Για περίπου μια δεκαετία, το διάσημο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι παρουσίαζε με υπερηφάνεια μια υποτιθέμενη αρχαία, χρυσή τιάρα.
Οι εμπειρογνώμονες του Λούβρου δήλωσαν ότι ανήκει στον Σκύθα βασιλιά Σαϊταφέρνη, ο οποίος κυβέρνησε κάποια στιγμή τον 3ο αιώνα π.Χ.. Μια επιγραφή στην τιάρα που αναφέρει ότι ήταν δώρο από την Όλμπια, μια ελληνική αποικία στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, στον βασιλιά δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την αυθεντικότητα και την ηλικία του αντικειμένου. Αργότερα όμως, έγινε σαφές ότι ο νέος ιδιοκτήτης της τιάρας βιάστηκε να αποκτήσει το αντικείμενο. Το έκθεμα κλειδώθηκε σε μια αποθήκη μιας και αποδείχθηκε ότι ήταν φάρσα δύο Ρώσων εμπόρων τέχνης.
Η ιστορία της τιάρας ξεκίνησε το 1894 στη ρωσική πόλη Οδησσό. Δύο έμποροι τέχνης, ο Schapschelle Hochmann και ο αδερφός του Leiba, πλησίασαν έναν ικανό χρυσοχόο, τον Israel Rouchomovsky, και τον έπεισαν να φτιάξει ένα χρυσό στέμμα για έναν αρχαιολόγο φίλο τους. Ο Rouchomovsky δεν ήταν εξοικειωμένος με την ελληνική μυθολογία και έτσι οι άντρες του παρείχαν βιβλία με σχέδια αρχαίων ευρημάτων και λεπτομέρειες από πρόσφατες ανασκαφές για να τον βοηθήσουν με το σχέδιο.
Το τελικό προϊόν είχε ύψος 7 ίντσες και ζύγιζε λίγο περισσότερο από 500 γραμμάρια χρυσού. Το κάτω μέρος της τιάρας ήταν διακοσμημένο με σκηνές της καθημερινής ζωής των Σκυθών, ενώ το πάνω τμήμα παρουσίαζε σκηνές από την Ιλιάδα, συμπεριλαμβανομένων των Αγαμέμνωνα και Αχιλλέα, και τη διαμάζη τους για την Βρισηίδα. Περιμετρικά υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε "Το συμβούλιο και οι πολίτες της Όλμπια τιμούν τον μεγάλο και ανίκητο βασιλιά Σαϊταφέρνη". Το κείμενο ήταν ένας υπαινιγμός σε ένα επεισόδιο που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., όπου ο Σαϊταφέρνης είχε πολιορκήσει την ελληνική αποικία Όλμπια και πείστηκε να αφήσει ήσυχη την πόλη μόνο μετά από προσφορές ακριβών δώρων.
Ο Rouchomovsky παρέδωσε την τιάρα στα αδέρφια, πήρε την προμήθειά του και δεν την σκέφτηκε ποτέ ξανά.
Αρκετούς μήνες αργότερα, τα δύο αδέλφια πήγαν στη Βιέννη για να εκθέσουν μερικές από τις "νεοανακαλυφθείσες" ρωσικές αντίκες που υποτίθεται ότι βρήκε μια ομάδα αγροτών στην Κριμαία σε ένα χωράφι. Εκείνη την εποχή, τα ευρωπαϊκά μουσεία έψαχναν απεγνωσμένα ελληνικά και σκυθικά έργα τέχνης από τη Ρωσία. Μεταξύ των ευρημάτων που εκτέθηκαν ήταν και η τιάρα που είχε φτιάξει ο Rouchomovsky.
Το Μουσείο της Αυτοκρατορικής Αυλής στη Βιέννη και το Βρετανικό Μουσείο πήραν μερικά αντικείμενα, αλλά και και τα δύο προσπέρασαν στην τιάρα. Το Λούβρο άρπαξε την ευκαιρία να την αγοράσει, πληρώνοντας 200.000 φράγκα. Η συμφωνία υπογράφηκε την 1η Απριλίου του 1896.
Λίγο μετά αφότου το Λούβρο απέκτησε την τιάρα, προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την προέλευσή της. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Adolf Furtwängler σημείωσε πολλά στυλιστικά θέματα με το σχέδιο της τιάρας και αμφισβήτησε την αψεγάδιαστη κατάστασή της. Το Λούβρο τον απέρριψε, κατηγορώντας τον ότι τα τα κίνητρά του "υπαγορεύονταν από κακεντρέχεια" -ήταν Γερμανός και το μουσείο γαλλικό. Για έξι χρόνια, ακολούθησε μια διαμάχη μεταξύ του Λούβρου και του παρισινού τύπου.
Λίγο μετά αφότου το Λούβρο απέκτησε την τιάρα, προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την προέλευσή της. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Adolf Furtwängler σημείωσε πολλά στυλιστικά θέματα με το σχέδιο της τιάρας και αμφισβήτησε την αψεγάδιαστη κατάστασή της. Το Λούβρο τον απέρριψε, κατηγορώντας τον ότι τα τα κίνητρά του "υπαγορεύονταν από κακεντρέχεια" -ήταν Γερμανός και το μουσείο γαλλικό. Για έξι χρόνια, ακολούθησε μια διαμάχη μεταξύ του Λούβρου και του παρισινού τύπου.
Τελικά, τα νέα για την τιάρα έφτασαν στον Rouchomovsky, τον οποίο, ο φίλος του και συνεργάτης του Lifschitz, ειδοποίησε για πιθανή απάτη, στον οποίο ο Rouchomovsky είχε δείξει το κομμάτι. Ο Lifschitz έγραψε μια επιστολή -που δημοσιεύθηκε το 1903- προς τον συντάκτη της γαλλικής εφημερίδας Le Matin, ισχυριζόμενος ότι είχε δει τον Rouchomovsky να φτιάχνει την τιάρα.
Ο Rouchomovsky ήταν αγανακτισμένος επειδή εξαπατήθηκε. Ταξίδεψε στο Παρίσι και εμφανίστηκε στο Λούβρο. Εξήγησε πώς είχε εξαπατηθεί να φτιάξει ένα ψεύτικο στέμμα. Επεσήμανε μάλιστα τα ακριβή βιβλία που του έδωσαν τα δύο αδέλφια και περιέγραψε στο Λούβρο πώς την έφτιαξε σε τρία μέρη, τα οποία συγκόλλησε. Ακόμα με πεπεισμένο, το μουσείο έδωσε στον Rouchomovsky λίγο χρυσό και του ζήτησε να κάνει ό, τι καλύτερο μπορούσε. Μόνο όταν ο καλλιτέχνης αναπαρήγαγε ένα τμήμα της τιάρας, το μουσείο συνειδητοποίησε ότι είχε αγοράσει κάτι ψεύτικο.
Η ιστορία τράβηξε την προσοχή του κοινού. Οι έμποροι πουλούσαν καρτ-ποστάλ, αναμνηστικά και αντίγραφα και τιάρες, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και καρτούν και η ιστορία λεγόταν στα καμπαρέ.
Το Λούβρο εξακολουθεί να κατέχει την τιάρα, αν και πλέον δεν την εκθέτει. Το 1954, η τιάρα συμπεριλήφθηκε στο "Salon of Fakes" του Λούβρο μαζί με οκτώ αντίγραφα της Μόνα Λίζα. Η τιάρα δόθηκε μερικές φορές σε άλλα μουσεία και εκτέθηκε. Υπάρχουν δύο αντίγραφά της, το ένα στο Βρετανικό Μουσείο και το άλλο στο Μουσείο Τέχνης του Τελ Αβίβ.
Το φιάσκο της τιάρας έκανε τον Rouchomovsky διάσημο. Ο τεχνίτης από την Οδησσό γνωρίστηκε με τον πλουσιότερο Εβραίο τραπεζίτη και συλλέκτη τέχνης του Παρισιού, τον Βαρόνο Έντμοντ Ρότσιλντ, ο οποίος αμέσως του παρήγγειλε πολλά αντικείμενα. Άλλα έργα του κέρδισαν Χρυσό Μετάλλιο στο Σαλόνι Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού. Το 2014, αποκαλύφθηκε μια αναμνηστική πλάκα στον τοίχο του εργαστηρίου του Rouchomovsky στην Οδησσό, εκεί που σφυρηλατήθηκε η τιάρα.
από: amusing planet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου