Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος «παράγκα», συνήθως για να απεικονίσει κάποιο ποδοσφαιρικό σκάνδαλο. Εξάλλου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 καταγράφηκε και το «σκάνδαλο της παράγκας», πάντα σε σχέση με το ποδόσφαιρο. Αλλά η χρήση της λέξης «παράγκα» είναι παμπάλαια και δεν αφορά κάποιο μικρό πρόχειρης κατασκευής οίκημα ευτελούς αξίας, ούτε σχετίζεται με τη μυθιστορηματική «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», όπως υποστηρίχτηκε λόγω του ονόματος ενός εκ των πρωταγωνιστών. Σχετίζεται με πολύ πιο σημαντικά πράγματα και γεγονότα, από τότε που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Με τα πρώτα ανάκτορα και την πρώτη Βουλή των Ελλήνων, την οποία ειρωνικά ο λαός αποκάλεσε «παράγκα» λόγω κυρίως της ξύλινης αρχικής κατασκευής!
Για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του βασιλιά και της αυλής του, αγοράστηκε με χρήματα του ελληνικού κράτους η νεοανεγερθείσα κατοικία του καταγόμενου από την Χίο Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, η οποία βρισκόταν περίπου εκεί όπου υψώνεται η αποκαλούμενη «Παλαιά Βουλή». Το οίκημα, στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν ξύλινο και για τις ανάγκες της εποχής είχε επισκευαστεί μάλλον εκ των ενόντων. Επειδή δεν διέθετε αίθουσα χορού κατασκευάστηκε προχείρως, μία επίσης ξύλινη αίθουσα, πάνω από την οποία αντί στέγης δημιουργήθηκε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του διακοσμητικό στοιχείο. Δημιουργήθηκε ένας ουρανός από ύφασμα κόκκινο και πολύπτυχο, ένα είδος ινδικής παγόδας που προσέδιδε στο χώρο ασυνήθιστο θέαμα.
Εγκαταστάσεις
Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, συνεργάτης του Καποδίστρια στα οικονομικά θέματα, ήταν από τους πρώτους οικιστές των Αθηνών. Είχε γνωρίσει τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ στην Αίγινα και τους είχε αναθέσει την ανέγερση της κατοικίας του. Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό μέγαρο, μικρό και απλό, αλλά δεν στερούνταν μνημειακών χαρακτηριστικών. Οπωσδήποτε εντύπωση προκάλεσε στους κατοίκους της μικρής μέχρι τότε πολίχνης η ανέγερση μιας τέτοιας κατοικίας. Πολλά υπονοήθηκαν για την προέλευση των χρημάτων του ιδιοκτήτη της. Εξ ού και το περίφημο δίστιχο: «Ο οίκος σου Κοντόσταυλε, μακρόθεν ομοιάζει / τρίκροτον της Αμερικής εξ ού αυτός πηγάζει»! Ήταν ο πρώτος πολιτικός παράγοντας που κατηγορήθηκε –αδίκως σύμφωνα με τον Α. Ανδρεάδη– για μίζες από στρατιωτικούς εξοπλισμούς και συγκεκριμένα από την αγορά πολεμικών σκαφών από την Αμερική, καταμεσής της Ελληνικής Επανάστασης.
Το νεοκλασικό εκείνο μέγαρο, ήταν τοποθετημένο σ’ έναν μεγάλο κήπο και λοξά σε σχέση με την οδό Σταδίου και με την κύρια όψη του, να βλέπει προς την σημερινή οδό Ανθίμου Γαζή. Αγοράστηκε από το Ελληνικό κράτος τον Οκτώβριο του 1834 και ο Όθων εγκαταστάθηκε σε αυτό στις 1 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, αφού προηγήθηκαν οι απαραίτητες τροποποιήσεις. Για την εποχή του οι χώροι εντυπωσίαζαν. Διέθετε τις βασικές υποδομές (υπνοδωμάτια, γραφεία) αλλά και εγκαταστάσεις όπως αίθουσα για καφέ, για μουσική, για τη φύλαξη ασημικών, ζαχαροπλαστείο, κάβα και άλλα που τροφοδοτούσαν με ιστορίες τη λαϊκή φαντασία. Επειδή οι προϋπάρχουσες εγκαταστάσεις δεν αρκούσαν για τις ανάγκες του βασιλιά, δημιουργήθηκε μια μεγάλη οκταγωνική αίθουσα στη βόρεια πλευρά του Μεγάρου. Η αίθουσα αυτή χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα του θρόνου και ως αίθουσα δεξιώσεων.
Η «καημένη Βουλή»
Το κτίριο αυτό εγκαταλείφθηκε γρήγορα από τον Όθωνα, ο οποίος το 1836 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Αμαλία. Επιστρέφοντας από την Βαυαρία είχε φροντίσει να νοικιαστούν οι οικίες Δεκόζη Βούρου και Αφθονίδου που είχαν πρόσωπο στην πλατεία Κλαυθμώνος, που τότε έφερε την ονομασία «Πλατεία Θέατρου». Εκεί στέγασε τις ανάγκες του Παλατιού, ενώ το κτίριο του Κοντόσταυλου, μόλις το εγκατέλειψε ο Όθων χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του Συμβουλίου της Επικρατείας και αργότερα στέγασε την Εθνοσυνέλευση και τη Βουλή μέχρι το 1843, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Υπήρξε δηλαδή η πρώτη Βουλή των Ελλήνων. Παρέμεινε δε ερειπωμένο για μερικά χρόνια, και η λαϊκή μούσα του έδωσε και την προσωνυμία «Καϋμένη Βουλή»!
Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Boulanger έκανε τα αρχικά σχέδια του κτιρίου, τα οποία τροποποιήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το δημαρχιακό μέγαρο των Αθηνών και το κτίριο του Δημοτικού Βρεφοκομείου της οδού Πειραιώς. Πρόκειται για το Μέγαρο, το οποίο στις ημέρες μας γνωρίσαμε ως «Παλαιά Βουλή» και στεγάζει το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο. Εκεί λειτούργησε το ελληνικό κοινοβούλιο από το 1875 μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας 1930, γνωρίζοντας στιγμές δόξας και μεγαλείου αλλά και στιγμές ντροπής και κατάπτωσης. Όπως μάλιστα διέσωσε ο έγκριτος Χρ. Αγγελομάτης, όταν κτιζόταν η Βουλή –σήμερα «Παλαιά Βουλή»- ένας ομογενής προσφέρθηκε να πληρώσει το ποσόν που απαιτούσε η οικοδομή, υπό τον όρο όμως ν’ αναγραφεί στην πρόσοψη, πλάι στις λέξεις «Ελληνική Βουλή» το όνομά του ως δωρητού.
Πάντως για ένα χρονικό διάστημα και ενόσω διαρκούσε η ανέγερση του πρώτου εκείνου κοινοβουλίου, οι εθνοπατέρες αρκέστηκαν σε μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή που είχε δημιουργηθεί στον περίβολο. Σ’ αυτήν απέδωσαν αρκετοί την ονομασία «παράγκα», η οποία ωστόσο χρησιμοποιούνταν από τους δημοσιογράφους πολλά χρόνια νωρίτερα και ούτως ή άλλως συνέχισε να χρησιμοποιείται ακόμη και όταν οι εργασίες της Βουλής στεγάσθηκαν στο νέο και μεγαλειώδες για την εποχή του κτίριο. Ο λαός συνέχισε να το αποκαλεί παράγκα και κοροϊδευτικά να αναφέρεται στα λόγια και τις πράξεις της… παράγκας.
πηγή: mikros-romios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου