Το Φυτικό Αρνί της Tartaria -στα λατινικά, Agnus scythicus ή Planta Tartarica Barometz- ήταν ένας λαϊκός μύθος του Μεσαίωνα και περιέγραφε ένα ζωντανό αρνί που μεγάλωνε από ένα πολύ ειδικό φυτό.
Ταταρία (Tartaria στα Λατινικά) ή Μεγάλη Ταταρία (Tartaria Magna) ονομαζόταν από τους Ευρωπαίους κατά το Μεσαίωνα μέχρι και τον 20ο αιώνα η Μεγάλη Στέπα, μια τεράστια έκταση της βόρειας και της κεντρικής Ασίας που εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα και τα Ουράλια Όρη μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό και κατοικούνταν κυρίως από Τουρκικά φύλλα, Μογγόλους αλλά και από μερικούς Κοζάκους ρωσικής καταγωγής, πολίτες της μογγολικής αυτοκρατορίας που στο σύνολο τους αναφέρονται ως Τάταροι.
Στα Μεσαιωνικά κείμενα αναφέρονται δυο είδη του συγκεκριμένου αρνιού. Το πρώτο παρήγαγε μικρά, γυμνά, νεογέννητα αρνιά στο λοβό του και το άλλο είχε ένα κανονικού μεγέθους αρνί, με οστά, αίμα και σάρκα, που ενωνόταν με τον αφαλό του σε ένα κοντό μίσχο. Ο μίσχος ήταν πολύ ευέλικτος, που επέτρεψε στο αρνί να βοσκήσουν βόσκει γύρω του. Όταν έτρωγε όλη τη βλάστηση ή αν έσπαζε ο μίσχος, το αρνί πέθαινε.
Ο μύθος απαντάται πρώτη φορά το 436, και αναφέρεται ως Adne Hasadeh (άρχοντες του αγρού) σε ένα εβραϊκό κείμενο με τίτλο Talmud Ierosolimitanum από τον ραβίνο Jochanan. Όπως στους λύκους, έτσι και στους κυνηγούς άρεσε το αρνί λόγω της λεπτής σάρκα του που είχε γεύση ψαριού και το αίμα του ήταν γλυκό σαν μέλι. Αλλά ήταν αδύνατο να χωριστεί από το φυτό, εκτός και αν κόβονταν ο μίσχος. Και αυτό έπρεπε να γίνει με μεγάλη δεξιότητα με βέλη.
Περισσότερα (στα αγγλικά): Animal or Vegetable? Legend of the Vegetable Lamb of Tartary
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου