Ο Άλμπερτ Φις - πηγή
Ο Άλμπερτ Φις ομολόγησε εκατό εγκλήματα μετά τη σύλληψή του, το ένα πιο απαίσιο μέχρι το επόμενο.
Τον Νοέμβριο του 1934, ο Άλμπερτ Φις (Hamilton Howard "Albert" Fish) έστειλε μια επιστολή σε μια γυναίκα με την οποία είχε μιλήσει έξι χρόνια πριν.
"Αγαπητή κα Μπαντ ... Στις 3 Ιουνίου του 1928, σας κάλεσα στην 406 W. 15 St. και σας έφερα τυρί και φράουλες. Φάγαμε. Η Γκρέις κάθισε στην αγκαλιά μου και με φίλησε. Αποφάσισα να την φάω".
Η επιστολή που έλαβε εκείνο το κρύο βράδυ του Νοεμβρίου η κυρία Ντέλια Φλάναγκαν Μπαντ (Delia Flanagan Budd), η οποία ξεκινούσε με την ιστορία ενός Κινέζου ναυτεργάτη που του άρεσε η ανθρώπινη σάρκα, τελείωνε με μια οδυνηρή και λεπτομερή περιγραφή της δολοφονίας της κόρης της. Η ιστορία του ναυτεργάτη δεν επαληθεύτηκε ποτέ, αλλά όσα αφορούσαν την κόρη της κυρίας Μπαντ αποδείχτηκαν αληθινά. Ο Φις, ο οποίος είχε συστηθεί στην οικογένεια ως Φρανκ Χάουαρντ (Frank Howard), είχε σκοτώσει ένα ακόμη παιδί, ανεβάζοντας το σύνολο των θεωρούμενων θυμάτων του στα 100 περίπου.
Στον Φις έχουν δοθεί κατά καιρούς τα προσωνύμια ο Βρικόλακας του Μπρούκλιν (Brooklyn Vampire), ο Λυκάνθρωπος της Βιστερίας (Werewolf of Wysteria), ο Άνθρωπος με τα Γκρι, (The Gray Man), ο Μανιακός του Φεγγαριού (The Moon Maniac), κ.ά.. Μικρός, ήσυχος και λιτός, με πρόσωπο που δεν ξεχώριζε στο πλήθος.
Αλλά μια φυσιογνωμία που μπορούσε να φοβίσει ακόμη και τους πιο σκληρούς εγκληματίες.
Σαν παιδί, ο Φις έπασχε από ψυχική ασθένεια, όπως όλη η οικογένειά του. Η μητέρα του βασανιζόταν από ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις, τα τρία αδέρφια του παρουσίασαν σοβαρές ψυχικές διαταραχές, η αδερφή του μάλιστα κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο και ένας θείος του έπασχε από μανία. Ο δε πατέρας που ήταν 75 χρόνια μεγαλύτερός του όταν γεννήθηκε ο ίδιος, κάτι για το οποίο τελικά ο Φις κατέληξε σε ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που άρχισε η δίψα του για βασανιστήρια.
Οι φροντιστές στο ορφανοτροφείο κτυπούσαν τα παιδιά, αλλά και τα ενθάρρυναν να χτυπάει -και όχι μόνο- το ένα το άλλο. Ωστόσο, ενώ τα άλλα παιδιά ζούσαν με τον φόβο του πόνου, ο Φις απολάμβανε και ευχαριστιόταν τον πόνο. Ακόμα και όταν η μητέρα του τον πήρε από το ορφανοτροφείο για να ζήσει μαζί της, η ανηθικότητα του Φις συνέχισε.
Το 1882, μόλις 12 χρονών, άρχισε μια σχέση με ένα αγόρι, το οποίο μύησε στην ουρολαγνιά, την κοπροφαγία και την ηδονοβλεψία. Όμως, η γοητεία του γι' αυτού του είδους τις σεξουαλικές επιθυμίες τον οδήγησε στην εμμονή του σεξουαλικού αυτο-ακρωτηριασμού. Τακτικά, έβαζε βελόνες στη βουβωνική χώρα και στο υπογάστριό του, και αυτομαστιγωνόταν με μια ρακέτα του πινγκ πονγκ γεμάτη καρφιά. Κάποια στιγμή, ο αυτο-ακρωτηριασμός έγινε βαρετός γι' αυτόν. Δεν απολάμβανε πλέον τον δικό του πόνο και, ως εκ τούτου, άρχισε να αναζητά άλλους για να τους τον επιβάλει.
Το 1890, σε ηλικία 20 ετών έφυγε από το πατρικό του και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε κάνοντας την αρσενική πόρνη. Λίγο καιρό μετά, έφερε και την μητέρα του να μείνει μαζί του. Το 1898, η μητέρα του φρόντισε να τον παντρέψει με την Άννα Μαρί Χόφμαν (Anna Mary Hoffman) με την οποία απέκτησε έξι παιδιά. To 1903, συνελήφθη πρώτη φορά για μια μεγάλη κλοπή και φυλακίστηκε στις φυλακές του Σιγνκ - Σινγκ (Sing Sing Correctional Facility) στην Νέα Υόρκη.
Το 1910, σε ηλικία 40 χρονών και ενώ δούλευε ως ελαιοχρωματιστής στο Ντελαγουέρ, γνώρισε τον 19χρονο Τόμας Κέντεν (Thomas Kedden). Οι δυο τους άρχισαν μια σαδομαζοχιστική σχέση, αν και δεν είναι γνωστό το κατά πόσο συναινούσε ο Kedden. Δέκα μέρες μετά τη γνωριμία τους, ο Φις αποφάσισε ότι μια συναινετική σχέση, ή ακόμα και μια εξαναγκαστική, δεν ήταν αρκετή γι' αυτόν. Κάλεσε τον Κέντεν σε μια εγκαταλελειμμένη αγροικία με το πρόσχημα ότι ήθελε να τον συναντήσει και τον κλείδωσε. Για δύο εβδομάδες ο Φις βασάνιζε τον Κέντεν, ακρωτηριάζοντάς τον και κόβοντάς του το πέος. Μια μέρα, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε, αφήνοντας στον Κέντεν 10 δολάρια για τα όσα είχε τραβήξει.
Ο ιατροδικαστής Dr. Amos O. Squire κρατά τα κόκαλα της Γκρέις Μπαντ όταν βρέθηκαν τα λείψανα της στο εγκαταλελειμμένο σπίτι στο Westchester Hills
Γύρω στο 1917, ο Φις άρχισε να πέφτει θύμα της ψυχικής ασθένειας που είχε μολύνει την οικογένειά του. Άρχισε να έχει ακουστικές ψευδαισθήσεις. Μάλιστα, κάποια στιγμή, άρχισε να τυλίγεται σε ένα χαλί που ισχυριζόμενος ότι ακολουθεί τα λόγια του Ιωάννη του Αποστόλου. Πιστεύεται ότι η τάση του στον αυτοτραυματισμό σχετίζεται με την παραφροσύνη του.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Φις απέκτησε έξι παιδιά. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, όσο ζούσαν δεν τα κακοποίησε ποτέ, αλλά συνεχώς κακοποιούσε άλλα μικρά παιδιά, κυρίως αγόρια. Την εποχή που τα παιδιά του ήταν μικρά, ανέπτυξε μια εμμονή με τον κανιβαλισμό, συχνά προετοιμάζοντας γεύματα από ωμό κρέας που μοιραζόταν με τα παιδιά του.
Μέχρι το 1919, η εμμονή του για τα βασανιστήρια και τον κανιβαλισμό είχε κλιμακωθεί και άρχισε να σχεδιάζει μια πραγματική δολοφονία. Άρχισε να ψάχνει για ευάλωτα παιδιά, όπως ορφανά ή άστεγα μαύρα παιδιά. Ισχυρίστηκε ότι ο Θεός του μίλησε και τον διέταξε να βασανίζει μικρά παιδιά. Άρχισε να διαβάζει αγγελίες σε τοπικές εφημερίδες όπου νεαρά παιδιά ζητούσαν ένα σπίτι να δουλέψουν ή για νέους που έψαχναν για μια δουλειά.
Η Γκρέις Μπαντ - πηγή
Σε μια από αυτές τις αγγελίες βρήκε τη νεαρή Γκρέις Μπαντ (Grace Budd).
Η Γκρέις δεν ήταν από την αρχή στόχος του Φις. Για την ακρίβεια, ενδιαφερόταν για τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ο 18χρονος αδερφός της, ο Έντουαρντ (Edward Budd), είχε βάλει μια αγγελία αναζητώντας εργασία σε ένα αγρόκτημα ή στην εξοχή. Ο Φις σχεδίαζε να τον "προσλάβει" και να τον πάει στο σπίτι του για να τον βασανίσει. Σαν Φρανκ Χάουαρντ, ο Φις πήγε στην οικεία των Μπαντ στο Μανχάταν. Ισχυρίστηκε ότι είχε ένα αγροτόσπιτο και ότι αναζητούσε βοήθεια για το σπίτι. Τότε, παρατήρησε το νεαρό κορίτσι να στέκεται πίσω από τους γονείς της. Αμέσως άλλαξε επιλογή, εστιάζοντας στη μικρή Γκρέις. Ανέφερε ότι ήταν στην πόλη για να επισκεφτεί την ανιψιά του και να παραβρεθεί στο πάρτι γενεθλίων της. Με κάποιο παράξενο τρόπο, παρά το ότι είχε γνωρίσει την οικογένεια μόλις λίγα λεπτά πριν, έπεισε την Ντέλια και τον Άλμπερτ Μπαντ να του δώσουν την κόρη τους και να την πάει στο πάρτι γενεθλίων της ανιψιάς του.
Δεν την ξαναείδαν ποτέ.
Ο Φις πήγε την Γκρέις στο αγρόκτημα του, εκεί που σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως μέρος βασανιστηρίων για τον αδελφό της.
Το σπίτι όπου ο Φις βασάνισε την Γκρέις
Σύμφωνα με την επιστολή που έστειλε στην Ντέλια, μαζί με την εξομολόγηση του, ο Φις είχε κρυφτεί σε ένα υπνοδωμάτιο στον επάνω όροφο -γυμνός, για να μη γεμίσει με αίματα τα ρούχα του- ενώ η μικρή μάζευε αγριολούλουδα στην αυλή. Τότε, την κάλεσε μέσα. Όταν εκείνη ούρλιαξε στη θέα του, την σκότωσε, στραγγαλίζοντας της καθώς εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει. Έπειτα, έκοψε το σώμα της σε κομμάτια και την έφαγε, αφού την υπέβαλε σε φρικιαστικά βασανιστήρια.
Η επιστολή, η οποία προφανώς σκόπευε να προκαλέσει πανικό στην οικογένεια Μπαντ, καθώς και να είναι ο μακάβριος χλευασμός του Φις, κατέληξε στην πτώση του. Με βάση ένα έμβλημα που ήταν πάνω στον φάκελο, βρέθηκε το χαρτί αλληλογραφίας που χρησιμοποίησε ο Φις, και τελικά και η κατοικία όπου διέμενε. Στο εκείνη την κατοικία, κάποιος Άλμπερτ Φις ενοικιάζει ένα δωμάτιο. Μόλις η αστυνομία έμαθε ότι ο Φις έμοιαζε με τον Χάουαρντ, τον απαγωγέα της Γκρέις, τον κάλεσε για ανάκριση. Προς έκπληξή τους, ο Φις ομολόγησε αμέσως και αποκάλυψε τις ακριβείς λεπτομέρειες του τι είχε κάνει με την Γκρέις –όπως και σε δεκάδες άλλα παιδιά. Ωστόσο, στο τέλος, μπόρεσε να αποδειχθεί ότι μόνο τρία παιδιά ήταν θύματά του -ο 8χρονος Φράνσις ΜακΝτόνελ (Francis X. McDonnell), ο 4χρονος Μπίλι Γκάφνι (Billy Gaffney) και η 10χρονη Γκρέις Μπαντ.
Η αστυνομία απέδωσε πολλά εγκλήματα στον Φις. Η δίκη για τον φόνο της Γκρέις Μπαντ ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου του 1935 και κράτησε δέκα μέρες. Η υπεράσπιση του Φις προσπάθησε να τον αθωώσει και να εγκλεισθεί για το υπόλοιπο της ζωής του σε ψυχιατρικό άσυλο, υποστηρίζοντας ότι ήταν ψυχικά άρρωστος, κάτι που βέβαια επιβεβαιώθηκε από αρκετούς ψυχιάτρους που τον εξέτασαν. Ο δικηγόρος μάλιστα, τόνισε ότι ο Φις όχι μόνο ήταν άρρωστος αλλά ήταν και ψυχιατρικό φαινόμενο, αφού πρώτη φορά καταγράφεται στα νομικά και ιατρικά χρονικά άνθρωπος με τόσες συνδυασμένες σεξουαλικές διαστροφές και παραφιλίες. Και πραγματικά, οι ψυχίατροι έκαναν λόγο για σαδισμό, μαζοχισμό, επιδειξιομανία, οφθαλμολαγνεία, κανιβαλισμό, κοπροφιλία, ουρολαγνεία, παιδοφιλία και άλλες διεστραμμένες πρακτικές για την πρόκληση σεξουαλικής ηδονής. Οι ψυχίατροι που κλήθηκαν από τον δημόσιο κατήγορο, αν και συμφώνησαν με την διάγνωση, ωστόσο θεώρησαν τον Φις "πνευματικά υγιή", ως δηλαδή έχοντα την ικανότητα να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος, και ως εκ τούτου να φέρει πλήρως τον καταλογισμό για τις πράξεις του. Οι ένορκοι χρειάστηκαν λιγότερο από μια ώρα για να βγάλουν την απόφασή τους. Έκριναν τον Φις, "ένοχο". Όπως είπε αργότερα ένας ένορκος, παρόλο που πίστευαν ότι δεν ήταν ψυχικά και πνευματικά υγιής, ωστόσο τον θεώρησαν υγιή γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να τιμωρηθεί. Τον Μάρτιο του 1935, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά όχι πριν να του επιτραπεί να γράψει μια σειρά σημειώσεων σχετικά με τα εγκλήματά του που θα παραδίνονταν στους δημοσιογράφους που εργάζονταν στην υπόθεσή του.
Λέγεται, ότι ο Φις χαμογελούσε καθώς ομολογούσε τα εγκλήματά του
Οι δημοσιογράφοι έριξαν μια ματιά στις σημειώσεις του και αρνήθηκαν να τις δημοσιεύσουν.
"Δε θα το δείξω ποτέ σε κανέναν", είπε ένας από αυτούς. "Ήταν ότι πιο χυδαίο έχω διαβάσει ποτέ".
Την επομένη της δίκης, ο Φις μεταφέρθηκε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ όπου, στις 16 Ιανουαρίου του 1936 εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Έγινε ο γηραιότερος σε ηλικία άνθρωπος -66 χρονών- που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα. Τάφηκε στο κοιμητήριο της φυλακής.
Για την ιστορία, ο Φις έχει αναφερθεί δύο φορές στη σειρά Criminal Minds.
από: ati και wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου