Για σχεδόν μια δεκαετία, το FBI παρακολουθούσε και συκοφαντούσε την Τζιν Σίμπεργκ μέχρι την αυτοκτονία της το 1979. Και όλα αυτά, επειδή ήταν ακτιβίστρια των πολιτικών δικαιωμάτων.
Ενώ μερικές ηθοποιοί μένουν στη μνήμη του κοινού για την γοητεία, την καλή εμφάνιση, το ταλέντο τους ή και τα τρία, μερικές μένουν στη μνήμη λόγω των τραγωδιών τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι της ηθοποιού Τζιν Σίμπεργκ (Jean Seberg).
Όταν τα φώτα του Χόλιγουντ στράφηκαν πάνω της, η Σίμπεργκ χρησιμοποίησε την επιρροή της για να προωθήσει προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, η υποστήριξή της στο Κόμμα Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party) θα ήταν η καταστροφή της. Το FBI λέρωσε την κληρονομιά της, το Χόλιγουντ την κατάπιε και κακοποιήθηκε από την ίδια την κυβέρνησή της.
Ενώ πολλοί -ίσως- δεν γνωρίζουν την ιστορία της Σίμπεργκ, ή ακόμα και το όνομά της, θα την δουν στην ταινία "Seberg" σε σκηνοθεσία Μπένεντικτ Άντριους και πρωταγωνίστρια την Κρίστεν Στιούαρτ ως την άτυχη ηθοποιό.
Τα πρώτα χρόνια ως ηθοποιός
Το Γαλλικό Νέο Κύμα (La Nouvelle Vague) ήταν ένα κινηματογραφικό κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε την δεκαετία του 1960 στην Γαλλία και θεωρείται ευρέως το πιο διάσημο και σημαντικό κίνημα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ανερχόμενη σταρ του Νουβέλ Βαγκ, Τζιν Σίμπεργκ, γεννήθηκε το 1938 στο Marshalltown της Άιοβα των ΗΠΑ. Ήταν κόρη ενός φαρμακοποιού και μιας αναπληρώτριας δασκάλας. Τα πάντα στην ανατροφή της έδειχναν μια ζωή σχετικής κανονικότητας. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα για να σπουδάσει κινηματογράφο και θέατρο.
Το 1956, λίγο πριν από τα 18α γενέθλιά της, η τύχη της σφραγίστηκε. Οι γείτονές της την δήλωσαν σε ένα καστ 18.000 ηθοποιών. Το καστ ήταν για τον πολυπόθητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Ότο Πρέμινγκερ "Saint Joan" (Ζαν Ντ' Αρκ). Και τα κατάφερε παίρνοντας τον ρόλο. Κανείς στο Χόλιγουντ δεν την είχε ακούσει μέχρι τότε. Οι μόνο ρόλοι που είχε να επιδείξει μέχρι τότε ήταν ένας κύκλος θερινών ρόλων.
Εν μέρει, λόγω της πολυδιαφημισμένης αναζήτησης της πρωταγωνίστριας στην ταινία, η ταινία και η ίδια η Σίμπεργκ υποβλήθηκαν σε έναν εξονυχιστικό έλεγχο από τα ΜΜΕ. Ως εκ τούτου, με την πολυαναμενόμενη πρώτη προβολή της ταινίας, το κοινό υποδέχτηκε τόσο τη Σίμπεργκ όσο και την ταινία με ψυχρά και αρνητικά σχόλια. Μιλώντας για την καταστροφική πρεμιέρα της στο Χόλιγουντ, η Σίμπεργκ ανέφερε:
"Έχω δύο αναμνήσεις από την Ζαν Ντ' Αρκ. Η πρώτη ότι στην ταινία κάηκε στον πάσαλο. Η δεύτερη ότι κάηκε από τους κριτικούς. Το τελευταίο πόνεσε περισσότερο. Φοβόμουν και φάνηκε στην οθόνη. Δεν ήταν καθόλου καλή εμπειρία. Ξεκίνησα από εκεί που καταλήγουν οι περισσότερες ηθοποιοί".
Η Σίμπεργκ ως Ζαν Ντ' Αρκ
Παρά το γεγονός ότι η ερμηνεία της δέχτηκε αρνητική κριτική παγκοσμίως, ο Πρέμινγκερ έδωσε στην Σίμπεργκ μια δεύτερη ευκαιρία και της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην επόμενη ταινία του, το Bonjour Tristesse. Γι' αυτήν του την απόφαση, ο Πρέμινγκερ ανέφερε:
"Είναι αλήθεια ότι, αν είχα επιλέξει την Όντρεϊ Χέπμπορν αντί για την Τζιν Σίμπεργκ, δεν θα υπήρχε κίνδυνος, αλλά προτιμώ το ρίσκο. Την πιστεύω".
Παρά την πίστη του, ο Πρέμινγκερ δεν μπόρεσε να κάνει την Σίμπεργκ να υποδυθεί με τρόπο που δε θα δεχόταν άσχημες κριτικές. Η New York Times την αποκάλεσε "λάθος ερασιτέχνη". Το περιοδικό The New Yorker είπε ότι η ηθοποιία της Σίμπεργκ κάνει κάποιον να "θέλει να της δώσει ένα μακρύ, και πιθανώς θεραπευτικό, ξύλο...".
Η Σίμπεργκ, στα γυρίσματα της ταινίας, πέρασε τον περισσότερο καιρό της στη Γαλλία. Εκείνο τον καιρό συνάντησε τον σκηνοθέτη François Moreuil, ο οποίος θα γίνει ο πρώτος της σύζυγος. Τελικά, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, όπου τελικά έγινε γνωστή και ευπρόσδεκτη στον γαλλικό κινηματογράφο. Η αναγνώριση ήρθε το 1960 με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία -με επαινετικές κριτικές- του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ "Breathless" (Με κομμένη την ανάσα), όπου έπαιξε την ερωμένη ενός περιπλανώμενου εγκληματία. Η διεθνής επιτυχία της ταινίας βοήθησε τους κριτικούς να ζεσταθούν μαζί της. Μάλιστα, υπήρξε μία δημοσίευση που την αποκαλούσε "καλύτερη ηθοποιό στην Ευρώπη". Αυτή η αναγνώριση την βοήθησε αναμφισβήτητα να εξασφαλίσει περισσότερους ρόλους τόσο στην Αμερική όσο και στη Γαλλία. Ένας από τους σημαντικότερους ρόλους της στις ΗΠΑ ήταν δίπλα στον Γουόρεν Μπίτι στην ταινία του 1964, Lillith (Παράξενο Ρομάντζο) στην οποία έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο.
Σκηνή από το "Με κομμένη την ανάσα" με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό - πηγή
Και πάλι, η υποκριτική της Σίμπεργκ επαινέθηκε. Χάρη σ' αυτόν τον ρόλο, οι σκεπτικιστές της αναγκάστηκαν να την δουν πλέον, μια για πάντα, ως σοβαρή ηθοποιό.
Μια καταστροφική διαφωνία με το νόμο
Με τον δεύτερο σύζυγό της, Γκαρί, στην Βενετία
Εκτός της οθόνης, η Σίμπεργκ ήταν γνωστή για τον προοδευτικό κοινωνικό ακτιβισμό της.
Έκανε δωρεές στο NAACP, ένα σχολείο Ιθαγενών Αμερικανών κοντά στο σπίτι της στο Marshalltown, και στο Κόμμα Μαύρων Πανθήρων. Λέγεται ότι είχε δωρίσει περίπου 10.500 δολάρια στο Κόμμα. Μαζί με ένα τηλεφώνημα στην τότε ηγέτιδα του Κόμματος, Ελέιν Μπράουν (Elaine Brown), οι ενέργειες αυτές κίνησαν τις υποψίες του FBI για τις φιλίες της Σίμπεργκ.
Μέχρι το 1956, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών των ΗΠΑ, υπό τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, είχε γίνει ένα παρανοϊκό όργανο. Ο Χούβερ δημιούργησε ένα πρόγραμμα αντικατασκοπίας με τίτλο COINTELPRO, του οποίου η κύρια αποστολή ήταν να στοχεύει πολίτες που θεωρούνταν υπερβολικά επικίνδυνοι για το status quo, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ακτιβιστών, των φεμινιστικών οργανώσεων, του Κομμουνιστικού Κόμματος και των διαδηλωτών κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.
Στην ουσία, το COINTELPRO ήταν "το όνομα που δόθηκε σε μια σειρά προγραμμάτων που ξεκίνησε το Γραφείο από το 1956 έως το 1971, με στόχο την υπονόμευση και την εξάλειψη ομάδων, κινημάτων και ατόμων -που σχεδόν όλοι ανήκαν στην Αριστερά- που αντιμετωπίζονταν ως απειλές για την εθνική ασφάλεια και την κοινωνική τάξη". Η Σίμπεργκ δε θα είναι ο μοναδικός πολίτης ή διάσημος που έπεσε θύμα αυτών των τακτικών. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν πρώτη προτεραιότητα για το COINTELPRO. Το Γραφείο έστειλε στη σύζυγό του ηχογραφήσεις του ίδιου με άλλες γυναίκες, όπως έστειλε και στον ίδιο "πακέτα αυτοκτονίας" γεμάτα εκβιασμούς, με σκοπό να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Έτσι, η υποστήριξη της Σίμπεργκ σε τέτοια προοδευτικά προγράμματα την έκανε απειλή για την κυβέρνησή της -έτσι πίστευαν- και ώθησε το FBI να ξεκινήσει μια μακρά και βάναυση εκστρατεία εναντίον της. Οι περιπέτειες της Σίμπεργκ με το FBI ξεκίνησαν το 1970, λίγο μετά που έμεινε έγκυος από τον δεύτερο σύζυγό της, τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Ρομέν Γκαρί. Σύμφωνα με ένα έγγραφο της 27ης Απριλίου του 1970, το FBI έδωσε μια ψευδή πληροφορία στους Los Angeles Times, σύμφωνα με την οποία ο Γκαρί δεν ήταν ο πατέρας του αγέννητου παιδιού της Σιμπέργκ, αλλά μάλλον μέλος του Κόμματος Μαύρων Πανθήρων.
Το FBI "πίστευε ότι η πιθανή δημοσίευση της καταστροφής της Σίμπεργκ θα μπορούσε να προκαλέσει την αμηχανία της και να χρησιμεύσει στο να χαλάσει η εικόνα της στο ευρύ κοινό". Στη δεκαετία του 1970, αυτή η φήμη ήταν ιδιαίτερα καταδικαστική στην Αμερική. Οι Los Angeles Times παρουσίασαν την ιστορία αναφέροντας ένα ψεύτικο όνομα. Το Newsweek την παρουσίασε με το πραγματικό όνομα της Σίμπεργκ. Ο G. C. Moore, ένας υπάλληλος του COINTELPRO, έγραψε ότι η Σίμπεργκ ήταν μια "ασυγκράτητη και σεξουαλικά διεστραμμένη λευκή ηθοποιός".
Όπως είναι φυσικό, η Σίμπεργκ ένιωσε διαλυμένη από τη συκοφαντία. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, στρεσαρίστηκε τόσο πολύ που υπέστη νευρικό κλονισμό και γέννησε πρόωρα. Η κόρη της, η Νίνα Χαρτ Γκαρί, πέθανε δύο μέρες αργότερα. Η Σίμπεργκ και ο Γκαρί μήνυσαν το Newsweek για δυσφήμηση και τους επιδικάστηκε αποζημίωσε 20.000 δολάρια.
Εκτός από τη δυσφήμηση, η ηθοποιός παρενοχλήθηκε για πολλά χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού της από το FBI. Όπως ανέφερε η ίδια, και αργότερα επιβεβαιώθηκε από αποχαρακτηρισμένα αρχεία του FBI, το FBI την παρακολουθούσε και την ηχογραφούσε ενώ εκείνη ήταν στην Ελβετία και τη Γαλλία.
Τα αρχεία δείχνουν επίσης ότι ο Χούβερ ενημέρωνε συνεχώς τον Πρόεδρο Νίξον για τη συνεχιζόμενη προσπάθεια να "εξουδετερώσει" την Σίμπεργκ. Το Γραφείο έκανε συνεχώς προσπάθειες να αποτρέψει τη συμμετοχή της σε προοδευτικά κινήματα τα οποία το FBI θεωρούσε επικίνδυνα. Όλα αυτά, οδήγησαν σταθερά -και αναμφισβήτητα- στον κλονισμό της ψυχικής υγείας και της συνολικής σταθερότητάς της.
Τελικά, αυτό θα ήταν η ανατροπή της.
Ένα τραγικό τέλος
Το 1974, η Σίμπεργκ είπε σε μια συνέντευξη ότι "έσπασε" μετά το θάνατο της κόρης της. Πήγε στο Marshalltown για να θάψει το μωρό της. "Ανοίξαμε το φέρετρο και τραβήξαμε 180 φωτογραφίες. Όλοι όσοι ήταν περίεργοι τι χρώμα είχε το μωρό, είχαν την ευκαιρία να δουν". Σύμφωνα με τον Γκαρί, μετά από αυτό, κάθε χρόνο στα γενέθλια του μωρού, η Σίμπεργκ προσπαθούσε να αυτοκτονήσει. Τον Ιούνιο του 1979, ο τέταρτος σύζυγός της ανέφερε ότι έπεσε σε ένα τρένο.
Τελικά θα τα κατάφερνε.
Στις 30 Αυγούστου του 1979, η 40χρονη Σίμπεργκ εξαφανίστηκε στο Παρίσι. Δέκα ημέρες αργότερα, το αποσυντεθειμένο σώμα της βρέθηκε τυλιγμένο σφιχτά στην κουβέρτα της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της, παρκαρισμένο κοντά στο διαμέρισμά της. Οι τοπικές αρχές βρήκαν ένα μπουκάλι βαρβιτουρικά και ένα σημείωμα γραμμένο στα γαλλικά που απευθυνόταν στο γιο της με τον Γκαρί, Ντιέγκο:
"Συγχώρεσέ με. Δεν μπορώ πλέον να ζω με το άγχος μου".
Ο θάνατός της ήταν πιθανή αυτοκτονία. Ωστόσο, οι αρχές υποψιάστηκαν ότι η Σίμπεργκ δεν μπορούσε να προκαλέσει μόνη της τον θάνατό της. Μια τοξικολογική έρευνα έδειξε ότι είχε τόσο πολύ αλκοόλ στο αίμα της που θα μπορούσε να την ρίξει σε κώμα, πράγμα που σημαίνει ότι, πριν πεθάνει στο αυτοκίνητό της, δε θα μπορούσε ποτέ να μπει μέσα και να το οδηγήσει μόνη της. Επιπλέον, δεν βρέθηκε αλκοόλ στο όχημα. Οι αρχές του Παρισιού πίστευαν ότι κάποιος είχε μετακινήσει το σώμα της μετά τον θάνατό της, αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν κάποιον ύποπτο και έτσι έκλεισε η έρευνα.
Το FBI παραδέχτηκε, μέσω εγγράφων που δημοσιεύθηκαν, ότι είχε πράγματι λάβει μέρος στη δυσφήμιση της Σίμπεργκ για χρόνια. Η αποκάλυψη τράβηξε την προσοχή και το TIME παρουσίασε μια ιστορία με τίτλο, "FBI εναντίον Τζιν Σίμπεργκ".
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου