Αιγαιόγλαρος Larus audouinii, φωτογράφος: Harry J. Lehto - πηγή
Πασίγνωστη, η μάλλον ειρωνική έκφραση: "μην φας, έχουμε γλάρο ή γλαρόσουπα" ως ένδειξη κάποιας ανέφικτης υλοποίησης ή ματαιοπονίας.
Τι μπορεί όμως, στην κυριολεξία, να υποκρύπτεται πίσω από την έκφραση;
Στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, υπάρχουν δύο είδη γλάρων: ο Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii) και Ασημόγλαρος (Larus cachinnans).
Στη Βίβλο (Έξοδος 22,30. Λευιτικόν 11,1-47. 17,15-16. Δευτερονόμιο 14,3-21) ο γλάρος, μεταξύ άλλων, θεωρείται ακάθαρτο πτηνό και απαγορεύεται η βρώση του. Επομένως οι πιστοί των Βιβλικών θρησκειών (Εβραίοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι) δεν θα έτρωγαν γλάρους, ούτε θα τους θεωρούσαν λαχταριστό έδεσμα, που θα το περίμεναν πως και πως, κρατώντας την όρεξή τους (την πείνα τους), μη τρώγοντας κάτι άλλο, αναμένοντας να φάνε τον «εκλεκτό γλάρο ή γλαρόσουπα».
Εφόσον οι παραπάνω Βιβλικές θρησκείες στις οποίες πρόσκειντο και πρόσκεινται οι κάτοικοι γύρωθεν της Μεσογείου δεν έτρωγαν (τουλάχιστον επίσημα) τον γλάρο, ας δούμε μήπως έτρωγαν τ’ αυγά του.
Εκτός των οικόσιτων πτηνών (κότας, πάπιας, χήνας) τα πιο περιζήτητα αυγά της αρχαιότητας ήταν του παγωνιού, αγριόπαπιας (Ρωμαίοι), στρουθοκαμήλου (Αιγύπτιοι) και ορτυκιών, ενώ θεωρούνταν νόστιμα (όχι όμως πρώτης επιλογής) τ’ αυγά σχοινοπουλιών και αιγαιόγλαρων.
Επομένως τ’ αυγά του γλάρου τρώγονται μεν, θεωρούμενα ως νόστιμα, δεν πιθανολογώ όμως πως αυτό είναι αρκετό για να δημιουργήσει την έκφραση που μας ενδιαφέρει.
Ένα άλλο θέμα είναι εάν η έκφραση έλκει αρχαία καταγωγή, μεσαιωνική ή νεότερη;
Δεν το γνωρίζω. Πάντως στην αρχαιότητα ο γλάρος λεγόταν λάρος (Larus).
Όμως υπήρχε και η λέξη λαρός (με μακρό α), που σημαίνει γλυκός (π.χ. λαρός οίνος, σχετ. λεξικό: Liddell & Scott).
Επομένως: «μην φας, έχουμε (γ)λαρό;» δηλ. κράτα την όρεξή σου για να φας γλυκό;
Και γιατί τελικά πήρε ειρωνικό - ανέφικτο χαρακτήρα; Μήπως γιατί έταζαν κάτι γλυκό και τελικά δεν το έδιναν, ή αποδεικνυόταν πικρό; Άλλα περιμένεις και άλλα σου έρχονται;
Δεν γνωρίζω τέτοια αρχαία ή μεσαιωνική έκφραση.
Πάντως στα νεότερα χρόνια έμεινε η έκφραση: έχει Γλάρα, δηλ. μαλακό/ γλυκό καιρό, ή η τάδε έχει γλαρό/ γλυκό/ ηδυπαθές βλέμμα.
Στ’ αρχαία χρόνια υπήρχε και άλλη μία σχεδόν ομόηχη λέξη, ο Γάρος, που ίσως θα μπορούσε με την δια μέσου των αιώνων προφορική προσθήκη του -λ-, να γίνει Γ(λ)άρος.
Ο γάρος στ’ αρχαία ελληνικά και garus στα λατινικά, ήταν μια πικάντικη σάλτσα, γνωστή σε όλη την μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, φτιαγμένη από ψάρια και εντόσθια ψαριών, η οποία περνούσε μεγάλη επεξεργασία για να καταλήξει σ’ έναν υγρό πικάντικο ζωμό, τον οποίον έβαζαν σε πολλά φαγητά για να νοστιμίσουν. Ήταν περιζήτητος, εμπορεύσιμος και σε πλήρη χρήση για αιώνες, μέχρι να έρθουν από την Ασία και τη νότια Αμερική, άλλα πικάντικα προϊόντα και κυρίως η ντομάτα, που τον αντικατέστησαν. Η συνταγή περιγράφεται από αρχαίους συγγραφείς και μεταξύ άλλων στα Γεωπονικά του φερόμενου συγγραφέα Κασσιανού Βάσσου Σχολαστικού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως έμοιαζε στη γεύση με τις σημερινές padek, nuoc mam, της άπω Ανατολής και τις διάφορες fish sauces.
Αν λοιπόν ο γάρος ήταν νόστιμος και περιζήτητος για τους αρχαίους ρωμαϊκούς, βυζαντινούς και μεσαιωνικούς ουρανίσκους, τότε ίσως η έκφραση που μας ενδιαφέρει να έχει κάποιο νόημα: «μην φας, έχουμε γ(λ)άρο», δηλ. κράτα την όρεξή σου για να φας και τον πικάντικο γ(λ)άρο; Και πάλι όμως, γιατί τελικά πήρε ειρωνικό - ανέφικτο χαρακτήρα; Μήπως γιατί έταζαν κάτι τόσο νόστιμο και επιθυμητό, που τελικά δεν το έδιναν;
Ομοίως δεν γνωρίζω μεσαιωνική τέτοια έκφραση.
Τέλος, στα νεώτερα χρόνια, γάρο(ς) από το Τσι-γάρο, ήταν και είναι το τσιγαριλίκι, που ενίοτε αναφέρεται και ως Γ(λ)άρος. Μήπως τελικά η έκφραση είναι από τα τέλη του 19ου αι. αρχές του 20ου και σημαίνει «μην φας, έχουμε γ(λ)άρο», δηλ. κράτα την όρεξή σου, μην καπνίζεις απλά τσιγάρα για να φουμάρουμε τσιγαριλίκι/ γ(λ)άρο; Και πάλι όμως, γιατί τελικά πήρε ειρωνικό - ανέφικτο χαρακτήρα; Μήπως γιατί έταζαν κάτι που τελικά δεν το έδιναν;
Απορίες μη λελυμένες...
πηγή: 24grammata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου