Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον ήταν γνωστός για τον τραχύ ατομικισμό του και το περιπετειώδες πνεύμα του. Είχε όμως και αμφιλεγόμενες απόψεις που τελικά αμαύρωσαν την κληρονομιά του.
Ο Τζακ Λόντον ήταν το είδος του ανθρώπου που ενσωμάτωσε πλήρως το πνεύμα της εποχής που έζησε -για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Ο Λόντον έζησε μια σκληρή ατομική ζωή από την ηλικία των 14 ετών, την οποία αξιοποίησε για να δημιουργήσει μια παραγωγική καριέρα συγγραφής. Τον Φεβρουάριο του 2020, θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες το πιο διάσημο και αγαπημένο έργο του, το The Call of the Wild (Το κάλεσμα της άγριας φύσης, 1903) -προσαρμοσμένο για τον κινηματόγραφο για ένατη φορά από τη δημοσίευση του- με τον Χάρισον Φορντ.
Αν και ο Λόντον έζησε μόλις 40 χρόνια, βρήκε και έζησε περισσότερη περιπέτεια απ' ότι άλλοι σε μια διπλάσια ζωή.
Οι πρώτες του περιπέτειες
Στα εννιά του, με τον σκύλο του Rollo, το 1885
Ο Λόντον γεννήθηκε ως John Griffith Chaney στις 12 Ιανουαρίου του 1876 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Η μητέρα του, Flora Wellman, ήταν δασκάλα μουσικής και πνευματίστρια που ισχυριζόταν ότι επικοινωνούσε με το πνεύμα του αρχηγού της φυλής Sauk, Μαύρο Γεράκι (Black Hawk). Ο Λόντον ήταν νόθος. Πιθανότατα, ο πατέρας του ήταν ο περιπλανώμενος αστρολόγος William Chaney, αλλά έφυγε πριν γεννηθεί ο Τζακ και, το 1876, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και μερικώς ανάπηρο, τον John London.
Η Wellman , για να μεγαλώσει τον μικρό Τζακ, είχε την βοήθεια της Αφρο-αμερικανής και πρώην σκλάβας Virginia Prentiss. Με την Prentiss, ο Λόντον θα σχημάτιζε έναν βαθύ μητρικό δεσμό που θα έπαιζε ενεργό ρόλο σε όλη την ζωή του.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Όκλαντ, και εκεί πήγε σχολείο ο Τζακ. Στα 8 του, ο Λόντον ανέφερε ότι βρήκε τυχαία ένα αντίγραφο τους μυθιστορήματος Signa στη βιβλιοθήκη του Όκλαντ. Ίσως, τον τράβηξε η ιστορία πολύ, επειδή ο πρωταγωνιστής του ζούσε μια παρόμοια ζωή, ήταν ένα νόθο, ορφανό παιδί που αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνο του. Ο ίδιος ο Λόντον πιστώνει στο μυθιστόρημα την έμπνευση για τη μετέπειτα λογοτεχνική του καριέρα.
Όμως, αυτή η καριέρα έπρεπε να περιμένει. Η εργατικής τάξης οικογένειά του χρειαζόταν τη βοήθειά του για τα οικονομικά και έτσι, το 1889, στα 13 του, άρχισε να δουλεύει σε ένα κονσερβοποιείο. Η δουλειά εκεί δεν είναι ευχάριστη εμπειρία, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχε πλήρης έλλειψη εργασιακής προστασίας για τα παιδιά, κάτι που σήμαινε ότι ο νεαρός Λόντον δούλευε από 12 μέχρι 18 ώρες. Απεγνωσμένος να βρει καλύτερο τρόπο για να βοηθήσει την οικογένειά του, ο Λόντον δανείστηκε χρήματα από την Prentiss και αγόρασε ένα μικρό, ατομικό ιστιοφόρο και έγινε πειρατής στρειδιών στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Για μερικούς μήνες, τα πήγαινε καλά. Η δουλειά μιας νύχτας στην οποία κατέστρεφε τις ιδιωτικές καλλιέργειες στρειδιών, προφανώς του απέφεραν περισσότερα απ' ό, τι μέσα σε έναν μήνα στο κονσερβοποιείο. Με την πειρατεία, μεγάλωσε γρήγορα και σύχναζε στα μπαρ της αποβάθρας με άλλους πειρατές και ναύτες, οι οποίοι του έδωσαν το ψευδώνυμο ο "πρίγκιπας των πειρατών των στρειδιών".
Το 1903, τη χρονιά που πούλησε το The Call of the Wild
Σύντομα όμως, στα 16 του, άφησε την ασήμαντη πειρατεία και πήγε με μια σκούνα που κυνηγούσε φώκιες στην Ιαπωνία. Όταν επέστρεψε αρκετούς μήνες αργότερα το 1893, η χώρα βρισκόταν στη μέση της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε δει μέχρι τότε και μετά από μερικές δουλειές σε εργοστάσια, έγινε περιπλανώμενος οδηγός βαγονιών για περίπου ένα χρόνο. Πήγε μέχρι την πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου εξέτισε ποινή φυλάκισης 30 ημερών σε κρατική φυλακή για αλητεία.
Επιστρέφοντας στο Όκλαντ, πήγε στο τοπικό γυμνάσιο όπου δημοσίευσε το πρώτο του έργο, το "Typhoon off the Coast of Japan". Με τη βοήθεια ενός φίλου του ιδιοκτήτη μπαρ, παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ με σκοπό να γίνει συγγραφέας. Μετά από περίπου ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο, η έλλειψη κεφαλαίων τον ανάγκασε να το εγκαταλείψει και δεν επέστρεψε ποτέ για να πάρει πτυχίο.
Όμως, αυτό ήταν ίσως για καλό επειδή, εκείνη την ίδια χρονιά, έφτασαν φήμες στην Καλιφόρνια ότι είχε ανακαλυφθεί χρυσός στο καναδικό έδαφος στην περιοχή Γιούκον, πυροδοτώντας ένα από τα μεγαλύτερα κυνήγια χρυσού στην ιστορία -και βάζοντας τον Λόντον στον δρόμο προς την λογοτεχνική φήμη.
Η αναζήτηση για τον χρυσό στο Γιούκον
Άποψη του Chilkoot Pass κατά τη διάρκεια του Klondike Gold Rush, 1898
"Ήταν στο Klondike," είπε αργότερα ο Λόντον, "που βρήκα τον εαυτό μου. Κανείς δε μιλάει. Όλοι σκέφτονται. Εκεί έχεις τη δική σου αντίληψη. Εγώ είχα τη δική μου".
Ο Λόντον ήταν πλέον στα 21 του και, μαζί με τον αδελφό της μέλλουσας συζύγου του, τον λοχαγό James Shepard, ξεκίνησε μαζί με περίπου 100.000 ακόμα χρυσοθήρες από τις Η.Π.Α., για να φτιάξουν την τύχη τους στην περιοχή Γιούκον. Ο απώτερος προορισμός τους ήταν το Dawson City, μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη πόλη που βρίσκεται στον ποταμό Γιούκον, κοντά στην οποία βρέθηκε η πρώτη φλέβα χρυσού το προηγούμενο καλοκαίρι. Το ταξίδι έφερε τον Λόντον στο περίφημο ορεινό πέρασμα στην Αλάσκα Chilkoot, τα όρια μεταξύ Αλάσκα και Καναδά. Από εκεί, ήταν μια διαδρομή 500 μιλίων μέχρι τον ποταμό Γιούκον στην Ντόσον Σίτι, η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν παγώσει ο ποταμός στις αρχές του φθινοπώρου. Από τους 100.000 ερευνητές που έφυγαν για το Γιούκον το καλοκαίρι του 1897, μόνο περίπου 30.000 έφτασαν στην Ντόσον Σίτι. Ο Λόντον ήταν ένας από αυτούς.
Ο Λόντον πέρασε περίπου ένα χρόνο στο Γιούκον και επέστρεψε στις ΗΠΑ ταλαιπωρημένος από σκορβούτο και χωρίς να έχει βρει τίποτα. Δεν βρήκε ποτέ ούτε μια ούγια χρυσού, αλλά οι 11 μήνες που πέρασε μεταξύ των χρυσοθήρων θα του άφηνε μια διαρκής εντύπωση -και αυτός σε εκείνους.
Ο Louis και ο Marshall Bond, δύο αδέλφια από την Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια, έγιναν φίλοι του Λόντον και τον άφησαν να στήσει τη σκηνή του δίπλα στην καμπίνα τους στο Ντόσον Σίτι. Εκεί, ο Λόντον έκανε ακόμη έναν μοιραίο φίλο, ένα από τα σκυλιά των αδερφών Bond, που και αυτόν τον έλεγαν Τζακ. Ο Bond έγραψε αργότερα ότι, "Μου φαινόταν πάντα ότι έδινε περισσότερα στο σκυλί απ' ό, τι εμείς, έδειχνε κατανόηση. Είχε ευχάριστο και άμεσο μάτι και τίμησε τον σκύλο, όπως θα έκανε με έναν άνθρωπο".
Η καμπίνα των αδερφών Bond στο Dawson City. Ο σκύλος στα αριστερά είναι ο Jack
Αργότερα, ο Λόντον έγραψε στον Marshall Bond και επιβεβαίωσε ότι ο Jack ήταν η έμπνευσή του για τον Buck, το σκυλί που πρωταγωνιστούσε στο πιο διάσημο έργο του, το The Call of the Wild.
Η πρόωρη σταδιοδρομία του Λόντον και η εμπορική επιτυχία του
Με τις δυο κόρες του, την Becky (αριστερά) και την Joan (δεξιά), από την πρώτη του σύζυγο, την Elizabeth Maddern
Μετά από την επιστροφή του από το Γιούκον με άδεια χέρι, ο Λόντον ήταν σίγουρος ότι η μοναδική του ευκαιρία να γίνει επιτυχημένος ήταν η συγγραφή. Αφιερώθηκε στην τέχνη και ακολούθησε πιστά το να γράφει 1.500 λέξεις το πρωί. Προσπάθησε να γράψει πολλά διηγήματα με διαφορετικές εκδόσεις, αλλά αρχικά δεν βρήκε την επιτυχία που ήθελε. Όταν ένα περιοδικό -το The Overland Monthly- του πρόσφερε ένα πενιχρό ποσό για την ιστορία του "To the Man on the Trail,", και μάλιστα άργησε να τον πληρώσει, ο Λόντον ήταν έτοιμος να τα παρατήσει.
Η τύχη του άλλαξε με ένα άλλο περιοδικό, το The Black Cat, που του έδωσε 40 δολάρια για την ιστορία του "A Thousand Deaths".
Μέχρι το 1900, το κόστος εκτύπωσης μιας έκδοσης είχε μειωθεί σημαντικά με την εμφάνιση πιο αποδοτικών τεχνολογιών. Κατά συνέπεια, η βιομηχανία των περιοδικών άρχισε να εκτοξεύεται στις ΗΠΑ. τα περιοδικά, απελπισμένα να γεμίσουν το περιεχόμενό τους, η σύντομη μυθοπλασία απέκτησε μεγάλη ζήτηση και έτσι ο Λόντον άρχισε να γράφει ιστορίες χωρίς πολύ κόπο, με βάση τις εμπειρίες του στη θάλασσα και στο "τελευταίο σύνορο", το Γιούκον.
Την ίδια χρονιά, έβγαλε 2.500 δολάρια -που σε σημερινά ισοδυναμεί με 76.000. Με άνετο εισόδημα πλέον, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, την Ελίζαμπεθ "Μπες" Μάντερν, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Έχοντας πάει στο Γιούκον με μια γενική αίσθηση κοινωνικής συνείδησης, επέστρεψε στις Η.Π.Α. ως καθ' έξιν σοσιαλιστής και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1901 και το 1905, ως σοσιαλιστής, έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος του Όκλαντ και έχασε και τις δύο φορές.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήρθε τρία χρόνια αργότερα, όταν πούλησε το μυθιστόρημά του "The Call of the Wild" στην The Saturday Evening Post για 750 δολάρια.
Εξώφυλλο του The Saturday Evening Post με την πρώτη έκδοση του The Call of the Wild
Εκείνη την ίδια χρονιά, η εκδοτική εταιρία Macmillan αγόρασε τα πλήρη δικαιώματα των βιβλίων του για 2.000 δολάρια και τα προώθησε έντονα, μετατρέποντάς τα σε ένα διαδεδομένο διεθνές bestseller. Σχεδόν μέσα σε μια μέρα, ο Λόντον έγινε διασημότητα, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στην Ευρώπη. Στην εποχή του "τραχύ ατομικισμού" στις ΗΠΑ και στα τέλη της Βικτωριανής εποχής στην Αγγλία, οι περιπέτειές του βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην λογοτεχνική σκηνή, ενώ ο πολιτικός ακτιβισμός και η σπαρτιατική εμφάνισή του πρόσθεταν στην δημόσια εμφάνισή του.
Μετέπειτα καριέρα και τα επίμαχα σημεία
Το 1915
Συχνά, τα έργα του Λόντον περιγράφονταν ως αντιφατική αναλογία ιδεών και επιρροών της εποχής. Ανάμειξε την φυσική επιλογή του ήθους του κοινωνικού Δαρβινισμού με τον σοσιαλιστικό ιδεαλισμό, συνδυάζοντας αποτελεσματικά την ιδέα μιας ισότιμης κοινωνίας για όλους, διατηρώντας παράλληλα και ρατσιστικές απόψεις.
Οι απόψεις του Λόντον για τις φυλές ήταν περίπου ρατσιστικές -όπως θα περίμενε κανείς από έναν λευκό, δημόσιο διανοούμενο στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Εκείνη η εποχή χαρακτηρίστηκε από έναν επιστημονικό ρατσισμό, ο οποίος χρησιμοποίησε ψευδοεπιστημονικές θεωρίες -όπως η κρανιομετρία- για να δικαιολογήσει τις διακρίσεις. Εντούτοις, οι ρατσιστικές απόψεις του Λόντον μπορεί να είχαν περισσότερη απόχρωση από άλλους διακεκριμένους διανοούμενους της εποχής του. Ίσως, αυτό να οφείλεται εν μέρει στην εγγύτητά του με την Virginia Prentiss.
Πολλές από τις σύντομες ιστορίες του παρουσιάζουν θετικές απεικονίσεις διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Μερικοί από τους πρωταγωνιστές του ήταν επίσης πολύ διαφορετικοί. Ως ανταποκριτής πολέμου κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου το 1904, ο Λόντον έγραψε με εκτίμηση για τα ιαπωνικά θέματα στις αναφορές στις ΗΠΑ, συνοψίζοντας τις απόψεις του σχετικά με τους Ιάπωνες σε μια επιστολή σε ένα περιοδικό το 1913:
"Τα έθνη και οι φυλές είναι απλά απείθαρχα αγόρια που δεν έχουν ακόμη μεγαλώσει και δεν έχουν γίνει άνδρες. Πρέπει λοιπόν να περιμένουμε από αυτά να απειθαρχούν κατά καιρούς και να κάνουν φασαρία. Και, όπως τα αγόρια μεγαλώνουν, έτσι και οι φυλές της ανθρωπότητας θα μεγαλώσουν και θα γελάσουν όταν θα κοιτάξουν πίσω στους παιδικούς καβγάδες τους".
Μπορεί να φανεί ευκολότερο να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι απόψεις του Λόντον ήταν αρκετά περίπλοκες λόγω της εποχής του, αλλά αυτό γίνεται πολύ πιο δύσκολο όταν δούμε ότι υποστήριζε την ευγονική και ιδιαίτερα στην αναγκαστική στείρωση ατόμων με νοητική υστέρηση και καταδικασθέντων εγκληματιών.
Κάτι ακόμα που έπληξε τον Λόντον καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του ήταν η κατηγορία της λογοκλοπής. Κατηγορήθηκε κυρίως ότι πήρε την ιστορία του "The Call of the Wild" από τον Egerton Ryerson Young, τον οποίο ο Λόντον παραδέχτηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει ως πηγή για το μυθιστόρημα. Ισχυρίστηκε ότι η χρήση πηγαίου υλικού σε παρόμοιες περιπτώσεις από διαφορετικά έργα δεν αποτελεί λογοκλοπή.
Ο δεύτερος γάμος του, ο πρώιμος θάνατος και η κληρονομιά του
Η Charmian Kittredge
Το 1900, ο Λόντον γνώρισε την Charmian Kittredge, μια προοδευτική, "σύγχρονη γυναίκα", και δημιουργήθηκε μια φιλία γύρω από τον σοσιαλιστικό ιδεαλισμό που μοιράζονταν. Μέχρι το 1903, η φιλία μετατράπηκε σε ρομαντική σχέση και ο Λόντον χώρισε την Μάντερν για να παντρευτεί την Kittredge.
Σε αντίθεση με τον πρώτο του γάμο, τον οποίο και οι δύο αναγνώρισαν ότι ήταν από αγάπη αλλά από την πρακτικότητα του να φτιάξουν οικογένεια, η Kittredge ήταν η πραγματική αγάπη της ζωής του. Μαζί, έκαναν πολλά ταξίδια στον Νότιο Ειρηνικό, συμπεριλαμβανομένων αρκετών στην Χαβάη. Ζούσαν σε ένα αγρόκτημα 4 στρεμμάτων στην επαρχία Σονόμα της Καλιφόρνιας, που ο Λόντον μπόρεσε και αγόρασε χάρη στην επιτυχία των μυθιστορημάτων του.
Το 1916, στην ηλικία των 40, στο ράντζο του, ο Τζακ Λόντον πέθανε από ουραιμική δηλητηρίαση, μετά από χρόνια μάχης με διάφορες ασθένειες από την δυσεντερία και τους ρευματισμούς.
Μετά από μια συγγραφική καριέρα μόλις 18 ετών, είχε γράψει 20 μυθιστορήματα, περισσότερες από δύο δεκάδες άλλα βιβλία και ακόμα περισσότερα διηγήματα.
Μια διασημότητα και άνθρωπος της εποχής του, ο Λόντον είχε την ίδια μοίρα με πολλούς άλλους συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα, δηλαδή εκδόσεις που εκθείαζαν τις αρρενωπές αρετές και ανακατεύονταν με ψευδοεπιστημονικές ιδέες. Αυτά τα έργα επικρίθηκαν έντονα μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και σχεδόν περιφρονήθηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ως αποτέλεσμα είχε η φήμη του Λόντον να υποφέρει μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει ανανεωθεί το ενδιαφέρον για το έργο του, καθώς η αποκατάσταση της εικόνας του.
Εν τω μεταξύ, το πιο διάσημο και αγαπημένο έργο του είναι έτοιμο να βγει στους κινηματογράφους, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες.
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου