Στην μικρή πόλη Liérganes στα βόρεια της Ισπανίας, σε μια από τις αυτόνομες περιοχές της χώρας, την Κανταβρία, από τα τέλη του 17ου αιώνα υπάρχει ένας θρύλος για έναν νεαρό άνδρα που πνίγηκε στη θάλασσα και ο οποίος, λίγα χρόνια αργότερα, επέστρεψε ως άνθρωπος-ψάρι και, λέγεται ότι, είχε βράγχια και πτερύγια, αλλά, σε αντίθεση με τις γοργόνες, είχε πόδια και σχεδόν δε μιλούσε.
Ο θρύλος έχει μια κάποια αξιοπιστία μιας και αναφέρθηκε με κάποιες λεπτομέρειες από τον μοναχό Benito Jerónimo Feijoo, ο οποίος είχε τη φήμη ότι ενθάρρυνε την επιστημονική και ορθολογική σκέψη και που, τακτικά, κατέρριπτε μύθους και δεισιδαιμονίες.
Αν λοιπόν ο μοναχός δεν έλεγε ψέματα, τότε, τι στην πραγματικότητα ήταν αυτό το πλάσμα;
Η ιστορία όπως την αφηγείται ο Feijoo έχει ως εξής.
Γύρω στο 1650, ζούσε στην Liérganes ένα ζευγάρι ονόματι Francisco de la Vega και María del Casar, το οποίο είχε τέσσερις γιους. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα, μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, έστειλε έναν από τους γιους στο Μπιλμπάο για να μάθει το επάγγελμα του ξυλουργού. Το αγόρι έζησε στο Μπιλμπάο μέχρι το 1674 όταν, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, πήγε με μερικούς φίλους του να κολυμπήσουν στις εκβολές του ποταμού Νερβιόν. Αν και ήταν καλός κολυμβητής, τα ρεύματα του ποταμού τον παρέσυραν στη θάλασσα και πιθανολογείται ότι πνίγηκε.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1679, μερικοί ψαράδες στον κόλπο του Κάντιθ είδαν ένα παράξενο πλάσμα πιασμένο στα δίχτυα τους. Πριν όμως προλάβουν να το τραβήξουν μέσα, το πλάσμα διέφυγε. Τις επόμενες εβδομάδες, οι ψαράδες εντόπισαν πολλές φορές το πλάσμα, μέχρι που μια μέρα κατάφεραν να το αιχμαλωτίσουν δελεάζοντάς το με καρβέλια ψωμί. Όταν το ανέβασαν σε μια βάρκα, διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ήταν σαν άνθρωπος, αλλά όχι εντελώς ανθρώπινο. Είχε λευκό δέρμα και λεπτά κόκκινα μαλλιά. Όμως, μια λωρίδα λέπια κατέβαινε από το λαιμό του στο στομάχι του και μια άλλη κάλυπτε τη σπονδυλική του στήλη, ενώ φαινόταν να έχει βράγχια στο λαιμό του.
Οι ψαράδες πήγαν το πλάσμα σε ένα κοντινό μοναστήρι, όπου ο πάστορας προσπάθησε να το ξορκίσει και στη συνέχεια το ανέκρινε σε πολλές γλώσσες, χωρίς όμως επιτυχία. Μετά από αρκετές ημέρες ανακρίσεων, το πλάσμα τελικά άρθρωσε μια λέξη, "Liérganes". Κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε μέχρι που ένας ναυτικός από τη βόρεια Ισπανία αναγνώρισε ότι η λέξη ήταν ένα μέρος κοντά στην πόλη του. Αμέσως, έστειλαν μήνυμα στην πόλη και έλαβαν την απάντηση ότι, πέντε χρόνια πριν, ο κοκκινομάλλης γιος του Francisco de la Vega είχε εξαφανιστεί.
Για να εξακριβώσουν ότι το πλάσμα ήταν όντως το χαμένο αγόρι, κανονίστηκε να το μεταφέρουν στην Liérganes στο υποτιθέμενο σπίτι του. Ο μοναχός που το συνόδευε ανέφερε ότι το αγόρι αναγνώρισε τον δρόμο και μπόρεσε να τον καθοδηγήσει μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της María del Casar, η οποία τον αναγνώρισε ως τον γιο της, Francisco, οπότε, τον άφησε με την οικογένειά του.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1679, μερικοί ψαράδες στον κόλπο του Κάντιθ είδαν ένα παράξενο πλάσμα πιασμένο στα δίχτυα τους. Πριν όμως προλάβουν να το τραβήξουν μέσα, το πλάσμα διέφυγε. Τις επόμενες εβδομάδες, οι ψαράδες εντόπισαν πολλές φορές το πλάσμα, μέχρι που μια μέρα κατάφεραν να το αιχμαλωτίσουν δελεάζοντάς το με καρβέλια ψωμί. Όταν το ανέβασαν σε μια βάρκα, διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ήταν σαν άνθρωπος, αλλά όχι εντελώς ανθρώπινο. Είχε λευκό δέρμα και λεπτά κόκκινα μαλλιά. Όμως, μια λωρίδα λέπια κατέβαινε από το λαιμό του στο στομάχι του και μια άλλη κάλυπτε τη σπονδυλική του στήλη, ενώ φαινόταν να έχει βράγχια στο λαιμό του.
Οι ψαράδες πήγαν το πλάσμα σε ένα κοντινό μοναστήρι, όπου ο πάστορας προσπάθησε να το ξορκίσει και στη συνέχεια το ανέκρινε σε πολλές γλώσσες, χωρίς όμως επιτυχία. Μετά από αρκετές ημέρες ανακρίσεων, το πλάσμα τελικά άρθρωσε μια λέξη, "Liérganes". Κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε μέχρι που ένας ναυτικός από τη βόρεια Ισπανία αναγνώρισε ότι η λέξη ήταν ένα μέρος κοντά στην πόλη του. Αμέσως, έστειλαν μήνυμα στην πόλη και έλαβαν την απάντηση ότι, πέντε χρόνια πριν, ο κοκκινομάλλης γιος του Francisco de la Vega είχε εξαφανιστεί.
Για να εξακριβώσουν ότι το πλάσμα ήταν όντως το χαμένο αγόρι, κανονίστηκε να το μεταφέρουν στην Liérganes στο υποτιθέμενο σπίτι του. Ο μοναχός που το συνόδευε ανέφερε ότι το αγόρι αναγνώρισε τον δρόμο και μπόρεσε να τον καθοδηγήσει μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της María del Casar, η οποία τον αναγνώρισε ως τον γιο της, Francisco, οπότε, τον άφησε με την οικογένειά του.
Ο Francisco ζούσε ήσυχα και ειρηνικά, αλλά είχε ιδιόρρυθμες συνήθειες. Περπατούσε πάντα ξυπόλητος και, εκτός κι αν του έδιναν ρούχα, προτιμούσε να κυκλοφορεί γυμνός. Ποτέ δε είπε τόσες λέξεις ώστε να σχηματίσει μια πρόταση, οπότε, ποτέ δε συνομίλησε πραγματικά με κάποιον. Απλώς μουρμούριζε μεμονωμένες λέξεις όπως "ψωμί", "κρασί" ή "καπνός", αλλά ποτέ δεν φαινόταν να τις συσχετίζει με το φαγητό, το ποτό ή το κάπνισμα. Αν και έτρωγε με ενθουσιασμό, συχνά, περνούσε μια εβδομάδα για να φάει ξανά. Ήταν πάντα ευγενικός και, όταν του ζητούσαν να κάνει μια εργασία, την ολοκλήρωνε γρήγορα και αποτελεσματικά, αλλά χωρίς να δείχνει ενθουσιασμό.
Μια μέρα, μετά από εννέα χρόνια με τη μητέρα του, βγήκε στη θάλασσα για να κολυμπήσει και δεν επέστρεψε ποτέ.
Όταν στις αρχές του 1700 ο μοναχός Feijoo άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία, αρνήθηκε να την πιστέψει. Όταν όμως συνέλεξε μαρτυρίες και πήρε συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους που είχαν ζήσει την εποχή που εμφανίστηκε ο νεαρός, ο Feijoo κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα γεγονότα, όντως ένας άνθρωπος-ψάρι εμφανίστηκε στο Κάντιθ, μεταφέρθηκε στη Liérganes και, για κάποιο χρονικό διάστημα, έζησε εκεί πριν εξαφανιστεί ξανά. Ο Feijoo ήταν ένας εξαιρετικά αυστηρός συγγραφέας που επέκρινε σκληρά τη δεισιδαιμονία και τις απάτες, και φαίνεται απίθανο να υποστηρίζει τον θρύλο χωρίς καλό λόγο.
Όταν στις αρχές του 1700 ο μοναχός Feijoo άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία, αρνήθηκε να την πιστέψει. Όταν όμως συνέλεξε μαρτυρίες και πήρε συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους που είχαν ζήσει την εποχή που εμφανίστηκε ο νεαρός, ο Feijoo κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα γεγονότα, όντως ένας άνθρωπος-ψάρι εμφανίστηκε στο Κάντιθ, μεταφέρθηκε στη Liérganes και, για κάποιο χρονικό διάστημα, έζησε εκεί πριν εξαφανιστεί ξανά. Ο Feijoo ήταν ένας εξαιρετικά αυστηρός συγγραφέας που επέκρινε σκληρά τη δεισιδαιμονία και τις απάτες, και φαίνεται απίθανο να υποστηρίζει τον θρύλο χωρίς καλό λόγο.
Ο Gregorio Marañón, ένας φημισμένος Ισπανός λόγιος και γιατρός του 20ου αιώνα, υποστήριξε ότι η ιστορία για τον Άνθρωπο-Ψάρι ήταν αναμφίβολα ψευδής. Ωστόσο, το πλήθος των μαρτυριών που προσέφερε ο Feijoo και άλλοι που σχετίζονται με τον θρύλο της Liérganes δεν μπορούσαν να απορριφθούν αμέσως. Σύμφωνα με τον ίδιο, αρκετά στοιχεία της ιστορίας -όπως ότι το πλάσμα ήταν σχεδόν άλαλο και δεν μπορούσε να προφέρει λέξεις, το λευκό του δέρμα, τα κόκκινα μαλλιά, το φολιδωτό δέρμα, το γεγονός ότι δήθεν έτρωγε τα νύχια του ή ότι περιπλανιόταν- είναι τυπικά συμπτώματα κρετινισμού, μια ασθένεια που είναι ενδημική σε ορεινές περιοχές και η οποία ήταν αρκετά συχνή στην περιοχή του Σανταντέρ εκείνη την εποχή. Ο κρετινισμός προκαλείται από την ανεπαρκή πρόσληψη ιωδίου από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα συμπτώματά του περιλαμβάνουν κακή ανάπτυξη, παχύρρευστο δέρμα και βρογχοκήλη γύρω από το λαιμό, που θα μπορούσε να θεωρηθεί λανθασμένα ως βράγχια. Εναλλακτικά, ο Marañón επεσήμανε ότι η ιχθύαση, μια άλλη ευρέως διαδεδομένη γενετική ασθένεια, θα μπορούσε να έχει προκαλέσει προβλήματα στο δέρμα, όπως το να είναι εξαιρετικά ξηρό, τραχύ και ξεφλουδισμένο, σε αντίθεση με τα λέπια των ψαριών.
Ο Marañón πρότεινε ότι ο άντρας, ίσως, με κάποιο τρόπο, περιπλανήθηκε και έχασε το δρόμο του, καταλήγοντας έτσι στο Κάντιθ, όπου η παράξενη εμφάνισή του προκάλεσε την περιέργεια γεννώντας τον παράξενο θρύλο.
Ο Marañón πρότεινε ότι ο άντρας, ίσως, με κάποιο τρόπο, περιπλανήθηκε και έχασε το δρόμο του, καταλήγοντας έτσι στο Κάντιθ, όπου η παράξενη εμφάνισή του προκάλεσε την περιέργεια γεννώντας τον παράξενο θρύλο.
από: amusing planet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου