεν θυμίζει το αλλοτινό ένδοξο παρελθόν τους. Όσα είναι ακόμη όρθια έχουν μετατραπεί σε στάνες, κυνηγετικά καταφύγια ή ακόμη και σε εκκλησίες. Επίσης, η θέση τους -σκόρπια από τα νότια του Πλαταμώνα έως τον Αμβρακικό- δεν βοηθά για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.

Πρόκειται για τα περίπου 400 φυλάκια, συνοριακούς σταθμούς και τελωνεία, ελληνικά και οθωμανικά, που αποτελούσαν τη συνοριακή γραμμή της Ελλάδας έως και τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Γραμμή που είχε διαρρυθμιστεί το 1881 και είχε υποστεί μεταβολές με τον ατυχή πόλεμο του 1897. Σύνορα που καταργήθηκαν σχεδόν αμαχητί τα ξημερώματα της 5ης Οκτωβρίου 1912 και πλέον βρίσκονται στην καρδιά της Ελλάδας. Και σήμερα, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, μια νέα έρευνα τα ανακαλύπτει και τα παρουσιάζει μέσα από τις φωτογραφίες του Γιάννη Σκουλά, οι οποίες θα εκτεθούν στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Παράλληλα, παρουσιάζονται σπάνια ιστορικά τεκμήρια, τα οποία εντόπισε και επιμελήθηκε ο διευθυντής ερευνών του ΕΙΕ Λεωνίδας Καλλιβρετάκης με τη συνεργασία, μεταξύ άλλων, της Ελένης Γκαδόλου και του Παναγιώτη Στρατάκη.

«Ολα ξεκίνησαν τον χειμώνα του 2004. Αναζητούσα άγνωστους στο ευρύ κοινό αρχαιολογικούς χώρους στη Θεσσαλία, στην περιοχή της Τσαριτσάνης, όταν είδα ξαφνικά μπροστά μου ένα περίεργο φρούριο», λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Σκουλάς, ο οποίος παρουσιάζει περίπου 70 συνοριακούς σταθμούς από τους 340 που φωτογράφισε. «Ηταν μικρό για κάστρο. Είχε χτιστεί μετά τους Ενετούς, αλλά πριν από την Κατοχή. Το βράδυ στην τοπική ταβέρνα μού εξήγησαν ότι επρόκειτο για απομεινάρι από τη μεθόριο Ελλάδας - Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 1881».

Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να παρατηρεί μικρά καστράκια να «φυτρώνουν» στη μέση του πουθενά. Και η ιδέα «σύνορα μέσα στη μέση της χώρας» ήταν αρκετή για να ξεκινήσει μια νέα φωτογραφική περιπέτεια που κράτησε τέσσερα χρόνια, χρειάστηκαν οκτώ αποστολές, διαδρομές 14.500 χλμ. και 300 φιλμ για να καταγραφεί το υλικό.
«Βρέθηκα να ακολουθώ ή μάλλον να ορίζω, αφού κανένας δεν το είχε κάνει νωρίτερα, στο γεωγραφικό ανάγλυφο της Κεντρικής Ελλάδας μια πολύ ιδιόρρυθμη μεθοριακή γραμμή, διότι δεν ορίζεται από δύο σημεία, αλλά από έξι ή οκτώ φυλάκια που βρίσκονται απέναντι και μπορεί να απέχουν μεταξύ τους από ένα χιλιόμετρο έως μόλις 20 βήματα», εξηγεί.
Με μοναδικά του εφόδια υποτυπώδεις χάρτες, τους οποίους εντόπισε με την πολύτιμη βοήθεια του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, και το βιβλίο του 1886 του ταγματάρχη του Μηχανικού Νικολάου Σχινά «Οδοιπορικαί Σημειώσεις Νέας Οροθετικής Γραμμής» ξεκίνησε ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού καθώς, όπως εξηγεί ο φωτογράφος, δεν υπήρχε σχετικό υλικό στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, παρά ελάχιστες πληροφορίες στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Στο διάβα του θα βρει μικρά φυλάκια που είχαν μήκος έως και 15 μ. και μπορούσαν να φιλοξενήσουν γύρω στους δέκα στρατιώτες, μεγαλύτερους στρατώνες, όπου είχαν έδρες οι λόχοι, τελωνεία στις μεγάλες οδούς. Οσα ήταν φτιαγμένα από τους Οθωμανούς ήταν καλύτερα, διότι διέθεταν περισσότερα μέσα και συνήθως βρίσκονταν σε υψηλότερες θέσεις.

Τα περισσότερα όμως ήταν σκιές του εαυτού τους καθώς σώζονταν σε ύψος μόλις λίγων εκατοστών ή είχαν μετατραπεί σε λιθοσωρούς. «Πολλά καταστράφηκαν και από τους πολίτες, που δεν ήθελαν να θυμούνται», εκτιμά ο Γιάννης Σκουλάς, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα έχει αναζητήσει και έχει εκδώσει σχετικές φωτογραφικές έρευνες για τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τους πέτρινους φάρους σε όλη την Ελλάδα. Υπήρχαν βεβαίως και οι εξαιρέσεις, όπως ο σταθμός στο Δερελί που είχε μετατραπεί σε κυνηγετικό περίπτερο, αν και είχε υποστεί αλλοιώσεις, ή ο σταθμός Κούτσουρο στην Ασπροκλησιά που έχει μετατραπεί σε εκκλησία του Προφήτη Ηλία.
 
Καχυποψία και πολύ τσίπουρο


Αν το να εντοπίσει κάποιος τα ίχνη μιας μεθοριακής γραμμής που σβήστηκε σε μία νύχτα δεν είναι εύκολη υπόθεση, η τύχη, η κουβέντα, αλλά και το τσίπουρο αναδείχθηκαν πολύτιμοι βοηθοί στη διαδρομή του 55χρονου φωτογράφου. «Πολλές φορές οι ντόπιοι με αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Μου έδιναν πληροφορίες υπό τον όρο ότι θα με συνοδεύσουν, πιστεύοντας ότι ψάχνω κάποιον κρυμμένο θησαυρό» λέει ο Γιάννης Σκουλάς. «Ορισμένοι πίστευαν ότι ήμουν ξένος δάκτυλος και πως η έρευνά μου είχε σκοπό να αλλάξουν τα σύνορα της Ελλάδας, ενώ άλλοι χρειάζονταν αρκετά καραφάκια τσίπουρο μέχρι να αποφασίσουν να μου δείξουν τον δρόμο». Δεν έχει όμως μόνο δυσκολίες να θυμηθεί από την τετράχρονη περιπέτειά του (2008-2012). «Πώς να ξεχάσω τον μπάρμπα Γιώργο από την Αγρελιά με τη μουστάκα του και το τσιγάρο. Μόλις του εξήγησα τι έψαχνα, πήρε τη μαγκούρα του, θρονιάστηκε στο κάθισμα και μου λέει "εγώ θα σου τα δείξω όλα, βάλε μπροστά νεαρέ!". Επιστρέψαμε ύστερα από πέντε ώρες. Στην κυρά του είπε ότι είχε βγει για μια μπιρίμπα...».

πηγή: tanea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου