Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια


Σίγουρα στις περισσότερες περιπτώσεις τραγουδιών πίσω από τους στίχους, κρύβεται και μια ιστορία. Υπάρχουν όμως και τραγούδια τα οποία γράφτηκαν για τον χαμό κάποιου προσώπου.



Δείτε ακόμη:
Άγνωστες ιστορίες πίσω από 7 τραγούδια

Έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία επί του θέματος και υπάρχουν στο διαδίκτυο πολλές πληροφορίες όπου μπορούμε με μια απλή αναζήτηση να ανατρέξουμε και να βρούμε πληροφορίες που αφορούν την ελληνική αλλά και την ξένη μουσική. Εγώ σήμερα θα σας παρουσιάσω πέντε τραγούδια όπου στα τέσσερα από αυτά κρύβεται μια ιστορία και στο ένα όπου ένα γεγονός ήταν η αιτία να γραφτεί κάποιο τραγούδι.

Ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσα την ανάρτηση και να μας πείτε κι εσείς κάποια ιστορία που ίσως ο κόσμος να μην ξέρει.

1. Ερωτικό

Στίχοι : Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική : Νίκος Ξυδάκης
Τραγούδι : Ε. Αρβανιτάκη

Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν' ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.

Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.

Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στις 07/08/1928 από τον Ναπολέων Λαπαθιώτη. Το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Αργότερα μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη και το τραγούδησε με υπέροχο τρόπο η Ελευθερία Αρβανιτάκη.

2. Αύγουστος

Στίχοι-Μουσική-Τραγούδι: Ν. Παπάζογλου

Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις

Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει

Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Στο μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης ο Νίκος Παπάζογλου έστειλε την έγκυο γυναίκα του σε συγγενείς στην Αμερική επειδή το σπίτι τους υπέστη ζημιές και ήταν υπό κατάρρευση. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον προσκάλεσε να μείνει μαζί του στο Βόλο για λίγο μέχρι να γίνει το σπίτι του. Εκεί όμως ερωτεύτηκε μια κοπελιά τόσο παράφορα που δεν άντεξε να μείνει κοντά της γιατί ένιωθε μεγάλη έλξη και δεν ήθελε να απατήσει τη γυναίκα του. Αποφάσισε να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη και στο δρόμο της επιστροφής μέσα σε 20 λεπτά όπως είπε και ο ίδιος έγραψε ένα τραγούδι που το μισό το αφιέρωνε στην γυναίκα που ερωτεύτηκε στο Βόλο και το άλλο μισό στη νεογέννητη κόρη του.

3. Ημερολόγιο

Στίχοι - Μουσική - Τραγούδι: Χ. Θηβαίος

Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με τα δυο σου χείλια να αφήσεις
μια ανάσα στη ζωή μου.

Κι αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό και πυρετό,
στο γυάλινο το κύμα τ' όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου.

Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό.

Και στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου το βυθό.

Κάπου η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην αγχόνη τ' ουρανού
κι ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει τη μετέωρη ευχή μου.

Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο,
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.

Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου το λαιμό.

Κι ας το ξέρω πως του λόγου του
στην ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για να μου λιμάρει το σκοινί.

Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.

Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.

Και μπροστά απ' τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά.

Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί.

Ο Χρήστος Θηβαίος ερωτεύτηκε πολύ μια γυναίκα η οποία ήταν αρκετά χρόνια πιο μικρή του. Την παρακαλούσε συνεχώς να βγουν μαζί μια νύχτα σε εστιατόριο, μα αυτή δεν ήθελε. Μετά από αρκετό καιρό, αυτή δέχτηκε. Εκείνος πήγε στο εστιατόριο και την περίμενε. Η κοπέλα πήγαινε να τον συναντήσει,αλλά της συνέβη ένα δυστύχημα στο δρόμο με το αυτοκίνητο και πέθανε... Έτσι έγραψε ο Θηβαίος αυτούς τους στοίχους, μέσα από πυρετό και δάκρυα. Αυτό συνέβη στην Ιταλία όπου σπούδαζε Φιλοσοφία.

4. Από το αεροπλάνο

Στίχοι: Σ. Τσώτου
Μουσική - Τραγούδι: Κ. Χατζής

Πολύ με πίκρανες ζωή
μακριά θα φύγω ένα πρωί
θ' ανέβω σ' ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από κει πάνω

Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
και συ την πήρες σοβαρά

Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ' ένα μικρούλι τόπι

Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις

Αγαπημένη μου, μην κλαις
πάμε μαζί ψηλά, αν θες
να δεις τη γη απ' τη σελήνη
ένα φεγγάρι είναι και κείνη

Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά
και συ τον πήρες σοβαρά
και συ τον πήρες σοβαρά

Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα
και τα κανόνια με παιχνίδια
από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
οι ομορφιές και τα στολίδια

Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε
από ψηλά αν το κοιτάξεις
θα σου φανεί τόσο ασήμαντο
που στη στιγμή θα το ξεχάσεις

Το έξοχο τραγούδι «Από το αεροπλάνο», σε μουσική του Κώστα Χατζή και στίχους της Σώτιας Τσώτου, είναι γραμμένο με αφορμή το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και τα όσα έζησε η εξαίρετη στιχουργός στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Η Σώτια Τσώτου ήταν στα μέσα της δεκαετίας του '60 μια νεαρή ανερχόμενη δημοσιογράφος, που έκανε πολιτικό ρεπορτάζ για την εφημερίδα Ελευθερία. Η Εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της την 21η Απριλίου του 1967, την ίδια μέρα που έλαβε χώρα το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Σώτια Τσώτου με το κλείσιμο της εφημερίδας έμεινε άνεργη και σκέφτηκε να αναζητήσει δουλειά στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο συγκρότημα Βελλίδη, που εξέδιδε τις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού αντίκρισε έκπληκτη τη χούντα σε όλο της το μεγαλείο: στρατός, άρματα μάχης και μια πληθώρα ανθρώπων που ήλεγχαν εξονυχιστικά όλους όσους έφταναν εκεί για να ταξιδέψουν ή όσους επέστρεφαν. Η Σώτια Τσώτου τη στιγμή που έπαιρνε το δελτίο επιβιβάσεως συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο και αυστηρότατη ανάκριση που κράτησε ώρες ολόκληρες. Φυσικά έχασε το αεροπλάνο.

Αφού τελείωσε το μαρτύριο της και δεν βρέθηκαν εις βάρος της ενοχοποιητικά στοιχεία, αφέθηκε ελεύθερη. Έπειτα από τόσες ώρες στο ανακριτικό γραφείο του αεροδρομίου, ταλαιπωρημένη, αηδιασμένη και φοβισμένη, επιβιβάστηκε στο επόμενο αεροπλάνο για την Θεσσαλονίκη. Όταν απογειώθηκε, κοίταξε από ψηλά και είδε πως είχαν καταντήσει την Ελλάδα του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη οι συνταγματάρχες. «Κοίταξε πως φαντάζουν από εδώ ψηλά» σκέφτηκε. «Μυρμήγκια. Μοιάζουν μυρμήγκια οι άνθρωποι». Και πράγματι, μυρμήγκια έμοιαζαν οι συνταγματάρχες και το καθεστώς τους από ψηλά.

Πριν ακόμα σβήσει η επιγραφή του αεροπλάνου «προσδεθείτε», εκείνη έλυσε την ζώνη ασφαλείας και αισθάνθηκε να της φεύγει ένα βάρος, μαζί και ο φόβος που είχε νιώσει στα χέρια τους. Ένιωσε ελεύθερη και συγχρόνως θυμωμένη με όλα αυτά που είχε ζήσει και αντικρίσει στο αεροδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της, ότι το πρώτο της ρεπορτάζ όταν θα ξανάβρισκε δουλειά, θα ήταν σχετικό με αυτά, αλλά και με τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Από το αεροπλάνο. Τελικά φτάνοντας στην Θεσσαλονίκη δεν βρήκε δουλειά στο συγκρότημα Βελλίδη. Ήταν γραφτό να μην συνεχίσει την καριέρα της ως δημοσιογράφος. Έτσι, εκείνο το ρεπορτάζ που ετοίμαζε για τη στήλη κάποιας εφημερίδας έγινε ευτυχώς στίχος, αφού η Σώτια Τσώτου ασχολήθηκε από τότε με την ποίηση και το τραγούδι.

5. Γενέθλια ‘86

Στίχοι: Κ. Τριπολίτης,
Μουσική: Θ. Μικρούτσικος

Γενέθλια κι αγόρασα σκοινί,
τον κόμπο μου τον έχω φτιάξει πρόχειρα,
παραληρώντας πάνω στο σκαμνί,
στον τελευταίο ρόλο του αυτόχειρα.

Πίσω μου τίποτα, τίποτα στο μέλλον,
μονάχα η κηδεία των ψηλών καπέλων.

Γενέθλια και φτύνω τις ευχές,
σοκολατάκια στήνω για ικρίωμα,
ελπίζω με τις πρώτες τις βροχές,
να ξεχαστώ και ‘γω και το σημείωμα.

Πίσω μου τίποτα, τίποτα στο μέλλον
μονάχα η κηδεία των ψηλών καπέλων.

Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τη μνήμη του ηθοποιού Νίκου Σκυλοδήμου, ο οποίος έθεσε τέρμα στη ζωή του το 1986.

πηγή: http://savvast.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου