Ο μύθος των Αγγέλων του Μονς που έκανε το βρετανικό κοινό να πιστέψει ότι πραγματικοί θεϊκοί πολεμιστές ήταν στο πλευρό τους εναντίον των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.
Το 2001, η βρετανική εφημερίδα The Sunday Times ανέφερε ότι ο Μάρλον Μπράντο είχε αγοράσει ένα παλιό φιλμ έναντι 350.000 λιρών Αγγλίας. Το υλικό που προοριζόταν να αποτελέσει την βάση για την επόμενη ταινία του, υποτίθεται ότι βρέθηκε στα σκουπίδια μαζί με άλλα αντικείμενα και εφήμερα που ανήκαν στον βετεράνο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου William Doidge. Ο Doidge, ενώ πολεμούσε στη Μάχη του Μονς στο Δυτικό Μέτωπο, λέγεται ότι είδε κάτι που αψηφούσε κάθε λογική εξήγηση και τον έκανε να αφιερώσει τη ζωή του στην εξεύρεση των αποδείξεων των εμπειριών του εκεί. Πάνω από 30 χρόνια αργότερα, το 1952, ο Doidge τα κατάφερε και με την κάμερα κατέγραψε πλάνα ενός πραγματικού αγγέλου.
Αυτήν ήταν τουλάχιστον η ιστορία που κυκλοφορούσε πριν καταρρεύσει ολόκληρη η αφήγηση. Μέσα σε ένα χρόνο, το BBC αποκάλυψε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για την ύπαρξη του William Doidge, ούτε το φιλμ, ούτε το επικείμενο έργο του Μπράντο. Γιατί όμως το βρετανικό κοινό βιάστηκε να πιστέψει -ή ήθελε να πιστέψει- ότι οι άγγελοι, όχι μόνο υπήρχαν, αλλά μπορούσαν να καταγραφούν και σε ταινία;
Η απάντηση βρίσκεται στην παράξενη ιστορία των Αγγέλων του Μονς, των αγγέλων που λέγεται ότι προστάτευσαν τις βρετανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της μάχης του Μονς στον Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Για περισσότερο από έναν αιώνα, αυτή η ιστορία έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας τόσο απίστευτα ανθεκτικός θρύλος που το BBC το θεώρησε "τον πρώτο αστικό μύθο".
Η απάντηση βρίσκεται στην παράξενη ιστορία των Αγγέλων του Μονς, των αγγέλων που λέγεται ότι προστάτευσαν τις βρετανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της μάχης του Μονς στον Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Για περισσότερο από έναν αιώνα, αυτή η ιστορία έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας τόσο απίστευτα ανθεκτικός θρύλος που το BBC το θεώρησε "τον πρώτο αστικό μύθο".
Η πρώτη μάχη της Βρετανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Στις 28 Ιουνίου του 1914, ο 19χρονος Σερβοβόσνιος εθνικιστής Γκαβρίλο Πρίντσιπ δολοφόνησε στο Σεράγεβο τον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας, κληρονόμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και τη σύζυγό του, Σοφία, Δούκισσα του Χόχενμπεργκ.
Αυτές οι δολοφονίες στάθηκαν αφορμή ώστε η Αυστροουγγαρία να επιτεθεί στη Σερβία. Η Ρωσία -ως σύμμαχος των Σέρβων- κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία. Με τη σειρά της, η Γερμανία -πιστή στην Αυστροουγγαρία- κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Η Γαλλία κινητοποίησε τις δικές της δυνάμεις για να βοηθήσει την Ρωσική Αυτοκρατορία και έτσι βρέθηκε σε πόλεμο με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Στις αρχές Αυγούστου, σχεδόν όλη η Ευρώπη είχε μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη.
Στις 2 Αυγούστου, η Γερμανία ζήτησε ελεύθερη διέλευση από το Βέλγιο προκειμένου να επιτεθεί γρηγορότερα στη Γαλλία. Όταν οι Βέλγοι αρνήθηκαν, οι Γερμανοί εισέβαλαν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μείνει αμέτοχο, αλλά η ιερότητα της βελγικής κυριαρχίας και ουδετερότητας αποδείχθηκε σημείο καμπής. Το Ηνωμένο Βασίλειο κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου και στις 12 Αυγούστου στην Αυστροουγγαρία, και ανέπτυξε τη Βρετανική Εκστρατευτική Δύναμη (BEF) περίπου 80.000-130.000 στρατιωτών στην Γηραιά Ήπειρο.
Αυτές οι δολοφονίες στάθηκαν αφορμή ώστε η Αυστροουγγαρία να επιτεθεί στη Σερβία. Η Ρωσία -ως σύμμαχος των Σέρβων- κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία. Με τη σειρά της, η Γερμανία -πιστή στην Αυστροουγγαρία- κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Η Γαλλία κινητοποίησε τις δικές της δυνάμεις για να βοηθήσει την Ρωσική Αυτοκρατορία και έτσι βρέθηκε σε πόλεμο με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Στις αρχές Αυγούστου, σχεδόν όλη η Ευρώπη είχε μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη.
Στις 2 Αυγούστου, η Γερμανία ζήτησε ελεύθερη διέλευση από το Βέλγιο προκειμένου να επιτεθεί γρηγορότερα στη Γαλλία. Όταν οι Βέλγοι αρνήθηκαν, οι Γερμανοί εισέβαλαν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μείνει αμέτοχο, αλλά η ιερότητα της βελγικής κυριαρχίας και ουδετερότητας αποδείχθηκε σημείο καμπής. Το Ηνωμένο Βασίλειο κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου και στις 12 Αυγούστου στην Αυστροουγγαρία, και ανέπτυξε τη Βρετανική Εκστρατευτική Δύναμη (BEF) περίπου 80.000-130.000 στρατιωτών στην Γηραιά Ήπειρο.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης ήταν τάχιστη, αλλά πολλοί πίστευαν ότι οι εχθροπραξίες σύντομα θα τελείωναν. Όπως πίστευαν πολλοί, ο πόλεμος "θα έχει τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα".
Ωστόσο, η σκληρή πραγματικότητα του σύγχρονου πολέμου έγινε εμφανής στους Βρετανούς μόνο όταν έφτασαν στη βελγική πόλη Μονς.
Αρχικά, η BEF και οι Γάλλοι σύμμαχοί τους υπό τον στρατηγό Charles Lanrezac ήλπιζαν να συντονίσουν και να χρησιμοποιήσουν τη συμφόρηση των πλωτών οδών της περιοχής για να αποκόψουν τον γερμανικό στρατό. Αντ' αυτού, οι Γάλλοι ενεπλάκησαν μόνοι τους -κατά λάθος- με τους Γερμανούς και νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, υποφέροντας πολλές απώλειες με αποτέλεσμα να απαιτηθεί υποχώρηση η οποία ήταν τόσο βιαστική που η βρετανική διοίκηση δεν ήξερε ότι είχε συμβεί μέχρι να φτάσει στη θέση τους. Αριθμητικά δύο προς ένα, η BEF δεν είχε άλλη επιλογή από το να κρατήσει τη γραμμή μέχρι να ανασυγκροτηθούν οι Γάλλοι.
Οι μάχες ξεκίνησαν το πρωί της 23ης Αυγούστου όταν οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν πάνω από τις γέφυρες στο κεντρικό κανάλι του Μονς. Οι Βρετανοί πολυβολητές έριχναν στη μια σειρά ανδρών μετά την άλλη καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να την διασχίσουν, αλλά απέναντι στον ισχυρό βομβαρδισμό και στο τεράστιο μέγεθος του γερμανικού στρατού, σύντομα η τακτική τους αποδείχθηκε αβάσιμη.
Μέχρι το βράδυ, οι Βρετανοί, έχοντας χάσει περισσότερους από 1.500 άνδρες και έχοντας ήδη υπερφαλαγγιστεί, εγκατέλειψαν την πόλη. Οι άνδρες της BEF διέφευγαν των Γερμανών διωκτών τους για δύο συνεχόμενες μέρες και νύχτες, χωρίς φαγητό και ύπνο, προτού καταφέρουν να επανενωθούν με τους Γάλλους.
Δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση. Στις 26 Αυγούστου, οι στρατοί συγκρούστηκαν ξανά στη μάχη του Λε Κατώ (Le Cateau). Οι συμμαχικές δυνάμεις μπόρεσαν τελικά να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση, αλλά με τεράστιο μεγάλο κόστος: 12.000 στρατιώτες της BEF -τουλάχιστον το 1/4 των συνολικών τους δυνάμεων- είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί τις πρώτες 9 ημέρες της μάχης.
Όταν οι -φιλτραρισμένες- ειδήσεις από το μέτωπο έφτασαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πιο συνηθισμένες αντιδράσεις ήταν τρόμος και δυσπιστία. Στην πρώτη τους συμμετοχή σε μάχη, οι βρετανικές απώλειες ήταν υψηλότερες από τις μισές από αυτές στον πόλεμο της Κριμαίας, μια σύγκρουση που διήρκεσε δύο χρόνια. Τα μεγέθη του θανάτου και της καταστροφής ήταν ήδη αδιανόητα και ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει. Το κοινό άρχισε να πανικοβάλλεται.
Αρχικά, η BEF και οι Γάλλοι σύμμαχοί τους υπό τον στρατηγό Charles Lanrezac ήλπιζαν να συντονίσουν και να χρησιμοποιήσουν τη συμφόρηση των πλωτών οδών της περιοχής για να αποκόψουν τον γερμανικό στρατό. Αντ' αυτού, οι Γάλλοι ενεπλάκησαν μόνοι τους -κατά λάθος- με τους Γερμανούς και νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, υποφέροντας πολλές απώλειες με αποτέλεσμα να απαιτηθεί υποχώρηση η οποία ήταν τόσο βιαστική που η βρετανική διοίκηση δεν ήξερε ότι είχε συμβεί μέχρι να φτάσει στη θέση τους. Αριθμητικά δύο προς ένα, η BEF δεν είχε άλλη επιλογή από το να κρατήσει τη γραμμή μέχρι να ανασυγκροτηθούν οι Γάλλοι.
Οι μάχες ξεκίνησαν το πρωί της 23ης Αυγούστου όταν οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν πάνω από τις γέφυρες στο κεντρικό κανάλι του Μονς. Οι Βρετανοί πολυβολητές έριχναν στη μια σειρά ανδρών μετά την άλλη καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να την διασχίσουν, αλλά απέναντι στον ισχυρό βομβαρδισμό και στο τεράστιο μέγεθος του γερμανικού στρατού, σύντομα η τακτική τους αποδείχθηκε αβάσιμη.
Μέχρι το βράδυ, οι Βρετανοί, έχοντας χάσει περισσότερους από 1.500 άνδρες και έχοντας ήδη υπερφαλαγγιστεί, εγκατέλειψαν την πόλη. Οι άνδρες της BEF διέφευγαν των Γερμανών διωκτών τους για δύο συνεχόμενες μέρες και νύχτες, χωρίς φαγητό και ύπνο, προτού καταφέρουν να επανενωθούν με τους Γάλλους.
Δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση. Στις 26 Αυγούστου, οι στρατοί συγκρούστηκαν ξανά στη μάχη του Λε Κατώ (Le Cateau). Οι συμμαχικές δυνάμεις μπόρεσαν τελικά να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση, αλλά με τεράστιο μεγάλο κόστος: 12.000 στρατιώτες της BEF -τουλάχιστον το 1/4 των συνολικών τους δυνάμεων- είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί τις πρώτες 9 ημέρες της μάχης.
Όταν οι -φιλτραρισμένες- ειδήσεις από το μέτωπο έφτασαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πιο συνηθισμένες αντιδράσεις ήταν τρόμος και δυσπιστία. Στην πρώτη τους συμμετοχή σε μάχη, οι βρετανικές απώλειες ήταν υψηλότερες από τις μισές από αυτές στον πόλεμο της Κριμαίας, μια σύγκρουση που διήρκεσε δύο χρόνια. Τα μεγέθη του θανάτου και της καταστροφής ήταν ήδη αδιανόητα και ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει. Το κοινό άρχισε να πανικοβάλλεται.
Η Αποκάλυψη
Ένα αντιγερμανικό καρτούν προπαγάνδας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που απεικονίζει τον Γερμανό Κάιζερ Βίλχελμ να συνασπίζεται με δαιμονικές δυνάμεις
Ένα κομμάτι του βρετανικού πληθυσμού -και ειδικότερα οι θρησκευόμενοι- πίστευαν ότι αυτός ο νέος πόλεμος "θα τελειώσει όλους τους πολέμους". Ήταν η Αποκάλυψη.
Το 1918, ο Βρετανός στρατηγός Edmund Allenby όρισε μια σύγκρουση εναντίον των Οθωμανών στην Παλαιστίνη, την "Μάχη του Megiddo", ως την κορύφωση της μάχης του βιβλίου της Αποκάλυψης. Πριν από αυτό, την άνοιξη του 1915, είχαν κυκλοφορήσει ήδη στη χώρα φυλλάδια με τίτλους όπως "Ο Μεγάλος Πόλεμος - Στο Θείο Φως της Προφητείας: Είναι ο Αρμαγεδδών;" και "Είναι ο Αρμαγεδδών; Ή η Βρετανία στην Προφητεία;". Ακόμα πιο πριν, τον Σεπτέμβριο του 1914, ο αιδεσιμότατος Henry Charles Beeching είπε στο εκκλησίασμά του, "Η μάχη δεν είναι μόνο δική μας, είναι του Θεού, είναι όντως ο Αρμαγεδδών. Απέναντί μας είναι ο Δράκος και ο Ψεύτικος Προφήτης".
Το 1918, ο Βρετανός στρατηγός Edmund Allenby όρισε μια σύγκρουση εναντίον των Οθωμανών στην Παλαιστίνη, την "Μάχη του Megiddo", ως την κορύφωση της μάχης του βιβλίου της Αποκάλυψης. Πριν από αυτό, την άνοιξη του 1915, είχαν κυκλοφορήσει ήδη στη χώρα φυλλάδια με τίτλους όπως "Ο Μεγάλος Πόλεμος - Στο Θείο Φως της Προφητείας: Είναι ο Αρμαγεδδών;" και "Είναι ο Αρμαγεδδών; Ή η Βρετανία στην Προφητεία;". Ακόμα πιο πριν, τον Σεπτέμβριο του 1914, ο αιδεσιμότατος Henry Charles Beeching είπε στο εκκλησίασμά του, "Η μάχη δεν είναι μόνο δική μας, είναι του Θεού, είναι όντως ο Αρμαγεδδών. Απέναντί μας είναι ο Δράκος και ο Ψεύτικος Προφήτης".
Σε αυτό το σκηνικό, στα τέλη του καλοκαιριού του 1914, ένας 51χρονος Ουαλός συγγραφέας, ο Άρθουρ Μάχεν (Arthur Machen), κάθισε σε μια άλλη εκκλησία, αδυνατώντας να επικεντρωθεί στο κήρυγμα του ιερέα. Αποσπασμένος από τις ανησυχητικές αναφορές από το μέτωπο, άρχισε να φαντάζεται μια μικρή, παρηγορητική ιστορία -την άνοδο στον παράδεισο ενός στρατιώτη που είχε σκοτωθεί πρόσφατα.
Μετά τη Θεία Λειτουργία, άρχισε να γράφει αυτή την ιστορία -που αργότερα δημοσιεύτηκε με τίτλο "The Soldiers' Rest" (Η Ανάπαυση του Στρατιώτη)- αλλά αποφάσισε ότι δεν αποτύπωσε σωστά την ιδέα. Στη συνέχεια δοκίμασε μια άλλη, πιο απλή ιστορία. Την ολοκλήρωσε μέσα σε ένα απόγευμα και της έδωσε τον τίτλο "The Bowmen" (Οι Τοξοβόλοι).
Αυτή η ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην London Evening News στις 29 Σεπτεμβρίου του 1914. Επικεντρώνεται σε έναν ανώνυμο Βρετανό στρατιώτη, καθηλωμένο σε μια τάφρο μαζί με τους συντρόφους του, από τα βαριά γερμανικά πολυβόλα. Φοβούμενος ότι όλα έχουν χαθεί, ο πρωταγωνιστής θυμάται ένα "queer χορτοφαγικό εστιατόριο" που είχε πάει κάποτε στο Λονδίνο, που είχε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου και την λατινική έκφραση "Adsit Anglis Sanctus Georgius" (Είθε ο Άγιος Γεώργιος να είναι δώρο βοήθειας για τους Άγγλους) σε όλα τα πιάτα του. Ο στρατιώτης απαγγέλλει την προσευχή του ήσυχα και σηκώνεται να ρίξει στον εχθρό.
Ξαφνικά, αν και κανένας άλλος δεν φαίνεται να μπορεί να το δει, τρομάζει από μια απόκοσμη εμφάνιση.
Καθώς μια τεράστια δύναμη από τοξότες φαντάσματα εμφανίζεται πάνω και πίσω από τη βρετανική γραμμή που ρίχνει ασταμάτητα προς τις γερμανικές δυνάμεις, ακούγονται φωνές στα γαλλικά και στα αγγλικά, που καλούν τους άντρες στα όπλα και δοξάζουν τον Άγιο Γεώργιο. Οι άλλοι Βρετανοί στρατιώτες αναρωτιούνται πώς έγιναν ξαφνικά τόσο πιο θανατηφόροι καθώς ο εχθρός διασκορπίζεται και πέφτει.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη -ακόμη και οι Γερμανοί, που επιθεωρούσαν νεκρούς στρατιώτες χωρίς γρατζουνιά πάνω τους, υποπτεύτηκαν ότι ήταν κάποιο νέο χημικό όπλο. Μόνο ο κύριος χαρακτήρας γνωρίζει την αλήθεια: ο Θεός και ο Άγιος Γεώργιος είχαν παρέμβει για να σώσουν τον βρετανικό στρατό.
Ο ίδιος ο Μάχεν δεν πολυσκέφτηκε την ιστορία του. Ήταν γραφική, μακριά από το καλύτερο έργο του, αλλά αποδεκτή. Είκοσι χρόνια μετά την επιτυχία της νουβέλας του "The Great God Pan", κουρασμένος από τις αποτυχίες της καριέρας του, τον θάνατο της πρώτης του συζύγου και τις απαιτήσεις της δουλειάς του για την London Evening News, δεν είχε πρόβλημα να δημοσιεύσει κάτι που ήταν απλώς αποδεκτό. Έτσι, έδωσε την ιστορία στον εκδότη του, η οποία δημοσιεύτηκε προκαλώντας λίγη φασαρία. Ο Μάχεν περίμενε ότι αυτό ήταν όλο. Δεν ήταν όμως.
Μετά τη Θεία Λειτουργία, άρχισε να γράφει αυτή την ιστορία -που αργότερα δημοσιεύτηκε με τίτλο "The Soldiers' Rest" (Η Ανάπαυση του Στρατιώτη)- αλλά αποφάσισε ότι δεν αποτύπωσε σωστά την ιδέα. Στη συνέχεια δοκίμασε μια άλλη, πιο απλή ιστορία. Την ολοκλήρωσε μέσα σε ένα απόγευμα και της έδωσε τον τίτλο "The Bowmen" (Οι Τοξοβόλοι).
Αυτή η ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην London Evening News στις 29 Σεπτεμβρίου του 1914. Επικεντρώνεται σε έναν ανώνυμο Βρετανό στρατιώτη, καθηλωμένο σε μια τάφρο μαζί με τους συντρόφους του, από τα βαριά γερμανικά πολυβόλα. Φοβούμενος ότι όλα έχουν χαθεί, ο πρωταγωνιστής θυμάται ένα "queer χορτοφαγικό εστιατόριο" που είχε πάει κάποτε στο Λονδίνο, που είχε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου και την λατινική έκφραση "Adsit Anglis Sanctus Georgius" (Είθε ο Άγιος Γεώργιος να είναι δώρο βοήθειας για τους Άγγλους) σε όλα τα πιάτα του. Ο στρατιώτης απαγγέλλει την προσευχή του ήσυχα και σηκώνεται να ρίξει στον εχθρό.
Ξαφνικά, αν και κανένας άλλος δεν φαίνεται να μπορεί να το δει, τρομάζει από μια απόκοσμη εμφάνιση.
Καθώς μια τεράστια δύναμη από τοξότες φαντάσματα εμφανίζεται πάνω και πίσω από τη βρετανική γραμμή που ρίχνει ασταμάτητα προς τις γερμανικές δυνάμεις, ακούγονται φωνές στα γαλλικά και στα αγγλικά, που καλούν τους άντρες στα όπλα και δοξάζουν τον Άγιο Γεώργιο. Οι άλλοι Βρετανοί στρατιώτες αναρωτιούνται πώς έγιναν ξαφνικά τόσο πιο θανατηφόροι καθώς ο εχθρός διασκορπίζεται και πέφτει.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη -ακόμη και οι Γερμανοί, που επιθεωρούσαν νεκρούς στρατιώτες χωρίς γρατζουνιά πάνω τους, υποπτεύτηκαν ότι ήταν κάποιο νέο χημικό όπλο. Μόνο ο κύριος χαρακτήρας γνωρίζει την αλήθεια: ο Θεός και ο Άγιος Γεώργιος είχαν παρέμβει για να σώσουν τον βρετανικό στρατό.
Ο ίδιος ο Μάχεν δεν πολυσκέφτηκε την ιστορία του. Ήταν γραφική, μακριά από το καλύτερο έργο του, αλλά αποδεκτή. Είκοσι χρόνια μετά την επιτυχία της νουβέλας του "The Great God Pan", κουρασμένος από τις αποτυχίες της καριέρας του, τον θάνατο της πρώτης του συζύγου και τις απαιτήσεις της δουλειάς του για την London Evening News, δεν είχε πρόβλημα να δημοσιεύσει κάτι που ήταν απλώς αποδεκτό. Έτσι, έδωσε την ιστορία στον εκδότη του, η οποία δημοσιεύτηκε προκαλώντας λίγη φασαρία. Ο Μάχεν περίμενε ότι αυτό ήταν όλο. Δεν ήταν όμως.
Οι Άγγελοι της Μονς, το Τέρας του Φρανκενστάιν του Μάχεν
Εκ των υστέρων, το "The Bowmen" μπορεί να είναι η πιο επιτυχημένη ιστορία του Μάχεν επειδή κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι την είχε σκεφτεί. Όπως έλεγε στη στήλη του, "ΚΑΜΙΑ ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΞΟΤΕΣ", τον Ιούλιο του 1915, "άρχισα να συμπονώ τον Φρανκενστάιν".
Το πρώτο σημάδι ότι η ιστορία είχε αντίκτυπο ήρθε την εβδομάδα που δημοσιεύτηκε. Ο Ralph Shirley, ο συντάκτης του The Occult Review και υποστηρικτής μιας θεωρίας ότι ο Κάιζερ Βίλχελμ της Γερμανίας ήταν ο Αντίχριστος, επικοινώνησε με τον Μάχεν για να ρωτήσει αν το "The Bowmen" βασίστηκε σε γεγονότα. Ο συγγραφέας της, το αρνήθηκε. Προς έκπληξη, ο Shirley τον πίστεψε.
Αργότερα, ο συντάκτης του πνευματιστικού περιοδικού Light, David Gow, έκανε στον Μάχεν την ίδια ερώτηση, λαμβάνοντας την ίδια απάντηση. Αναφέροντας τη συζήτησή τους στη δική του στήλη τον Οκτώβριο του 1914, ο Gow αναφέρθηκε στο "The Bowmen" ως "μια μικρή φαντασίωση", προσθέτοντας, "οι πνευματικοί οικοδεσπότες είναι πιθανότατα καλύτερα να περιθάλπουν... τους τραυματίες και όσους πεθαίνουν".
Το πρόβλημα άρχισε εκείνον τον Νοέμβριο με τον πατήρ Edward Russell. Σε αντίθεση με τους Shirley και Gow, ο Russell έγραψε στον Μάχεν και ζήτησε άδεια να αναδημοσιεύσει το "The Bowmen" στο περιοδικό της ενορίας του. Ο συγγραφέας συμφώνησε χωρίς να βρει κάποιο πρόβλημα με αυτό -και όντας χαρούμενος για περαιτέρω δικαιώματα. Τον Φεβρουάριο του 1915, ο Russell του έγραψε ξανά, αναφέροντας ότι το τεύχος είχε πουλήσει τόσο καλά που ήθελε να το αναδημοσιεύσει στον επόμενο τόμο με πρόσθετες σημειώσεις και ζήτησε από τον Μάχεν να του πει ποιες ήταν οι πηγές του. Για ακόμη μια φορά, ο Μάχεν εξήγησε ότι η ιστορία ήταν φανταστική. Όμως ο ιερέας διαφώνησε και ήταν σίγουρος ότι οι Άγγελοι του Μονς ήταν πραγματικοί. Ο συγγραφέας συνειδητοποίησε γρήγορα ότι τίποτα δε θα άλλαζε την γνώμη του ιερέα. Όμως, το χειρότερο ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ένα κοινό πρόθυμων πιστών και ότι υπήρχαν αμέτρητοι άλλοι κληρικοί και εκκλησιάσματα σαν κι αυτούς.
Το πρώτο σημάδι ότι η ιστορία είχε αντίκτυπο ήρθε την εβδομάδα που δημοσιεύτηκε. Ο Ralph Shirley, ο συντάκτης του The Occult Review και υποστηρικτής μιας θεωρίας ότι ο Κάιζερ Βίλχελμ της Γερμανίας ήταν ο Αντίχριστος, επικοινώνησε με τον Μάχεν για να ρωτήσει αν το "The Bowmen" βασίστηκε σε γεγονότα. Ο συγγραφέας της, το αρνήθηκε. Προς έκπληξη, ο Shirley τον πίστεψε.
Αργότερα, ο συντάκτης του πνευματιστικού περιοδικού Light, David Gow, έκανε στον Μάχεν την ίδια ερώτηση, λαμβάνοντας την ίδια απάντηση. Αναφέροντας τη συζήτησή τους στη δική του στήλη τον Οκτώβριο του 1914, ο Gow αναφέρθηκε στο "The Bowmen" ως "μια μικρή φαντασίωση", προσθέτοντας, "οι πνευματικοί οικοδεσπότες είναι πιθανότατα καλύτερα να περιθάλπουν... τους τραυματίες και όσους πεθαίνουν".
Το πρόβλημα άρχισε εκείνον τον Νοέμβριο με τον πατήρ Edward Russell. Σε αντίθεση με τους Shirley και Gow, ο Russell έγραψε στον Μάχεν και ζήτησε άδεια να αναδημοσιεύσει το "The Bowmen" στο περιοδικό της ενορίας του. Ο συγγραφέας συμφώνησε χωρίς να βρει κάποιο πρόβλημα με αυτό -και όντας χαρούμενος για περαιτέρω δικαιώματα. Τον Φεβρουάριο του 1915, ο Russell του έγραψε ξανά, αναφέροντας ότι το τεύχος είχε πουλήσει τόσο καλά που ήθελε να το αναδημοσιεύσει στον επόμενο τόμο με πρόσθετες σημειώσεις και ζήτησε από τον Μάχεν να του πει ποιες ήταν οι πηγές του. Για ακόμη μια φορά, ο Μάχεν εξήγησε ότι η ιστορία ήταν φανταστική. Όμως ο ιερέας διαφώνησε και ήταν σίγουρος ότι οι Άγγελοι του Μονς ήταν πραγματικοί. Ο συγγραφέας συνειδητοποίησε γρήγορα ότι τίποτα δε θα άλλαζε την γνώμη του ιερέα. Όμως, το χειρότερο ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ένα κοινό πρόθυμων πιστών και ότι υπήρχαν αμέτρητοι άλλοι κληρικοί και εκκλησιάσματα σαν κι αυτούς.
Αγγελομανία
Μέχρι την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1915, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν εν μέσω διαμάχης μιας πραγματικής "Αγγελομανίας". Σε ολόκληρη τη χώρα, εμφανίστηκαν σε εφημερίδες ανώνυμες αναφορές που υποτίθεται ότι παρείχαν μαρτυρίες από στρατιώτες που είχαν δει "αγγέλους" στο πεδίο της μάχης στο Μονς.
Ενώ όλες οι αναφορές μιλούσαν για κάτι υπερφυσικό που είχε σώσει τους Βρετανούς στρατιώτες, οι περιγραφές διέφεραν ανά συγγραφέα και δημοσίευση. Κάποιοι είπαν ότι είχαν δει την Ιωάννα της Λωραίνης ή τον Άγιο Μιχαήλ να οδηγεί τους Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες. Μερικοί είπαν ότι υπήρχαν αναρίθμητοι άγγελοι, άλλοι είπαν μόνο τρεις, οι οποίοι είχαν εμφανιστεί στον νυχτερινό ουρανό. Άλλοι πάλι είπαν ότι είχαν δει μόνο ένα περίεργο κίτρινο σύννεφο ή ομίχλη.
Ενώ όλες οι αναφορές μιλούσαν για κάτι υπερφυσικό που είχε σώσει τους Βρετανούς στρατιώτες, οι περιγραφές διέφεραν ανά συγγραφέα και δημοσίευση. Κάποιοι είπαν ότι είχαν δει την Ιωάννα της Λωραίνης ή τον Άγιο Μιχαήλ να οδηγεί τους Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες. Μερικοί είπαν ότι υπήρχαν αναρίθμητοι άγγελοι, άλλοι είπαν μόνο τρεις, οι οποίοι είχαν εμφανιστεί στον νυχτερινό ουρανό. Άλλοι πάλι είπαν ότι είχαν δει μόνο ένα περίεργο κίτρινο σύννεφο ή ομίχλη.
Οι εξηγήσεις για αυτές τις υποτιθέμενες παρατηρήσεις ήταν εξίσου ποικίλες. Για τους ορθολογιστές, οι ιστορίες είτε ήταν ψέματα είτε απορρίφθηκαν ως αντίδραση στρες, μια συλλογική παραισθησία που γεννήθηκε από υποδείξεις και έλλειψη ύπνου ή ίσως πυροδοτήθηκε από την έκθεση σε χημικά όπλα.
Από την άλλη, οι πνευματιστές υποπτεύονταν ότι ο φανταστικός στρατός θα μπορούσε να αποτελείται από νεκρούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν στη μάχη και αναστήθηκαν για να βοηθήσουν τους συντρόφους τους που ζούσαν ακόμα. Οι πιο παραδοσιακά θρησκευόμενοι πίστεψαν ότι ήταν ένα σύγχρονο θαύμα -η απάντηση της Βρετανίας στο γαλλικό "Θαύμα στη Μάρνη" από τον Σεπτέμβριο του 1914, στο οποίο οι προσευχές των Γάλλων στην Παναγία είχαν σώσει τον γαλλικό στρατό, και τις ρωσικές αναφορές για την θέαση της Παναγίας που προφήτευε τη νίκη των Ρώσων στη μάχη του Augustov τον Οκτώβριο.
Για τον Μάχεν υπήρχε μόνο μία εξήγηση: Η ιστορία του είχε γίνει viral, μεταλλάχθηκε και διανθιζόταν καθώς διαδιδόταν από άτομο σε άτομο. Γράφοντας άρθρα και στήλες, έβαλε τα δυνατά του να το επισημάνει αυτό στο κοινό. Έδειξε πώς καμία αναφορά που δημοσιεύτηκε πριν από το "The Bowmen" δεν ανέφερε πουθενά αγγέλους, ενώ μετά από την έκδοση της ιστορίας άρχισαν να εμφανίζονται μερικές "αληθινές" ιστορίες για τους Αγγέλους του Μονς, πολλές από τις οποίες μάλιστα χρησιμοποίησαν μερικές από τις λεπτομέρειες του "The Bowmen": το εστιατόριο, η προσευχή στον Άγιο Γεώργιο, η γερμανική απορία για το τι συνέβαινε.
Παρ' όλα αυτά, το κοινό κατάπιε αμάσητες αυτές τις αναφορές και η Αγγελομανία ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Από την άλλη, οι πνευματιστές υποπτεύονταν ότι ο φανταστικός στρατός θα μπορούσε να αποτελείται από νεκρούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν στη μάχη και αναστήθηκαν για να βοηθήσουν τους συντρόφους τους που ζούσαν ακόμα. Οι πιο παραδοσιακά θρησκευόμενοι πίστεψαν ότι ήταν ένα σύγχρονο θαύμα -η απάντηση της Βρετανίας στο γαλλικό "Θαύμα στη Μάρνη" από τον Σεπτέμβριο του 1914, στο οποίο οι προσευχές των Γάλλων στην Παναγία είχαν σώσει τον γαλλικό στρατό, και τις ρωσικές αναφορές για την θέαση της Παναγίας που προφήτευε τη νίκη των Ρώσων στη μάχη του Augustov τον Οκτώβριο.
Για τον Μάχεν υπήρχε μόνο μία εξήγηση: Η ιστορία του είχε γίνει viral, μεταλλάχθηκε και διανθιζόταν καθώς διαδιδόταν από άτομο σε άτομο. Γράφοντας άρθρα και στήλες, έβαλε τα δυνατά του να το επισημάνει αυτό στο κοινό. Έδειξε πώς καμία αναφορά που δημοσιεύτηκε πριν από το "The Bowmen" δεν ανέφερε πουθενά αγγέλους, ενώ μετά από την έκδοση της ιστορίας άρχισαν να εμφανίζονται μερικές "αληθινές" ιστορίες για τους Αγγέλους του Μονς, πολλές από τις οποίες μάλιστα χρησιμοποίησαν μερικές από τις λεπτομέρειες του "The Bowmen": το εστιατόριο, η προσευχή στον Άγιο Γεώργιο, η γερμανική απορία για το τι συνέβαινε.
Παρ' όλα αυτά, το κοινό κατάπιε αμάσητες αυτές τις αναφορές και η Αγγελομανία ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Διαμάχη για τους Αγγέλους και απολογίες
Νοέμβριος του 1915, εικονογράφηση στην London News, "οι τοξότες φαντάσματα του Μονς μάχονται τους Γερμανούς" - πηγή
Αν και αρχικά ήταν βέβαιος ότι η λογική θα επικρατούσε της δημόσιας υστερίας, οι προσπάθειες του Μάχεν αντιμετωπίστηκαν κυρίως με έχθρα. Οι αντίπαλοί του έλεγαν, στην καλύτερη περίπτωση, ότι δεν του άρεσε που τέτοιες ιστορίες έδιναν ανακούφιση στις οικογένειες που υπέφεραν. Στην χειρότερη περίπτωση, ήταν αντιπατριωτικός και μη χριστιανός, ο οποίος αρνούνταν μια πράξη του Θεού για να ενισχύσει τη φήμη του και να κρατηθεί στα πρωτοσέλιδα.
Μεταξύ των πιο έντονων κριτικών του ήταν ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και χριστιανός απολογητής Harold Begbie, του οποίου το βιβλίο του 1915 με τίτλο "On the Side of the Angels" (Στο πλευρό των Αγγέλων) εκδόθηκε τρεις φορές και ξεπούλησε. Αν και εν μέρει ήταν ένας κατάλογος διαφόρων μαρτυριών και θεωριών, η κάπως μπερδεμένη πραγματεία του Begbie ασχολήθηκε λιγότερο με τον καθορισμό όσων είδαν οι στρατιώτες, παρά με την "απόδειξη" ότι ο Μάχεν δεν είχε φανταστεί τους Αγγέλους του Μονς. Εκτός από την παράθεση αρκετών ανώνυμων αναφορών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι προηγούνταν της δημοσίευσης του "The Bowmen", ο Begbie -ο οποίος ανέφερε ότι είχε συναντηθεί με αρκετούς ανώνυμους στρατιώτες- προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Πρότεινε ότι ακόμα κι αν ο Μάχεν είχε γράψει το "The Bowmen" πριν διαδοθούν οι ιστορίες των Αγγέλων του Μονς, αυτό δεν απέδειξε τίποτα. Χρησιμοποιώντας την ιστορία του συγγραφέα για την έμπνευσή του εναντίον του -ότι δηλαδή η ιδέα του ήρθε ως ένα φανταστικό όραμα-, ο Begbie πρότεινε ότι ο Μάχεν είχε βιώσει πραγματικά ψυχικά γεγονότα που συνέβαιναν στο πεδίο της μάχης. Ουσιαστικά, σύμφωνα με τον Begbie, οι Άγγελοι ενέπνευσαν το "The Bowmen" και δε συνέβαινε το αντίστροφο. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τον Μάχεν για "ιεροσυλία".
Ένας άλλος υποστηρικτής των Αγγέλων ήταν η Phyllis Campbell, εθελόντρια του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού στη Γαλλία, το δοκίμιο της οποίας "The Angelic Leaders" (Οι Ηγέτες Άγγελοι) πρωτοεμφανίστηκε στο θερινό τεύχος του 1915 στο The Occult Review. Αν και η Campbell δεν ισχυρίστηκε ότι η ίδια είχε δει τους αγγέλους, είπε ότι είχε περιθάλψει αρκετούς Γάλλους και Άγγλους στρατιώτες που της είχαν πει περίεργες ιστορίες για την υποχώρηση από τον Μονς. Σύμφωνα με το "The Angelic Leaders", η Campbell άκουσε για το συμβάν όταν μια Γαλλίδα νοσοκόμα την κάλεσε να την βοηθήσει να καταλάβει τι ζητούσε ένας Άγγλος στρατιώτης (προφανώς, παρακαλούσε να του δώσουν κάποια θρησκευτική εικόνα). Όταν συνάντησε τον άνθρωπο ο οποίος της είπε ότι ήθελε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου, η Campbell ρώτησε αν ήταν καθολικός. Εκείνος της απάντησε ότι ήταν μεθοδιστής αλλά πλέον πίστευε στους αγίους γιατί μόλις είχε δει τον Άγιο Γεώργιο αυτοπροσώπως.
Μεταξύ των πιο έντονων κριτικών του ήταν ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και χριστιανός απολογητής Harold Begbie, του οποίου το βιβλίο του 1915 με τίτλο "On the Side of the Angels" (Στο πλευρό των Αγγέλων) εκδόθηκε τρεις φορές και ξεπούλησε. Αν και εν μέρει ήταν ένας κατάλογος διαφόρων μαρτυριών και θεωριών, η κάπως μπερδεμένη πραγματεία του Begbie ασχολήθηκε λιγότερο με τον καθορισμό όσων είδαν οι στρατιώτες, παρά με την "απόδειξη" ότι ο Μάχεν δεν είχε φανταστεί τους Αγγέλους του Μονς. Εκτός από την παράθεση αρκετών ανώνυμων αναφορών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι προηγούνταν της δημοσίευσης του "The Bowmen", ο Begbie -ο οποίος ανέφερε ότι είχε συναντηθεί με αρκετούς ανώνυμους στρατιώτες- προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Πρότεινε ότι ακόμα κι αν ο Μάχεν είχε γράψει το "The Bowmen" πριν διαδοθούν οι ιστορίες των Αγγέλων του Μονς, αυτό δεν απέδειξε τίποτα. Χρησιμοποιώντας την ιστορία του συγγραφέα για την έμπνευσή του εναντίον του -ότι δηλαδή η ιδέα του ήρθε ως ένα φανταστικό όραμα-, ο Begbie πρότεινε ότι ο Μάχεν είχε βιώσει πραγματικά ψυχικά γεγονότα που συνέβαιναν στο πεδίο της μάχης. Ουσιαστικά, σύμφωνα με τον Begbie, οι Άγγελοι ενέπνευσαν το "The Bowmen" και δε συνέβαινε το αντίστροφο. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τον Μάχεν για "ιεροσυλία".
Ένας άλλος υποστηρικτής των Αγγέλων ήταν η Phyllis Campbell, εθελόντρια του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού στη Γαλλία, το δοκίμιο της οποίας "The Angelic Leaders" (Οι Ηγέτες Άγγελοι) πρωτοεμφανίστηκε στο θερινό τεύχος του 1915 στο The Occult Review. Αν και η Campbell δεν ισχυρίστηκε ότι η ίδια είχε δει τους αγγέλους, είπε ότι είχε περιθάλψει αρκετούς Γάλλους και Άγγλους στρατιώτες που της είχαν πει περίεργες ιστορίες για την υποχώρηση από τον Μονς. Σύμφωνα με το "The Angelic Leaders", η Campbell άκουσε για το συμβάν όταν μια Γαλλίδα νοσοκόμα την κάλεσε να την βοηθήσει να καταλάβει τι ζητούσε ένας Άγγλος στρατιώτης (προφανώς, παρακαλούσε να του δώσουν κάποια θρησκευτική εικόνα). Όταν συνάντησε τον άνθρωπο ο οποίος της είπε ότι ήθελε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου, η Campbell ρώτησε αν ήταν καθολικός. Εκείνος της απάντησε ότι ήταν μεθοδιστής αλλά πλέον πίστευε στους αγίους γιατί μόλις είχε δει τον Άγιο Γεώργιο αυτοπροσώπως.
Από την φαντασία στο "γεγονός"
Από την πλευρά του, ο Μάχεν είχε μια απάντηση για όλες αυτές τις ιστορίες, που σχεδόν όλες φαινόταν να είναι ανώνυμες από δεύτερο ή και τρίτο χέρι. Όπως έγραψε ο ίδιος, "δεν πρέπει να μας πείτε τι είπε ο στρατιώτης. Δεν είναι στοιχείο".
Ωστόσο, ο Μάχεν δεν ήταν μόνος του. Η Εταιρεία Ψυχικής Έρευνας, μια ΜΚΟ με έδρα το Λονδίνο αφιερωμένη στη μελέτη του παραφυσικού από το 1882, αισθάνθηκε την υποχρέωση να αντιμετωπίσει τις φήμες των Αγγέλων του Μονς για τους αναγνώστες του περιοδικού της το 1915-1916.
Αφού προσπάθησε να εντοπίσει τις πηγές των αναφορών και των επιστολών που εμφανίζονται στις βρετανικές εφημερίδες, η SPR διαπίστωσε ότι σε κάθε περίπτωση όλες οι ιστορίες τελείωναν με κάποιον που είχε ακούσει μόνο την ιστορία από δεύτερο ή τρίτο χέρι. Η έκθεσή τους κατέληξε, "η έρευνά μας [για τις εμφανίσεις] είναι αρνητική ... όλες οι προσπάθειές μας να αποκτήσουμε τα λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία στα οποία πρέπει να βασιστεί μια έρευνα αυτού του είδους έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά".
Ωστόσο, ο Μάχεν δεν ήταν μόνος του. Η Εταιρεία Ψυχικής Έρευνας, μια ΜΚΟ με έδρα το Λονδίνο αφιερωμένη στη μελέτη του παραφυσικού από το 1882, αισθάνθηκε την υποχρέωση να αντιμετωπίσει τις φήμες των Αγγέλων του Μονς για τους αναγνώστες του περιοδικού της το 1915-1916.
Αφού προσπάθησε να εντοπίσει τις πηγές των αναφορών και των επιστολών που εμφανίζονται στις βρετανικές εφημερίδες, η SPR διαπίστωσε ότι σε κάθε περίπτωση όλες οι ιστορίες τελείωναν με κάποιον που είχε ακούσει μόνο την ιστορία από δεύτερο ή τρίτο χέρι. Η έκθεσή τους κατέληξε, "η έρευνά μας [για τις εμφανίσεις] είναι αρνητική ... όλες οι προσπάθειές μας να αποκτήσουμε τα λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία στα οποία πρέπει να βασιστεί μια έρευνα αυτού του είδους έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά".
Παρ' όλα αυτά, η ιστορία. Μέχρι το τέλος του 1916, υπήρχε ήδη ένα σόλο για πιάνο από τον Sydney C. Baldock, ένα βαλς από τον συνθέτη Paul Paree, και μια (σήμερα χαμένη) ταινία του βωβού κινηματογράφου του σκηνοθέτη Fred Paul. Οι Άγγελοι άρχισαν να εμφανίζονται σε καρτ-ποστάλ -αιωρούμενοι πίσω από τους σκοπευτές- αλλά και σε μια σειρά σχεδίων με νοσοκόμες που ονομάστηκαν "The Real Angels of Mons" (Οι Αληθινοί Άγγελοι του Μονς).
Η ιστορία άρχισε να βρίσκει έδαφος και στην προπαγάνδα, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Γηραιά Ήπειρο. Σύντομα, οι Άγγελοι ήταν κάτι συχνό σε διαφημίσεις για πολεμικά ομόλογα, δωρεές για τον Ερυθρό Σταυρό και αφίσες στρατολόγησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την πλευρά του, ο Μάχεν κατηγόρησε τη διάδοση των αγγέλων στις σύγχρονες εκκλησίες. Αν οι ιερείς περνούσαν λιγότερο χρόνο κηρύττοντας "διπλή ηθική" αντί για "αιώνια μυστήρια" του Χριστιανισμού, έγραψε, οι πιστοί ίσως να ήταν πιο σχολαστικοί.
Κάποιοι κατηγόρησαν τη γραφή του Μάχεν ότι ήταν πολύ πιστευτή στη μίμηση της δημοσιογραφίας ή κατηγόρησαν την London Evening News ότι δεν χαρακτήρισε επαρκώς την ιστορία ως μυθοπλασία. Άλλοι, ωστόσο, έχουν δει κάτι πιο εσκεμμένο -ίσως ακόμη και πονηρό- στη διάδοση των ιστοριών των αγγέλων.
Απίθανες ιστορίες από το μέτωπο
Η μοναδική έγκυρη περιγραφή των αγγελικών εμφανίσεων που λέγεται ότι προηγούνται της δημοσίευσης του "The Bowmen" είναι μια καρτ ποστάλ γραμμένη από τον Βρετανό ταξίαρχο John Charteris. Με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου του 1914, περισσότερες από τρεις εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση της ιστορίας του Μάχεν, το κείμενο αναφέρει εν συντομία φήμες περί περίεργων συμβάντων στο Μονς.
Ενώ για ορισμένους πιστούς αυτή είναι η περιζήτητη απόδειξη της ύπαρξης των αγγέλων, δεν πρέπει να την εκλάβουμε χωρίς σκεπτικισμό. Η ίδια η καρτ ποστάλ δεν έχει δοθεί ποτέ για έλεγχο, απλά περιγράφεται στα απομνημονεύματα του Charteris του 1931 με τίτλο "At GHQ", ενώ το έργο του ίδιου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δίνει πολλούς λόγους για να αμφισβητηθούν τα κίνητρά του.
Ο Charteris, αν και δεν συνδεόταν με το τότε νεοσύστατο Γραφείο Πολεμικής Προπαγάνδας που είχε ιδρυθεί στις 2 Σεπτεμβρίου του 1914, υπηρέτησε ως επικεφαλής πληροφοριών της BEF από το 1916 έως το '18. Μετά τον πόλεμο, σε μια ομιλία του το 1925 στη Νέα Υόρκη, οι New York Times ανέφεραν ότι ο Charteris καυχιόταν στο κοινό του για τις διάφορες ψεύτικες ιστορίες που βοήθησε να επινοηθούν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι πιο αξιοσημείωτες από αυτές ήταν οι φήμες για "γερμανικά εργοστάσια πτωμάτων" που φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν από τον εχθρό για να κάνουν τους νεκρούς στρατιώτες τους λίπος για τα όπλα και άλλα απαραίτητα.
Παρόλο που ο ίδιος ο Charteris αρνήθηκε αργότερα την ιστορία των Times και οι σύγχρονοι μελετητές είναι σκεπτικοί ότι οποιοδήποτε άτομο θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει τις (ψευδείς) εικασίες, αξίζει να σημειωθεί ότι μια σειρά άλλων ψευδών ιστοριών από το μέτωπο διαχύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ενώ για ορισμένους πιστούς αυτή είναι η περιζήτητη απόδειξη της ύπαρξης των αγγέλων, δεν πρέπει να την εκλάβουμε χωρίς σκεπτικισμό. Η ίδια η καρτ ποστάλ δεν έχει δοθεί ποτέ για έλεγχο, απλά περιγράφεται στα απομνημονεύματα του Charteris του 1931 με τίτλο "At GHQ", ενώ το έργο του ίδιου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δίνει πολλούς λόγους για να αμφισβητηθούν τα κίνητρά του.
Ο Charteris, αν και δεν συνδεόταν με το τότε νεοσύστατο Γραφείο Πολεμικής Προπαγάνδας που είχε ιδρυθεί στις 2 Σεπτεμβρίου του 1914, υπηρέτησε ως επικεφαλής πληροφοριών της BEF από το 1916 έως το '18. Μετά τον πόλεμο, σε μια ομιλία του το 1925 στη Νέα Υόρκη, οι New York Times ανέφεραν ότι ο Charteris καυχιόταν στο κοινό του για τις διάφορες ψεύτικες ιστορίες που βοήθησε να επινοηθούν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι πιο αξιοσημείωτες από αυτές ήταν οι φήμες για "γερμανικά εργοστάσια πτωμάτων" που φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν από τον εχθρό για να κάνουν τους νεκρούς στρατιώτες τους λίπος για τα όπλα και άλλα απαραίτητα.
Παρόλο που ο ίδιος ο Charteris αρνήθηκε αργότερα την ιστορία των Times και οι σύγχρονοι μελετητές είναι σκεπτικοί ότι οποιοδήποτε άτομο θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει τις (ψευδείς) εικασίες, αξίζει να σημειωθεί ότι μια σειρά άλλων ψευδών ιστοριών από το μέτωπο διαχύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του '14 ήταν η κορύφωση του λεγόμενου "Βιασμού του Βελγίου", ο όρος που υιοθετήθηκε από τον βρετανικό Τύπο για να περιγράψει την αποτρόπαια, αν και αναμφισβήτητα εξωραϊσμένη, συμπεριφορά των γερμανικών δυνάμεων εισβολής. Εκτός από την παρενόχληση γυναικών και το λόγχισμα μικρών παιδιών και μωρών (αναφέρεται στα γραπτά τόσο του Phyllis Campbell όσο και του Μάχεν), υπήρχαν και άλλες πιο περίεργες ιστορίες που ποτέ δεν άντεξαν στον έλεγχο.
Για παράδειγμα, ο θρυλικός "Σταυρωμένος Στρατιώτης" -που απαθανατίστηκε σε γλυπτά και εικονογραφήσεις σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά- υποτίθεται ότι ήταν Βρετανός ή Καναδός στρατιώτης πεζικού, που ήταν καρφωμένος σε δέντρο ή σε πόρτα αχυρώνα, από γερμανικά μαχαίρια τάφρου ή από ξιφολόγχες. Παρά την ταυτόχρονα πανταχού παρούσα ιστορία, δεν έχουν προκύψει στοιχεία ότι πράγματι το γεγονός συνέβη. Παρόλο που δεν βρέθηκε τεκμηρίωση που να συνδέει άμεσα αυτές τις ιστορίες με τη βρετανική κυβέρνηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν βολικές για τη διατήρηση του ηθικού στην χώρα και τη σύγχυση του εχθρού στο εξωτερικό.
Ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση του "The Bowmen", ο Μάχεν είχε περιγράψει έναν πολύ διαφορετικό στρατό φαντασμάτων ως "μια από τις πιο αξιοσημείωτες αυταπάτες που ο κόσμος έχει ποτέ θρέψει". Μιλούσε για αναφορές -όλες από δεύτερο και τρίτο χέρι- για τρένα που μετέφεραν Ρώσους στρατιώτες, που είχαν θεαθεί από τη βόρεια Σκωτία μέχρι τις νότιες ακτές. Παρόλο που, όπως επεσήμανε ο Μάχεν, δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρεθούν ρωσικά στρατεύματα στις Βρετανικές Νήσους καθ' οδόν προς το Ανατολικό Μέτωπο, υπήρχε ένα κίνητρο να διατηρούνται τέτοιες ιστορίες στις ειδήσεις. Όπως επισημαίνει ο David Clarke, συγγραφέας του βιβλίου "The Angels of Mons" του 2004, οι αναφορές για απρόσμενες κινήσεις ρωσικών στρατευμάτων μπέρδεψαν τόσο τους κατασκόπους του εχθρού που η γερμανική διοίκηση άλλαξε τα σχέδιά τους εν αναμονή πιθανής εισβολής από τη Βόρεια Θάλασσα.
Για παράδειγμα, ο θρυλικός "Σταυρωμένος Στρατιώτης" -που απαθανατίστηκε σε γλυπτά και εικονογραφήσεις σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά- υποτίθεται ότι ήταν Βρετανός ή Καναδός στρατιώτης πεζικού, που ήταν καρφωμένος σε δέντρο ή σε πόρτα αχυρώνα, από γερμανικά μαχαίρια τάφρου ή από ξιφολόγχες. Παρά την ταυτόχρονα πανταχού παρούσα ιστορία, δεν έχουν προκύψει στοιχεία ότι πράγματι το γεγονός συνέβη. Παρόλο που δεν βρέθηκε τεκμηρίωση που να συνδέει άμεσα αυτές τις ιστορίες με τη βρετανική κυβέρνηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν βολικές για τη διατήρηση του ηθικού στην χώρα και τη σύγχυση του εχθρού στο εξωτερικό.
Ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση του "The Bowmen", ο Μάχεν είχε περιγράψει έναν πολύ διαφορετικό στρατό φαντασμάτων ως "μια από τις πιο αξιοσημείωτες αυταπάτες που ο κόσμος έχει ποτέ θρέψει". Μιλούσε για αναφορές -όλες από δεύτερο και τρίτο χέρι- για τρένα που μετέφεραν Ρώσους στρατιώτες, που είχαν θεαθεί από τη βόρεια Σκωτία μέχρι τις νότιες ακτές. Παρόλο που, όπως επεσήμανε ο Μάχεν, δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρεθούν ρωσικά στρατεύματα στις Βρετανικές Νήσους καθ' οδόν προς το Ανατολικό Μέτωπο, υπήρχε ένα κίνητρο να διατηρούνται τέτοιες ιστορίες στις ειδήσεις. Όπως επισημαίνει ο David Clarke, συγγραφέας του βιβλίου "The Angels of Mons" του 2004, οι αναφορές για απρόσμενες κινήσεις ρωσικών στρατευμάτων μπέρδεψαν τόσο τους κατασκόπους του εχθρού που η γερμανική διοίκηση άλλαξε τα σχέδιά τους εν αναμονή πιθανής εισβολής από τη Βόρεια Θάλασσα.
Οι Άγγελοι του Μονς στην αιωνιότητα
Βρετανική διαφήμιση πολεμικού ομολόγου με έναν άγγελο
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος του κοινού για νέα από το μέτωπο και έντονη κυβερνητική λογοκρισία για το τι θα μπορούσε να τυπωθεί με ασφάλεια στις βρετανικές εφημερίδες, είναι εντυπωσιακό πόσες τέτοιες ιστορίες φανταστικών γεγονότων μέσα και γύρω από το πεδίο της μάχης μπόρεσαν να διαδοθούν.
Ο Μάχεν είχε τις δικές του υποψίες. Πάντα ένιωθε ότι ο Harold Begbie δεν πίστευε "ούτε λέξη" και είχε βαλθεί να δημιουργήσει αυτό που έγραψε ως "εντολή εκδότη". Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να υποδηλώνουν ότι ο Begbie, που έγραφε ήδη ποιήματα ενθαρρύνοντας νέους άντρες να στρατευτούν, στρατολογήθηκε από τον Charteris για το έργο.
Αν και το υποκείμενο μήνυμα των ιστοριών των Αγγέλων -ότι ο Θεός ήταν στο πλευρό των Βρετανών σε μια μάχη του Καλού και του Κακού- ήταν σίγουρα επωφελές για την πολεμική προσπάθεια, δεν υπάρχει οριστική ένδειξη ότι κάποιος από τη βρετανική κυβέρνηση διευθύνει τη διάδοσή τους. Οι Άγγελοι, είτε καθοδηγούμενοι από υπηρεσίες πληροφοριών είτε από τις πιέσεις του αναγνωστικού κοινού, είχαν τα ίδια αποτελέσματα.
Όπως σημείωσε στο βιβλίο του "Crystallizing Public Opinion" του 1923, ο πατέρας των σύγχρονων δημοσίων σχέσεων και πράκτορας ψυχολογικού πολέμου στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αμερικανός Edward Bernays, "όταν οι πραγματικές ειδήσεις καταρρέουν, οι ημι-ειδήσεις πρέπει να συνεχίζονται. Όταν οι πραγματικές ειδήσεις είναι λιγοστές, οι ημι-ειδήσεις επιστρέφουν στην πρώτη σελίδα".
από: ati
Ο Μάχεν είχε τις δικές του υποψίες. Πάντα ένιωθε ότι ο Harold Begbie δεν πίστευε "ούτε λέξη" και είχε βαλθεί να δημιουργήσει αυτό που έγραψε ως "εντολή εκδότη". Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να υποδηλώνουν ότι ο Begbie, που έγραφε ήδη ποιήματα ενθαρρύνοντας νέους άντρες να στρατευτούν, στρατολογήθηκε από τον Charteris για το έργο.
Αν και το υποκείμενο μήνυμα των ιστοριών των Αγγέλων -ότι ο Θεός ήταν στο πλευρό των Βρετανών σε μια μάχη του Καλού και του Κακού- ήταν σίγουρα επωφελές για την πολεμική προσπάθεια, δεν υπάρχει οριστική ένδειξη ότι κάποιος από τη βρετανική κυβέρνηση διευθύνει τη διάδοσή τους. Οι Άγγελοι, είτε καθοδηγούμενοι από υπηρεσίες πληροφοριών είτε από τις πιέσεις του αναγνωστικού κοινού, είχαν τα ίδια αποτελέσματα.
Όπως σημείωσε στο βιβλίο του "Crystallizing Public Opinion" του 1923, ο πατέρας των σύγχρονων δημοσίων σχέσεων και πράκτορας ψυχολογικού πολέμου στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αμερικανός Edward Bernays, "όταν οι πραγματικές ειδήσεις καταρρέουν, οι ημι-ειδήσεις πρέπει να συνεχίζονται. Όταν οι πραγματικές ειδήσεις είναι λιγοστές, οι ημι-ειδήσεις επιστρέφουν στην πρώτη σελίδα".
από: ati
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου