Τέσσερις σκοτεινές στιγμές της κατεχόμενης από τους Ναζί Ευρώπης.
Στα επόμενα δύο μέρη: Εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ
Η επιλογή των πιο σκοτεινών στιγμών της ναζιστικής κατοχής της Ευρώπης, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Η κατοχή της Ευρώπης από τους Ναζί ήταν τόσο άσχημη, σε τόσα πολλά επίπεδα, από μεμονωμένα εγκλήματα μέχρι τις γνωστές εκκαθαρίσεις, που είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί η "χειρότερη" περίπτωση. Ωστόσο, ορισμένες πράξεις ξεχωρίζουν για την τραχύτητα και την βιαιότητά τους.
Μπάμπι Γιαρ
Η εισβολή στην Σοβιετική Ένωση το 1941 ξεκίνησε πολύ καλά για τους Γερμανούς. Τις πρώτες εβδομάδες, ολόκληρες στρατιές των Σοβιέτ διασπάστηκαν και οδηγήθηκαν σε μια χαοτική υποχώρηση.
Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, Σοβιετικοί στρατιώτες από αποδεκατισμένες μονάδες έτρεχαν προς τα μετόπισθεν. Πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες μίλια, σε πρόσφατα κατεχόμενα εδάφη, για να βρουν κάποια ανέπαφη μονάδα στην οποία θα μπορούσαν να παρουσιαστούν. Σε κάθε βήμα τους, οι στρατιώτες απειλούνταν από τα Einsatzgruppen (Άινζατσγκρουπεν), τις Ναζιστικές Μονάδες Ειδικής Δράσης -τα "Τάγματα Θανάτου"- τα οποία ήτα επιφορτισμένα με εκτελέσεις και απελάσεις. Αυτές οι ομάδες δραστηριοποιήθηκαν στην Πολωνία το προηγούμενο έτος, αλλά επεκτάθηκαν και έλαβαν πρόσθετες δυνάμεις πριν από την εισβολή.
Τον Σεπτέμβριο του 1941, ο Κόκκινος Στρατός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Κίεβο της Ουκρανίας. Όμως, οι Σοβιετικοί είχαν παγιδέψει με εκρηκτικά την πόλη και έτσι σκοτώθηκαν εκατοντάδες Γερμανοί στρατιώτες και πολύ υψηλόβαθμοι αξιωματικοί. Σε αντίποινα, η Einsatzgruppe C άρχισε να σαρώνει την γύρω περιοχή για "αντάρτες".
Ξεκίνησαν με τους Εβραίους. Αρκετές χιλιάδες Εβραίοι, κάτοικοι της περιοχής, ήταν ήδη γνωστοί ως μέρος μιας γενικής εκκαθάρισης των πολιτικών και εθνικών ανεπιθύμητων. Στις 26 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί έβγαλαν ανακοινώσεις σε ολόκληρο το Κίεβο, διατάσσοντας "όλους τους γίντις" της περιοχής να ετοιμάσουν μικρούς σάκους και να παρουσιαστούν για επανεγκατάσταση. Προς έκπληξη των Ναζί -οι οποίοι περίμεναν το πολύ 5.000 ανθρώπους να υπακούσουν-, το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, παρουσιάστηκαν πάνω από 30.000 Εβραίοι πολίτες. Οι Γερμανοί τους φόρτωσαν σε φορτηγά ή τους ανάγκασαν να περπατήσουν μέχρι μια χαράδρα κοντά στην πόλη που θα γινόταν διαβόητη ακόμη και για τα στάνταρ του Γ' Ράιχ: την χαράδρα Μπάμπι Γιαρ.
Αφού άφηναν τις τσάντες, τα τιμαλφή και τα ρούχα τους, οι άμαχοι έμπαιναν στην χαράδρα βάθους 14 μέτρων, όπου τους έβαζαν να ξαπλώσουν σε ένα "κρεβάτι" από πτώματα. Τότε, ένας Γερμανός με ένα πολυβόλο τους πυροβολούσε στο λαιμό. Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή των Ναζί, Paul Blobel, οι δολοφονίες κράτησαν δύο ημέρες και δολοφονήθηκαν 33.771 Εβραίοι. Στη συνέχεια, τα τείχη της χαράδρας υποσκάπτηκαν και τα σώματα θάφτηκαν κάτω από το χώμα.
Τα γεγονότα του 1941 δεν ήταν τα μοναδικά για την Μπάμπι Γιάρ. Στις αρχές του επόμενου έτους, τα ΕςΕς δημιούργησαν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην περιοχή για Σοβιετικούς στρατιωτικούς και φυλακισμένους Ρομά. 50.000 με 100.000 άνθρωποι -σχεδόν όλοι πολίτες- θανατώθηκαν στην χαράδρα.
Έντεκα μήνες μετά από την πρώτη σφαγή, και ενώ ο Κόκκινος Στρατός προωθούνταν, εκατοντάδες Σοβιετικοί κρατούμενοι αναγκάστηκαν να ξεθάψουν πάνω από 100.000 πτώματα από την περιοχή. Στήθηκαν φωτιές καύσης, με ταφόπλακες από το τοπικό εβραϊκό νεκροταφείο, και κάηκαν περίπου το 90% των σωμάτων στην περιοχή.
Μετά από 40 ημέρες εκταφής και καύσης, όταν οι σχεδόν 350 αιχμάλωτοι αισθάνθηκαν ότι είχε έρθει και η σειρά τους εξεγέρθηκαν, επιχειρώντας μια μαζική απόδραση. Από αυτούς, επέζησαν δώδεκα.
Λίντιτσε
Την άνοιξη του 1942, ο "Der Henker" (ο Δήμιος), το "Ξανθό Κτήνος" (από τους ίδιους τους SS) και δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Χάινριχ Χίμλερ, SS-Oberst-Gruppenführer Ράινχαρντ Χάιντριχ (Reinhard Heydrich) ήταν το πρόσωπο του τρόμου των Ναζί στην Ευρώπη. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χέρια και παγωμένα μπλε μάτια, ο Χάιντριχ ήταν ο πρωτοστάτης της Τελικής Λύσης, του σχεδίου των Ναζί για το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
Στα τέλη του 1941, του ανατέθηκε μια άλλη δουλειά: Προστάτης του Ράιχ στην Βοημία και την Μοραβία, την περιοχή που είχαν καταλάβει οι Ναζί στην Τσεχοσλοβακία. Λόγω του έργου του εκεί, τον Μάιο του 1942 τον δολοφόνησε η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και η τσεχική εξόριστη κυβέρνηση. Οι Ναζί απάντησαν με απόλυτη βαρβαρότητα, συγκεντρώνοντας και δολοφονώντας χιλιάδες Τσέχους πολίτες, ενώ εκατοντάδες ακόμα τους έστειλαν, μαζί με τις οικογένειές τους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η τοπική Γκεστάπο είχε μια ιδιαίτερη μνησικακία ενάντια στο μικρό χωριό Λίντιτσε και το έβαλε στο στόχαστρο της πλήρους εκκαθάρισης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε εμπλακεί στη δολοφονία. Το πρωί της 9ης Ιουνίου του 1942, εκατοντάδες Ναζί στρατιώτες περικύκλωσαν το χωριό και σαρώνουν τα γύρω χωράφια για τυχόν περιπλανώμενους. Ανάγκασαν και τους 173 άντρες του χωριού, ηλικίας άνω των 15 ετών, να στηθούν σε έναν τοίχο, όπου τους πυροβολούσαν οι στρατιώτες. Επίσης, διαχώρισαν τις 184 γυναίκες από τα παιδιά τους -τέσσερις έγκυες απέβαλαν βίαια στο ίδιο νοσοκομείο όπου πέθανε ο Χάιντριχ- και τις μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ όπου πέθαναν περίπου 100 από αυτές. Όσο για τα παιδιά, τα διαχώρισαν με βάση φυλετικά πρότυπα. Τα ξανθά υιοθετήθηκαν από γερμανικές οικογένειες με ψευδή ονόματα, ενώ 82 από αυτά δολοφονήθηκαν σε θαλάμους αερίων στο στρατόπεδο εξόντωσης Κέλμνο. Μετά από τον πόλεμο, μόλις 17 παιδιά μπόρεσαν να εντοπιστούν. Το χωριό Λίντιτσε -καθώς και το κοντινό Ležáky, όπου συνέβησαν παρόμοιες φρίκες- κάηκε ολοσχερώς και ισοπεδώθηκε. Οι Ναζί σφαγίασαν ακόμη τα ζώα του χωριού.
Μετά από τον πόλεμο, δημιουργήθηκε ένα νέο Λίντιτσε, κοντά στον πρώτο χωριό.
Το γκέτο της Βαρσοβίας
Μετά από την συντριπτική ήττα του 1943 στο Στάλινγκραντ, διαφάνηκε η επικείμενη καταστροφή του ναζιστικού καθεστώς, οι οποίοι κατηγόρησαν τους Εβραίους.
Από τον Οκτώβριο του 1940, σχεδόν 400.000 Εβραίοι είχαν αναγκαστεί να μετακινηθούν σε μια ζώνη 1,3 τετραγωνικών μιλίων στην Βαρσοβία, την οποία περιέφραξαν και περιπολούσαν ένοπλοι φύλακες, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να πυροβολούν κατά βούληση. Το γκέτο ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός πριν από το Στρατόπεδο Εξόντωσης της Τρεμπλίνκα. Περίπου 350.000 κάτοικοι είχαν σταλεί από το γκέτο της Βαρσοβίας στο εν λόγω στρατόπεδο.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1943, οι Ναζί άρχισαν την τελική εκκαθάριση με μια επιδρομή που κατέληξε σε οδομαχίες. Στις 19 Απριλίου -μια μέρα πριν από τα 54α γενέθλια του Χίτλερ- τα ΕςΕς και η Βέρμαχτ αποφάσισαν το τέλος των σχεδόν 60.000 κατοίκων του γκέτο, που πέθαιναν αργά με τις 1.000 θερμίδες φαγητού ημερησίως που δικαιούνταν για σχεδόν τρία χρόνια. Οι κάτοικοι είχαν ακούσει για τις αμαξοστοιχίες που έφευγαν γεμάτες και επέστρεφαν άδειες, ενώ οι περισσότεροι από τους παλαιότερους, οι πιο υπάκουοι κάτοικοι είχαν ήδη παρθεί. Στο γκέτο είχε παραμείνει κυρίως ο πιο νέος πληθυσμός, ο οποίος, για μήνες, περνούσε μέσα λαθραία τουφέκια, πιστόλια και χειροβομβίδες. Αυτοί οι τελευταίοι κάτοικοι αιφνιδίασαν τους Ναζί, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλούς από αυτούς, και οι οποίοι υποχώρησαν για να εξετάσουν τις επιλογές τους.
Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν την επόμενη ημέρα υπό τον στρατηγό των ΕςΕς Γιούργκεν Στρόοπ. Τις επόμενες δέκα ημέρες, οι Εβραίοι της Βαρσοβίας ανάγκασαν τους Ναζί να στείλουν χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικούς στο γκέτο και να πολεμούν από το ένα κτίριο στο άλλο. Οι συνθήκες βοήθησαν στην αντίσταση καθώς, σε κάθε διαμέρισμα υπήρχε και κάποιος βαριά οπλισμένος και έτοιμος να πεθάνει. Στην αναφορά του, ο Στρόοπ ανέφερε τις γυναίκες του γκέτο για τον τρόπο που πλησίαζαν με τα χέρια στον αέρα, φωνάζοντας ότι ήθελαν να παραδοθούν, αλλά τελικά, όταν ήταν κοντά σε Ναζί, τραβούσαν την περόνη της χειροβομβίδας. Κάποια στιγμή, οι Ναζί έβαλαν φωτιά σε ένα πολυώροφο κτίριο ώστε να αναγκάσουν τους κατοίκους του να βγουν στους επάνω ορόφους. Όμως, αντί να τους πιάσουν ζωντανούς, οι μαχητές πηδούσαν από τα παράθυρα και έπεφταν από ύψος τεσσάρων ορόφων.
Η σημαντική αντίσταση τελείωσε γύρω στις 30 Απριλίου. Ο Στόοπ ανέφερε ότι οι νεκροί, τραυματίες και συλληφθέντες ήταν 56.065. Ο αριθμός του ήταν κατά πολύ μικρότερος -η αντίσταση διήρκεσε αρκετούς μήνες και ολόκληρη η πόλη εξεγέρθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν μονάδες του Κόκκινου Στρατού προωθούνταν στον ποταμό Βιστούλα.
Οι Ναζί απάντησαν με επιθέσεις σε κάθε μπλοκ της πόλης με δυναμίτη. Μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης, τον Ιανουάριο του 1945, αγνοούνταν ή είχε πεθάνει το 94% των κατοίκων της Βαρσοβίας. Οι περισσότεροι από τους 42.000 Εβραίους που ο Στρόοπ έστειλε ζωντανούς στο στρατόπεδο εξόντωσης στην πόλη Λούμπλιν, ενώ άλλοι 7.000 εστάλησαν στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα.
Η εκκαθάριση της Τρεμπλίνκα
Οι επιζώντες της εξέγερσης της Βαρσοβίας έφτασαν στη Τρεμπλίνκα την χειρότερη στιγμή. Το στρατόπεδο, το οποίο είχε ανοίξει τον Ιούνιο του 1942 και στο οποίο ο κόσμος δολοφονούνταν σε βιομηχανική κλίμακα, ήταν στη διαδικασία κλεισίματος μόλις ένα χρόνο αργότερα.
Μέχρι τηην άνοιξη του 1943, οι εκκαθαρίσεις είχαν μετατοπιστεί ως επί το πλείστον στο Άουσβιτς και περίπου 1.000 Εβραίοι κρατούμενοι της Τρεμπλίνκα είχαν αναλάβει να ξεθάψουν περίπου 800.000 πτώματα που είχαν θαφτεί στην περιοχή και να τα κάψουν. Όλοι στο στρατόπεδο ήξεραν τι σήμαινε η αποδιοργάνωση: όταν θα έβγαζαν τα τελευταία πτώματα, το στρατόπεδο θα δυαλιόταν. Και οι 1.000 κρατούμενοι θα θανατώνονταν αφού τελείωναν την καύση των νεκρών.
Αυτό που κάνει αυτή την επιχείρηση να ξεχωρίζει από την γενική φρίκη του Ολοκαυτώματος δεν είναι ο θάνατος. Είναι η ασχραιότητά της. Μεγάλα σκαφτικά απομάκρυναν το χώμα πάνω από τον μαζικό τάφο, ο οποίος ήταν ακριβώς πίσω από τον κύριο θάλαμο αερίου. Μετά, εργάτες έμπαιναν στον λάκκο για να απομακρύνουν τα σώματα και να τα μεταφέρουν με ξύλινα καρότσια μέχρι μια ράμπα. Στην Ανατολή, οι αξιωματικοί των Einsatzgruppen είχαν αναπτύξει μια μέθοδο μαζικής αποτέφρωσης. Σε ένα σωρό, στοιβάζονταν εναλλασσόμενα στρώματα από σώματα και 2x4 δοκάρια, πότιζαν την σωρό με πετρέλαιο και πρόσθεταν και άλλα σώματα. Αυτή η μέθοδος ήταν αναποτελεσματική για την Τρεμπλίνκα. Χρειάστηκαν πολλά ξύλινα δοκάρια και η Γερμανία ξέμενε από βενζίνη. Τότε έφτασε στο στρατόπεδο ο Ναζί ειδικός καύσης Herbert Floss με μια πολύ φθηνότερη μέθοδο. Η ιδέα ήταν να αφήσουν το καλό καύσιμο να κάψει το κακό. Έτσι, σκάφτηκε ένας μεγάλος λάκκος και τοποθετήθηκαν πυλώνες σκυροδέματος. Χαλύβδινες δοκοί συγκολλήθηκαν μεταξύ τους σε σχήμα σχάρας και τοποθετήθηκαν στην κορυφή των πυλώνων. Τα σώματα ταξινομούνταν ανάλογα με το πόσο εύφλεκτα ήταν. Τα πιο εύφλεκτα έμπαιναν στον κάτω μέρος, ενώ τα λιγότερο στην κορυφή. Δεν χρειάζονταν επιπλέον καύσιμο, μόνο μικρές φωτιές κάτω από τις χαλύβδινες δοκούς. Για μήνες, οι φυλακισμένοι στην Τρεμπλίνκα έπρεπε να βγάζουν πτώματα από το έδαφος, συχνά σε κομμάτια, και να τα ταξινομούν. Τα σώματα που είχαν αποσυντεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν πιο εύφλεκτα, οπότε πήγαιναν στο κάτω μέρος. Γενικά, οι γυναίκες έχουν περισσότερο λίπος από τους άνδρες και οι ενήλικες έχουν περισσότερο λίπος από τους ηλικιωμένους -τα παιδιά είναι σε μια ενδιάμεση κατάσταση- οπότε τους στοίβαζαν κατ' αυτόν τον τρόπο. Οι φωτιές έκαιγαν κάθε βράδυ, καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως σημεία ελέγχου από τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων.
Στις 2 Αυγούστου του 1943, με τον τάφο σχεδόν άδειο, οι κρατούμενοι άρπαξαν όπλα και χειροβομβίδες από το οπλοστάσιο του στρατοπέδου. Στην αιματοχυσία που ακολούθησε, περίπου 300 κρατούμενοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τον φράκτη, υπό τις ριπές των πολυβόλων. Στο κυνηγητό που ακολούθησε, περίπου 200 σκοτώθηκαν, αλλά αρκετές δωδεκάδες επέζησαν και είπαν τις ιστορίες τους.
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου