Οταν γνωρίζουμε την υπόθεση ενός κειμένου το απολαμβάνουμε περισσότερο, λέει έρευνα
Οι Νίκολας Κρίστενφελντ και Τζόναθαν Λίβιτ του Τμήματος Ψυχολογίας του Σαν Ντιέγκο στο Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο πλαίσιο μιας έρευνας που διενήργησαν έδωσαν σε αναγνώστες δώδεκα διηγήματα συγγραφέων όπως η Αγκάθα Κρίστι, ο Ρόαλντ Νταλ και ο Τζον Απντάικ. Ηθελαν να διερευνήσουν κατά πόσον επηρεάζουν οι «επιπρόσθετες πληροφορίες» που μπορεί να έχουμε την ανάγνωση ενός κειμένου. Τουλάχιστον τριάντα άτομα διάβασαν αυτά τα διηγήματα, άλλα ολόκληρα, στην κανονική τους μορφή και άλλα με παραγράφους «αινίγματα» που λειτουργούσαν ως spoiler.
Με τον όρο spoiler εννοούμε μια σημαντική πληροφορία που αφορά την εξέλιξη της υπόθεσης σε ένα βιβλίο ή μια ταινία που (θεωρητικά) καταστρέφει την εμπειρία της ανάγνωσης/θέασης σε περίπτωση που μαθευτεί εκ των προτέρων.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι αναγνώστες που διάβασαν την εκδοχή των ιστοριών με τις παραγράφους-spoiler, το απόλαυσαν περισσότερο! «Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι αναγνώστες επέλεξαν τις εκδοχές των ιστοριών που εν μέρει τις αποκάλυπταν κιόλας, όπου, για παράδειγμα, γνωρίζαμε πριν το διαβάσουμε ότι η παράτολμη προσπάθεια ενός καταδικασμένου να δραπετεύσει ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας του λίγο πριν δεθεί σφιχτά η θηλιά στο λαιμό του» αποκαλύπτει η έρευνα. «Το ίδιο παρατηρήθηκε και με τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Μολονότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό θα ανακαλύψει πως ο προφανής στόχος μιας απόπειρας δολοφονίας είναι ουσιαστικά ο ίδιος ο δράστης, όχι μόνο δεν επηρεαζόμαστε στην απόλαυση της ιστορίας αλλά στην πραγματικότητα η απόλαυση ενισχύεται».
«Οι αναγνώστες που πηγαίνουν κατευθείαν στην τελευταία σελίδα ενός βιβλίου πριν ξεκινήσουν την ανάγνωση έχουν την καλύτερη διαίσθηση» καταλήγει η έρευνα τονίζοντας ότι «τα spoilers δεν καταστρέφουν τις ιστορίες». Οι επιστήμονες έψαξαν να βρουν τις αιτίες. Πιθανότατα, λένε, είναι «πιο εύκολο» να διαβάζεις μια ιστορία που έχει εν πολλοίς αποκαλυφθεί. «Θα μπορούσε να είναι αυτό» λέει ο Λίβιτ «ότι, απ' τη στιγμή που γνωρίζεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, είναι διανοητικά πιο εύκολο -έχεις μεγαλύτερη άνεση να επεξεργαστείς τις πληροφορίες - και να επικεντρωθείς στα βαθύτερα νοήματα της ιστορίας».
Η Αλισον Φλαντ στο βιβλιοφιλικό blog του «Guardian» δηλώνει ενθουσιασμένη με τα αποτελέσματα της έρευνας. «Ναι! Δικαίωση! Ανήκω σ' αυτούς που δε μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο χωρίς να καταφύγουν στην τελευταία σελίδα για να δουν τι πρόκειται να γίνει, και μάλιστα, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν ανήκω στην κατηγορία "του ηλίθιου που τα ξεφουρνίζει στον ίδιο του τον εαυτό" αλλά στην πραγματικότητα είμαι πολύ σοφή. Οι επιστήμονες το λένε οπότε έτσι πρέπει να 'ναι» γράφει κάπως ιδιοτελώς η ίδια, μανιώδης αναγνώστρια αστυνομικών μυθιστορημάτων και θρίλερ. Ψάχνει κάθε φορά εναγωνίως προς το τέλος για να σιγουρευτεί ότι ο πρωταγωνιστής ή η πρωταγωνίστρια είναι ακόμα ζωντανοί. Το ίδιο ακριβώς κάνει και με τα αισθηματικά μυθιστορήματα: ρίχνει κλεφτές ματιές στις τελευταίες σελίδες για να επιβεβαιώσει ποιος τελικά ζευγάρωσε με ποιον.
Αμφιβάλλει όμως με μια διαπίστωση της έρευνας, ότι δηλαδή τα spoilers δεν έχουν τόση σημασία επειδή η πλοκή είναι υπερεκτιμημένη. «Η πλοκή είναι η δικαιολογία, η πρόφαση για μια καλή γραφή. Αυτά που συνιστούν την πλοκή είναι (σχεδόν) άσχετα. Η απόλαυση έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο γραφής» επισημαίνουν οι ερευνητές. Η Φλαντ παραπονιέται και λέει ότι χρειαζόμαστε, έτσι ή αλλιώς, και τα δυο. Κάθε φορά που διαβάζει το «Οσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ ελπίζει ότι στο τέλος τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώς, ότι τελικά ο Ρετ και η Σκάρλετ θα είναι μαζί. «Τώρα χρειάζομαι μια ψυχολογική έρευνα για να αποδείξει ότι αυτή η συνήθεια δεν είναι, επίσης, γελοία»…
Μια ελληνική περίπτωση
Για να έρθουμε στα δικά μας, ας θυμηθούμε μία μόνο και σχετικά πρόσφατη περίπτωση, το μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη «Παλιά, πολύ παλιά» (Γαβριηλίδης, 2008) όπου ο αστυνόμος Χαρίτος βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη για διακοπές. Εκεί μπλέκεται σε μια ξεχωριστή υπόθεση, και τελικά προσπαθεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε μια γριά Ρωμιά, η οποία έφυγε κυριολεκτικώς με «σκασιαρχείο» απ' το νεκροκρέβατό της στη Δράμα, να επιστρέψει στην Πόλη και να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της.
Η Μαρία Χάμπου ή Χάμπαινα, λίγο πριν πεθάνει, εκδικείται όσους την έβλαψαν και ευχαριστεί όσους τις έκαναν καλό. Ολους τους πληρώνει με τον ίδιο τρόπο, ένα ταψί από την καταπληκτική της τυρόπιτα. Μόνο που για τους κακούς η τυρόπιτα έχει μέσα και παραθείο. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Μάρκαρης δε μας αφήνει να εγκαταλείψουμε την ιστορία από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ούτε να ανατρέξουμε απαραίτητα στο τέλος για τις εξηγήσεις. Ξέρουμε ποια είναι η δολοφόνος από νωρίς, πολύ νωρίς…
πηγή: tovima.gr
Οι Νίκολας Κρίστενφελντ και Τζόναθαν Λίβιτ του Τμήματος Ψυχολογίας του Σαν Ντιέγκο στο Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο πλαίσιο μιας έρευνας που διενήργησαν έδωσαν σε αναγνώστες δώδεκα διηγήματα συγγραφέων όπως η Αγκάθα Κρίστι, ο Ρόαλντ Νταλ και ο Τζον Απντάικ. Ηθελαν να διερευνήσουν κατά πόσον επηρεάζουν οι «επιπρόσθετες πληροφορίες» που μπορεί να έχουμε την ανάγνωση ενός κειμένου. Τουλάχιστον τριάντα άτομα διάβασαν αυτά τα διηγήματα, άλλα ολόκληρα, στην κανονική τους μορφή και άλλα με παραγράφους «αινίγματα» που λειτουργούσαν ως spoiler.
Με τον όρο spoiler εννοούμε μια σημαντική πληροφορία που αφορά την εξέλιξη της υπόθεσης σε ένα βιβλίο ή μια ταινία που (θεωρητικά) καταστρέφει την εμπειρία της ανάγνωσης/θέασης σε περίπτωση που μαθευτεί εκ των προτέρων.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι αναγνώστες που διάβασαν την εκδοχή των ιστοριών με τις παραγράφους-spoiler, το απόλαυσαν περισσότερο! «Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι αναγνώστες επέλεξαν τις εκδοχές των ιστοριών που εν μέρει τις αποκάλυπταν κιόλας, όπου, για παράδειγμα, γνωρίζαμε πριν το διαβάσουμε ότι η παράτολμη προσπάθεια ενός καταδικασμένου να δραπετεύσει ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας του λίγο πριν δεθεί σφιχτά η θηλιά στο λαιμό του» αποκαλύπτει η έρευνα. «Το ίδιο παρατηρήθηκε και με τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Μολονότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό θα ανακαλύψει πως ο προφανής στόχος μιας απόπειρας δολοφονίας είναι ουσιαστικά ο ίδιος ο δράστης, όχι μόνο δεν επηρεαζόμαστε στην απόλαυση της ιστορίας αλλά στην πραγματικότητα η απόλαυση ενισχύεται».
«Οι αναγνώστες που πηγαίνουν κατευθείαν στην τελευταία σελίδα ενός βιβλίου πριν ξεκινήσουν την ανάγνωση έχουν την καλύτερη διαίσθηση» καταλήγει η έρευνα τονίζοντας ότι «τα spoilers δεν καταστρέφουν τις ιστορίες». Οι επιστήμονες έψαξαν να βρουν τις αιτίες. Πιθανότατα, λένε, είναι «πιο εύκολο» να διαβάζεις μια ιστορία που έχει εν πολλοίς αποκαλυφθεί. «Θα μπορούσε να είναι αυτό» λέει ο Λίβιτ «ότι, απ' τη στιγμή που γνωρίζεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, είναι διανοητικά πιο εύκολο -έχεις μεγαλύτερη άνεση να επεξεργαστείς τις πληροφορίες - και να επικεντρωθείς στα βαθύτερα νοήματα της ιστορίας».
Η Αλισον Φλαντ στο βιβλιοφιλικό blog του «Guardian» δηλώνει ενθουσιασμένη με τα αποτελέσματα της έρευνας. «Ναι! Δικαίωση! Ανήκω σ' αυτούς που δε μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο χωρίς να καταφύγουν στην τελευταία σελίδα για να δουν τι πρόκειται να γίνει, και μάλιστα, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν ανήκω στην κατηγορία "του ηλίθιου που τα ξεφουρνίζει στον ίδιο του τον εαυτό" αλλά στην πραγματικότητα είμαι πολύ σοφή. Οι επιστήμονες το λένε οπότε έτσι πρέπει να 'ναι» γράφει κάπως ιδιοτελώς η ίδια, μανιώδης αναγνώστρια αστυνομικών μυθιστορημάτων και θρίλερ. Ψάχνει κάθε φορά εναγωνίως προς το τέλος για να σιγουρευτεί ότι ο πρωταγωνιστής ή η πρωταγωνίστρια είναι ακόμα ζωντανοί. Το ίδιο ακριβώς κάνει και με τα αισθηματικά μυθιστορήματα: ρίχνει κλεφτές ματιές στις τελευταίες σελίδες για να επιβεβαιώσει ποιος τελικά ζευγάρωσε με ποιον.
Αμφιβάλλει όμως με μια διαπίστωση της έρευνας, ότι δηλαδή τα spoilers δεν έχουν τόση σημασία επειδή η πλοκή είναι υπερεκτιμημένη. «Η πλοκή είναι η δικαιολογία, η πρόφαση για μια καλή γραφή. Αυτά που συνιστούν την πλοκή είναι (σχεδόν) άσχετα. Η απόλαυση έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο γραφής» επισημαίνουν οι ερευνητές. Η Φλαντ παραπονιέται και λέει ότι χρειαζόμαστε, έτσι ή αλλιώς, και τα δυο. Κάθε φορά που διαβάζει το «Οσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ ελπίζει ότι στο τέλος τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώς, ότι τελικά ο Ρετ και η Σκάρλετ θα είναι μαζί. «Τώρα χρειάζομαι μια ψυχολογική έρευνα για να αποδείξει ότι αυτή η συνήθεια δεν είναι, επίσης, γελοία»…
Μια ελληνική περίπτωση
Για να έρθουμε στα δικά μας, ας θυμηθούμε μία μόνο και σχετικά πρόσφατη περίπτωση, το μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη «Παλιά, πολύ παλιά» (Γαβριηλίδης, 2008) όπου ο αστυνόμος Χαρίτος βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη για διακοπές. Εκεί μπλέκεται σε μια ξεχωριστή υπόθεση, και τελικά προσπαθεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε μια γριά Ρωμιά, η οποία έφυγε κυριολεκτικώς με «σκασιαρχείο» απ' το νεκροκρέβατό της στη Δράμα, να επιστρέψει στην Πόλη και να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της.
Η Μαρία Χάμπου ή Χάμπαινα, λίγο πριν πεθάνει, εκδικείται όσους την έβλαψαν και ευχαριστεί όσους τις έκαναν καλό. Ολους τους πληρώνει με τον ίδιο τρόπο, ένα ταψί από την καταπληκτική της τυρόπιτα. Μόνο που για τους κακούς η τυρόπιτα έχει μέσα και παραθείο. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Μάρκαρης δε μας αφήνει να εγκαταλείψουμε την ιστορία από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ούτε να ανατρέξουμε απαραίτητα στο τέλος για τις εξηγήσεις. Ξέρουμε ποια είναι η δολοφόνος από νωρίς, πολύ νωρίς…
πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου