Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Η ιστορία του καμικάζι πορνοστάρ και το σκάνδαλο που συγκλόνισε την Ιαπωνία

Η κατοικία του Yoshio Kodama μετά την επίθεση. Το κόκκινο βέλος δείχνει πού βρισκόταν τη στιγμή της επίθεσης αυτοκτονίας - πηγή
 
Το πρωί της 23ης Μαρτίου 1976, η ηρεμία που επικρατούσε σε μια γειτονιά του Τόκιο ταράχτηκε καθώς ένα μικρό αεροσκάφος βγήκε ουρλιάζοντας από τα σύννεφα και έπεσε στο πλάι ενός μεγάλου διώροφου σπιτιού.
 
 
 
Το αεροπλάνο έπεσε σαν μια γιγάντια βολίδα, βάζοντας αμέσως φωτιά στο σπίτι και τραυματίζοντας δύο ενοίκους. Σαν από θαύμα όμως, σκοτώθηκε μόνο ο πιλότος.
 
Όταν οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο, έγινε αμέσως σαφές ότι δεν επρόκειτο για κάποιο τραγικό ατύχημα, αλλά μάλλον για μια σκόπιμη απόπειρα δολοφονίας, σε στυλ καμικάζι. Υποψήφιο θύμα ήταν το μεγαλύτερο αφεντικό του εγκλήματος της Ιαπωνίας, και υποψήφιος δολοφόνος ένας προβληματικός ηθοποιός του πορνό που έχει εμμονή με τον ηθικό κώδικα των σαμουράι Μπουσίντο. Κίνητρό του ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα στην ιστορία της Ιαπωνίας.
 
Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίθεση είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1970.
 
Ο ηθοποιός Γιούκιο Μισίμα εκφωνεί την ομιλία του στο μπαλκόνι του κεντρικού αρχηγείου των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας στο Τόκιο την 25 Νοεμβρίου 1970 - πηγή
 
Για πολλούς Ιάπωνες, η άνευ όρων παράδοση της χώρας στις ΗΠΑ στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 ήταν μια εθνική ντροπή. Στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, ουσιαστικά, η χώρα έγινε ένα συμμαχικό κράτος-μαριονέτα, με τον Αμερικανό στρατηγό Ντάγκλας ΜακΆρθουρ κάτι σαν τον νέο Αυτοκράτορα -αλλά χωρίς τον τίτλο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Σύμμαχοι αφόπλισαν τις ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις, απαγόρευσαν τον "Kokka Shintō" (Κρατικός Σιντοϊσμός, ιδεολογική χρήση της Ιαπωνικής λαϊκής θρησκείας από την Αυτοκρατορική Ιαπωνία και των παραδόσεων των Σιντοϊστών), συνέλαβαν και δίκασαν Ιάπωνες ηγέτες για εγκλήματα πολέμου, απέσπασαν πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε αποζημιώσεις για τις χώρες που είχαν καταστραφεί από τον κατακτητικό πόλεμο της Ιαπωνίας και αντικατέστησαν βίαια την στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας με Δυτικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία.
 
Ωστόσο, οι Σύμμαχοι συνειδητοποίησαν την αξία της Ιαπωνίας ως προπύργιο κατά του κομμουνισμού στην Ασία και, τον Απρίλιο του 1952, τερμάτισαν την κατοχή και αποκατέστησαν την ανεξαρτησία της. Δεν ήταν όμως μια πλήρης ανεξαρτησία καθώς, η Συνθήκη Ασφαλείας ΗΠΑ-Ιαπωνίας του 1951 παραχωρούσε στις ΗΠΑ το αποκλειστικό δικαίωμα να σταθμεύουν πάνω 250.000 στρατεύματα σε ιαπωνικό έδαφος, ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι αμερικανικές εταιρείες συνέχισαν να ασκούν τεράστια επιρροή στην πολιτική και την βιομηχανία της χώρας. Αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν βαθιά αντιδημοφιλή στον ιαπωνικό λαό, οδηγώντας σε μια σειρά βίαιων διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.

Μέσα σε αυτή τη συνεχιζόμενη εθνική ταπείνωση αναδύθηκε ένα ισχυρό δεξιό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο απέρριψε τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομμουνισμό, και λαχταρούσε να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της Ιαπωνίας και να επιστρέψει η χώρα στις μέρες της μιλιταριστικής δόξας του 1930 και '40. Στο αποκορύφωμά τους τη δεκαετία του '70, οι Εθνικιστές ήταν εκατοντάδες χιλιάδες, χωρισμένοι σε δεκάδες ομάδες πολιτοφυλακής διάσπαρτες σε όλη τη χώρα. Μεταξύ αυτών ήταν και η Tatenokai ("Κοινωνία της Ασπίδας"), με επικεφαλής τον διάσημο ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima). Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο Μισίμα και τέσσερις από τους οπαδούς του μπήκαν και κλείστηκαν στο κεντρικό αρχηγείο των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας στο Τόκιο, έχοντας όμηρο τον διοικητή. Στη συνέχεια, φορώντας μια παραδοσιακή κορδέλα hachimachi, που έφερε το έμβλημα του ανατέλλοντος ηλίου και το σύνθημα "Να αναγεννηθείς επτά φορές για να υπηρετήσεις τη χώρα", ο Μισίμα εμφανίστηκε στο μπαλκόνι και εκφώνησε έναν παθιασμένο λόγο στους στρατιώτες που ήταν συγκεντρωμένοι από κάτω, καλώντας τους να αντιταχθούν στην κυβέρνηση και να αποκαταστήσουν τον έλεγχο του στρατού -και ολόκληρης της Ιαπωνίας- στον Αυτοκράτορα. Ωστόσο, η ομιλία του ενέπνευσε μόνο χλευασμούς και κραυγές, και όταν έγινε σαφές ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει εξέγερση, διέπραξε σεπούκου (ή χαρακίρι), τον τελετουργικό τρόπο αυτοκτονίας ο οποίος καθιερώθηκε από τους Σαμουράι ως μοναδική επιτρεπτή διέξοδο σε περίπτωση ήττας ή ατίμωσής τους, ξεκοιλιάζοντας τον εαυτό του με ένα μαχαίρι ενώ ένας ακόλουθος τον αποκεφάλισε με σπαθί.
 
Ο Mitsuyasu Maeno στο αεροδρόμιο Chofu - πηγή
 
Η απόπειρα πραξικοπήματος του Μισίμα μπορεί να απέτυχε αλλά το παράδειγμά του ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά νεαρών ρομαντικών εθνικιστών, συμπεριλαμβανομένου του μελλοντικού δολοφόνου καμικάζι της ιστορίας, του Mitsuyasu Maeno.
 
Για την πρώιμη ζωή του Maeno λίγα είναι γνωστά. Γεννημένος στο Τόκιο το 1946 ή το '47, σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την υποκριτική, ως έφηβος εντάχθηκε σε διάφορες θεατρικές ομάδες και, το 1959, εμφανίστηκε στην πρώτη του ταινία. Το 1967, παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και επέστρεψε στην Ιαπωνία όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός. Δυσκολεύτηκε όμως να βρει ρόλους και έτσι αναγκάστηκε να εμφανιστεί σε χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες και ένα δημοφιλές στυλ ιαπωνικής πορνογραφίας, γνωστό ως "ροζ φιλμ" -στη δεκαετία του 1970, οι ροζ ταινίες αποτελούσαν σχεδόν τα 2/3 όλων των ταινιών που γυριζόντουσαν στην χώρα.

Η προσωπική ζωή του ήταν εξίσου προβληματική. Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με την Ιαπωνέζα ηθοποιό Noriko Kurosawa και αργότερα με μια Αμερικανίδα, αλλά, γρήγορα, και οι δύο γάμοι κατέληξαν σε διαζύγιο. Τον Φεβρουάριο του '76, ο Maeno έκανε απόπειρα αυτοκτονίας καταναλώνοντας υπερβολική δόση χαπιών. Βρέθηκε ξαπλωμένος στο χιόνι έξω από την πόλη Yuzawa και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου ανάρρωσε σύντομα. Λίγο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Μισίμα, ο Maeno αφοσιώθηκε φανατικά στο εθνικιστικό κίνημα και λαχταρούσε μια ευκαιρία να αποδείξει το θάρρος του και να ξανακερδίσει τη χαμένη τιμή της χώρας του. Αυτή η ευκαιρία θα ερχόταν σύντομα με τη μορφή ενός σκανδάλου που συγκλόνισε την ιαπωνική κοινωνία μέχρι τον πυρήνα της.
 
Τον Φεβρουάριο του 1976, μια υποεπιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ αποκάλυψε ότι η αμερικανική εταιρεία Lockheed Aircraft Corporation είχε δωροδοκήσει ξένες κυβερνήσεις με περισσότερα από 22 εκατομμύρια δολάρια ως δελεασμό για να αγοράσουν τα προϊόντα της. Αποδέκτες των δωροδοκιών ήταν η Ιαπωνία, η Ολλανδία, η Σαουδική Αραβία, η Ιταλία και η Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με μαρτυρίες στελεχών της Lockheed, παρά την εξασφάλιση 250 εκατομμυρίων δολαρίων σε κρατικά δάνεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η εταιρεία βρισκόταν στα όρια της χρεοκοπίας. Οι καθυστερήσεις στην κυκλοφορία ενός νέου αεροσκάφους είχαν οδηγήσει σε απογοητευτικές πωλήσεις, με τις περισσότερες αεροπορικές εταιρείες να επιλέγουν το αεροσκάφος μιας ανταγωνίστριας εταιρείας -το Douglas DC-10. Όμως και οι πωλήσεις άλλων αεροσκαφών της ήταν εξίσου απογοητευτικές. Το F-104 Starfighter, που παρουσιάστηκε το 1958 ως αναχαιτιστικό υψηλής ταχύτητας μεγάλου υψόμετρου για την κατάρριψη σοβιετικών πυρηνικών βομβαρδιστικών, ήταν βραχύβιο στην υπηρεσία της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ και αντικαταστάθηκε μετά από μόλις 11 χρόνια από πιο ευέλικτα αεροσκάφη. Απεγνωσμένη η εταιρεία, διέθεσε μια διαφορετική εκδοχή του αεροσκάφους με μικρότερα και λεπτότερα φτερά, εξάγοντας τον τύπο σε 14 χώρες -συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Τουρκίας μεταξύ άλλων. Ωστόσο, τα μικρά φτερά μείωναν τις δυνατότητές του τόσο ως μαχητικού όσο και ως βομβαρδιστικού, ενώ επιπλέον, όπως αποδείχθηκε, το μετέβαλαν σε θανατηφόρα παγίδα για τους πιλότους και απέκτησε το παρατσούκλι "ιπτάμενα φέρετρα" (The Widowmaker). Οι Ιαπωνικές Αμυντικές Δυνάμεις, προτού οι δωροδοκίες της Lockheed πείσουν τις αρχές να στραφούν στο F-104, είχαν ήδη επιλέξει ένα άλλο αεροσκάφος ως το κύριο μαχητικό τους. Εκτός από το Starfighter, η Lockheed δωροδόκησε και την ιαπωνική αεροπορική εταιρεία All Nippon Airways για να υιοθετήσει το δικό της αεροσκάφος (το L1011) έναντι του DC-10, και την ιταλική Πολεμική Αεροπορία για να αγοράσει μεταφορικά C-130 Hercules.

Η είδηση του σκανδάλου δωροδοκίας έκανε πολλά βασικά πρόσωπα να παραιτηθούν, συμπεριλαμβανομένου του Ιταλού προέδρου Τζιοβάνι Λεόνε και πολλών κορυφαίων στελεχών της Lockheed. Στην Ολλανδία, ο πρίγκιπας Bernhard, ο οποίος είχε λάβει 1,1 εκατομμύρια δολάρια για να διασφαλίσει ότι το F-104 θα κέρδιζε το γαλλικό Dassault Mirage 5, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τις δημόσιες θέσεις και του απαγορεύτηκε να φέρει στρατιωτική στολή. Πουθενά όμως ο αντίκτυπος του σκανδάλου δεν έγινε τόσο αισθητός όσο στην Ιαπωνία και αυτό γιατί αποκάλυψε αυτό που από καιρό ήταν κοινό μυστικό στην ιαπωνική πολιτική. Αν και οι ΗΠΑ προσπάθησαν να επιβάλουν στην χώρα μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, το σχέδιο απέτυχε και η ιαπωνική πολιτική γρήγορα μετατράπηκε σε αυτό που ο δημοσιογράφος των New York Times Jerome Cohen περιέγραψε το 1976 ως:

"…[μια] χαλαρή ολιγαρχία συντηρητικών πολιτικών που ακούει στο όνομα Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Η εξουσία πηγάζει από φατρίες και οι φατρίες συνενώνονται γύρω από ηγέτες που επιλέγονται λιγότερο για ιδεολογικούς λόγους, παρά λόγω πολιτικού ταλέντου -ιδιαίτερα, λόγω ικανότητας συγκέντρωσης χρημάτων. Τα χρήματα χρησιμοποιούνται από τον ηγέτη και την ακολουθία του για να κερδίσουν τις εκλογές και να σταθεροποιήσουν τους δεσμούς με τους ψηφοφόρους. Κάθε παράταξη προσπαθεί να τοποθετήσει τα μέλη της σε υπουργικές και άλλες υψηλές θέσεις. Απώτερος στόχος του είναι να εκλέξει τον αρχηγό του στην προεδρία του κόμματος, διασφαλίζοντας έτσι την επιλογή του ως πρωθυπουργού, με την προϋπόθεση ότι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα παραμείνουν η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι ηγέτες των φατριών διαρκώς μάχονται, διαπραγματεύονται και συνωμοτούν και κάθε ανασχηματισμός του υπουργικού συμβουλίου αντικατοπτρίζει τον τελευταίο προσωρινό συνασπισμό δυνάμεων. Περιστασιακά, ένας αρχηγός φατρίας θα δώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε άλλους ηγέτες για να κερδίσει την εύνοια αυτών και των οπαδών τους".

Από την ίδρυσή του το 1955, και με ξαίρεση πέντε χρόνια από το 1993 έως το 1994 και από το 2009 έως το 2012, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα κυβερνά την Ιαπωνία σχεδόν αδιάκοπα.
 
Στην περίπτωση του σκανδάλου Lockheed, η ριζωμένη κουλτούρα της δωροδοκίας είχε μια ακόμη πιο σκοτεινή διάσταση, γιατί ένας από τους βασικούς παίκτες στην υπόθεση ήταν ο Yoshio Kodama, μια υψηλόβαθμη προσωπικότητα της ιαπωνικής μαφίας Yakuza.
 
Δεύτερος από αριστερά, ο Yoshio Kodama, Φεβρουάριος 1945, Ταϊβάν - πηγή
 
Γεννημένος στο Nihonmatsu το 1911, ο Kodama εντάχθηκε στην Yakuza σε ηλικία 12 ετών υπηρετώντας ως εκτελεστής και ξυλοκοπώντας συνδικαλιστές. Στις δεκαετίες του 1920 και του '30, ενεπλάκη σε διάφορες δεξιές υπερεθνικιστικές ομάδες, οι οποίες προσπάθησαν να εκπληρώσουν αυτό που έβλεπαν ως προφανές πεπρωμένο της Ιαπωνίας, να κυριαρχήσει δηλαδή σε όλη την Ασία. Γι' αυτό το λόγο, ο Kodama οργάνωσε -επιτυχημένα- τη δολοφονία πολλών Ιαπώνων πολιτικών που υποστήριζαν τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Ιαπωνίας, Κορέας και Κίνας, και σχεδίασε τη δολοφονία του πρωθυπουργού Saito Makoto, χωρίς όμως να τα καταφέρει σε αυτό, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Μετά το ξέσπασμα του Δεύτερου Σινο-Ιαπωνικού Πολέμου το 1937, ο Kodama αποφυλακίστηκε κατόπιν εντολής του στρατηγού του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού Kenji Doihara και στάλθηκε στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Μαντζουρία. Εκεί υπηρέτησε ως κατάσκοπος και μεσάζων για τις κινεζικές συνεργαζόμενες δυνάμεις, βοηθώντας στην εξάλειψη και την καταστολή της αντίστασης στην ιαπωνική κατοχή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Kodama συμμετείχε επίσης στην βίαιη και μεγάλης κλίμακας λεηλασία της κινεζικής υπαίθρου, κατάσχοντας ό,τι πολύτιμο έπεφτε στα χέρια του και πουλώντας το έναντι μεγάλου κέρδους στην Ιαπωνία. Χάρη σε αυτές τις δραστηριότητες, μέχρι το 1945 είχε γίνει ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στην χώρα, με περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 175 εκατομμυρίων δολαρίων. Μετά τον πόλεμο, συνελήφθη και ερευνήθηκε από τις ΗΠΑ ως ύποπτος εγκληματίας πολέμου κατηγορίας Α, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος και στρατολογήθηκε από τη Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ για να πολεμήσει την άνοδο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στην Ιαπωνία. Ταυτόχρονα, ο Kodama επέστρεψε στον υπόκοσμο, βοηθώντας στην ένωση πολλών φατριών της Yakuza και συγκεντρώνοντας ακόμη μεγαλύτερη περιουσία μέσω του εμπορίου οπίου. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 είχε γίνει ένας από τους πιο επιτυχημένους και διαβόητους "kuromaku" (αυτός που κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο) βοηθώντας στην ίδρυση του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος και ξεκινώντας τη σταδιοδρομία πολλών Ιαπώνων πολιτικών -όπως ο Tanaka, ο πρωθυπουργός της χώρας την εποχή του σκανδάλου Lockheed.

Το 1969, η Lockheed προσέγγισε τον Kodama ώστε να μεσολαβήσει για τις δωροδοκίες. Τα επόμενα 5 χρόνια, ο διαβόητος εγκληματίας έλαβε περισσότερα από 12 εκατομμύρια δολάρια από την εταιρεία  και τα διοχέτευσε σε διάφορους αξιωματούχους -όπως ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Οικονομικών, ο Αρχηγός του Επιτελείου των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας, κορυφαία στελέχη εταιριών μεταξύ αυτών και της All Nippon Airways, και, φυσικά, για τον ίδιο. Όταν το '76 ξέσπασε το σκάνδαλο, πολλοί από τους υπερεθνικιστές συνεργάτες του Kodama έμειναν άναυδοι, βλέποντας τη συνεργασία του με μια εταιρεία της οποίας το αεροσκάφος είχε καταστρέψει την Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Πολέμου ως προδοσία για όλα όσα ισχυρίζονταν ότι υποστήριζε. Μάλιστα, πολλοί τον κάλεσαν να προβεί σε σεπούκου για να εξιλεωθεί από την ντροπή. Ιδιαίτερα εξοργισμένος ήταν ο Maeno, ο οποίος, μόλις έμαθε για το σκάνδαλο, δήλωσε ότι ο Kodama ήταν ατιμωτικός και ορκίστηκε να τον σκοτώσει με τον πιο ηρωικό τρόπο, ρίχνοντας ένα αεροσκάφος στο σπίτι του σαν καμικάζι.
 
Το πρωί της 23ης Μαρτίου, ο Maeno νοίκιασε μια στολή πιλότου καμικάζι και, με δύο φίλους, πήγε στο αεροδρόμιο Taiyo. Εκεί είπε ότι εμφανιζόταν σε μια ταινία ως καμικάζι και ήθελε να γυρίσει ένα διαφημιστικό για να βοηθήσει στην προώθησή της. Αφού πόζαραν για μια φωτογραφία, στις 9 το πρωί, ο Maeno και οι φίλοι του απογειώθηκαν με δύο αεροσκάφη Piper Cherokee και κατευθύνθηκαν πάνω από το Τόκιο. Για περίπου μια ώρα πετούσαν άσκοπα, μέχρι που ο Maeno είπε στον ασύρματο ότι είχε δουλειές στη συνοικία Satagawa. Ήταν το συνθηματικό για την έναρξη της επίθεσης. Καθώς ο Maeno κατευθυνόταν προς τη γειτονιά του Kodama, οι φίλοι του τον ακολουθούσαν με το άλλο αεροπλάνο βιντεοσκοπώντας την επίθεση. Ο Maeno έκανε δύο στροφές πάνω από το σπίτι, ανοίξει τον ασύρματό του και ανακοίνωσε:

"JA3551 - Συγγνώμη που δεν έχω απαντήσει εδώ και ώρα. Tenno Heika Banzai! [Ζήτω ο αυτοκράτορας!]"


Στις 9:50, ο Maeno έκανε βουτιά με το αεροσκάφος και χτύπησε στο πλάι του σπιτιού του Kodama, πεθαίνοντας ακαριαία σε μια πύρινη λαίλαπα. Ένας κάτοικος της περιοχής περιέγραψε αργότερα τη σκηνή:

"Δεν ακούστηκε δυνατός ήχος έκρηξης, αλλά η μυρωδιά του καυσίμου γέμισε τον αέρα. Κάποιος μου είπε ότι ένα μικρό αεροπλάνο έπεσε στο σπίτι του Kodama και έτρεξα στην ταράτσα για να δω. Οι ψηλοί και χοντροί τοίχοι καθιστούσαν δύσκολο να δούμε τι συνέβαινε. Σύντομα, αστυνομικοί κατέκλυσαν το σημείο. Κανείς μας δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο".

Εκτός από τον Maeno που σκοτώθηκε, σαν από θαύμα, μόνο δύο υπηρέτες τραυματίστηκαν. Ο Kodama βρισκόταν σε άλλο σημείο του σπιτιού και δεν έπαθε τίποτα. Η είδηση της επίθεσης διαδόθηκε γρήγορα, προσελκύοντας μια ομάδα περίπου 70 υπερεθνικιστών που περικύκλωσαν το σπίτι και συγκρούστηκαν με την αστυνομία καθώς προσπάθησαν να μπουν μέσα.

Οι αντιδράσεις για τον Maeno ήταν ανάμεικτες. Ενώ οι συνεργάτες του υπερεθνικιστές τον επαίνεσαν για την ενσάρκωση του πνεύματος των σαμουράι, άλλοι εντυπωσιάστηκαν λιγότερο. Ένα άρθρο σε μια εφημερίδα έθετε το ερώτημα:

"Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένας νεαρός Γερμανός, όχι αξιωματικός εν καιρώ πολέμου, θα αυτοκτονούσε φορώντας ναζιστική στολή, φωνάζοντας 'Χάιλ Χίτλερ!'; Περισσότερα από 30 χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η πτήση καμικάζι του Maeno αναβίωσε το φάντασμα που οι Ιάπωνες ήθελαν να ξεχάσουν".

Ακόμη και ο γενικός διευθυντής εκπαίδευσης των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας και πρώην πιλότος καμικάζι, Keiichi Ito, απέρριψε τον υποτιθέμενο ηρωισμό του Maeno. Ωστόσο, επαίνεσε την τεχνική του στην εκτέλεση της επίθεσης, αποκαλώντας τον "πολύ επιδέξιο".
 
Μεταφορά ελληνικού "Αστρομαχητή" (παραλήφθηκαν σε δύο παρτίδες, το 1963 και το '64). Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Σεπτέμβρη του 1963 και απεικονίζει τη μεταφορά ενός F- 104G από τη Λεωφόρο Ποσειδώνος στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (αριστερά διακρίνεται η βίλα Συγγρού που σώζεται μέχρι σήμερα ως μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας). Η διαδικασία είχε ως εξής: Το αεροπλανοφόρο USNS Croatan τα ξεφόρτωνε σε μαούνες που τις οδηγούσαν ρυμουλκά και τα έφερναν στο μικρό λιμανάκι του Δέλτα Φαλήρου. Με ελκυστήρες τα μετέφεραν δίπλα στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων. Εκεί, αφού τους αφαιρούσαν την προστατευτική επικάλυψη, τα έστελναν οδικώς στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και από εκεί στην Τανάγρα. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση ελληνικού Αστρομαχητή έγινε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1964. Ήταν το ΤF-104G που έκανε διελεύσεις πάνω από τον άξονα Σύνταγμα-Ομόνοια. Φωτογραφία από το αρχείο του Δ. Κακίτση - πηγή
 
Η τελευταία επίθεση καμικάζι στην ιστορία της Ιαπωνίας δεν είχε καμία επίδραση στο σκάνδαλο που την ενέπνευσε. Στις 27 Ιουλίου 1976, ο πρωθυπουργός Tanaka συνελήφθη και κατηγορήθηκε επισήμως για δωροδοκία 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων. Στις 12 Οκτωβρίου 1983, η δίκη έληξε και ο Tanaka καταδικάστηκε σε 4 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 500 εκατομμυρίων γιέν (4,3 εκατομμύρια δολάρια). Αμέσως, άσκησε έφεση, η οποία παρέμεινε στα δικαστήρια για χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία του, κερδίζοντας τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1983 με μια άνευ προηγουμένου διαφορά. Ωστόσο, στις 7 Φεβρουαρίου 1985, υπέστη εγκεφαλικό και πέρασε την επόμενη δεκαετία στα νοσοκομεία.

Εν τω μεταξύ, οι επικεφαλής της Lockheed αναγκάστηκαν σε παραίτηση, ενώ, λόγω του σκανδάλου, το 1977 θεσπίστηκε νόμος στις ΗΠΑ (Foreign Corrupt Practices Act), ο οποίος απαγόρευε στις αμερικανικές εταιρείες να πληρώνουν ξένες κυβερνήσεις για να προωθήσουν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Η Lockheed αναγκάστηκε να ακυρώσει όλα τα συμβόλαιά της με την Ιαπωνία και πολλές άλλες χώρες, αφήνοντας την εταιρεία σε ακόμη χειρότερη οικονομική κατάσταση από πριν. Τελικά, το 1994, σώθηκε από τη χρεοκοπία ή την εχθρική εξαγορά μέσω συγχώνευσης με την Martin-Marietta Corporation, δημιουργώντας την εταιρεία που σήμερα είναι γνωστή ως Lockheed-Martin.

Όσον αφορά τον Yoshio Kodama, η δίκη του ξεκίνησε επίσημα τον Ιούνιο του 1977, αλλά έπρεπε να αναβληθεί λόγω της κακής υγείας του. Πριν ολοκληρωθεί η δίκη, ο Kodama υπέστη -ακόμη- ένα εγκεφαλικό και πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1984, γλυτώνοντας από τη δικαιοσύνη -όπως και ο Tanaka.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου