Η June και η Jennifer Gibbons μικρά κορίτσια
Γνωστές ως τα "Σιωπηλά Δίδυμα", η Τζιούν και η Τζένιφερ Γκίμπονς, για 30 χρόνια, δε μιλούσαν σε κανέναν άλλο εκτός από μεταξύ τους. Και ξαφνικά, η μια πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες.
Τον Απρίλιο του 1963, στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Άντεν της Υεμένης, γεννήθηκαν δύο δίδυμα κορίτσια. Η γέννησή τους δεν ήταν ασυνήθιστη, ούτε ήταν ασυνήθιστες σαν μωρά. Όμως, αρκετά σύντομα, οι γονείς τους άρχισαν να βλέπουν ότι η Τζιούν και η Τζένιφερ δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια. Και δε θα ήταν μέχρι που η μια από τις δύο βρήκε πρόωρο θάνατο και θα επανερχόταν η αίσθηση της κανονικότητας.
Οι δίδυμες
Οι δίδυμες στο δημοτικό
Λίγο μετά από την ηλικία που τα παιδιά αρχίζουν να μιλάνε, η Gloria και ο Aubrey Gibbons συνειδητοποίησαν ότι οι δίδυμες κόρες τους ήταν διαφορετικές. Όχι μόνο ήταν πολύ πίσω από τους συνομηλίκους τους όσον αφορά τις γλωσσικές δεξιότητες, αλλά ήταν επίσης ασυνήθιστα αχώριστες και φαινόταν να έχουν μια δική τους γλώσσα, μια γλώσσα που μόνο αυτές μπορούσαν να καταλάβουν.
"Στο σπίτι, μιλούσαν, έκαναν ήχους και όλα αυτά, αλλά ξέραμε ότι δεν ήταν σαν, ξέρετε, τα κανονικά παιδιά, που μιλούν", ανέφερε ο πατέρας τους.
Η οικογένεια Γκίμπονς καταγόταν από τα Μπαρμπέιντος και, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, είχαν μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία. Αν και στο σπίτι η οικογένεια μιλούσε αγγλικά, η Τζιούν και η Τζένιφερ άρχισαν να μιλούν άλλη γλώσσα -που πιστεύεται ότι ήταν μια εκδοχή των Bajan Creole. Έγιναν γνωστές ως "Σιωπηλά Δίδυμα" επειδή έδειχναν απροθυμία να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε άλλον.
Δεν ήταν μόνο η μοναδική διάλεκτός τους που τις κράτησε απομονωμένες. Ούσες τα μόνα μαύρα παιδιά στο σχολείο τους, έγιναν στόχος συνεχούς εκφοβισμού, ο οποίος εμβάθυνε την εξάρτηση της μιας από την άλλη. Καθώς ο εκφοβισμός επιδεινώθηκε, οι υπεύθυνοι του σχολείου άρχισαν να αφήνουν τα κορίτσια να σχολάνε νωρίτερα από τα άλλα παιδιά, με την ελπίδα ότι θα ξεγλιστρήσουν και θα αποφύγουν την παρενόχληση.
Όταν έφτασαν στην εφηβεία, η γλώσσα τους είχε γίνει ακατανόητη για οποιονδήποτε άλλο. Επίσης, είχαν αναπτύξει και άλλες ιδιαιτερότητες, όπως την άρνηση να επικοινωνούν με σχεδόν όλους τους αγνώστους, την άρνηση να διαβάζουν ή να γράφουν στο σχολείο και να αντιγράφει η μια τις κινήσεις της άλλης.
Χρόνια αργότερα, η Τζιούν συνόψισε τη δυναμική με την αδερφή της ως εξής: "Τη μια μέρα, όταν ξυπνούσε, εκείνη ήταν εγώ και την άλλη μέρα εγώ ήμουν εκείνη. Συνήθως λέγαμε η μια στην άλλη, 'Δώσε μου πίσω τον εαυτό μου. Αν μου τον δώσεις πίσω, θα σου δώσω εγώ τον δικό σου'".
"Στο σπίτι, μιλούσαν, έκαναν ήχους και όλα αυτά, αλλά ξέραμε ότι δεν ήταν σαν, ξέρετε, τα κανονικά παιδιά, που μιλούν", ανέφερε ο πατέρας τους.
Η οικογένεια Γκίμπονς καταγόταν από τα Μπαρμπέιντος και, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, είχαν μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία. Αν και στο σπίτι η οικογένεια μιλούσε αγγλικά, η Τζιούν και η Τζένιφερ άρχισαν να μιλούν άλλη γλώσσα -που πιστεύεται ότι ήταν μια εκδοχή των Bajan Creole. Έγιναν γνωστές ως "Σιωπηλά Δίδυμα" επειδή έδειχναν απροθυμία να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε άλλον.
Δεν ήταν μόνο η μοναδική διάλεκτός τους που τις κράτησε απομονωμένες. Ούσες τα μόνα μαύρα παιδιά στο σχολείο τους, έγιναν στόχος συνεχούς εκφοβισμού, ο οποίος εμβάθυνε την εξάρτηση της μιας από την άλλη. Καθώς ο εκφοβισμός επιδεινώθηκε, οι υπεύθυνοι του σχολείου άρχισαν να αφήνουν τα κορίτσια να σχολάνε νωρίτερα από τα άλλα παιδιά, με την ελπίδα ότι θα ξεγλιστρήσουν και θα αποφύγουν την παρενόχληση.
Όταν έφτασαν στην εφηβεία, η γλώσσα τους είχε γίνει ακατανόητη για οποιονδήποτε άλλο. Επίσης, είχαν αναπτύξει και άλλες ιδιαιτερότητες, όπως την άρνηση να επικοινωνούν με σχεδόν όλους τους αγνώστους, την άρνηση να διαβάζουν ή να γράφουν στο σχολείο και να αντιγράφει η μια τις κινήσεις της άλλης.
Χρόνια αργότερα, η Τζιούν συνόψισε τη δυναμική με την αδερφή της ως εξής: "Τη μια μέρα, όταν ξυπνούσε, εκείνη ήταν εγώ και την άλλη μέρα εγώ ήμουν εκείνη. Συνήθως λέγαμε η μια στην άλλη, 'Δώσε μου πίσω τον εαυτό μου. Αν μου τον δώσεις πίσω, θα σου δώσω εγώ τον δικό σου'".
"Την κατείχε η δίδυμή της"
Το 1974, κάποιος γιατρός ονόματι John Rees παρατήρησε την παράξενη συμπεριφορά των κοριτσιών κατά τη διάρκεια ενός ετήσιου σχολικού υγειονομικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Rees, οι δίδυμες ήταν ασυνήθιστα μη αντιδραστικές στον εμβολιασμό. Περιέγραψε τη συμπεριφορά τους ως "μιας κούκλας" και ειδοποίησε τον διευθυντή του σχολείου.
Όταν ο διευθυντής τον αψήφισε, σημειώνοντας ότι τα κορίτσια δεν ήταν "ιδιαίτερα προβληματικά", ο Rees ειδοποίησε έναν παιδοψυχολόγο, ο οποίος επέμενε τα κορίτσια να ξεκινήσουν αμέσως θεραπεία. Ωστόσο, παρόλο που είδαν αρκετούς ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους και ψυχολόγους, τα κορίτσια παρέμειναν ένα μυστήριο και συνέχισαν να αρνούνται να μιλήσουν σε οποιονδήποτε άλλο.
Τον Φεβρουάριο του 1977, η λογοθεραπεύτρια Ann Treharne, συνάντησε τα δύο κορίτσια. Ενώ αρνούνταν να μιλήσουν παρουσία της, συμφώνησαν να καταγράψουν τους διαλόγους τους όταν θα ήταν μόνες τους.
Η Treharne είχε την αίσθηση ότι η Τζιούν ήθελε να της μιλήσει, αλλά αναγκάστηκε να μην το κάνει από την Τζένιφερ. Αργότερα, η Treharne είπε ότι η Τζένιφερ "καθόταν ανέκφραστη, αλλά ένιωσα τη δύναμη της. Μπήκε η σκέψη στο μυαλό μου ότι η Τζιούν είχε καταληφθεί από την δίδυμή της".
Τελικά, αποφασίστηκε να χωρίσουν τα κορίτσια και να τις στείλουν σε διαφορετικά οικοτροφεία. Έλπιζαν ότι, όταν θα ήταν μόνες τους και θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια αίσθηση του εαυτού τους, να άρχιζαν να επικοινωνούν με τον ευρύτερο κόσμο.
Αμέσως έγινε σαφές ότι το πείραμα ήταν μια αποτυχία. Αντί να ανοιχτούν, οι αδερφές κλείστηκαν εντελώς στον εαυτό τους και έγιναν σχεδόν κατατονικές. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του χωρισμού τους, χρειάστηκαν δύο άτομα για να σηκώσουν την Τζιούν από το κρεβάτι, και όταν τελικά σηκώθηκε, στηρίχτηκε απλώς σε έναν τοίχο και το σώμα της ήταν "άκαμπτο και βαρύ σαν πτώμα".
Το 1974, κάποιος γιατρός ονόματι John Rees παρατήρησε την παράξενη συμπεριφορά των κοριτσιών κατά τη διάρκεια ενός ετήσιου σχολικού υγειονομικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Rees, οι δίδυμες ήταν ασυνήθιστα μη αντιδραστικές στον εμβολιασμό. Περιέγραψε τη συμπεριφορά τους ως "μιας κούκλας" και ειδοποίησε τον διευθυντή του σχολείου.
Όταν ο διευθυντής τον αψήφισε, σημειώνοντας ότι τα κορίτσια δεν ήταν "ιδιαίτερα προβληματικά", ο Rees ειδοποίησε έναν παιδοψυχολόγο, ο οποίος επέμενε τα κορίτσια να ξεκινήσουν αμέσως θεραπεία. Ωστόσο, παρόλο που είδαν αρκετούς ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους και ψυχολόγους, τα κορίτσια παρέμειναν ένα μυστήριο και συνέχισαν να αρνούνται να μιλήσουν σε οποιονδήποτε άλλο.
Τον Φεβρουάριο του 1977, η λογοθεραπεύτρια Ann Treharne, συνάντησε τα δύο κορίτσια. Ενώ αρνούνταν να μιλήσουν παρουσία της, συμφώνησαν να καταγράψουν τους διαλόγους τους όταν θα ήταν μόνες τους.
Η Treharne είχε την αίσθηση ότι η Τζιούν ήθελε να της μιλήσει, αλλά αναγκάστηκε να μην το κάνει από την Τζένιφερ. Αργότερα, η Treharne είπε ότι η Τζένιφερ "καθόταν ανέκφραστη, αλλά ένιωσα τη δύναμη της. Μπήκε η σκέψη στο μυαλό μου ότι η Τζιούν είχε καταληφθεί από την δίδυμή της".
Τελικά, αποφασίστηκε να χωρίσουν τα κορίτσια και να τις στείλουν σε διαφορετικά οικοτροφεία. Έλπιζαν ότι, όταν θα ήταν μόνες τους και θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια αίσθηση του εαυτού τους, να άρχιζαν να επικοινωνούν με τον ευρύτερο κόσμο.
Αμέσως έγινε σαφές ότι το πείραμα ήταν μια αποτυχία. Αντί να ανοιχτούν, οι αδερφές κλείστηκαν εντελώς στον εαυτό τους και έγιναν σχεδόν κατατονικές. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του χωρισμού τους, χρειάστηκαν δύο άτομα για να σηκώσουν την Τζιούν από το κρεβάτι, και όταν τελικά σηκώθηκε, στηρίχτηκε απλώς σε έναν τοίχο και το σώμα της ήταν "άκαμπτο και βαρύ σαν πτώμα".
Η σκοτεινή πλευρά των διδύμων
Η June και η Jennifer Gibbons με τη δημοσιογράφο Marjorie Wallace το 1993
Μετά από την επανένωσή τους, οι δίδυμες κόλλησαν περισσότερο μεταξύ τους και αποσύρθηκαν περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Δε μιλούσαν πλέον ούτε στους γονείς τους και απλά έγραφαν γράμματα.
Στο δωμάτιό τους, περνούσαν το χρόνο τους παίζοντας με κούκλες και δημιουργώντας περίτεχνες φαντασιώσεις που, μερικές φορές, μοιράζονταν με τη νεότερη αδερφή τους, την Ρόουζ -εκείνη τη στιγμή, η μοναδική με την οποία επικοινωνούσαν στην οικογένεια.
Όταν οι δίδυμες έλαβαν ως δώρο Χριστουγέννων δύο ημερολόγια, άρχισαν να γράφουν τα έργα και τις φαντασιώσεις τους και ανέπτυξαν πάθος για δημιουργική γραφή. Στα 16 τους, παρακολούθησαν ένα μάθημα γραφής δια αλληλογραφίας, και άρχισαν να μαζεύουν χρήματα για να δημοσιεύσουν τις ιστορίες τους.
Αν και η ιστορία δύο νεαρών γυναικών που αποφεύγουν τον έξω κόσμο και έχουν κλειστεί μέσα τους για να επικεντρωθούν στο γράψιμο ακούγεται σαν μια κατάσταση για τη δημιουργία του επόμενου τέλειου μυθιστορήματος, κάτι τέτοιο δε συνέβη με τις δίδυμες. Τα θέματα του αυτο-δημοσιευμένου μυθιστορήματός τους ήταν τόσο παράξενα και ανησυχητικά όσο και η συμπεριφορά τους.
Οι περισσότερες από τις ιστορίες λάμβαναν χώρα στις ΗΠΑ -συγκεκριμένα στο Μαλιμπού- και επικεντρώνονταν σε νέους, ελκυστικούς ανθρώπους που διέπρατταν τρομερά εγκλήματα. Αν και μόνο ένα μυθιστόρημα -το The Pepsi-Cola Addict, που αναφέρεται σε έναν έφηβο που αποπλανήθηκε από τον δάσκαλό του στο γυμνάσιο- έφτασε στο να τυπωθεί, αυτό δεν τις σταμάτησε να γράψουν δεκάδες ακόμη ιστορίες.
Μετά από την έκδοση του βιβλίου, οι δίδυμες βαρέθηκαν με το να γράφουν απλά για τη ζωή έξω από τους τοίχους του δωματίου τους και λαχταρούσαν να ζήσουν στον κόσμο. Στα 18 τους, άρχισαν να πειραματίζονται με ναρκωτικά και αλκοόλ και να διαπράττουν μικροεγκλήματα.
Τελικά, το 1981, έφτασαν να διαπράξουν εμπρησμό και συνελήφθησαν. Λίγο αργότερα, τέθηκαν σε νοσοκομείο υψίστης ασφάλειας για εγκληματικά παράφρονες.
Η μυστική συμφωνία
Στο νοσοκομείο, ο κόσμος δεν ήταν τόσο επιεικείς με τον τρόπο ζωής των κοριτσιών όσο ήταν το σχολείο και η οικογένειά τους. Οι γιατροί στο Broadmoor άρχισαν να τις δίνουν μεγάλες δόσεις αντιψυχωσικών φαρμάκων, τα οποία προκάλεσαν θολή όραση στην Τζένιφερ. Για σχεδόν 12 χρόνια, ζούσαν στο νοσοκομείο και η μοναδική τους ανακούφιση ήταν να γεμίζουν σελίδα τη σελίδα, ημερολόγιο το ημερολόγιο.
Τελικά, τον Μάρτιο του '93, κανονίστηκε η μεταφορά τους σε κλινική χαμηλότερης ασφάλειας στην Ουαλία. Όμως, με την άφιξή τους εκεί, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η Τζένιφερ δεν ανταποκρινόταν. Φαινόταν ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε αποκοιμηθεί και δεν ξυπνούσε. Όταν μεταφέρθηκε στο κοντινό νοσοκομείο, η Τζένιφερ Γκίμπονς δηλώθηκε νεκρή λόγω ξαφνικής φλεγμονής στην καρδιά. Ήταν μόλις 29 χρονών.
Αν και ο πρόωρος θάνατός της ήταν σίγουρα σοκαριστικός, το ίδιο σοκαριστική επίδραση είχε και στην Τζιούν. Ξαφνικά, άρχισε να μιλά σε όλους, σαν να το έκανε σε όλη της τη ζωή.
Λίγο μετά, η Τζιούν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και άρχισε να ζει μια αρκετά φυσιολογική ζωή. Φαίνεται ότι, μόλις έμεινε η μια από τις δύο, η Τζιούν δεν επιθυμούσε πλέον να μείνει σιωπηλή.
Τελικά, τον Μάρτιο του '93, κανονίστηκε η μεταφορά τους σε κλινική χαμηλότερης ασφάλειας στην Ουαλία. Όμως, με την άφιξή τους εκεί, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η Τζένιφερ δεν ανταποκρινόταν. Φαινόταν ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε αποκοιμηθεί και δεν ξυπνούσε. Όταν μεταφέρθηκε στο κοντινό νοσοκομείο, η Τζένιφερ Γκίμπονς δηλώθηκε νεκρή λόγω ξαφνικής φλεγμονής στην καρδιά. Ήταν μόλις 29 χρονών.
Αν και ο πρόωρος θάνατός της ήταν σίγουρα σοκαριστικός, το ίδιο σοκαριστική επίδραση είχε και στην Τζιούν. Ξαφνικά, άρχισε να μιλά σε όλους, σαν να το έκανε σε όλη της τη ζωή.
Λίγο μετά, η Τζιούν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και άρχισε να ζει μια αρκετά φυσιολογική ζωή. Φαίνεται ότι, μόλις έμεινε η μια από τις δύο, η Τζιούν δεν επιθυμούσε πλέον να μείνει σιωπηλή.
Πώς προέκυψε η ιστορία των Σιωπηλών Διδύμων
Η Marjorie Wallace
Αφού η Τζιούν και η Τζένιφερ Γκίμπονς παρέμειναν σιωπηλές για όλη τους τη ζωή, πώς ξέρει ο κόσμος τόσα πολλά για την ζωής τους; Χάρη στην Marjorie Wallace.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Marjorie Wallace δούλευε ως ερευνήτρια δημοσιογράφος για τους The Sunday Times στο Λονδίνο. Όταν άκουσε για δύο ασυνήθιστες δίδυμες που ήταν υπεύθυνες για τουλάχιστον τρεις πυρκαγιές, σοκαρίστηκε.
Η Wallace έφτασε στο σπίτι της οικογένειας Γκίμπονς, όπου οι γονείς των κοριτσιών της επέτρεψαν να μπει στο δωμάτιο τους. Σε μια συνέντευξη του 2015, η Wallace ανέφερε το πόσο γοητεύτηκε με τα ευφάνταστα κείμενα που ανακάλυψε στο δωμάτιο:
"Είδα τους γονείς τους και μετά με πήγαν στον επάνω όροφο, και μου έδειξαν το δωμάτιό τους που είχαν πολλές σακούλες γεμάτες γραπτά -βιβλία εξάσκησης. Και αυτό που ανακάλυψα ήταν ότι ενώ βρίσκονταν σε αυτό το δωμάτιο μόνες τους, είχαν μάθει να γράφουν. Έβαλα [τα βιβλία] στο αυτοκίνητό μου και πήγα σπίτι. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ότι αυτά τα κορίτσια, που δεν είχαν μιλήσει στον έξω κόσμο, και είχαν απορριφθεί ως ζόμπι, είχαν αυτήν την πλούσια φανταστική ζωή".
Ενθουσιασμένη από το μυαλό των κοριτσιών, η Wallace τις επισκέφθηκε στην φυλακή, ενώ περίμεναν να δικαστούν. Προς χαρά της, τα κορίτσια άρχισαν να της μιλούν αργά.
Η Wallace πίστευε ότι η περιέργειά της για τα γραπτά των κοριτσιών -και λίγη αποφασιστικότητα- θα μπορούσε να ξεκλειδώσει τη σιωπή τους.
"Ήθελαν απεγνωσμένα να αναγνωριστούν και να γίνουν διάσημες μέσα από τα γραπτά τους, να τα δημοσιεύσουν και να πουν την ιστορία τους", ανέφερε η Wallace. "Και σκέφτηκα ότι ίσως ένας τρόπος να τους απελευθερώσω θα ήταν να τις ξεκλειδώσω από αυτή τη σιωπή".
Όταν τα κορίτσια μεταφέρθηκαν στο Broadmoor, η Wallace δεν τις παρατήρησε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, η Wallace συνέχισε να κάνει συζητήσεις μαζί τους. Έτσι, σιγά-σιγά, μπήκε στον κόσμο τους.
"Μου άρεσε που ήμουν μαζί τους. Είχαν μια μικρή αίσθηση χιούμορ. Απαντούσαν σε αστεία. Συχνά, πίναμε το τσάι μας γελώντας".
Όταν τα κορίτσια μεταφέρθηκαν στο Broadmoor, η Wallace δεν τις παρατήρησε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, η Wallace συνέχισε να κάνει συζητήσεις μαζί τους. Έτσι, σιγά-σιγά, μπήκε στον κόσμο τους.
"Μου άρεσε που ήμουν μαζί τους. Είχαν μια μικρή αίσθηση χιούμορ. Απαντούσαν σε αστεία. Συχνά, πίναμε το τσάι μας γελώντας".
Όμως, κάτω από τα γέλια, η Wallace άρχισε να ανακαλύπτει την σκοτεινή πλευρά σε κάθε μια από αυτές. Διαβάζοντας τα ημερολόγια της Τζιούν διαπίστωσε ότι αισθανόταν να την κατέχει η αδελφή της, στην οποία αναφερόταν ως "σκοτεινή σκιά" πάνω της. Από την άλλη μεριά, η Τζένιφερ, αποκάλυπτε στα ημερολόγιά της ότι έβλεπε την αδερφή της και τον εαυτό της ως "θανατηφόρους εχθρούς" και περιέγραφε την αδερφή της ως "άνθρωπο ελεεινό, που εξαπατά και σκοτώνει".
Η έρευνα της Wallace στα πρώτα ημερολόγια των κοριτσιών αποκάλυψε ότι μια ένιωθε για την άλλη μια βαθιά ριζωμένη περιφρόνηση. Παρά τον φαινομενικά ακλόνητο δεσμό τους, και την προφανή αφοσίωση μεταξύ τους, είχαν καταγράψει, η κάθε μια ξεχωριστά και κρυφά από την άλλη, τον αυξανόμενο φόβο που ένιωθε η μια για την άλλη για πάνω από μια δεκαετία.
Η Wallace παρατήρησε ότι, κυρίως, η Τζιούν φαινόταν να φοβάται περισσότερο την Τζένιφερ και η Τζένιφερ φαινόταν να είναι η κυρίαρχη δύναμη. Στα πρώτα στάδια της σχέσης τους, η Wallace σημείωσε ότι η Τζιούν φαινόταν να θέλει να της μιλήσει, αλλά διακριτικά σημάδια από την Τζένιφερ την σταματούσαν.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η στάση φαινόταν να συνεχίζεται. Καθ όλη τη διάρκεια της σχέσης της με τις δίδυμες, η Wallace σημείωσε την προφανή επιθυμία της Τζιούν να απομακρυνθεί από τη Τζένιφερ και τους τρόπους της.
Από δύο, μία
Η June, η Jennifer και η Wallace
Λίγο περισσότερο από μια δεκαετία αφότου οι δίδυμες είχαν σταλεί στο Broadmoor, ανακοινώθηκε ότι μεταφέρθηκαν σε ίδρυμα χαμηλότερης ασφάλειας. Οι γιατροί στο Broadmoor, αλλά και η Wallace, πίεζαν να τις στείλουν κάπου με ακόμα λιγότερη πίεση και τελικά, το 1993, τους εξασφάλισαν μια θέση στο Caswell Clinic στην Ουαλία.
Όμως, η Τζένιφερ δε θα έφτανε ποτέ εκεί.
Τις ημέρες πριν από τη μετακίνηση, όπως έκανε κάθε Σαββατοκύριακο, η Wallace επισκέφτηκε τις δίδυμες στο Broadmoor και αργότερα θυμήθηκε ότι κάτι δεν πήγε καλά:
Όμως, η Τζένιφερ δε θα έφτανε ποτέ εκεί.
Τις ημέρες πριν από τη μετακίνηση, όπως έκανε κάθε Σαββατοκύριακο, η Wallace επισκέφτηκε τις δίδυμες στο Broadmoor και αργότερα θυμήθηκε ότι κάτι δεν πήγε καλά:
"Πήρα και την κόρη μου μαζί. Και, αρχικά, είχαμε μια ευχάριστη. Και ξαφνικά, στη μέση της συζήτησης, η Τζένιφερ είπε: 'Marjorie, Marjorie, πρέπει να πεθάνω' και κάπως σαν να γέλασα. 'Τι; Μην είσαι χαζή… Το ξέρεις, σε λίγο θα απελευθερωθείς από το Broadmoor. Γιατί θα πρέπει να πεθάνεις; Δεν είσαι άρρωστη', της είπα. Και εκείνη απάντησε, 'Επειδή το έχουμε αποφασίσει'. Σε εκείνο το σημείο, φοβήθηκα πολύ, γιατί μπορούσα να δω ότι το εννοούσαν".
Και, όντως, το είχαν αποφασίσει. Εκείνη την ημέρα, η Wallace συνειδητοποίησε ότι, για αρκετό καιρό, τα κορίτσια ετοιμάζονταν ώστε ένα από αυτά να πεθάνει. Φαινόταν ότι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μια έπρεπε να πεθάνει ώστε η άλλη να μπορούσε να ζήσει πραγματικά.
Όπως είναι φυσικό, μετά από την περίεργη επίσκεψή της, η Wallace προειδοποίησε τους γιατρούς για τη συζήτηση που είχαν κάνει. Οι γιατροί της είπαν απλά να μην ανησυχεί και ότι πρόσεχαν τα κορίτσια.
Όμως, το πρωί που έφυγαν από το Broadmoor, η Τζένιφερ ανέφερε ότι δεν αισθανόταν καλά. Πλησιάζοντας τις πύλες του ιδρύματος με το αυτοκίνητο που τις μετέφερε, η Τζένιφερ έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της Τζιούν και της είπε, "Επιτέλους βγαίνουμε". Έπειτα, έπεσε σε κώμα. Λιγότερο από 12 ώρες αργότερα, ήταν νεκρή.
Όταν έφτασαν στην Ουαλία ήταν πολύ αργά. Στις 6:15 εκείνο το βράδυ, η Τζένιφερ Γκίμπονς κηρύχθηκε νεκρή.
Αν και η επίσημη αιτία θανάτου αναφέρεται το οίδημα στην καρδιά της, ο θάνατος της Τζένιφερ παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη δηλητηρίου ή κάτι άλλο ασυνήθιστο.
Οι γιατροί στην κλινική Caswell κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα φάρμακα που τους δόθηκαν στο Broadmoor ίσως είχαν ερεθίσει το ανοσοποιητικό σύστημα της Τζένιφερ -αν και σημείωσαν ότι τα ίδια φάρμακα είχε λάβει και η Τζιούν και ήταν πολύ καλά στην υγεία της κατά την άφιξή τους.
Μετά από το θάνατο της αδερφής της, η Τζιούν έγραψε στο ημερολόγιό της, "Σήμερα πέθανε η αγαπημένη μου δίδυμη αδελφή Τζένιφερ. Είναι νεκρή. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Δε θα με αναγνωρίσει ποτέ. Η μαμά και ο μπαμπάς ήρθαν να δουν το σώμα της. Φιλούσα το πέτρινο πρόσωπό της. Έγινα θλιμμένη υστερική".
Όμως, η Wallace θυμήθηκε μια επίσκεψή της στην Τζιούν αρκετές ημέρες μετά από το θάνατο της αδερφή της. Την βρήκε σε καλή διάθεση και πρόθυμη να μιλήσει -πραγματικά να καθίσει και να μιλήσει- για πρώτη φορά. Από εκείνη τη στιγμή, η Τζιούν φαινόταν ένας νέος άνθρωπος.
Είπε στην Wallace ότι ο θάνατος της Τζένιφερ την είχε ανοίξει και της επέτρεψε να είναι ελεύθερη για πρώτη φορά. Της είπε ότι η Τζένιφερ έπρεπε να πεθάνει και πώς είχαν αποφασίσει ότι μόλις θα γινόταν αυτό, θα ήταν ευθύνη της Τζιούν να ζήσει και για εκείνη.
Και η Τζιούν το έκανε. Χρόνια αργότερα, ζει ακόμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, κοντά στην οικογένειά της. Επανήλθε στην κοινωνία και μιλά σε οποιονδήποτε την ακούσει, μια έντονη αντίθεση από το κορίτσι που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της μιλώντας μόνο στην αδερφή της.
Όταν ρωτήθηκε γιατί επί σχεδόν 30 χρόνια οι δύο αδερφές δε μιλούσαν σε κανένας, η Τζιούν απάντησε, "Κάναμε μια συμφωνία. Είπαμε ότι δεν πρόκειται να μιλήσουμε σε κανέναν. Σταματήσαμε να μιλάμε εντελώς -μόνο μεταξύ μας, στην κρεβατοκάμαρά μας στον επάνω όροφο".
Και, όντως, το είχαν αποφασίσει. Εκείνη την ημέρα, η Wallace συνειδητοποίησε ότι, για αρκετό καιρό, τα κορίτσια ετοιμάζονταν ώστε ένα από αυτά να πεθάνει. Φαινόταν ότι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μια έπρεπε να πεθάνει ώστε η άλλη να μπορούσε να ζήσει πραγματικά.
Όπως είναι φυσικό, μετά από την περίεργη επίσκεψή της, η Wallace προειδοποίησε τους γιατρούς για τη συζήτηση που είχαν κάνει. Οι γιατροί της είπαν απλά να μην ανησυχεί και ότι πρόσεχαν τα κορίτσια.
Όμως, το πρωί που έφυγαν από το Broadmoor, η Τζένιφερ ανέφερε ότι δεν αισθανόταν καλά. Πλησιάζοντας τις πύλες του ιδρύματος με το αυτοκίνητο που τις μετέφερε, η Τζένιφερ έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της Τζιούν και της είπε, "Επιτέλους βγαίνουμε". Έπειτα, έπεσε σε κώμα. Λιγότερο από 12 ώρες αργότερα, ήταν νεκρή.
Όταν έφτασαν στην Ουαλία ήταν πολύ αργά. Στις 6:15 εκείνο το βράδυ, η Τζένιφερ Γκίμπονς κηρύχθηκε νεκρή.
Αν και η επίσημη αιτία θανάτου αναφέρεται το οίδημα στην καρδιά της, ο θάνατος της Τζένιφερ παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη δηλητηρίου ή κάτι άλλο ασυνήθιστο.
Οι γιατροί στην κλινική Caswell κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα φάρμακα που τους δόθηκαν στο Broadmoor ίσως είχαν ερεθίσει το ανοσοποιητικό σύστημα της Τζένιφερ -αν και σημείωσαν ότι τα ίδια φάρμακα είχε λάβει και η Τζιούν και ήταν πολύ καλά στην υγεία της κατά την άφιξή τους.
Μετά από το θάνατο της αδερφής της, η Τζιούν έγραψε στο ημερολόγιό της, "Σήμερα πέθανε η αγαπημένη μου δίδυμη αδελφή Τζένιφερ. Είναι νεκρή. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Δε θα με αναγνωρίσει ποτέ. Η μαμά και ο μπαμπάς ήρθαν να δουν το σώμα της. Φιλούσα το πέτρινο πρόσωπό της. Έγινα θλιμμένη υστερική".
Όμως, η Wallace θυμήθηκε μια επίσκεψή της στην Τζιούν αρκετές ημέρες μετά από το θάνατο της αδερφή της. Την βρήκε σε καλή διάθεση και πρόθυμη να μιλήσει -πραγματικά να καθίσει και να μιλήσει- για πρώτη φορά. Από εκείνη τη στιγμή, η Τζιούν φαινόταν ένας νέος άνθρωπος.
Είπε στην Wallace ότι ο θάνατος της Τζένιφερ την είχε ανοίξει και της επέτρεψε να είναι ελεύθερη για πρώτη φορά. Της είπε ότι η Τζένιφερ έπρεπε να πεθάνει και πώς είχαν αποφασίσει ότι μόλις θα γινόταν αυτό, θα ήταν ευθύνη της Τζιούν να ζήσει και για εκείνη.
Και η Τζιούν το έκανε. Χρόνια αργότερα, ζει ακόμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, κοντά στην οικογένειά της. Επανήλθε στην κοινωνία και μιλά σε οποιονδήποτε την ακούσει, μια έντονη αντίθεση από το κορίτσι που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της μιλώντας μόνο στην αδερφή της.
Όταν ρωτήθηκε γιατί επί σχεδόν 30 χρόνια οι δύο αδερφές δε μιλούσαν σε κανένας, η Τζιούν απάντησε, "Κάναμε μια συμφωνία. Είπαμε ότι δεν πρόκειται να μιλήσουμε σε κανέναν. Σταματήσαμε να μιλάμε εντελώς -μόνο μεταξύ μας, στην κρεβατοκάμαρά μας στον επάνω όροφο".
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου