Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Οι πρώτες συσκευές για On-Demand Music Streaming

DJ σε ένα στούντιο Shyvers Multiphone στην περιοχή Σιάτλ-Τακόμα, χωρίς ημερομηνία
 
Πριν από 70 και πλέον χρόνια, στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό, ένα τζουκ μποξ που βασιζόταν στο τηλέφωνο συνέδεε τον κόσμο με τις αγαπημένες του μελωδίες.
 
 
 
Το 1953, η Loretta Shepard ήταν ακόμα έφηβη όταν, με το ψευδώνυμο Joyce, μιλούσε με αγνώστους μετά τα μεσάνυχτα, καθώς δούλευε σε ένα κρυφό στούντιο, χειριζόμενη αυτό που για την εποχή του ήταν τεχνολογία αιχμής. "Μας είπαν να μην πούμε τίποτα για εμάς, οπότε έπρεπε να εργαστούμε με διαφορετικό όνομα. Ήταν πολύ αυστηροί με το να ξέρει κάποιος πού ήσουν ανά πάσα στιγμή. Ήταν για τη δική μας προστασία", αναφέρει.

Η "Joyce" δεν ήταν κατάσκοπος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ανήκε σε μια μικρή ομάδα γυναικών στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον που δούλευαν ως DJ για τα Multiphone, μια εταιρία με τζουκ μποξ που βασιζόταν στο τηλέφωνο, παρέχοντας αυτό που κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν ως την πιο πρώιμη μορφή εμπορικού streaming. Η Shepard, η οποία εργαζόταν στην Τακόμα, λέει ότι περιστασιακά έπαιζε και τον ρόλο της θεραπεύτριας, καθώς καλούσαν και μοναχικοί τύποι για να ακούσουν, τόσο το αγαπημένο τους τραγούδι, όσο και μια άλλη ανθρώπινη φωνή.

"Αν δεν ήμασταν απασχολημένες, μιλούσαμε μαζί τους. Χρειαζόντουσαν κάποιον για να μιλήσουν. Απλώς ακούγαμε, [και] ήμασταν ευγενικές με όποιον βρισκόταν στην άλλη άκρη", λέει η ίδια.

Τα Multiphone, πνευματικό τέκνο του εφευρέτη από το Σιάτλ, Ken Shyvers, εμφανίστηκαν το 1939. Εκείνη την εποχή, τα τζουκ μποξ είχαν τη δυνατότητα για 20 δίσκους περίπου, το πολύ. Ο Shyvers ήθελε να επεκτείνει τη λίστα αναπαραγωγής, οπότε δημιούργησε το Shyvers Multiphone, ένα μίνι-τζουκ μποξ, με αισθητική Art Deco. Είχε ύψος περίπου 20 ίντσες και, κατά την εποχή της ακμής του στα μέσα του αιώνα, μπορούσε κανείς να τα βρει από τραπεζαρίες και μπαρ, μέχρι drive-in κινηματογράφους.

Το μηχάνημα διέθετε πάνω από 170 τραγούδια για να επιλέξει κανείς, το καθένα με διαφορετικό αριθμό. Οι πελάτες χρησιμοποιούσαν το ενσωματωμένο τηλέφωνό του για να συνδεθούν με τον τοπικό πολυφωνικό σταθμό, γεμάτο με δίσκους και πικάπ. Στην άλλη άκρη της γραμμής περίμενε ένας DJ που θα απαντούσε στην κλήση και θα έπαιζε τον δίσκο που του ζητήθηκε. Οι σταθμοί, που βρισκόντουσαν στο Σιάτλ, την Τακόμα, το Μπρέμερτον και το Σποκέιν, στελεχώθηκαν εξ ολοκλήρου από γυναίκες.
 
"Ο ακροατής έβαζε το κέρμα του [στο Multiphone] και άκουγε την οικοδέσποινα από τον κεντρικό σταθμό να ρωτάει, 'ποιον αριθμό, παρακαλώ;'. 'Το 202', απαντούσε. Η κοπέλα έπιανε τον δίσκο από το ράφι, τον έβαζε στο πικάπ που σχετιζόταν με το μέρος που βρισκόταν ο ακροατής και αυτό ήταν", λέει ο ιστορικός John Bennett ο οποίος διευθύνει το Jukebox City, μια vintage επιχείρηση με τζουκ μποξ στο Τζορτζτάουν, και συλλέκτης Multiphone ο ίδιος. Τη δεκαετία του 1980, ο Bennett αγόρασε περίπου 500 Multiphones, τα οποία πούλησε σε ένα κατάστημα με αντίκες που είχε εκείνη την εποχή. Τότε, τα Multiphone πωλούνταν έναντι 100 δολαρίων το κομμάτι, αλλά σήμερα είναι πολύ πιο σπάνια και μπορεί να κοστίζουν πάνω από 2.000 δολάρια.

Αν και ο Shyvers βελτίωσε την τεχνική, η ακρόαση μουσικής από το τηλέφωνο δεν ήταν κάτι καινούργιο. Το πρώτο σύστημα streaming, το theatrophone, εφευρέθηκε στη Γαλλία το 1881. Σε όλο το Παρίσι, σε ξενοδοχεία, καφετέριες, κλαμπ κ.ά., είχαν εγκατασταθεί τηλέφωνα τοίχου με κερματοδέκτη και μετέδιδαν ζωντανά προγράμματα όπερας, θεάτρου και ειδήσεων για πέντε λεπτά. Οι ήχοι μεταδίδονταν μέσω καλωδίων που περνούσαν μέσω του αποχετευτικού συστήματος. Η λεγόμενη ενσύρματη μουσική χάθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς διαδόθηκαν περισσότερο τα τζουκ μποξ και το ραδιόφωνο που έπαιζε δίσκους.
 
Τρία Shyvers Multiphone από τη συλλογή του John Bennett
 
Τα Shyvers Multiphone όχι μόνο έφεραν μια ευρύτερη μουσική επιλογή στα επιχειρηματικά καταστήματα της Ουάσιγκτον, αλλά και απασχόληση για πολλές γυναίκες που δέχονταν τηλεφωνικές αιτήσεις στους σταθμούς. Όπως η Shepard, πολλές ήταν νέες. "Στην πραγματικότητα, ήταν η πρώτη μου δουλειά. Ήμουν τελειόφοιτη του γυμνασίου και δούλεψα εκεί για ένα χρόνο", λέει η Shepard. "Ήταν δουλειά. Είχα λεφτά στην τσέπη μου".

Δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα αιτήματα μουσικής προέρχονταν από μπαρ και εστιατόρια, ειδικότερα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, η βάρδια της Shepard τελείωνε συνήθως στη 1 π.μ.. Αν και είχαν λάβει οδηγίες να μην συμμετέχουν σε τηλεφωνικές συνομιλίες με θαμώνες, αυτό συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Για να προστατέψουν την ταυτότητά τους, ο Shyvers τους ζήτησε να επιλέξουν ένα ψευδώνυμο και φρόντισε να κρατήσει μυστικές τις τοποθεσίες των σταθμών. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε ορισμένους θαυμαστές, κυρίως ναυτικούς, να αφήνουν τριαντάφυλλα και κουτιά με γλυκά έξω από την πόρτα του στούντιο. Μερικές φορές μάλιστα, πρότειναν γάμο στις γυναίκες μέσω του Multiphone.

Στο απόγειο της δημοτικότητάς τους, τα Multiphone μπορούσαν να βρεθούν σε 120 τοποθεσίες σε όλη την Ουάσιγκτον. Όμως, κάποια στιγμή, άλλες εταιρείες "κυκλοφόρησαν τα πραγματικά υπέροχα στερεοφωνικά τζουκ μποξ τους που ο Shyvers απλά δεν μπορούσε να τα ανταγωνιστεί". Μέχρι το 1959, τα Multiphone ήταν ξεπερασμένα και ο Shyvers τα έβγαλε από την αγορά. Τα περισσότερα μηχανήματα που έχουν διασωθεί βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, αν και υπάρχει ένα Multiphone που εκτίθεται στο Connections Museum του Σιάτλ.

"Το Multiphone ήταν πραγματικά μια πρώιμη έκδοση streaming μουσικής", λέει ο Peter Amstein, πρόεδρος της ΜΚΟ Telecommunication History Group, που διαχειρίζεται το μουσείο. "Για την εποχή του ήταν μια αρκετά τρελή εφεύρεση".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου