Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Η σφαγή στο Mary Russell: η νομική υπόθεση μιας σφαγής τον 19ο αιώνα


Το πρωινό της 26ης Ιουνίου του 1828 ήταν φωτεινό και έμοιαζε γεμάτο υποσχέσεις πάνω από το λιμάνι Κορκ στην νότια Ιρλανδία. Οι ρωμαλέοι χαμάληδες στοίβαζαν κιβώτια, οι γλάροι φτερούγιζαν στον αέρα και ετερόκλητα πλοία αναμειγνύονταν στα κυματισμένα νερά.
 
 
 
Με την πρώτη ματιά, ήταν μια απολύτως φυσιολογική ημέρα στις αποβάθρες.

Ο William Scoresby, Jr., εξερευνητής της Αρκτικής, επιστήμονας και Αγγλικανός ιερέας, έβλεπε την σκηνή από ένα μικρό πλοίο που μετέφερε αυτόν και τον αδελφό του από το νησί Corkbeg στην πόλη Cobh, ακριβώς απέναντι από το λιμάνι. Οι σκέψεις του όμως διακόπηκαν όταν κάποιος άλλος επιβάτης έκανε μια χειρονομία προς ένα συνηθισμένο μπρίκι που ήταν αγκυροβολημένο πιο μακριά.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το πλήρωμά του είχε πρόσφατα δολοφονηθεί, εξήγησε ο άντρας που πίστευε ότι ήταν το συγκεκριμένο.

Οι επιβάτες ξέσπασαν με έκπληξη και σοκ, και όλοι εκτός από μια γυναίκα εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους να αποβιβαστούν στην απέναντι ακτή. Αφού άφησαν την γυναίκα, πήγαν το πλοίο κατευθείαν στο μπρίκι για να το ερευνήσουν. Ο ένας και μοναδικός αξιωματικός που περιπολούσε το κατάστρωμα επιβεβαίωσε με προθυμία ότι όντως το πλήρωμά του είχε χτυπηθεί .

"Είναι αλήθεια", είπε, "όλοι εδώ είναι, κείτονται νεκροί!". Κάλεσε την ομάδα στο πλοίο και τους έδειξε προς τον φεγγίτη της καμπίνας. "Πέντε πρησμένα σώματα, μαστιγωμένα στην πλάτη, σκοτωμένα με φρικτές πληγές και μέσα στο αίμα, ήταν εμφανώς ορατά κάτω", έγραψε ο Scoresby στο "Memorials of the Sea" το 1835, "με τα κάτω άκρα δύο άλλων να φαίνονται από την καμπίνα του αξιωματικού".

Δεν είναι σαφές γιατί ο αξιωματικός θεώρησε σκόπιμο να αφήσει τους ξένους να δουν την αιματοβαμμένη σκηνή, αν και το ότι ο Scoresby ήταν ιερέας ίσως του ενέπνευσε εμπιστοσύνη -επίσης, ο γαμπρός του ήταν ο πρώτος δικαστής που βρέθηκε στη σκηνή. Ό,τι και αν συνέβαινε, το έγκλημα συνεπήρε αμέσως τον Scoresby και δεν έχασε την ευκαιρία να μάθει περισσότερα. Τις επόμενες εβδομάδες, ανέκρινε όλους τους επιζώντες, παρακολούθησε την δίκη με προσοχή και μάλιστα βρήκε μια χρόνια αλληλογραφία του ίδιου του δολοφόνου.

Η έρευνα του Scoresby επικεντρώθηκε σε μια απλή ερώτηση: Τι θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει έναν αξιοσέβαστο, ορθολογιστή να διαπράξει τέτοιες φρικτές πράξεις;
 
Ψίθυροι ανταρσίας
 

Το μπρίκι, το Mary Russell, τον χειμώνα του 1827 είχε πλεύσει από την κομητεία Κορκ προς τα Μπαρμπάντος υπό τη διοίκηση του 53χρονου, κοκκινομάλλη με έντονα χαρακτηριστικά καπετάνιου William Stewart. Αφού το πλήρωμα ξεφόρτωσε το φορτίο του πλοίου -μουλάρια-, φόρτωσαν ζάχαρη, προβιές ζώων και άλλα αγαθά και ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Μαζί τους πήραν και έναν απροσδόκητο επιβάτη: τον καπετάνιο James Raynes, έναν Ιρλανδό που πρόσφατα είχε απολυθεί από πρώτος αξιωματικός σε ένα άλλο πλοίο λόγω της νέας, κακής τους συνήθειας με το αλκοόλ. Ο Stewart συμφώνησε κάπως απρόθυμα να αφήσει τον Raynes να φέρνει βόλτες στο Russell, το οποίο, στις 9 Μαΐου του 1828, απέπλευσε.

Λίγο μετά την αναχώρησή τους, ο Stewart ονειρεύτηκε ότι ο Raynes σχεδίαζε ανταρσία και εξέλαβε το όνειρο ως προειδοποίηση από τον Θεό. Πίστευε ότι ο Raynes είχε λόγο να θέλει να κυβερνήσει το πλοίο του, καθώς, ο Ιρλανδός όχι μόνο επέστρεφε στην πατρίδα του ντροπιασμένος, αλλά επίσης οι πιθανότητες που είχε να προσληφθεί ξανά σε πλοίο ως κυβερνήτης ήταν απίθανες καθώς του είχε βγει η φήμη του μεθύστακα. "Επομένως, τον υποψιάστηκα ότι ήθελε να γίνει πειρατής", εξήγησε αργότερα. Και να που του δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβει  ένα πολύτιμο πλοίο, με το μόνο του εμπόδιο τον κυβερνήτη του.

Σύντομα, ο Stewart βρήκε αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν τα όσα πίστευε, ότι δηλαδή ο Raynes συνωμοτούσε με το πλήρωμά του. Για παράδειγμα, ο Raynes ξυρίστηκε στην καμπίνα του πληρώματος και συνομιλούσε μαζί τους στα γαελικά, μια γλώσσα που δε μιλούσε Stewart. Επίσης, κάποιος από τους ναύτες, ο John Keating, ρώτησε τον Stewart αν πίστευε ότι ο Raynes ήταν ειδικευμένος πλοηγός. Ένας άλλος, ο John Howes, ζήτησε από τον Stewart να του μάθει περισσότερα για τη σεληνιακή απόσταση, ένα βασικό στοιχείο της πλοήγησης.

Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, η παράνοια του Stewart κλιμακώθηκε. Διέταξε μερικά αξιόπιστα μέλη του πληρώματος να κοιμηθούν στην καμπίνα του για προστασία, και κρατούσε ένα τσεκούρι, έναν λοστό και άλλα όπλα. Για να αποτρέψει τον Raynes και τους -φερόμενους- συνωμότες να μπορέσουν να πλεύσουν το πλοίο χωρίς τον ίδιο, πέταξε τα ημερολόγια του πλοίου, γραφήματα και άλλα ζωτικλης σημασίας όργανα στη θάλασσα. Στις 18 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια της νυχτερινής βάρδιας του, ο πρώτος αξιωματικός William Smith πήγε τρεις φορές στο κατάστρωμα για να βρει λάδι και άλλα υλικά ώστε να τον βοηθήσει να διορθώσει μια ελαττωματική λάμπα. Ο Stewart το βρήκε και αυτό εξαιρετικά ύποπτο και, το επόμενο πρωί, ζήτησε από το πλήρωμα να περιορίσουν τον πρώτο αξιωματικό τους.

"Αν μαστιγώσουμε το αξιωματικό χωρίς λόγο, θα μας καταδώσει όταν φτάσουμε στην πατρίδα", επεσήμανε κάποιος. Όταν όμως είδαν τον Stewart να γίνεται έξω φρενών επειδή αρνήθηκαν, έπεισαν τον Smith ότι ήταν για καλό όλων να συμφωνήσει στον περιορισμό. "Ορίστε!", είπε ο Smith και στη συνέχεια τον περιόρισαν σε ένα κουπέ κάτω από την καμπίνα.

Δυστυχώς, αυτό δεν κατάφερε να μετριάσει το άγχος του καπετάνιου. Φοβούμενος για τη ζωή του, σκέφτηκε ένα μεγαλύτερο σχέδιο.

Ένα πιστό, εξαπατημένο πλήρωμα
 
Ένα μπρίκι του 19ου αιώνα

Στις 21 Ιουνίου, τα πανιά του Mary Russell ήταν ορθάνοιχτα στον καθαρό ουρανό καθώς το πλοίο έπλεε γρήγορα προς το Κορκ. Έτσι, όταν ο Stewart έδωσε εντολή στο πλήρωμα να μαζέψει πολλά από αυτά, επιβραδύνοντας με αυτόν τον το πλοίο, το θεώρησαν παράξενο. Δε διαφώνησαν όμως.

Εκτός από τον Smith -που ήταν ακόμα αιχμάλωτος-, τρεις νέους μαθητευόμενους και ένα αγόρι που έκανε το ταξίδι για να βελτιώσει την υγεία του, όλο το πλήρωμα πέρασε το απόγευμα απασχολημένο στο κατάστρωμα. Όμως, κάθε 15 με 20 λεπτά, ο Stewart ή κάποιος από τους μαθητευόμενους, εμφανιζόταν και καλούσε κάποιον από τους άντρες στην καμπίνα, έχοντας κάποιο νέο αίτημα. Όσοι κατέβηκαν, δεν επέστρεψαν ποτέ στο κατάστρωμα. Σύντομα, είχαν εξαφανιστεί έξι άντρες και έμειναν μόνο δύο, ο ναύτης John Howes και τον φροντιστή των μουλαριών, ο James Murley.

Κάποια στιγμή, ένα αγόρι εμφανίστηκε για να φωνάξει τον Howes, ο οποίος, ίσα που είχε κατέβει τα μισά σκαλοπάτια προς την καμπίνα, όταν ξαφνικά πάγωσε από τον τρόμο. Στο κάτω μέρος της σκάλας στεκόταν ο Stewart κραδαίνοντας όπλα. Ο Howes τον κοίταξε και τον ρώτησε κοφτά αλλά αναστατωμένος, "Τι σκοπό έχεις με τα πιστόλια σου;".

Ο καπετάνιος του φώναξε ότι ήξερε τα πάντα για την συνωμοσία της εξέγερση και του ζήτησε να δεχτεί να τον δέσουν. Ο Howes αρνήθηκε, φεύγοντας προς το κατάστρωμα και ο Stewart πυροβόλησε αμέσως. Τελικά, ο Howes αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος για να ηρεμήσει ο κυβερνήτης ήταν να εισακουστούν οι διαταγές του και, μαζί με τον Murley, συμφώνησαν να τους δέσουν. Ο Howes κατέληξε στο μεσαίο κατάστρωμα, ενώ ο Murley μεταφέρθηκε στην καμπίνα, όπου βρισκόντουσαν ήδη δεμένοι και ανυπεράσπιστοι οι υπόλοιποι άντρες.

Μετά από ώρες αφόρητης ταλαιπωρίας, ο Howes προσπάθησε να χαλαρώσει τα δεσμά του. Όταν το επόμενο πρωί τον επισκέφτηκε ο Stewart, παρατήρησε αμέσως τα χαλαρά δεσμά του. Ακολούθησε μια φιλονικία, κατά τη διάρκεια της οποίας πυροβόλησαν τρεις φορές τον Howes -στον αντίχειρα, τα πλευρά και τον μηρό του- και ξυλοκοπήθηκε από τους νέους μαθητευόμενους, τους οποίους ο Stewart είχε πείσει να συνεργαστούν, απειλώντας τους ότι θα τους σκότωνε, αλλά και υποσχόμενος μιας "μεγάλης χρηματικής ανταμοιβής, αρκετή για να γίνουν κύριοι". Αν και όλες οι πιθανότητες ήταν κατά του, ο Howes το έσκασε και κρύφτηκε ανάμεσα στα κιβώτια του φορτίου.

Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Stewart στον Scoresby, αρχικά, δεν είχε σκεφτεί να βλάψει κανέναν. Είχε ζητήσει από τους άντρες να μαζέψουν τα πανιά για να μπορέσει να ταξιδέψει χωρίς τη βοήθειά τους, ψάχνοντας κάποιο πλοίο που θα τον έσωζε από την προδοσία τους. Όμως, κατά τη διάρκεια της μάχης με τον Howes, ένα πλοίο τους είχε ήδη προσπεράσει και ένα άλλο απομακρύνθηκε από αυτούς -πιθανώς πιστεύοντας ότι το Mary Russell ήταν πειρατικό- παρά τις προσπάθειες του Stewart να το σταματήσει.

Και τότε, του μια νέα σκέψη: Αν το πλήρωμα ήταν αθώο, ο Θεός θα είχε στείλει το δεύτερο πλοίο να τον σώσει. Και δεδομένου ότι ο θάνατος ήταν, κατά την άποψή του, η τιμωρία που αντιστοιχεί στο έγκλημα της ανταρσίας, αυτό ήταν που ήθελε ο Θεός για εκείνους. Αυτή η ιδέα, μαζί με τον τρόμο που του προκαλούσε ότι ο Howes μπορούσε να τον σκοτώσει ανά πάσα στιγμή, έδωσε τη θέση του σε μια ξαφνική, απογοητευτική συνειδητοποίηση.

Ο Stewart έπρεπε να σκοτώσει το πλήρωμά του.
 
Σφαγή στην καμπίνα
 

Με τον λοστό στο χέρι, μπήκε στην καμπίνα και φώναξε, "Η κατάρα του Θεού είναι σε όλους σας!". Πριν καλά-καλά οι δέσμιοι καταλάβουν τα λόγια του, ο Stewart άρχισε να τους χτυπάει μέχρι θανάτου, έναν-έναν -τον δεύτερο αξιωματικό William Swanson, τον James Murley, τον ξυλουργό John Cramer, τους ναύτες Francis Sullivan και John Keating, τον φροντιστή των μουλαριών Timothy Connell και τον James Raynes. Έπειτα, πέταξε τον λοστό, πήρε ένα τσεκούρι και, μεθοδικά, έκοψε τον καθένα για να είναι σίγουρος ότι δεν επέζησε κανείς.

Οι τρεις μαθητευόμενοι, ηλικίας από 10 έως 15 ετών, παρακολουθούσαν με τρόμο. Το αίμα έρεε μέσα από μια τρύπα στο πάτωμα της καμπίνας στην κουκέτα που ήταν ακόμα φυλακισμένος ο πρώτος αξιωματικός, ο William Smith. Ο Stewart άνοιξε την τρύπα με το τσεκούρι και χτύπησε τον Smith με τον λοστό και ένα καμάκι. Αφού αισθάνθηκε τον κρύο λαιμό του Smith για να επιβεβαιώσει ότι ήταν νεκρός, επιτέλους, ο καπετάνιος κάθισε χαλαρός.

Ο Stewart διέταξε τους νεαρούς να του φέρουν κρέας και αλκοόλ, τα οποία έφαγε πάνω από το λουτρό του αίματος. Τελείωσε το γεύμα του καπνίζοντας την πίπα του και σχολίασε ότι "δεν σκέφτηκε καθόλου τα πτώματα μπροστά του. Ήταν σαν μια αγέλη νεκρών σκύλων". Όπως ομολόγησε αργότερα, θεώρησε ότι, όχι μόνο έσωσε τη ζωή του, αλλά και το Mary Russell και όλα τα κέρδη που θα είχαν οι ιδιοκτήτες του από το φορτίο. Η απώλεια των μελών του πληρώματος -οι οποίοι πίστευε ότι προοριζόταν να εκτελεστούν- του φάνηκε λογικό τίμημα.

Έτσι, όταν ο Stewart χαιρέτισε το επόμενο πλοίο που περνούσε από κοντά τους, το Mary Stubbs, δεν ανησυχούσε για τις συνέπειες των εγκλημάτων του. Για την ακρίβεια, ρωτήσει τον κυβερνήτη Robert Callendar αν "ήταν γενναίος που σκότωσε τόσους πολλούς άντρες". Ο Callendar και οι άντρες του τον βοήθησαν να εντοπίσει τον Howes. Μαζί του ήταν ο Smith. "Τώρα πιστεύω ότι ήσουν αθώος" του είπε ο Stewart. "Λυπάμαι που σε πλήγωσα. O Θεός soy έσωσε τη ζωή!". Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Stewart με το καμάκι, ο Smith είχε μετατοπιστεί λίγο προς τα πλάγια, οπότε, τα χτυπήματα του κυβερνήτη έβρισκαν το σωρό με τις προβιές των ζώων δίπλα του. Ο Stewart, του οποίου η θέα από την τρύπα δεν ήταν καλή, μάλλον μπέρδεψε το δέρμα των ζώων για το δέρμα του Smith.

Οι δύο άντρες μεταφέρθηκαν στο Mary Stubbs, ενώ μερικοί από τους άντρες του Callendar έμειναν πίσω για να βοηθήσουν το Mary Russell. Σύντομα, όμως επέστρεψε στον Stewart η παράνοια και άρχισε να φοβάται ότι και πάλι οι ναυτικοί σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν. Δύο φορές έπεσε στη θάλασσα και δύο φορές τον μάζεψαν πίσω στο κατάστρωμα. Τότε τον μετέφεραν στο Mary Stubbs, απ' όπου και πάλι πήδηξε στη θάλασσα, αλλά αυτήν τη φορά τον μάζεψε ένα αλιευτικό σκάφος που έπλεε κοντά.

Η δίκη του καπετάνιου
 

Περίπου τα μεσάνυχτα στις 25 Ιουνίου, τα  δύο πλοία έφτασαν στο λιμάνι του Κορκ και αμέσως αναφέρθηκαν οι δολοφονίες στις αρχές. Ένα κυνήγι που ξεκίνησε με σκοπό τον εντοπισμό του, αποδείχθηκε περιττό καθώς το αλιευτικό τον είχε παραδώσει κατευθείαν στην Ακτοφυλακή και ο ίδιος είχε διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία του, με καταδικαστικές λεπτομέρειες. Λίγο μετά, τον μετέφεραν σε μια τοπική φυλακή στην κομητεία Κορκ και ο ιατροδικαστής κάλεσε μια μεγάλη επιτροπή ενόρκων για να καθορίσει τις κατηγορίες.

Δεν ήταν εύκολο. Η μανία των ανθρωποκτονιών του Stewart ερχόταν σε σύγκρουση με μια ισορροπημένη ζωή και τίποτα δεν έδειχνε ότι πραγματικά το πλήρωμα σχεδίαζε ανταρσία. Αν και φαινόταν προφανές ότι υπέφερε από κάποιο είδος ψυχικής ασθένειας, οι ένορκοι δεν ήξεραν τι θα μπορούσε να είναι -και πώς θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη μια νομική απόφαση. Στις 4 Αυγούστου, τον κατηγόρησαν για δολοφονία, αλλά διευκρίνισαν ότι, κατά τη διάρκεια του μακελειού, ήταν "σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής" και άφησαν τις ομάδες της εισαγγελίας και της υπεράσπισης να αποφασίσουν πώς θα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους την διάγνωση.

Η δίκη ξεκίνησε μια εβδομάδα αργότερα, σε μια δικαστική αίθουσα γεμάτη με περίεργους θεατές, που όλοι ήθελαν να ρίξουν μια ματιά στον φερόμενο δολοφόνο. Ο Stewart φαινόταν εγκρατής και αξιοσέβαστος με το άσπρο γιλέκο, το μαύρο παλτό και την γραβάτα του. Η σιωπή κατέκλυσε το δωμάτιο όταν ο εισαγγελέας έκανε την αρχική του δήλωση, η οποία επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ παραφροσύνης και αθωότητας.

"Η διαταραχή του νου δε θεωρείται επαρκής δικαιολογία, εκτός και αν η ομάδα δεν είναι εντελώς ανίκανη να διακρίνει το σωστό και το λάθος", εξήγησε. Αν ο Stewart ήταν ανίκανος να γνωρίζει τη διαφορά, έπρεπε να κριθεί ότι δεν ήταν ένοχος λόγω παραφροσύνης. Όμως, η υπεράσπιση έπρεπε να πείσει τους ενόρκους ότι, εκείνη τη στιγμή, ο Stewart ήταν τρελός -η εισαγγελία στόχευε απλά να αποδείξει ότι είχε πράγματι διαπράξει τους φόνους.

Μόλις οι ένορκοι επικύρωσαν την ένσταση της παραφροσύνης, έπρεπε να δοθεί αθωωτική ετυμηγορία στον Stewart. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα ήταν ελεύθερος. Όπως και οι σημερινοί κατηγορούμενοι που δε θεωρούνται ένοχοι λόγω παραφροσύνης και στέλνονται σε ψυχιατρικά ιδρύματα, έτσι θα έστελναν και τον καπετάνιο σε κάποιο άσυλο ή ακόμα και σε κάποια φυλακή.

Η δίκη προχώρησε με μπερδεμένους μάρτυρες που περιέγραφαν τα γεγονότα στο Mary Russell και τους γιατρούς να εξετάζουν την ψυχική κατάσταση του Stewart -αν και η ψυχιατρική στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ μακριά από αυτό που είναι σήμερα. Ένας γιατρός κατέθεσε ότι ο Stewart, ίσως, έπασχε από μονομανία, την κατάσταση δηλαδή όπου ένα άτομο "μπορεί να είναι απόλυτα λογικό με όλα τα θέματα, εκτός από ένα συγκεκριμένο". Για τον Stewart, αυτό το υποτιθέμενο θέμα ήταν η πιθανότητα ανταρσίας.

Όσον αφορά αυτό που προκάλεσε την τρέλα, ο δικαστής εξήγησε ότι ήταν μέρος του σχεδίου του Θεού. "Το ερώτημα, λοιπόν, είναι, αν ενήργησε σκόπιμα κάτω από την παρότρυνση του Διαβόλου, ή αν ενήργησε υπό την επίσκεψη του Θεού που εξασθένησε την λογική του", δήλωσε ο δικαστής. "Όταν ευχαριστεί τον Θεό να στερήσει έναν άνθρωπο από το να Τον κατανοήσει, κανένα ανθρώπινο δικαστήριο δεν μπορεί να τιμωρήσει αυτόν τον άνθρωπο". Για το λόγο αυτό, οι ένορκοι έπρεπε να καταλάβουν ότι η "ενοχή" και η "τρέλα" ήταν αμοιβαίως αποκλειστικά.

Όμως, το μήνυμά του προφανώς δεν ήταν αρκετά σαφές. Μετά από συζήτηση για περίπου μιάμιση ώρα, οι ένορκοι επέστρεψαν με την ετυμηγορία της ενοχής και επιβεβαίωσαν ότι ο Stewart ήταν πράγματι τρελός την στιγμή των επιθέσεων. Ο δικαστής, μόλις εξήγησε ότι κανείς δε θα μπορούσε να είναι ένοχος και τρελός, τους είπε ότι το δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχτεί την απόφαση. "Στην πραγματικότητα, η ετυμηγορία ισοδυναμεί με 'μη ένοχη', γιατί ο νόμος δεν αναγνωρίζει κάτι τέτοιο ως ενοχή", δήλωσε ένας βοηθός δικαστής, "Αυτό μπορείτε να το διορθώσετε". Έτσι, οι ένορκοι έκριναν τον κυβερνήτη τρελό, αλλά όχι ένοχο και ο δικαστής τον καταδίκασε σε "στενό περιορισμό κατά τη διάρκεια της ζωής ή όσο θα ευχαριστούσε τον Μεγαλειότητά του".

Ο Stewart έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. "Έχω σοβαρό λόγο να ευλογώ τον Θεό, γιατί αν είχα διαπράξει τη δολοφονία σκόπιμα, δε θα ήθελα να ζήσω μόνος μου -αλλά δεν το έκανα!", δήλωσε.

Περίκλειστος εφ' όρου ζωής
 
Το Cork City Gaol, σήμερα μουσείο
 
Ο Stewart πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του εγκλεισμένος: μέχρι το 1830 στη φυλακή του Κορκ, μέχρι το 1851 στο Ψυχιατρείο του Κορκ, και, μέχρι τον θάνατό του το 1873 σε ηλικία 98 ετών στο Άσυλο για Εγκληματική Παραφροσύνη του Dundrum. Πέρασε τα χρόνια του διδάσκοντας τα παιδιά του, φτιάχνοντας πλοία για να έχει κάποιο εισόδημα για την οικογένειά του, και μελετώντας την Βίβλο. Όταν τον Αύγουστο του 1829 τον επισκέφτηκε ο Scoresby, ο Stewart δεν εξέφρασε καμία επιθυμία να αποφυλακιστεί. "Αν με αποφυλάκιζαν, θα με έδειχναν όλοι και θα λένε, 'Να εκείνος ο άθλιος άνθρωπος που σκότωσε τους ναυτικούς του!'".

Όμως, η ισόβια αιχμαλωσία του προκάλεσε περιόδους άγχους και κατάθλιψης, και ήταν διχασμένος μεταξύ ήρεμης παραίτησης και έντονων βεβαιώσεων για την αθωότητά του. Ενώ αγωνίστηκε να καταλάβει την ψυχική του ασθένεια, ο Stewart βρήκε παρηγοριά στο ότι πίσω απ' όλα ήταν ο Θεός -μια πεποίθηση που επαναλάμβαναν ο Scoresby, ο δικαστής και οι υπόλοιποι ευσεβείς Ιρλανδοί.
 
"Σίγουρα το τρομερό σφαγείο επετράπη από την Πρόνοια του Ουρανού, επειδή ήρθε η ώρα τους", έγραψε ο Scoresby. "Ωστόσο, ήταν μια μυστηριώδης, αλλά και φοβερή επίσκεψη, και πρέπει να μιλήσουμε για 'τη δύναμη των τρομερών πράξεων του Θεού' με ταπεινότητα και σεβασμό".

Όπως είναι λογικό, αν η δίκη του Stewart διεξαγόταν στη σημερινή Ιρλανδία θα είχε διαφορετική κατάληξη. Ο Θεός δε θα αναφερόταν τόσο έντονα, ούτε θα χρησιμοποιούσαν όρους όπως ψυχική διαταραχή, και ο Stewart θα είχε λάβει μια πιο προηγμένη ψυχιατρική θεραπεία και ίσως μια πιο ακριβή διάγνωση από την "μονομανία".
 
Η ετυμηγορία όμως, όπως επιβεβαιώθηκε από νόμο του 2006, θα μπορούσε να ήταν η ίδια: "Δεν είναι ένοχος λόγω παραφροσύνης".

από: mental floss

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου