Μια ημέρα του 1973, η 22χρονη Όλγα Χεπνάροβα σκότωσε οκτώ άτομα και τραυμάτισε ακόμη δώδεκα με μια επίθεσή της στην Πράγα.
Μια ημέρα του Ιουλίου του 1973, πολλοί ηλικιωμένοι περίμεναν σε μια στάση του τραμ στην Πράγα για την πρωινή τους βόλτα. Ξαφνικά, γύρω στις 11 π.μ., ένα φορτηγό όρμησε στο δρόμο, έκανε επικίνδυνους ελιγμούς και έπεσε πάνω στους ηλικιωμένους.
Κραυγές ακούγονταν από παντού, οι δρόμοι γέμισαν πτώματα και λίγα μέτρα πιο κάτω στο δρόμο, καθισμένη ήρεμη στη θέση του οδηγού, ήταν ένα 22χρονο κορίτσι που είχε αποφασίσει να τους σκοτώσει όλους.
Η Όλγα Χεπνάροβα (Olga Hepnarová) είναι μία από τις πιο παραγωγικές, αλλά ελάχιστα γνωστές, κατά συρροή δολοφόνους στην Ευρώπη. Το φρικτό έγκλημά της αφαίρεσε την ζωή οκτώ ανθρώπων και τραυμάτισε άλλους δώδεκα. Ίσως, το πιο σοκαριστικό της ιστορίας είναι ο ψυχρός, προμελετημένος τρόπος που η Όλγα είχε προγραμματίσει την επίθεσή της.
Κραυγές ακούγονταν από παντού, οι δρόμοι γέμισαν πτώματα και λίγα μέτρα πιο κάτω στο δρόμο, καθισμένη ήρεμη στη θέση του οδηγού, ήταν ένα 22χρονο κορίτσι που είχε αποφασίσει να τους σκοτώσει όλους.
Η Όλγα Χεπνάροβα (Olga Hepnarová) είναι μία από τις πιο παραγωγικές, αλλά ελάχιστα γνωστές, κατά συρροή δολοφόνους στην Ευρώπη. Το φρικτό έγκλημά της αφαίρεσε την ζωή οκτώ ανθρώπων και τραυμάτισε άλλους δώδεκα. Ίσως, το πιο σοκαριστικό της ιστορίας είναι ο ψυχρός, προμελετημένος τρόπος που η Όλγα είχε προγραμματίσει την επίθεσή της.
Το φορτηγό που οδηγούσε η Χεπνάροβα
Γεμάτη ψυχολογικά προβλήματα, που τροφοδοτούνταν από το έντονο μίσος της για την ανθρωπότητα, η Χεπνάροβα αποφάσισε να εκδικηθεί μνημειακά τον κόσμο. Δύο μέρες πριν από την επίθεση, είχε στείλει δύο επιστολές σε δύο εφημερίδες στην Τσεχία και εξηγούσε τα κίνητρά της:
"Είμαι μοναχικός άνθρωπος. Μια κατεστραμμένη γυναίκα. Μια γυναίκα που καταστράφηκε από τους ανθρώπους… Έχω μια επιλογή -να αυτοκτονήσω ή να σκοτώσω άλλους. Η ετυμηγορία μου είναι: Εγώ, η Όλγα Χεπνάροβα, το θύμα της βαρβαρότητάς σας, σας καταδικάζω σε θάνατο".
Αυτή η μορφή "καταδίκης" οδήγησε στη δική της καταδίκη, θάνατο δια απαγχονισμού. Δύο χρόνια μετά από την επίθεση, εκτελέστηκε στην αγχόνη, καθιστώντας την έτσι την τελευταία γυναίκα που κρεμάστηκε στην -τότε- Τσεχοσλοβακία και μία από τις τελευταίες στην Ευρώπη.
Η ιστορία της έγινε ταινία με τίτλο "Já, Olga Hepnarová" (Εγώ, η Όλγα) το 2016. Αν και η ταινία τεκμηριώνει την ψυχρή δολοφονία, σκαλίζει επίσης την περίπλοκη ψυχή της Χεπνάροβα.
"Δεν ήταν τέρας", είπε ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες της ταινίας, Τόμας Βάινρεμπ. "Ήταν άνθρωπος. Στην ζωή της, είδαμε την ιστορία ενός απόκληρου, ενός ατόμου που δεν ταιριάζει στην κοινωνία. Η μοναξιά και το μίσος την οδήγησαν στην τρομακτική αυτή πράξη βίας -και αυτή ήταν η ιστορία που θέλαμε να πούμε".
Η Όλγα Χεπνάροβα γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του1951, στην Πράγα, από Τσέχους γονείς. Ο πατέρας της ήταν υπάλληλος τράπεζας και η μητέρα της οδοντίατρος. Ήταν ένα μέσο παιδί, αλλά αργότερα ανέπτυξε ψυχιατρικά προβλήματα, τα οποία εκδηλώθηκαν σε αδυναμία επικοινωνίας με ανθρώπους και έχει προταθεί ότι ήταν συμπτώματα Άσπενγκερ.
Η ταινία, που καταγράφει την ιστορία σε ασπρόμαυρο, ξεκινά με την απόπειρα αυτοκτονίας της Χεπνάροβα μόλις στα 13 της. Η απόπειρα, που έγινε με μια χούφτα χαπιών, ήταν το αποκορύφωμα του εκφοβισμού που ένιωθε ότι βίωνε από τους συμμαθητές της. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παραμονής της σε παιδιατρική ψυχιατρική κλινική, κατά τη διάρκεια της οποίας, οι γιατροί εντόπισαν ορισμένα νοσηρά χαρακτηριστικά: απάθεια, ανυπακοή, αρνητισμός, αδιαφορία, εμετούς και εθισμό στη νικοτίνη. Όμως, δεν μπόρεσαν να δώσουν μια πλήρη διάγνωση της ασθένειάς της. Ένας ψυχίατρος, ένας από τους λίγους ανθρώπους στους οποίους ανοίχτηκε η Χεπνάροβα, την διέγνωσε τελικά με σχιζοφρένεια. Δύο χρόνια αργότερα, το 1967, μια εβδομάδα πριν από τα 16α γενέθλιά της, του έγραψε ένα γράμμα, ενημερώνοντάς τον για την κατάσταση του μυαλού της. Του είπε ότι δεν είχε μιλήσει στον πατέρα της από τον τελευταίο της ξυλοδαρμό, και ότι δεν είχε τίποτα να πει με τη μητέρα της. Στη συνέχεια, εξέφρασε την άποψή της για την κοινωνία γενικά:
"Μισώ τους ανθρώπους. Αναρωτιέμαι πώς θα φαίνεται η σχέση μου καθώς θα περνά ο καιρός. Θέλω να μην υπάρχουν καθόλου άνθρωποι για μένα, τα λόγια και η φλυαρία τους μου είναι αδιάφορα. Αυτό θέλω. Είναι καλύτερα για μένα όταν είμαι μόνη μου απ' ό, τι όταν είμαι μαζί τους… Όλοι θέλουν χαμόγελα και συντροφιά. Ακρωτηρίασαν την ψυχή μου".
Όταν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και απέτυχε να βρει κάποια δουλειά, αποσύρθηκε σε μια καλύβα στην εξοχή και βρήκε δουλειά ως οδηγός φορτηγού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αφυπνίστηκε η σεξουαλικότητά της και έκανε σχέσεις με γυναίκες.
"Δεν ήταν λεσβία", λέει ο άλλος σκηνοθέτης της ταινίας, Πετρ Κάζντα. "Θα ήταν πολύ απλό να την στιγματίσουμε ως λεσβία. Είχε σχέσεις με άντρες και γυναίκες, και περιέγραψε ότι είχε οργασμούς και με άντρες. Ναι, έτεινε προς τις γυναίκες, αλλά δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως 'λεσβία δολοφόνος' ή κάτι τέτοιο".
Παρόλα αυτά, το έγκλημά της ήταν ψυχρό και μελετημένο.
Παρόλα αυτά, το έγκλημά της ήταν ψυχρό και μελετημένο.
Έχοντας γράψει τις επιστολές στις εφημερίδες -οι οποίες ανοίχτηκαν μετά από την επίθεσή της-, νοίκιασε ένα φορτηγό και οδήγησε σε ένα πολυσύχναστο, κατοικημένο μέρος στην Πράγα, την πλατεία Strossmayerovo Namesti. Η στάση του τραμ ήταν πολυσύχναστη. Βρισκόταν στον κάτω μέρος ενός λόφου, και σύμφωνα με την ίδια, αυτό της έδωσε την ευκαιρία να έχει υπερβολική ταχύτητα όταν θα έπεφτε πάνω στον κόσμο.
Αρχικά, όταν ξεκίνησε να οδηγεί, το ξανασκέφτηκε -για λίγο. Όχι γιατί είχε αλλάξει γνώμη, αλλά επειδή πίστευε ότι όσοι περίμεναν στην στάση ήταν πολύ λίγοι. Οδήγησε γύρω από το τετράγωνο και προσπάθησε ξανά. Αυτήν την φορά όμως, οδήγησε με πρόθεση, ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο περίπου 30 μέτρα από τη στάση και επιταχύνοντας προς τους ανθρώπους που περίμεναν. Συγκρούστηκε με 20 από αυτούς, χτύπησε σε πολλά καταστήματα και, στο τέλος του δρόμου, σταμάτησε. Μετά από αυτό, κάθισε απλά και περίμενε την αστυνομία.
Η σύγκρουση σκότωσε τρία άτομα επιτόπου, άλλοι πέντε πέθαναν αργότερα στο νοσοκομείο και 12 άλλοι υπέστησαν τραυματισμούς. Όλοι τους ήταν ηλικιωμένοι.
Μετά από την επίθεση, η Χεπνάροβα δεν έδειξε καμία μετάνοια, επαναλάμβανε επανειλημμένα την ένοχη της και κατά τη διάρκεια της δίκης της ζητούσε της επιβληθεί η θανατική ποινή. Δύο χρόνια αργότερα, στις 12 Μαρτίου του 1975, εκτελέστηκε.
"Ένιωθε ότι η κοινωνία την είχε παρεξηγήσει εντελώς", λέει ο Κάζντα. "Έγραψε για το πώς εκδιώχθηκε από την κοινωνία, πως έπεσε θύμα εκφοβισμού ως έφηβη και πως η οικογένειά της την έστειλε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο".
Μετά από την επίθεση, η Χεπνάροβα δεν έδειξε καμία μετάνοια, επαναλάμβανε επανειλημμένα την ένοχη της και κατά τη διάρκεια της δίκης της ζητούσε της επιβληθεί η θανατική ποινή. Δύο χρόνια αργότερα, στις 12 Μαρτίου του 1975, εκτελέστηκε.
"Ένιωθε ότι η κοινωνία την είχε παρεξηγήσει εντελώς", λέει ο Κάζντα. "Έγραψε για το πώς εκδιώχθηκε από την κοινωνία, πως έπεσε θύμα εκφοβισμού ως έφηβη και πως η οικογένειά της την έστειλε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο".
"Τότε, η κοινωνία δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει άτομα με ψυχολογικά προβλήματα", προσθέτει ο Βάινρεμπ. "Την εποχή της δίκης της, η τιμωρία ήταν είτε 15 χρόνια στη φυλακή ή η θανατική ποινή. Δεν υπήρχε το ισόβια. Και τα 15 χρόνια φυλακή δεν φαίνονταν αρκετά για τον τρόμο που είχε σκορπίσει".
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου