Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Η Κατάσκοπος της "Νύχτας και της Ομίχλης"


Η Νόορ Χαν ήταν απόγονος Ινδού μονάρχη, η οποία έγινε διάσημη κατάσκοπος κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για τις Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών της Βρετανίας.



Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου του 1943, λίγα μίλια νότια μιας αγροτικής κοινότητας στην Γαλλία, υπό το φως της νύχτας, δύο αεροπλάνα Lysander προσγειώθηκαν σε ένα αυτοσχέδιο αεροδρόμιο. Μια μυστική πράκτορας αποβιβάστηκε από το ένα αεροπλάνο και άλλες δύο από το άλλο. Οι πράκτορες ήταν δύο μεταφορείς και μια ασυρματίστρια, η 29χρονη Νόορ Ιναγιάτ Χαν (Noor Inayat Khan), η οποία, όπως λέγεται, φαινόταν εύθραυστη, με απαλά χαρακτηριστικά και σκοτεινά μάτια. Δεν έμοιαζε με έναν σκληρό κατάσκοπο των Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών (Special Operations Executive, SOE) της Μεγάλης Βρετανίας.

Η SOE ήταν ενεργή από το 1940, αναλαμβάνοντας αποστολές βοήθειας προς τα αντιστασιακά κινήματα σε χώρες που ελέγχονταν από τη ναζιστική Γερμανία. Η οργάνωση έσπερνε σπόρους χάους, κατόπιν διαταγής του Τσόρτσιλ να "βάλει φωτιά στην Ευρώπη" μέσω σαμποτάζ, δολοφονιών και να μεταφέρει με ασφάλεια Συμμάχους. Όμως, το να δουλεύει κανείς για τη SOE είχε και τα μειονεκτήματά του. Το προσδόκιμο ζωής ενός πράκτορα στην κατεχόμενη Γαλλία ήταν έξι εβδομάδες.

Αφού αποβιβάστηκαν οι γυναίκες, ανέβηκαν άλλοι στα αεροπλάνα. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε όχι περισσότερο από 20 λεπτά, πριν τα αεροπλάνα απογειωθούν και πάλι με προορισμό την Αγγλία και κάποια περιοχή των Συμμάχων. Η Χαν έπρεπε να πάει στο Παρίσι όπου θα συμμετείχε σε ένα "κύκλωμα", ένα δίκτυο κατασκοπείας.

Όπως γινόταν με όλες τις ανταλλαγές, οι τρεις γυναίκες δεν ήταν μόνες. Η επαφή τους, ο Henri Dericourt, ήταν εκεί με ένα ποδήλατο για την Χαν, η οποία πήγε σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό κοντά στην Ανζέρ, περίπου 10 μίλια μακριά. Από εκεί, την επόμενη μέρα, έφτασε στο Παρίσι, στην 40 rue Erlanger, 16e.

Η Χαν, με την εντύπωση ότι η επαφή της ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, θα έλεγε την φράση, "Ήρθα εκ μέρους του φίλου σου Antoine με νέα σχετικά με την εταιρεία κατασκευής". Όταν όμως άνοιξε η πόρτα, είδε μπροστά της έναν άντρα. Η Χαν είπε με νευρικότητα, "Νομίζω με περιμένουν".

Ο άντρας την συνόδευσε στο διαμέρισμα και της συστήθηκε ως ο Εμίλ Χένρι Γκάρι. Παρούσα ήταν ακόμη μια γυναίκα, την οποία ο Γκάρι σύστησε ως αρραβωνιαστικιά του. Υπήρχαν μεγάλες παύσεις αμηχανίας και τελικά, η αρραβωνιαστικιά, αισθανόμενη ότι έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο, είπε ότι θα πήγαινε να φτιάξει καφέ.

Η Χαν είπε τη συνθηματική φράση και ο Γκάρι της απάντησε -σωστά-, "η επιχείρηση είναι του χεριού".

1934

Η Νόορ Χαν γεννήθηκε στη μονή Βισοκοπετρόβσκι (Vysoko Petrovsky) στη Μόσχα, την Πρωτοχρονιά του 1914. Ο πατέρας της, ο Ιναγιάτ Χαν (Inayat Khan), ήταν απόγονος μια μουσουλμανικής οικογένειας ευγενών Σούφι στην Ινδία και μουσικός της κλασικής ινδικής μουσικής, μια από τις βασικές προσωπικότητες που έφερε τον ειρηνισμό του Καθολικού Σουφισμού στη Δύση. Ήταν απόγονος του μονάρχη Τιπού Σουλτάν (Tipu Sultan), του λεγόμενου "Τίγρη της Μαϊσόρ" (Tiger of Mysore, πόλη στην πολιτεία της Καρνατάκα στην Ινδία), ο οποίος είχε αντισταθεί στον βρετανικό ιμπεριαλισμό στην Ινδία τον 18ο αιώνα -κάτι για το οποίο η οικογένεια παρέμεινε σιωπηλή για πολιτικούς λόγους. Η μητέρα της, η Ora Ray Baker, ήταν Αμερικανίδα. Γνώρισε τον Χαν σε μια διάλεξη που είχε δώσει εκείνος στο Σαν Φρανσίσκο, ερωτεύτηκαν και το 1913 παντρεύτηκαν, οπότε πήρε το όνομα Αμήνα Μπιγκάμ (Amina Sharada Begum). Η οικογένειά της δεν την συγχώρεσε ποτέ που παντρεύτηκε έναν ξένο και έκοψε κάθε δεσμό μαζί τους. Ταξίδεψε με τον σύζυγό της και τους συναδέλφους του μουσικούς σε όλο τον κόσμο. Εκτός από την Νόορ, την οποία ονόμαζαν Babuli, δηλαδή "η αγαπημένη του μπαμπά", είχαν ακόμη τρία παιδιά.

Με τα αδέρφια της, στο κέντρο

Λίγο μετά από την ολοκλήρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Χαν εγκατασταθήκαν σε ένα σπίτι βόρεια του Παρισιού. Η οικογένεια έκανε περιστασιακές εκδρομές στο εξωτερικό, και σε ένα τέτοιο ταξίδι, τον Φεβρουάριο του 1927, ενώ ο Ιναγιάτ ήταν σε προσκύνημα στην Ινδία, πέθανε από πνευμονία. Η σύζυγός του ήταν συντετριμμένη και θεώρησε τον θάνατό του προδοσία. Κλείστηκε στον εαυτό της, αφήνοντας την 13χρονη Νόορ, ως το μεγαλύτερο παιδί, να φροντίζει την οικογένεια. Η Νόορ πρόσεχε τα αδέλφια της όταν εκείνα αρρώσταιναν, έκανε τις δουλειές του σπιτιού και παράγγελνε τρόφιμα. Δεν ένιωθε όμως πικρία. Ήταν αφιερωμένη στην οικογένειά της και μάλιστα, συνέθετε ποιήματα για τη μητέρα της ώστε να την βγάλει από την απογοήτευση. Με τα αδέλφια της, που ήταν όλοι μουσικοί, έπαιζε άρπα και πιάνο. Εκτός από την ποίηση, έγραψε επίσης παιδικές ιστορίες. Σπούδασε μουσική -στο διάσημο École normale de musique de Paris στο Παρίσι- και μελέτησε παιδική ψυχολογία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δημοσίευσε παιδικά βιβλία, κυρίως προσαρμογές λαογραφίας και θρύλων, ενώ σχεδίαζε να ξεκινήσει μια παιδική εφημερίδα. Φαινόταν ότι θα γινόταν συγγραφέας. Όμως, το 1939 ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και αντιμετώπισε ένα ηθικό δίλημμα. Είχε ανατραφεί στο ειρηνικό πνεύμα του καθολικού σουφισμού. Όμως, η οικογένειά της μισούσε τη ρατσιστική ιδεολογία και τον δολοφονικό εξτρεμισμό των Ναζί. Ο αδερφός της της είπε:

"Αν ένας ένοπλος Ναζί έρθει στο σπίτι σου και πάρει 20 ομήρους και θέλει να τους εξοντώσει, δε θα είσαι συνεργός σε αυτούς τους θανάτους, αν είχες την ευκαιρία να τον σκοτώσεις (και έτσι να αποτρέψεις αυτούς τους θανάτους), αλλά δεν το έκανες επειδή είσαι της μη βίας; Πώς μπορούμε να κηρύττουμε πνευματική ηθική χωρίς να συμμετέχουμε στην προληπτική δράση; Μπορούμε να μένουμε αμέτοχοι και απλά να κοιτάμε ό,τι κάνουν οι Ναζί;"

Η Χαν πίστευε ότι με βάση τις αρχές της έπρεπε να βοηθήσει να νικηθεί ο Ναζισμός. Αρχικά, αυτή και η αδερφή της εκπαιδεύτηκαν ως νοσοκόμες, αλλά όταν τον Ιούνιο του 1940 η Γαλλία κατέρρευσε, έφυγαν για το Λονδίνο.

Τώρα, περισσότερο από ποτέ, ήθελε να κάνει ό, τι μπορούσε. Στις 19 Νοεμβρίου του 1940, κατατάχτηκε εθελοντικά στο Βοηθητικό Θήλυ Προσωπικό της Αεροπορίας (Women's Auxiliary Air Force, WAAF). Χρησιμοποίησε το όνομα Nora και δήλωσε ότι η θρησκεία της ήταν η "Εκκλησία της Αγγλίας" για να αποφύγει τυχόν περιπλοκές. Για να αφομοιωθεί, παρακολούθησε ακόμη και τις λειτουργίες της Αγγλικανικής Εκκλησίας και δεν μίλησε ποτέ για την οικογένειά της.

Γυναίκες της WAAF

Ήταν στην πρώτη ομάδα της WAAF που εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστές. Τα πήγε καλά, κάτι το οποίο -σε συνδυασμό με τη σχέση της με την Γαλλία- τράβηξε την προσοχή της SOE, οπότε την κάλεσαν για συνέντευξη. Η SOE χρειαζόταν απεγνωσμένα ασυρματιστές που μιλούσαν γαλλικά όπως οι ντόπιοι. Στις 10 Νοεμβρίου του 1942, έδωσε συνέντευξη στον λοχαγό Selwyn Jepsen, στον οποίο άρεσε αμέσως. Σημείωσε την ευγενική της φύση και πρόσθεσε ότι είχε "την αίσθηση για το τι είχε στο μυαλό του ότι θα μπορούσε εκείνη να κάνει". Προσλήφθηκε με μία μόνο συνέντευξη, ενώ οι περισσότεροι άλλοι πράκτορες έπρεπε να δώσουν τρεις. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1943, μπήκε επίσημα στην SOE.

Η Χαν ξεκίνησε εκπαίδευση βασικών λειτουργιών στις εγκαταστάσεις της SOE στο Wanborough. Οι νεοσύλλεκτοι, το πρωί έκαναν 10 λεπτά τρέξιμο και μετά παρακολουθούσαν μαθήματα σκοποβολής, χειρισμού χειροβομβίδων και χρήσης εκρηκτικών. Μετά από μια εξαντλητική μέρα εκπαίδευσης, οι νεοσύλλεκτοι μπορούσαν -στην πραγματικότητα, τους ενθάρρυναν- να πιουν όσο ήθελαν σε ένα μπαρ στο Wanborough. Οι πράκτορες παρατηρούσαν τους νεοσύλλεκτους για να δουν αν θα αποκάλυπταν πληροφορίες ή αν μεθούσαν εύκολα.

Οι εκπαιδευτές της Χαν ήταν χωρισμένοι στα δυο με τις δυνατότητές της. Κάποιος σημείωσε ότι "φοβόταν πολύ τα όπλα". Για να το αντιμετωπίσει αυτό, ο διοικητής της SOE παραδέχτηκε ότι ενώ είχε "μια δειλία", "πιθανότατα θα έφτανε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης".

Η πιο φλογερή κριτική της Χαν ήταν από τον Lance Corporal (υποδεκανέα) Gordan, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της:

"Είναι ένα άτομο για το οποίο έχω τον μεγαλύτερο θαυμασμό. Πλήρως διακριτική και ανιδιοτελής. Το τελευταίο άτομο του οποίου καταλαβαίνεις την απουσία, εξαιρετικά μετριοπαθής, ταπεινή και ντροπαλή, πάντα πίστευε ότι όλοι ήταν καλύτεροι από εκείνη, πολύ ευγενική. Έχει γράψει βιβλία για παιδιά. Παίρνει τα πάντα με την κυριολεκτική σημασία τους, δεν είναι γρήγορη, είναι επιμελής παρά έξυπνη. Εξαιρετικά ευσυνείδητη."

Όταν η Χαν ολοκλήρωσε την βασική εκπαίδευση, στάλθηκε για περαιτέρω εξειδικευμένη εκπαίδευση στους ασυρμάτους. Μάλιστα, ήταν η πρώτη γυναίκα που επιλέχθηκε για το μάθημα, ίσως επειδή η SOE είχε τεράστια έλλειψη ασυρματιστών πεδίου. Από τα διάφορα πόστα, ο ασυρματιστής θεωρούνταν το πιο επικίνδυνο καθώς έπρεπε να μεταφέρει μαζί του τον εξοπλισμό του. Σύμφωνα με πληροφορίες, είχαν το υψηλότερο ποσοστό ατυχημάτων και συλλήψεων μεταξύ των πρακτόρων της SOE.

Και πάλι, οι εκπαιδευτές της ήταν χωρισμένοι. Ο χαρακτήρας της, που ίσως ήταν η μεγαλύτερη δύναμή της, θα μπορούσε να είναι καταστροφικός στον κόσμο της κατασκοπείας. Στις 19 Απριλίου του 1943, ένας εκπαιδευτής ανέφερε:

"Ομολογεί ότι δε θα ήθελε να κάνει τίποτα 'διπρόσωπο', με το οποίο εννοεί να καλλιεργεί σκόπιμα φιλικές σχέσεις με προμελετημένη μοχθηρία... Είναι η συναισθηματική πλευρά του χαρακτήρα της, σε συνδυασμό με μια έντονη φαντασία, η οποία θα δοκιμάσει περισσότερο την σταθερότητα του σκοπού της στα μεταγενέστερα στάδια της εκπαίδευσής της".

Αυτό το μεταγενέστερο στάδιο της εκπαίδευσής της ήταν το "Τελικό Σχολείο" ανάμεσα στα ερείπια μιας μεσαιωνικής μονής σε ένα χωριό στο Χαμσάιρ. Τα όπλα, η εκπαίδευση βατραχανθρώπων, η αποφυγή πρακτόρων και το στήσιμο κεραιών ασυρμάτου ήταν μερικά από όσα μάθαιναν εκεί. Μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης ήταν πρακτική. Για παράδειγμα, οι νεοσύλλεκτοι στέλνονταν στα χωράφια, όπου τους συνελάμβαναν για να δουν αν μπορούσαν να κρατήσουν τις ιστορίες κάλυψής τους. Όμως, λόγω της ανάγκης για πράκτορες, η εκπαίδευση της Χαν ήταν σύντομη. Δεν υπήρχε χρόνος για εκπαίδευση με αλεξίπτωτο, άνοιγμα κλειδαριών και ασφαλή διαφυγή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ειλικρίνεια της Χαν ήταν προβληματική. Ένας εκπαιδευτής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της, ένας αστυνομικός την σταμάτησε και την ρώτησε τι έκανε. "Εκπαιδεύομαι να γίνω πράκτορας. Ορίστε ο ασύρματός μου -θέλετε να τον δείτε;".

Η πιο άσχημη στιγμή της ήρθε κατά τη διάρκεια μιας ψεύτικης ανάκρισης από την Γκεστάπο. Η ανάκριση έγινε από τον Maurice Buckmaster, τον επικεφαλής του γαλλικού τμήματος της SOE. Όταν έφτασε η ώρα, άρπαξαν την Χαν από το κρεβάτι της και την πήγαν σε ένα δωμάτιο ανακρίσεων. Φώτα έπεσαν στο πρόσωπό της ενώ μπροστά της ήταν μια ομάδα ψεύτικων αξιωματικών της Γκεστάπο. Όπως και οι υπόλοιποι, θα την ξεγύμνωναν και θα την ανάγκαζαν να στέκεται όρθια για ώρες ενώ θα της έκαναν ερωτήσεις. Η Χαν έπρεπε να επαναλάβει την ιστορία της ξανά και ξανά. Όμως, δεν τα πήγε καλά. Ένας μάρτυρας ανέφερε:

"Φαινόταν τρομοκρατημένη. Κάποιος πρόσεξε ότι τα φώτα την πλήγωναν και η φωνή του αξιωματικού όταν φώναξε πολύ δυνατά... Ήταν τόσο συγκλονισμένη, σχεδόν έχασε τη φωνή της. Στη συνέχεια, σχεδόν δεν έβγαζε ήχο. Μερικές φορές υπήρχε μόνο ψίθυρος. Όταν βγήκε, έτρεμε και ήταν κατάλευκη".

Μερικοί από τους εκπαιδευτές της αμφισβήτησαν ότι θα άντεχε την πίεση αν ποτέ την συνελάμβαναν.

Η τελική εκπαίδευση πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαΐου του 1943 στο Μπρίστολ. Η Χαν μπήκε στην πόλη με μια ιστορία για να στρατολογήσει επαφές, να οργανώσει ασφαλείς θυρίδες για μηνύματα και να εντοπίσει ένα διαμέρισμα από το οποίο θα μπορούσε να μεταδώσει μηνύματα. Όλο αυτό το διάστημα, την παρακολουθούσε προσωπικό της SOE που την αξιολογούσε σε κάθε της κίνηση. Εκτέλεσε τα καθήκοντά της με αξιοθαύμαστο τρόπο, αλλά είχε πρόβλημα με μια ψεύτικη σύλληψη και ανάκριση (αν και όχι σε στυλ Γκεστάπο). Οι εκπαιδευτές διαπίστωσαν ότι έκανε λάθη κατά την ανάκριση και προσέφερε περισσότερες πληροφορίες απ' ό, τι έπρεπε. Τελικά, οι εκπαιδευτές της ήταν ακόμη διχασμένοι σχετικά με το αν θα μπορούσε να γίνει πράκτορας. Φαινόταν νευρική και συναισθηματική. Αργότερα, κάποιοι από τους συναδέλφους της που επέζησαν του πολέμου, είπαν ότι ήταν πολύ εμφανής.

Στις 21 Μαΐου, ο συνταγματάρχης Frank Spooner υπέβαλε μια σαφή, αρνητική αξιολόγηση για την Χαν:

"Δεν είναι υπερφορτωμένη στον εγκέφαλο, αλλά έχει εργαστεί σκληρά και έχει δείξει έντονο ζήλο, εκτός από κάποια αντίθεση στην πλευρά της ασφάλειας του μαθήματος. Έχει ασταθή και ευαίσθητη προσωπικότητα και είναι πολύ αμφίβολο αν είναι πραγματικά κατάλληλη ώστε να εργαστεί στο πεδίο".

Αργότερα, ο Spooner ισχυρίστηκε ότι έγραψε την έκθεση για να την προστατεύσει. Όμως, η έκθεση εξόργισε τον Buckmaster, ο οποίος την υποστήριζε. Στη τελική, η Χαν είχε τρία σημεία υπέρ της. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά, ήταν εξαιρετική ασυρματίστρια και η SOE χρειαζόταν απεγνωσμένα γαλλόφωνους ασυρματιστές.

Τελικά, ο Buckmaster την έστειλε στη Γαλλία.

Η Γαλλική Αντίσταση είχε οργανωθεί σε δίκτυα κατασκοπείας που ονομάζονταν "κυκλώματα", τα οποία χωρίζονταν περαιτέρω σε υποδίκτυα. Όταν έφτασε στο Παρίσι και είπε την αινιγματική φράση "οικοδομική εταιρεία" στον Εμίλ Χένρι Γκάρι, ενσωματώθηκε στο "κύκλωμα κινηματογράφου" (Cinema Circuit) του ίδιου. Το κύκλωμα του Γκάρι ήταν ένα υποκύκλωμα του μεγαλύτερου κατασκοπευτικού δικτύου "Prosper". Το κωδικό της όνομα ήταν "Madeleine" και η κάλυψή της ήταν "Jeanne-Marie Renier", φοιτήτρια σε ένα κολέγιο στο Γκρινιόν. Σε περίπτωση προβλήματος, έπρεπε να πάει σε ένα καταφύγιο, έναν βιβλιοπώλη στην Rue de Passy. Αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δραπετεύσει, έπρεπε να το κάνει μέσω της Ισπανίας, της οποίας η κυβέρνηση είχε αναφερθεί ως ουδέτερη στον πόλεμο.

Κατά την άφιξη της Χαν, το δίκτυο Prosper ήταν μεγάλο και επηρέαζε την πορεία του πολέμου. Το δίκτυο συντόνιζε τις επιχειρήσεις σαμποτάζ σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας, σε αποθήκες πετρελαίου και σχεδίαζε επιθέσεις σε τρένα. Δουλειά της ήταν να μεταδίδει μηνύματα από και προς το υποδίκτυο του Γκάρι.

Μέσα σε λιγότερο από 72 ώρες μετά από την άφιξή της, η Χαν έκανε την πρώτη της μετάδοση προς το Λονδίνο. Αυτό από μόνο του ήταν εντυπωσιακό και ήταν το ταχύτερο check-in από οποιονδήποτε άλλον πράκτορα. Ωστόσο, οι μεταδόσεις έπρεπε να είναι σύντομες. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν συνεχώς ραδιοεντοπιστές στις προσπάθειές τους για αντι-πληροφορίες. Επίσης, συναντήθηκε με άλλους πράκτορες, και λόγω της προσωπικότητάς της, τα πήγε καλά με τους νέους συναδέλφους της.

Ωστόσο, έδειξε σημάδια απροσεξίας. Δεν ακολουθούσε πάντα τα γαλλικά έθιμα -όπως το να βάζει στο τέλος το γάλα όταν έφτιαχνε τσάι. Όταν επισκέφτηκε μερικούς από τους συναδέλφους της με κάλυψη το κολέγιο, άφησε έναν χαρτοφυλάκιο με κωδικούς ασφαλείας σε ένα προθάλαμο. Ένας καθηγητής-πράκτορας της έδωσε πίσω τα έγγραφα, προειδοποιώντας την να μην εμπιστεύεται κανέναν.

Ασύρματος πεδίου

Προτού η Χαν μπορέσει να κάνει πραγματική δουλειά για το υποδίκτυο, όλα άρχισαν να καταστρέφονται. Στις 21 Ιουνίου του 1943, η Γκεστάπο συνέλαβε δύο Καναδούς πράκτορες της SOE. Ένας από τους πράκτορες είχε καναδική προφορά όταν μιλούσε γαλλικά, αποκαλύπτοντας την κάλυψή του. Στην κατοχή τους βρήκαν έναν ασύρματο, αλλά και τα στοιχεία επικοινωνίας με τα βασικά μέλη του δικτύου Prosper. Αυτό οδήγησε σε συλλήψεις και διείσδυση στο δίκτυο. Μέχρι τις αρχές Ιουλίου, περαιτέρω απροσεξία από μεριά της SOE οδήγησε στην πλήρη κατάρρευση του κατασκοπευτικού δικτύου. Στην αναταραχή που ακολούθησε, η Χαν ίσα που πρόλαβε να δραπετεύσει και κρύφτηκε στο Παρίσι.

Η ίδια ενημέρωσε τη SOE για την κατάρρευση του Prosper. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου, τα τελευταία μέλη του δικτύου που μπορούσαν να διαφύγουν το έκαναν. Ο Buckmaster έστειλε ένα μήνυμα στην Χαν, λέγοντάς της ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να παραμείνει μόνη της στη Γαλλία. Ωστόσο, εκείνη δήλωσε ότι ήθελε να μείνει, μιας και ήταν ο τελευταίος ασυρματιστής στο Παρίσι, και ήξερε ότι, αν έπρεπε να δημιουργηθεί ένα νέο δίκτυο, η ίδια θα ήταν κρίσιμο συστατικό. Ο Buckmaster συμφώνησε, αν και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα την συνελάμβαναν.

Τους επόμενους μήνες, η Χαν μετέδιδε πληροφορίες στην SOE σχετικά με τα απομεινάρια των υποδικτύων των κατασκόπων και τις τοποθεσίες για το πού έπρεπε να ρίχνουν εφόδια για την αντίσταση. Έδωσε πληροφορίες για τη διάσωση δύο Αμερικανών πιλότων που κρύβονταν στο Παρίσι. Με τον ίδιο τρόπο, βοήθησε στη διαφυγή 30 άλλων Συμμαχικών πιλότων που είχαν επιζήσει από κατάρριψη πάνω από την Γαλλία.

Όλο αυτό το διάστημα, ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά από τη Γκεστάπο, μετακινούμενη συνεχώς από μέρος σε μέρος για να εκπέμπει με τον ασύρματο. Έβαφε τα μαλλιά της σε διάφορα χρώματα και χρησιμοποιούσε διάφορες μεταμφιέσεις. Κάποτε, την στρίμωξαν δύο Γερμανοί αξιωματικοί στον υπόγειο. Παρατήρησαν τη βαλίτσα της, στην οποία είχε τον ασύρματό της. Την ρώτησαν τι μετέφερε στην βαλίτσα. "Είναι ένας προβολέας κινηματογράφου", απάντησε και άνοιξε λίγο την βαλίτσα, ώστε να δουν. "Έχει λαμπτήρες. Δεν έχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο;". Η αυτοπεποίθηση και η τόλμη της ντρόπιασαν τους Ναζί που δέχτηκαν την ιστορία της και την άφησαν να φύγει.

Όμως, η σύλληψή της ήταν απλά θέμα χρόνου. Η Γκεστάπο είχε την περιγραφή της και ήταν σε επιφυλακή. Η SOE συμβούλεψε την Χαν να επιστρέψει. Και πάλι όμως, παρακάλεσε να μείνει και υποσχέθηκε να χαμηλώσει τους τόνους.

Στις 13 Οκτωβρίου του 1943, πράκτορες της Sicherheitsdienst (SD, Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχσφυρερ των Ες-Ες) εντόπισαν και συνέλαβαν την Νόορ Χαν και την μετέφεραν στην έδρα της SD στο Παρίσι για ανάκριση. Είναι αβέβαιο πώς την αναγνώρισαν, αν και οι ιστορικοί υποψιάζονται ότι την πρόδωσε η Ρενέ Γκάρι, αδελφή του Έμιλ Γκάρι, επικεφαλής του υποδικτύου "Κινηματογράφος". Ή, μπορεί να την πρόδωσε ο Henri Dericourt, ένας αξιωματικός της SOE που αργότερα τον υποπτεύτηκαν ως διπλό πράκτορα της SD. Η Χαν δεν αποκάλυψε τις συνδέσεις ή τις δραστηριότητές της στην SOE, αλλά μεταξύ των υπαρχόντων της οι Ναζί των αντιπληροφοριών βρήκαν ένα αρχείο των παρανόμων μηνυμάτων της. Προφανώς, αν και είχε την εντολή "να είναι εξαιρετικά προσεκτική με τα μηνύματά της", εκείνη τηρούσε αρχείο. Κρατήθηκε αιχμάλωτος. Την πρώτη της νύχτα, προσπάθησε να δραπετεύσει μέσα από ένα παράθυρο στο μπάνιο, αλλά την έπιασαν γρήγορα.

Ο επικεφαλής του γραφείου SD στο Παρίσι, ο Hans Josef Kieffer, της παρείχε αξιοπρεπείς συνθήκες ενώ συμμετείχε σε ευχάριστες, φαινομενικά άκακες, συνομιλίες και ανακρίσεις. Αν και η Χαν δεν αποκάλυψε ποτέ καμία πληροφορία σχετικά με τη SOE, έδωσε προσωπικά στοιχεία για την οικογενειακή της ζωή τα οποία η ίδια θεωρούσε ακίνδυνα.

Με αυτά τα προσωπικά στοιχεία και με τα αρχεία της, μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι Ναζί διαβίβασαν ψεύτικα μηνύματα στο όνομα της "Madeleine". Αρχικά, αναφέρθηκε στη SOE ότι είχε συλληφθεί τον Οκτώβριο, αλλά όταν οι Ναζί άρχισαν να μεταδίδουν στο όνομά της, ο Buckmaster και άλλοι αξιωματικοί της SOE πίστεψαν ότι, για ακόμη μια φορά, η Χαν είχε αποφύγει τη σύλληψη. Η SD ξεγέλασε τόσο πολύ την SOE που, στις 24 Φεβρουαρίου του 1944, ο Buckmaster πρότεινε την Χαν για μετάλλιο πιστεύοντας ότι ήταν ακόμα ελεύθερη. Οι ψεύτικες μεταδόσεις οδήγησαν στη σύλληψη και εκτέλεση άλλων πρακτόρων της SOE, καθώς και στην κατάσχεση συμμαχικών χρημάτων που προορίζονταν για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων αντίστασης.

Εν τω μεταξύ, η Χαν και δύο συνάδελφοι της φυλακισμένοι πράκτορες επιχείρησαν να διαφύγουν. Κατάφεραν να βρουν ένα κατσαβίδι, το οποίο χρησιμοποίησαν για να χαλαρώσουν τις μπάρες των κελιών τους. Στις 25 Νοεμβρίου του 1943, οι τρεις τους δραπέτευσαν στη στέγη. Δυστυχώς, σήμανε αεροπορική επιδρομή. Τα κελιά των κρατουμένων βρέθηκαν άδεια και λίγο αργότερα, οι Ναζί τους έπιασαν. Αν δεν υπήρχε η σήμανση αεροπορικής επιδρομής, ίσως και να είχαν διαφύγει.

Ο Kieffer επέλεξε να μην εκτελέσει, ούτε να βασανίσει την Χαν. Αντ' αυτού, ζήτησε το λόγο της τιμής της να μην προσπαθήσει να δραπετεύσει ξανά. Η Χαν αρνήθηκε. Στις 27 Νοεμβρίου, ο Kieffer την έστειλε στη φυλακή Pforzheim στη Γερμανία, χαρακτηρίζοντάς την ως επικίνδυνη. Κρατήθηκε ως φυλακισμένη "Nacht und Nebel", ένας όρος που σημαίνει "νύχτα και ομίχλη". Ήταν μια φράση που εφαρμοζόταν σε κρατούμενους που θεωρούνταν εξαιρετικά επικίνδυνοι, και ως εκ τούτου "εξαφανιζόντουσαν".


Στο Pforzheim, η Χαν κρατήθηκε με ελάχιστα σιτηρέσια και σε απομόνωση. Κανένας από τους Ναζί φύλακές της δεν της μιλούσε. Ήταν δεμένη χειροπόδαρα νύχτα και μέρα, και μια τρίτη αλυσίδα έδενε τα δεσμά των χεριών και των ποδιών, ενώ υπέστη και ξυλοδαρμούς. Όμως, δεν αποκάλυψε κανένα μυστικό. Ο διοικητής της φυλακής, εκφράζοντας τη συμπάθειά του προς το πρόσωπό της, διέταξε να της βγάλουν τα δεσμά, αλλά αυτό ακυρώθηκε από τα κεντρικά της Γκεστάπο.

Δεδομένης της απομόνωσής της, η παραμονή της Χαν στη φυλακή ίσως να είχε χαθεί στην ιστορία. Όμως, κατάφερε να μεταφέρει λαθραία την παρουσία της σε άλλες φυλακισμένες γράφοντας μηνύματα στο πίσω μέρος ενός μπολ φαγητού που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους. Δεν έδωσε το πραγματικό της όνομα, εξηγώντας ότι ήταν πολύ επικίνδυνο. Αντίθετα, χρησιμοποίησε το πατρικό όνομα της μητέρας της, λέγοντας ότι είναι η Nora Baker, αξιωματικός του κέντρου επικοινωνιών της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Καθώς περνούσαν οι μήνες, η Χαν έγινε πιο αδύναμη. Ωστόσο, δεν έδωσε καμία πληροφορία. Συχνά, οι γυναίκες στα κοντινά κελιά την άκουγαν να κλαίει στον ύπνο της.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1944, η Χαν μεταφέρθηκε με δύο άλλες φυλακισμένες στο περιβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Ενώ υπάρχουν αντιφατικές εκδοχές για το τι συνέβη εκεί, η πιο λογική υπόθεση γίνεται από την βιογράφο Shrabani Basu, η οποία είχε πρόσβαση σε αναφορές που δεν ήταν διαθέσιμες τις προηγούμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με την Basu, όταν η Χαν έφτασε στο Νταχάου, ξεγυμνώθηκε, ξυλοκοπήθηκε και πιθανότατα βιάστηκε από κάποιον φρουρό ονόματι Ruppert. Έπεσε αναίσθητη στο κελί της με μώλωπες και αιμορραγώντας. Στις 13 Σεπτεμβρίου, την πυροβόλησαν στο κεφάλι. Υπάρχουν αναφορές ότι εκτελέστηκε με τις άλλες δύο κρατούμενες, ενώ άλλοι λένε ότι αυτό συνέβη στο κελί της. Λέγεται ότι η τελευταία της λέξη ήταν "Liberté" (Ελευθερία). Το σώμα της αποτεφρώθηκε, ενώ η τοποθεσία που βρίσκεται η στάχτης της είναι άγνωστη.

Από τον φάκελό της στην SOE

Στις 16 Ιανουαρίου του 1946, ο Σαρλ ντε Γκολ απέδωσε, μεταθανάτια, στην Νόορ Χαν τον Croix de Guerre (Πολεμικό Σταυρό) για το θάρρος της να δραπετεύσει και να πολεμήσει τον εχθρό. Το 1949, η Μεγάλη Βρετανία της απένειμε τον Σταυρό του Γεωργίου για το ηθικό και φυσικό θάρρος της. Τόσο στην Βρετανία όσο και στη Γαλλία, υπάρχουν πλάκες προς τιμή της. Το 1952, ο Jean Overton Fuller έγραψε μια βιογραφία της, αλλά παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη από την ιστορία, έως ότου, το 2007, η Shrabani Basu έγραψε νέα βιογραφία της.

Η Νόορ Ιναγιάτ Χαν, μια ειρηνίστρια που ο πόλεμος την έκανε να πολεμήσει και τελικά να πεθάνει για τον ιδεαλισμό της, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να εμπνέει. Το 2018, ιστορικοί και ακτιβιστές έκαναν εκστρατεία για να μπει η εικόνα της σε ένα νέο χαρτονόμισμα -αν και η εκστρατεία απέτυχε και η Τράπεζα της Αγγλίας προτίμησε ένα πρόσωπο της επιστήμης.

Μνημείο προς τιμή της στο Gordon Square Gardens στο Λονδίνο - πηγή

από: damn interesting

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου