Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Τι σημαίνουν ορισμένα γνωστά τοπωνύμια

Πλατεία Ψυρρή: Μοναδικό φωτογραφικό τεκμήριο του 1917. Αριστερά διακρίνεται το δημοτικό κτίριο της πλατείας. Τα καταστήματα του ισογείου χρησιμοποιούνταν ως «τοπική αγορά» και στον πρώτο όροφο στεγάζονταν οι υπηρεσίες. Σχεδιάστηκε και ανεγέρθηκε από τον Γάλλο δημοτικό αρχιτέκτονα Φρανσουά Λουί Φλοριμόν Μπουλανζέ (1807-1875) - πηγή



Ήπειρος
Κύριο γεωγραφικό όνομα που προέρχεται από το προσηγορικό της αρχαίας ήπειρος (γη)= η ξηρά, η στεριά -κυρίως σε αντίθεση με τη θάλασσα. Ήδη στον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεκριμένα την ξηρά της Δυτικής Ελλάδας, σε αντίθεση με την Ιθάκη και τα γειτονικά νησιά. Χαρακτηριστική η παρατήρηση του Εύμαιου, ενώ φιλοξενεί τον άγνωστο ακόμη Οδυσσέα: «Ου τινι τόσση ανδρών ηρώων, ουτ’ ηπείροιο μελαίνης ουτ’ αυτής Ιθάκης», δηλ. σε κανέναν άλλον ήρωα δεν υπάρχει τόση (περιουσία), ούτε στη σκοτεινή στεριά ούτε στο νησί της Ιθάκης. Κατά την αρχαιότητα Ήπειρος ονομάζεται η περιοχή που εκτείνεται από τον Αμβρακικό κόλπο και τη σημερινή πόλη της Πρέβεζας μέχρι την Ιλλυρία, χώρα «βαρβάρων», στη σημερινή Νότια Αλβανία.

Πελοπόννησος
Σύνθετη λέξη (Πέλοπος νήσος), που διασώζει τη μυθολογική εκδοχή για την ονομασία της χερσονήσου από το μυθικό γιο του Ταντάλου, τον Πέλοπα. Αυτός, ορμώμενος από την Ήλιδα (τη δυτική επαρχία της Πελοποννήσου, που εκτείνεται από την Αχαία ως τη Μεσσηνία) -η οποία του δόθηκε από τον Οινόμαο ως γαμήλιο δώρο, όταν κέρδισε σε αμαξοδρομία το χέρι της κόρης του, της Ιπποδαμείας- έγινε κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου και -όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος- συνετέλεσε στην ανάπτυξη της χώρας.Οι αρχαίες επωνυμίες της Πελοποννήσου ήταν Άργος, Αιγιάλεια, Πελασγία, Απία και Ιναχία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η λαϊκή ονομασία της Πελοποννήσου: Μοριάς. Η λέξη προέρχεται από το μεσαιωνικό Μορέας και αυτό από το μεταγενέστερο ουσιαστικό μορέα (= μουριά, συκαμινιά). Το όνομα δόθηκε σε όλη τη χερσόνησο από μια περιοχή της, όπου καλλιεργούνταν η μουριά.

Μακεδονία
Πρώτος ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το τοπωνύμιο Μακεδονία, για να ονομάσει τη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται βόρεια της Θεσσαλίας, ανάμεσα στα Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο, η οποία κατά την ιστορική της διαδρομή έλαβε ποικίλη έκταση. Μακεδνοί, Μακεδόνες ή Μακέται ήταν οι ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα για τους Έλληνες της Μακεδονίας. Οι λέξεις προέρχονται από το επίθετο της αρχαίας μακεδνός -γνωστό ήδη στον Όμηρο- που σημαίνει μακρύς, ψηλός (από την ίδια ρίζα και οι λέξεις μάκρος και μήκος). Έτσι, η ονομασία Μακεδονία θα σήμαινε αρχικά τη μακρινή ή ψηλά ευρισκόμενη (δηλ. βόρεια) περιοχή- χώρα.

Ρούμελη
Ονομασία της Στερεάς Eλλάδας (συνήθως με εξαίρεση της Aττικής). Προέρχεται από την τουρκική λέξη Rum ili, που σημαίνει: χώρα των Ρωμαίων, των Ρωμιών, δηλ. των Ελλήνων. Σχηματίστηκε από τη μεσαιωνική λέξη Ρωμιός (εσφαλμένη γραφή: Ρωμηός), εξέλιξη του μεταγενέστερου Ρωμαίος (από την πόλη Ρώμη), ονομασία που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (5ος αι μΧ) και μέχρι την πτώση της Κων/πολης (το 1453 μΧ) αποδόθηκε από τους Άραβες και τους Τούρκους στους πολίτες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, δηλ. του Βυζαντίου. Έτσι, οι Έλληνες ονομάζονταν Ρουμ, Ρωμιοί, η χώρα τους Ρούμελη και το πατριαρχείο ρωμαϊκό. Μετά την άλωση της Πόλης, Ρούμελη ονομάζεται η 'ευρωπαϊκή Τουρκία' και, ειδικότερα, οι ευρωπαϊκές τουρκικές επαρχίες της νότιας Βαλκανικής (πλην του Αιγαίου).

Αιγαίο
Αιγαίον πέλαγος ή Αιγαίος πόντος: ουδέτερο του επιθέτου της αρχαίας ελληνικής αιγαίος, λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανώς προέρχεται από το ουσιαστικό αίξ, αιγός (= γίδα). Σ’ αυτή την περίπτωση, αιγαίον ονομάζεται ο τόπος με τις πολλές γίδες -προφανώς προτού η ξηρά καλυφθεί με νερά και μεταβληθεί σε πέλαγος! Εξάλλου, αίγες ονομάζονται και τα μεγάλα κύματα, που μοιάζουν με «προβατάκια», ή ακριβέστερα με αγέλη αιγών, οπότε αιγαίον πέλαγος σημαίνει κυματόβρεχτη θάλασσα. Κατ’ άλλους συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη αιγίς (= καταιγίδα), οπότε αιγαίον ονομάζεται ο τόπος που ξεσπούν συχνά καταιγίδες. Άλλοι το συνδέουν με το ρήμα αίσσω (= ορμώ), προφανώς από την ορμή των κυμάτων. Κατά το μύθο το πέλαγος πήρε την ονομασία του από τον Αιγέα, τον πατέρα του Θησέα, ο οποίος ρίχτηκε σ’ αυτό και πνίγηκε, όταν πίστεψε ότι ο γιος του Θησέας είχε σκοτωθεί από τον φοβερό Μινώταυρο, βλέποντας το πλοίο του να επιστρέφει από την Κρήτη με μαύρο ιστίο αντί του λευκού που του είχε υποσχεθεί σε περίπτωση επιτυχίας.

Ευρώπη
Στην Ελληνική μυθολογία, κόρη του Αγήνορος, βασιλιά της Φοινίκης. Ο Δίας την αγάπησε και, παίρνοντας τη μορφή ενός ωραίου ταύρου, την άρπαξε από τη Φοινίκη και την παρέσυρε στην Κρήτη, όπου γέννησε το Μίνωα, το Ραδάμανθη και, σύμφωνα με μεταομηρικές αφηγήσεις, το Σαρπηδόνα. Η ετυμολογία της λέξης αβέβαιη. Πιθανώς σύνθετη λέξη: ευρύς + ώψ (γεν. ωπός = όψη, βλέμμα, πρόσωπο) = «με μεγάλα μάτια», «ανοιχτομάτα». Η ήπειρος Ευρώπη -κατά τους αρχαίους Ευρώπα χέρσος, Ευρώπα χθών ή Ευρώπης πέδον- πήρε, κατά μια εκδοχή, την ονομασία της από τη μυθολογική κόρη του Αγήνορα και ερωμένη του Δία, πράγμα ασφαλώς παράδοξο, αφού αυτή καταγόταν από τη Φοινίκη και, κατά το μύθο, δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κατ’ άλλους η ονομασία ετυμολογικά παραπέμπει στο λευκό και ξανθό χρώμα του σώματος των (αρχαίων) κατοίκων της, ενώ, σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, πήρε το όνομα ενός, άγνωστου, αρχαίου βασιλιά, του Ευρώπου.
Η ονομασία Ευρώπη ήταν άγνωστη στον Όμηρο. Για πρώτη φορά μαρτυρείται στον Ομηρικό ύμνο προς Απόλλωνα (7ος αι. πΧ), όπου είναι μια απροσδιόριστη περιοχή, η οποία, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνει μόνο τη βόρεια Ελλάδα και διαχωρίζεται σαφώς από την Πελοπόννησο και τα ελληνικά νησιά. Ο Ηρόδοτος και οι σύγχρονοί του στα μέσα του 5ου αι πΧ θεωρούσαν το σύνολο του τότε γνωστού κόσμου ως μία ήπειρο διαιρεμένη σε τρία κύρια μέρη, την Ασία, τη Λιβύη και την Ευρώπη. Η τελευταία οριζόταν νότια από μια μεγάλη θάλασσα, τη Μεσόγειο, τα δυτικά της σύνορα σημαδεύονταν από τις Ηράκλειες Στήλες (το στενό του Γιβραλτάρ)- πέρα από τις οποίες οι Έλληνες σπάνια διείσδυαν -ενώ ανατολικά τη χώριζε από την Ασία πρώτα ο ποταμός Φάσις, που ρέει προς την ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, και στη συνέχεια ο Τάναϊς. Οι Έλληνες δύσκολα εξερεύνησαν πέρα από τη νότια Ρωσία, ενώ η κεντρική και η βόρεια Ρωσία καθώς και η Σκανδιναβία ήταν γι’ αυτούς άγνωστες και μυθικές περιοχές. Η εξερεύνηση της ηπειρωτικής Ευρώπης πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, από τους επιθεωρητές του ρωμαϊκού στρατού υπό τον Ιούλιο Καίσαρα και τους στρατηγούς του αυτοκράτορα Αυγούστου.

Πόρος
Από το προσηγορικό ουσιαστικό της αρχαίας πόρος= πέρασμα, διάβαση (πβ. πορεύω/, -ομαι, πορεία, πορθμός…), προφανώς εξαιτίας της θέσης και του ρόλου του νησιού στη συγκοινωνία μεταξύ Αττικής και Πελοποννήσου. Η αρχαία ονομασία του: Καλαύρεια ή Καλαυρία.

Μήλος
Νησί των ΝΔ Κυκλάδων, νότια της Κιμώλου. Η αρχαία ονομασία του (Μήλος) συνδέεται ίσως με το ομώνυμο φρούτο, προφανώς εξαιτίας του σχήματός του. Ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής σημειώνει στο Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας: «… βαθείαν έχουσα εντομήν προς Α, εστίν η νήσος πρός Δ στρογγύλη, και τοιαύτη εξελαμβάνετο υπό των αρχαίων (rotundissima, Pl. IV, 12, 23)? εκείθεν δε και το όνομα αυτής». Ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής περιγράφει το νησί ως εξής: «Έστι δε βράχος πορώδης, ον διαβρέχει το θαλάσσιον ύδωρ, εις ου δε τα κυλώματα καίει ηφαίστειον πυρ, δι’ ο και το έδαφος εστίν ευφορώτατον, και διάφορα παράγει ορυκτολογικά προϊόντα…» (ο.π.).

Ύδρα
Αρχαίο όνομα (Ύδρα). Ετυμολογείται από το προσηγορικό ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής ύδρα= όφις εν ύδασι διαιτώμενος, νερόφιδο (< ύδωρ = νερό).

Ρόδος
Αρχαία ονομασία του νησιού: Ρόδος (λατ. Rhodos και -dus). Παλαιότερες ονομασίες του: Οφιούσα (< όφις = φίδι: «κατ’ αρχάς λέγεται ότι τα πεδία αυτής κατείχοντο υπό λιμνών και βάλτων, και κατεκαλύπτοντο υπ’ εντόμων φαρμακερών…», Αλ. Ρ. Ραγκαβής), Σταδία, Τελχινίς (από τους Τελχίνες, τους μυθικούς κατοίκους της). Αβέβαιη η ετυμολογία της λέξης. Ίσως προέρχεται από το προσηγορικό ουσιαστικό ρόδον (= τριαντάφυλλο), το οποίο οι αρχαίοι κάτοικοι υιοθέτησαν ως έμβλημα του θεού Ηλίου, ο οποίος λατρευόταν στο νησί (ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου ήταν ένα τεράστιο άγαλμα του θεού Ήλιου -και ασφαλώς όχι το μόνο- στην είσοδο του λιμανιού).

Κέρκυρα
Αρχαία ονομασία: Κέρκυρα και Κόρκυρα (λατ. Corcyra). Οι αρχαίοι την ταύτιζαν με τη Σχερία, τη χώρα των Φαιάκων στην Ομηρική Οδύσσεια (ραψ. ε’). Αβέβαιη η ετυμολογία της λέξης. Κατά την επικρατέστερη άποψη το όνομα του νησιού ανάγεται στην ιλλυρική λέξη για τη βαλανιδιά (πβ. λατ. quercus = δρύς). Κατ’ άλλη άποψη, ως αρχικός τύπος, από τον οποίο προέκυψε το όνομα του νησιού, πρέπει να θεωρηθεί το Κέρκυρες (οι), ονομασία φύλλου που κατοίκησε εκεί. Η σημερινή ευρωπαϊκή ονομασία του νησιού (Corfou) προέρχεται από το μεσαιωνικό του όνομα Κορυφώ. Ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής εξηγεί σχετικά στο Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας: «Η πρωτεύουσα, κειμένη εις το μέσον της ανατολικής πλευράς, ένθα και νυν, είχε δύο ακροπόλεις (κορυφάς επί του μεσαίωνος καλουμένας, όθεν της νήσου το νέον όνομα)…».

Αργυρόκαστρο
Η πόλη της νότιας Αλβανίας Gjirokaster ή Gjnokaster, στη Βόρειο Ήπειρο. Η πόλη αναφέρεται σε έγγραφα του 14ου αι., αλλά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί σε παλαιότερους χρόνους. Η ονομασία της (Αργυρόκαστρον) οφείλεται σε παράδοση, σύμφωνα με την οποία η πόλη χτίστηκε από τη Βυζαντινή αρχόντισσα Αργυρή ή Αργυρίνη.

Άγιοι Σαράντα
Η πόλη της νότιας Αλβανίας Saranda, στη Βόρειο Ήπειρο. Χτισμένη στην περιοχή της μεσαιωνικής Αγχιάσμου, οφείλει την ονομασία της σε ομώνυμο βυζαντινό ναό, ερείπια του οποίου σώζονται σε μικρό λόφο κοντά στο λιμάνι.

Κορυτσά
Η πόλη Korce ή Korca ή Korcha ή Kortcha της νοτιοανατολικής Αλβανίας, στη Βόρειο Ήπειρο, ο χρόνος ίδρυσης της οποίας δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένος. Το τοπωνύμιο ετυμολογείται από το αλβανικό goritsa (= αγριαχλαδιά), που με τον διαλεκτικό τύπο γκορτσιά ή γκοριτσά σώζεται στις βόρειες κυρίως περιοχές της Ελλάδας.

Χειμάρα
Χειμάρα ή Χειμάρ(ρ)α. Πόλη της νότιας Αλβανίας, στη Βόρειο Ήπειρο. Η πόλη αναφέρεται κατά τη Βυζαντινή περίοδο υπό την ονομασία Χίμαιρα (βλ. Προκόπιος, ‘Αννα Κομνηνή) και υπήρξε αξιόλογο κέντρο της επαρχίας Νέας Ηπείρου. Στο σχηματισμό του τοπωνυμίου Χειμάρ(ρ)α επέδρασε προφανώς η λέξη χείμαρρος.

Τεπελένι
Πόλη της νότιας Αλβανίας, στη Βόρειο Ήπειρο, πατρίδα του Αλή πασά. Η ίδρυση του οικισμού του Τεπελενίου ανάγεται στους πρώτους χρόνους του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ετυμολογείται από την αλβανική λέξη Tepelen, άγνωστης ετυμολογίας.

Λεωφόρος Κηφισίας
Έτσι ονομάστηκε η λεωφόρος που συνδέει την πόλη της Αθήνας με το προάστιο Κηφισιά. Η Κηφισία, κατά την αρχαιότητα, ήταν μια από τις 12 πόλεις της Αττικής που έχτισε ο βασιλιάς Κέκροπας, έπειτα, από την εποχή του Κλεισθένους, δήμος που ανήκε στην Ερεχθηΐδα φυλή, περίφημος τόπος παραθερισμού, πατρίδα του κωμικού ποιητή Μενάνδρου και, μετέπειτα, κατοικία του Ηρώδη του Αττικού (2ος αι μΧ). Πήρε την ονομασία της από τον ομώνυμο ποταμό, που οι πηγές του βρίσκονταν στο σημερινό Κεφαλάρι (= περιοχή με πλούσια νερά), κοντά στο Άντρον των Νυμφών. Τον 19ο αι συνδέθηκε με την Αθήνα με το «Θηρίο», τον περίφημο θορυβώδη ατμοκίνητο σιδηρόδρομο, που ξεκινούσε από την πλατεία Λαυρίου και έφτανε στην Κηφισιά, συχνά αγκομαχώντας, έπειτα από 3 ώρες.

Οδός Πατησίων
Οφείλει την ονομασία της στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας. Το τοπωνύμιο Πατήσια υπάρχει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ίσως από κάποιο Τούρκο Πατίς-Αγά, που είχε κτήματα εκεί. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή προέρχεται από τον αρχαίο δήμο της Βατής, που τοποθετείται στα σημερινά Πατήσια, και ιδίως από τον επιρρηματικό τύπο Βατήσι (= προς την Βατήν). Παλαιότερα η περιοχή ονομαζόταν Παραδείσια. Η οδός Πατησίων στις αρχές του 20ου αι ήταν εξοχική περιοχή με πολλούς ανθόκηπους και δέντρα και, γι’ αυτό, συνήθης τόπος περιπάτου των Αθηναίων. Στην αρχή της -και συγκεκριμένα στο ισόγειο της οικίας Καυταντζόγλου- υπήρχε το περίφημο «καφενείον των ευ φρονούντων» (= των σωφρόνων, των συνετών), ή «καφενείον των γερόντων», εξαιτίας της ηλικίας των θαμώνων του. Η περιοχή γύρω από το τέρμα της οδού Πατησίων από τις αρχές του 20ου αι επικράτησε να λέγεται Αλυσίδα, εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε το δρόμο του Ποδονίφτη (παραπόταμου του Κηφισού) όταν περνούσε το «Θηρίο», το θρυλικό τραίνο της Αττικής, που καταργήθηκε το 1925. Στην Αλυσίδα, που ήταν πραγματικός ανθόκηπος, πήγαιναν οι νέοι των πρώτων δεκαετιών του αιώνα για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά.

Οδός Σταδίου
Το Παναθηναϊκόν, ή καλλιμάρμαρον, στάδιον της Αθήνας, στις πλαγιές του λόφου του Αρδηττού, στο οποίο οφείλει την ονομασία της η οδός, ανοικοδομήθηκε κατά τη διετία 1895- 96 με χρηματοδότηση του Γ. Αβέρωφ προκειμένου να διεξαχθούν εκεί οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, στον ίδιο τόπο βρισκόταν το αρχαίο στάδιο της Αθήνας, που ιδρύθηκε το 330 πΧ επί άρχοντος Λυκούργου, για τη διεξαγωγή γυμνικών αγώνων. Σ’ αυτό προστέθηκαν μαρμάρινα καθίσματα σε μορφή πετάλου το 140 μΧ, με δωρεά του Ηρώδη του Αττικού, ο οποίος είχε οριστεί αθλοθέτης των Παναθηναίων -εορτή από την οποία έλαβε και το όνομά του. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η οδός Σταδίου -η οποία ονομάστηκε έτσι διότι στο αρχικό σχέδιο της πόλης των Αθηνών, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, προβλεπόταν να φτάνει μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο- υπήρχε το ρέμα του Βοϊδοπνίχτη, που κατέβαινε από το λόφο του Λυκαβηττού και η περιοχή ήταν σχεδόν αδιάβατη. Κατά το 19ο αι, όταν διαμορφώθηκε σε οδό, πήρε την ονομασία «οδός Φειδίου» και, μετέπειτα, «οδός Ακακιών», ενώ για μικρό χρονικό διάστημα μετά το τέλος του Β’ ΠΠ πήρε το όνομα του βρετανού ηγέτη Ουΐνστον Τσώρτσιλ.

Οδός Ακαδημίας
Από τους κεντρικότερους και παλαιότερους αθηναϊκούς δρόμους. Οφείλει την ονομασία της στο οικοδόμημα της Ακαδημίας Αθηνών που δεσπόζει σ’ αυτόν. Το οικοδόμημα άρχισε να κατασκευάζεται το 1859 με χρηματοδότηση του βαρώνου Σίμωνα Γ. Σίνα σε σχέδια του δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Αποπερατώθηκε το 1887 και άρχισε να λειτουργεί το 1926, έπειτα από ενέργειες του Δημητρίου Αιγινήτου. Η οδός Ακαδημίας, που ονομαζόταν αρχικά οδός Νοσοκομείου, από το Πολιτικό Νοσοκομείο που βρισκόταν εκεί (μετέπειτα Δημοτικό Νοσοκομείο και σήμερα Πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων), διατηρεί το σημερινό της όνομα από το 1884.

Λεωφόρος Αλεξάνδρας
Η γνωστή αθηναϊκή λεωφόρος, που οδηγεί από την οδό Πατησίων και το Πεδίον του Άρεως στους Αμπελόκηπους και τη λεωφόρο Κηφισίας, πήρε την ονομασία της από την ιδιαίτερα αγαπητή στον ελληνικό λαό πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, κόρη του Γεωργίου Α’ και της Όλγας. Η σημερινή λεωφόρος στις αρχές του 20ου αι ήταν ένας μάλλον ερημικός εξοχικός χωματόδρομος με ελάχιστα σπίτια. Στη χέρσα περιοχή που βρισκόταν στις αρχές του δημιουργήθηκε το 1934 το πάρκο του Πεδίου του Άρεως. Στο μέσο περίπου του μήκους της, στο ύψος του Λόφου του Στρέφη, ήταν η περιοχή των Πιθαράδικων (από τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής που βρίσκονταν εκεί), την οποία διέσχιζε το ρέμα του Κυκλοβόρου -ένα από τα πολλά ρέματα της πρωτεύουσας. Στο τέρμα της, στη συμβολή με τη λεωφόρο Κηφισίας, υπήρχε η έπαυλη Θων, που έχτισε ο αυλικός του Γεωργίου Α’ Νικόλαος Θων, η οποία καταστράφηκε το 1944 κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών».

Πλατεία Ψυρρή
Η πλατεία -καθώς και η ομώνυμη αθηναϊκή συνοικία- εικάζεται ότι πήρε την ονομασία της από την οικογένεια Ψυρρή (= Ψαριανού), που ήταν οι κτήτορες της μεσαιωνικής εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου και μιας βρύσης, που σώζονταν μέχρι την πρώτη Οθωνική περίοδο. Η επίσημη ονομασία της είναι Πλατεία Ηρώων, η οποία ονομάστηκε έτσι για να τιμηθούν οι ήρωες της Επανάστασης του 1821.

Πλατεία Συντάγματος
Ίσως η ιστορικότερη πλατεία της Αθήνας. Στο πολεοδομικό σχέδιο του Κλέντσε αναφέρεται με το όνομα «Πλατεία Θουκυδίδου». Τη σημερινή ονομασία της οφείλει στη δέσμευση του Όθωνα για ψήφιση Συντάγματος μετά την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης της 3ης Σεπ 1843.

Πλατεία Αμερικής
Παλαιότερα ονομαζόταν Πλατεία Αγάμων, διότι η -ερημική τότε- πλατεία αποτελούσε κέντρο ερωτικών συναντήσεων και, ακόμη πιο παλιά, Πλατεία Ανθεστηρίων (< Ανθεστήρια= 3μερος εορτή των ανθέων, η οποία τελείτο προς τιμήν του θεού Διονύσου στην αρχαία Αθήνα κατά το μήνα Ανθεστηριώνα, ο οποίος διαρκούσε από 15 Φεβ- 15 Μαρ), διότι στην ευρύτερη περιοχή -που ήταν τότε εξοχική- γιορταζόταν η Πρωτομαγιά. Η σημερινή ονομασία δόθηκε στην πλατεία με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κατά το έτος 1927, «προς τιμήν των ΗΠΑ για το φιλελληνισμό που επέδειξαν οι κάτοικοί της».

Πλατεία Ομονοίας
Η συνεχώς διαμορφούμενη και αναδιαμορφούμενη αθηναϊκή πλατεία, που θεωρείται το κέντρο της πόλης -τουλάχιστον πολεοδομικά, αφού σ’ αυτή συγκλίνουν οι σημαντικότεροι οδικοί της άξονες- ονομαζόταν αρχικά Πλατεία Όθωνος, προς τιμήν του πρώτου βασιλιά του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Μετονομάστηκε σε Πλατεία Ομονοίας το 1863, σε ανάμνηση της συμφιλίωσης των περίφημων αντίμαχων πολιτικών παρατάξεων της εποχής, των Ορεινών και των Πεδινών.

Πλατεία Αβησσυνίας
Διάσημη πλατεία της παλιάς Αθήνας, στο Μοναστηράκι, συνδεδεμένη σήμερα με τα παλαιοπωλεία που είναι εγκατεστημένα εκεί και με το υπαίθριο «γιουσουρούμ» της Κυριακής. Η πλατεία έλκει πιθανότατα την ονομασία της από παλαιότερους Αβησσυνούς (= Αιθίοπες) κατοίκους της περιοχής.

Καιάδας
Περίφημο χάσμα (βάραθρο) του Ταϋγέτου, κοντά στη Σπάρτη, στο οποίο οι αρχαίοι Σπαρτιάτες έριχναν όσους βαρύνονταν με πολιτικά εγκλήματα ή, σύμφωνα με κάποιες πηγές, τα καχεκτικά ή ανάπηρα βρέφη και τους υπέργηρους. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να στιγματίσει φαινόμενα κοινωνικής αναλγησίας ή αδιαφορίας απέναντι σε άτομα που μειονεκτούν. Η λέξη είναι λακωνική. Ο Στράβωνας χρησιμοποιεί τους τύπους καιάττας ή καιέτας και καιετός (= διαρρωγή, σχισμάς εν τη γη). Ο λεξικογράφος Ησύχιος σημειώνει: καίατα• ορύγματα ή τα υπό σεισμών καταρραγέντα χωρία.

Πακτωλός
Μυθικός χρυσοφόρος ποταμός κοντά στις Σάρδεις της Λυδίας. Κατά τους αρχαίους περιείχε πολύν χρυσόν εις την άμμον του, δι’ ο και χρυσσορόας ελέγετο και υπετίθετο ότι εκείθεν ήσαν και τα μεγάλα πλούτη του Κροίσου. Η λέξη χρησιμοποιείται σήμερα μεταφορικά για να δηλώσουμε το μεγάλο πλούτο.

Αξιός
Ποτάμι της κεντρικής Μακεδονίας, που εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Άξιος ή Αξειός και Ναξειός. Αργότερα επικράτησε η ονομασία Αξιός, λέξη με μακεδονική ρίζα από το άξος που σημαίνει δάσος, σημασία που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς ο Αξιός ποταμός έχει δασώδεις όχθες, είναι υλήεις, δρυμώδης. Ο Όμηρος τον αποκαλεί βαθυδίνην και ευρυρέοντα, ενώ ο Ευριπίδης στις Βάκχες ωκυρόαν, λέξη που σημαίνει αυτόν που ρέει, που τρέχει, ορμητικά. Το όνομα Βαρδάρης (< σλαβ. Vardar) είναι μεσαιωνικό.

Εύηνος
Ποταμός της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (της αρχαίας Αιτωλίας), που εκβάλλει στον Πατραϊκό κόλπο, πρότερον Λυκόρτας καλούμενος. Η λέξη Εύηνος είναι αρχαίο τοπωνύμιο και ανθρωπωνύμιο: Εύηνος ονομαζόταν ο γυιος του Ωκεανού και της Τηθύος, ποτάμιος θεός της Αιτωλίας. Το κύριο όνομα Εύηνος – πιθανότατα προερχόμενο από το ευ + *ήνος (= πρόσωπο) – σήμαινε αυτόν που έχει όμορφο πρόσωπο. Η νεότερη ονομασία του ποταμού Φίδαρης (= φιδωτός, που μοιάζει με φίδι, που προχωρά στριφογυρίζοντας αργά) συνδέεται με το φαινόμενο των συχνών, αλλεπάλληλων στροφών του που τιθασεύουν την ορμή του.

Αχέροντας
Αρχαίος ποταμός της Ηπείρου, που κατά το θρύλο οδηγεί στις πύλες του Άδη. Τον αποκάλεσαν έτσι ως άχεα (< άχος = πόνος, λύπη, στενοχώρια) φέροντα, διότι μεταφέρει στα νερά του πίκρες και δάκρυα. Ορθότερη, ωστόσο, είναι η ετυμολογική συσχέτιση του ονόματος με τη ρίζα αχ-, που πιθανότατα σημαίνει νερό – όπως ο Αχελώος.Οι νεότεροι τον ονόμασαν Μαύρο, Μαυροπόταμο ή Φαναριώτικο. Στην περίπλοκη (και συχνά στη μυθική παράδοση αντιφατική) τοπογραφία του Κάτω Κόσμου, τα πέντε μυθικά ποτάμια που περιέβρεχαν τον Άδη ήταν ο Αχέρων, η Λήθη, ο Κωκυτός, ο Πυριφλεγέθων και η Στύξ. Τα νερά του ποταμού Αχέροντα σχηματίζουν την καλαμόφυτη λίμνη Αχερουσία που σήμερα έχει αποξηρανθεί. Φαίνεται ότι τα μυστηριώδη σπήλαια από τα οποία αναβλύζει το ποτάμι και η ροή του ανάμεσα από σκοτεινές χαράδρες και χάσματα οδήγησαν τη φαντασία των αρχαίων να συνδέσει το ποτάμι με την άγουσα προς τον Άδη.

Έβρος
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η αρχική ονομασία του ποταμού ήταν Ρόμβος. Την ονομασία Έβρος πιθανότατα την οφείλει στον Έβρο, γιο του βασιλιά της Θράκης Κασσάνδρου, τον οποίο η μητριά του και δεύτερη γυναίκα του Κασσάνδρου Δαμασίππη τον συκοφάντησε, επειδή αρνήθηκε τον έρωτά της. Έτσι ο Έβρος, κυνηγημένος από τον πατέρα του, έπεσε και πνίγηκε στον ποταμό που πήρε από τότε το όνομά του.

Γαλλικός
Ποταμός της Κεντρικής Μακεδονίας. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Eχέδωρος ή Eχείδωρος (< έχω + δώρον), ενώ ο Ηρόδοτος τον αποκαλεί Χείδωρον. Το όνομα Γαλλικός το απέκτησε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά τότε γραφόταν Γαλυκός, όπως αναφέρεται στον Κατακουζηνό. Γαλλικός καθιερώθηκε να ονομάζεται από τον Α’ ΠΠ, όταν εγκαταστάθηκαν στα στενά του μονάδες του γαλλικού στρατού.

Αγελάδες
Σημείο του κήπου του Ζαππείου προς το τέρμα της οδ. Ηρώδου του Αττικού. Εκεί από το 1900- 25 υπήρχε κέντρο αναψυχής με εγκαταστάσεις βουστασίου, το γάλα των αγελάδων του οποίου προσφερόταν φρεσκότατο στους θαμώνες! Μετά την κατάργηση του βουστασίου -λόγω της γειτνίασής του με τα ανάκτορα- συνέχισε να λειτουργεί μόνο το κέντρο αναψυχής ως χώρος θεατρικών παραστάσεων με την ονομασία «Αγελάδες», ώσπου -εξαιτίας του θορύβου που προκαλούσε στα ανάκτορα- λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου διατάχθηκε η διακοπή της λειτουργίας του. Έκτοτε οι «Αγελάδες» λειτούργησαν για λίγο ως καφενείο και έπειτα κατεδαφίστηκαν.

Αλώνια
Περιοχή στη σημερινή πλατεία του Θησείου. Εκεί πριν την οικοδόμηση της πόλης της Αθήνας μετά την επανάσταση υπήρχαν αλώνια -τα οποία σημειώνονται στα πρώτα σχέδια της πόλης από τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ.

Κατσικάδικα
Περιοχή μεταξύ της οδού Πειραιώς και της γραμμής του τρένου του ΗΣΑΠ, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στα Κάτω Πετράλωνα. Αυτή στις αρχές του αιώνα ονομαζόταν Κατσικάδικα επειδή εκεί ήταν εγκατεστημένοι πολλοί αιγοβοσκοί που περιφέρονταν ανά τους αθηναϊκούς δρόμους και συνοικίες με τις κατσίκες τους και πουλούσαν το γάλα αρμέγοντάς τες μπροστά στον πελάτη! Από το 1920 και μετά -όταν απαγορεύθηκε για λόγους υγιεινής η περιφορά των κατσικιών μέσα στην πόλη- τα άλλοτε Κατσικάδικα μετονομάστηκαν σε Κάτω Πετράλωνα.

Παντρεμενάδικα
Ονομασία της βορειοδυτικής περιοχής του Αρδηττού. Εκεί κατά τα πρώτα χρόνια του βασιλιά Γεωργίου Α’ υπήρχαν ξύλινα παραπήγματα που φιλοξενούσαν «ύποπτα» κέντρα αναψυχής στα οποία σύχναζαν άστεγα ερωτικά ζευγαράκια. Στην ίδια περιοχή κατά την παράδοση στα τέλη του 19ου αι έγινε ένας τρικούβερτος γάμος ανάμεσα σ’ έναν γραφικό Αθηναίο, που ήταν τότε 80 ετών, και σε μια κατά 5 χρόνια μικρότερή του Αθηναία -ευτυχής κατάληξη έρωτος που είχε αναπτυχθεί πριν 50 χρόνια!

Τσουλιάστρα
Η Τσουλιάστρα -γνωστή και ως Τσουλήθρα- ήταν ένας λείος και επικλινής βράχος βορειοδυτικά του Αστεροσκοπείου της Αθήνας, δίπλα σχεδόν στην εκκλησία της Αγ. Μαρίνας. Εκεί κατά το Μεσαίωνα γλιστρούσαν οι έγκυες γυναίκες για να έχουν καλό τοκετό, έθιμο που διατηρήθηκε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.

Αστυπάλαια
Αστυπάλαια νησος μία των Κυκλάδων (Λεξικόν Στεφάνου Δ. του Βυζαντίου). Κατά καιρούς έφερε τα ονόματα: Αστυπάλεια, Αστυπάλια, Αστυπαλία, Αστουπαλία, Αστουπάλαια, Αστουπαλαία, Αστουπαλιά, Αστροπαλιά και Στυπαλία. Από τους Βενετούς και μετέπειτα από τους ξένους ονομάστηκε Stampalia, Stampala και Stypalia. Ο κάτοικος του νησιού ονομάζεται Αστυπαλαιεύς, Αστυπαλαιάτης, Αστυπαλίτης, Αστυπαλιώτης, Αστουπαλιώτης, Αστροπαλίτης ή Αστροπαλιώτης. Κατά το μύθο, μια νύμφη Αστυπαλαία, κόρη του Φοίνικος, όπως και η Ευρώπη, έδωσε το όνομά της στο νησί. Η Αστυπάλαια ήταν μητέρα του Ευρυπύλου, βασιλιά της Κω. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, το νησί πήρε το όνομά του από Αστυπαλαίας μητρός του Αγκαίου, και οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Κάρες. Κατά τον V. Berard το νησί ονομάστηκε έτσι από τους Έλληνες, διότι δήθεν είχαν εγκατασταθεί εκεί όπου πρώτα ήταν Άστυ παλαιόν (παλιά πόλη, Παλαιόπολις). Σε αντίθεση με το παλαιόν άστυ, το 1413 ο Ιωάννης Δ΄ Quirini που την κατέλαβε, την μετονόμασε σε Αστυνέαν, διότι επιχείρησε να εγκαταστήσει σ’ αυτή αποίκους από τη Μύκονο και την Τήνο.

Θάσος
Κατά την αρχαιότητα είχε διάφορα ονόματα: Ηδωνίς (διότι οι παλαιοί κάτοικοί της ήταν οι Ήδωνες Θράκες), Αερία ή Ηερία, Αιθρία, Ωγυγία (ονομασία μυθικού νησιού, κατοικίας της Καλυψούς, από το όνομα του Ωγύγου, του Ωκεανού), Χρυσή ή Χρυσόνησος (πβ. Αρριανός φησι ότι η Θάσος εκαλείτο και Χρυσή νήσος διά τά χρυσά μέταλλα), Δήμητρος ακτή, Οδωνίς και -από τον Πτολεμαίο- Θασσία. Κατά τους αρχαίους συγγραφείς, στο νησί κατοίκησαν Φοίνικες και ονομάστηκε Θάσος, από το όνομα του Θάσου, γιου του Ποσειδώνος και αδελφού του Κάδμου ή του Αγήνορος, βασιλιά της Φοινίκης. Ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει: οι Φοίνικες οι μετά Θάσου κτίσαντες τήν νήσον ταύτην, ήτις νυν επί του Θάσου τούτου του Φοίνικος τούνομα έσχε. Παρόμοια γράφει και ο Αρριανός: Θάσος από Θάσου καλείται, Ποσειδώνος υιού. Ο Γάλλος αρχαιολόγος G. Perrot, ο οποίος ανέσκαψε πρώτος το νησί το 1856, ετυμολογεί το όνομά της από το ρήμα θάω (= τρέφω, θηλάζω) -από τη μεγάλη γονιμότητα του εδάφους της κατά την αρχαιότητα.

Ερεικούσα
Επίσης: Ερείκουσα, Ερικούσα ή Ερικούσσα. Μικρό νησί του Ιονίου, που ανήκει στη συστάδα των Οθωνών. Το όνομά της παράγεται από το φυτό ερείκη (= φυτόν τι θαμνώδες φέρον τά άνθη καί τόν καρπόν του εις τήν κορυφήν των κλωναρίων του -γνωστό με τα λαϊκά ονόματα ρείκι, ρείκος, αρείκι, ρειχιά, ρείγκλες ή χαμορείκι). Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12ος αι) χαρακτηριστικά αναφέρει: ότι δέ πολλοί τόποι από φυτών έσχον τάς κλήσεις δήλον. Ούτω γάρ καί η Ερεικούσα λέγεται διά τάς εν αυτή έρείκας.

Δήλος
Κατά την αρχαιότητα θεωρείτο ιερό νησί, διότι σ’ αυτό γεννήθηκε κατά το μύθο ο θεός Απόλλων. Την ετυμολογία του ονόματος είχαν ήδη επιχειρήσει οι αρχαίοι Έλληνες. Οι αρχαίοι πίστευαν για τη Δήλο ότι αρχικά βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα και δεν ήταν σταθερή, αλλά έπλεε. Αργότερα, την ανέβασε στην επιφάνεια ο Δίας και από τότε έγινε σταθερή και «δήλη», δηλ. φανερή, καθώς την έβλεπαν πάνω από το νερό.

Σίφνος
Νησί των Κυκλάδων, ένθεν Κιμώλου εν όψει κατά το Στράβωνα και περί τό Κρητικόν Πέλαγος κατά τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο. Κατά το 1559 ονομάζεται Σίφουνος. Σε μεταγενέστερο Χρονικό, του 1733, παραδίδεται ο τύπος Σίφουνο. Ο Ιάκωβος ο Μηλοΐτης στο Οδοιπορικόν του κατά το 1588 αναγράφει τον τύπο Σίφανος, τον οποίο μνημονεύει και ο Buondelmonti, ο οποίος επισκέφθηκε τις Κυκλάδες κατά τον 17ο αι. Από τους Φράγκους ονομάστηκε Sifanto. Το όνομα Σίφνος επιχειρήθηκε να συνδεθεί ετυμολογικά με τη λέξη (τη «γλώσσα») του Ησυχίου σιφνός (= κενός, κούφιος) -από τις γαλαρίες των περίφημων μεταλλείων χρυσού και αργύρου, που υπήρχαν κατά την αρχαιότητα στο νησί. Ωστόσο το τοπωνύμιο Σίφνος μαρτυρείται σε χρόνους παλαιότερους της χρήσεως των μεταλλείων, γεγονός που καταρρίπτει τη θεωρία, κι έτσι η Σίφνος παραμένει λέξη σκοτεινής ετυμολογίας.

Αναφιώτικα
Συνοικία της Αθήνας στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης που δημιουργήθηκε αυθαίρετα γύρω στα 1860 από Αναφιώτες (καταγόμενους από την Ανάφη) τεχνίτες και εργάτες, οι οποίοι είχαν έρθει στην πρωτεύουσα για να εργαστούν στις ανασκαφές της Ακρόπολης αλλά και για να προσφέρουν έργο στην ανοικοδόμηση της Αθήνας. Παραδίδεται πως οι πρώτοι που οικοδόμησαν αυθαίρετα και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή την περιοχή ήταν ένας χτίστης και ένας ξυλουργός από την Ανάφη, ο Γεώργιος Δαμίγος και ο Μάρκος Σιγάλας.

Γέρακας
Περιοχή που ανήκε τον 16ο αι στον καταγόμενο από την Αθήνα Μέγα Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιέρακα, ο οποίος την πούλησε στη Μονή Πεντέλης. Το τοπωνύμιο λοιπόν προέρχεται από το όνομα του Ιέρακα, που προφανώς συνδέεται ετυμολογικά με τον Ιέρακα, το γεράκι.

Εκάλη
Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Λεοντίδα φυλή (Εκάλη και ο κάτοικός της Εκάλιος). Κατά την παράδοση το τοπωνύμιο συνδέεται με το όνομα μιας γυναίκας, της Εκάλης. Όπως ιστορεί ο Πλούταρχος, ο Θησέας πηγαίνοντας στον Μαραθώνα, για να πιάσει τον περίφημο ταύρο που προκαλούσε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή, έπιασε σφοδρή κακοκαιρία και ο Αθηναίος ήρωας ζήτησε καταφύγιο στην καλύβα μιας γριούλας, την οποίαν έλεγαν Εκάλη. Η γριά γυναίκα υποσχέθηκε στον Θησέα ότι θα θυσίαζε στον Δία, για την επιτυχία της αποστολής του. Όταν ο Θησέας έπιασε τον ταύρο, επέστρεψε στην καλύβα αλλά τη βρήκε νεκρή. Από ευγνωμοσύνη αργότερα δημιούργησε ένα δήμο με το όνομα της. Το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε αυθαίρετα από μια οικοδομική εταιρεία που από το 1922 ίδρυσε έναν πρότυπο αστικό συνοικισμό με βάση τα σχέδια πρότυπης αγγλικής κηπούπολης στο 19,5 χλμ. μεταξύ Κηφισιάς και Διονύσου.

Καλογρέζα
Το τοπωνύμιο συνδέεται με την περίφημη Αθηναία μοναχή και μετέπειτα Αγία Φιλοθέη -κατά κόσμον Ρεγούλα ή Ρηγούλα κόρη Αγγέλου Μπενιζέλου, χήρα του Ανδρέα Χειλά- που διατηρούσε στην περιοχή αυτή μετόχι της ιδιόκτητης μονής της κατά τον 16ο αι. Τη Φιλοθέη, που καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια και διέθεσε όλη την περιουσία της για την ανακούφιση των φτωχών και την απελευθέρωση των σκλαβωμένων Ελλήνων, οι χωρικοί την αποκαλούσαν Κυρά αλλά και Καλογρέζα, δηλαδή καλογραία, καλόγρια. Η Καλογρέζα παλαιότερα περιλάμβανε μεγαλύτερη περιοχή απ’ ότι σήμερα καθώς και ένα τμήμα της σημερινής Φιλοθέης, όπου ο ναός της Αγίας Φιλοθέης.

Παγκράτι
Ίσως πρόκειται για αρχαίο τοπωνύμιο, συνδεόμενο με το ιερό του Παγκράτους Ηρακλέους, του οποίου αρχαιολογικά ευρήματα μετακλασικών χρόνων αποκαλύφθηκαν κοντά στη νότια όχθη του Ιλισού ποταμού, βορειοανατολικά του Παναθηναϊκού Σταδίου. Το προσωνύμιο συνδέεται με το επίθετο της αρχαίας ελληνικής παγκρατής (< παν + κράτος = ο έχων παν κράτος, τήν πάσαν εξουσίαν, ο παντοδύναμος).

Αιγάλεω
Πήρε το όνομά του από το ομώνυμο βουνό της Αττικής (Εγκαλέου Όρους), από το οποίο ο Ξέρξης παρακαλούθησε το 480 πΧ τη ναυμαχία στο θαλάσσιο στενό της Σαλαμίνας. Η λέξη Αιγάλεω ετυμολογείται από τις λέξεις αίγες = κύματα, και λάας = πέτρα, λίθος βράχος. Είναι δηλαδή ο βράχος στον οποίο χτυπούν τα κύματα. Το Αιγάλεω είναι σχετικά νέος οικισμός και δημιουργήθηκε γύρω από το παλιό Μπαρουτάδικο, κυρίως στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου