Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Άρπυια, ο θηρευτής του Αμαζονίου που πήρε το όνομά του από έναν ελληνικό μύθο

 
Με άνοιγμα φτερών περίπου τα 2 μέτρα και νύχια μεγαλύτερα και από αρκούδας, η άρπυια είναι θηρευτής επικών διαστάσεων. Δυστυχώς όμως, κινδυνεύει με εξαφάνιση.
 
 
 
Η άρπυια είναι, ίσως, ένα από τα πιο τρομακτικά πουλιά στον κόσμο. Με το πτυσσόμενο στέμμα του και τα αιχμηρά νύχια του, αυτοί οι "ιπτάμενοι βελοσιράπτορες" (γένος δεινοσαύρου) είναι ένα από τα μεγαλύτερα είδη αετού στον κόσμο.

Ωστόσο, παρά το μέγεθος και τη δύναμή τους, ο πληθυσμός τους έχει τεθεί υπό πολιορκία καθώς η αποψίλωση του Αμαζονίου καταστρέφει τον βιότοπό τους, αν και οι επιστήμονες εφαρμόζουν κάποιες τακτικές για να σωθούν τα μέρη που ζουν.

Ένα δολοφονικό αρπακτικό
 
Το χαρακτηριστικό κεφάλι της άρπυιας με ανοιγμένο το λοφίο
 
Η άρπυια, Harpia harpyja όπως είναι η επιστημονική ονομασία του είδους, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από την κορώνα από φτερά που εμφανίζεται κάθε φορά που το πουλί είναι ανήσυχο. Αυτά τα πουλιά κατηγοριοποιούνται στα αρπακτικά, που σημαίνει ότι έχουν την ικανότητα να κυνηγούν και να τρώνε μικρά ζώα που είναι συγκρίσιμου μεγέθους.

Το θέαμα μιας άρπυιας σε πλήρη αμυντική κατάσταση είναι τόσο τρομακτικό οπτικά και λόγω αυτού το πουλί απέκτησε αυτό το όνομα, το οποίο προέρχεται από τις Άρπυιες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα θηλυκά τέρατα (κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας και σε αντίθεση με την οποία, αυτές θεωρούνταν αγγελιαφόροι του θεού Πλούτωνα) με μορφή πουλιών και κεφάλι γυναίκας, οι οποίες άρπαζαν τα παιδιά και τις ψυχές των ανθρώπων (γι' αυτό και τις απεικόνιζαν πάνω σε τάφους να κρατούν στα νύχια τους την ψυχή του νεκρού).
 
Ο πρώτος που περιέγραψε το είδος ήταν ο διάσημος Σουηδός βοτανολόγος Carl Linnaeus, ο οποίος ονόμασε το πουλί Vultur harpyja στο βιβλίο του 1758 Systema Naturae.

Ο αρχικός τους βιότοπος εκτείνεται σε όλη τη Λατινική Αμερική, μεταξύ του Μεξικού και της βόρειας Αργεντινής, όπου συνήθως φωλιάζουν στις κορυφές του δάσους. Το είδος θεωρείται το εθνικό πουλί του Παναμά.
 

Εκτός από τα μαύρα, γκρι και άσπρα χρώματα, ξεχωριστό χαρακτηριστικό της άρπυιας είναι το μέγεθός της. Είναι από τα μεγαλύτερα είδη αετών στον κόσμο. Τα θηλυκά, όπως και τα περισσότερα είδη αετών, είναι πολύ μεγαλύτερα από τα αρσενικά (φτάνουν από 4 έως 4,8 κιλά) και κυμαίνονται από 6 έως 9 κιλά.
 
Το άνοιγμα των φτερών τους μπορεί να φτάσει από 176 έως 224 εκατοστά. Αν και σε  μέγεθος είναι μικρότερα από τα άλλα είδη του γένους τους, το εντυπωσιακό άνοιγμα των φτερών τους τα επιτρέπει να πετούν με άνεση, ακόμη και με ταχύτητες έως και 80 χλμ/ώρα, μέσα στο δάσος. Προτιμούν να πετούν σε μεσαίο επίπεδο -αντί για πάνω από τα δέντρα όπως κάνουν πολλά από τα άλλα είδη. Τα νύχια τους έχουν μήκος από 8 έως 9 εκατοστά, τα μεγαλύτερα νύχια από κάθε είδος.

Συγκριτικά, η άρπυια, σαν αετός είναι μεγαλύτερος από τον πολεμαετό, το μεγαλύτερο αρπακτικό πουλί στην Αφρική, αλλά και πάλι υστερούν μπροστά στον θαλασσαετό του Στέλλερ, ο οποίος έχει άνοιγμα φτερών από 195 έως 250 εκατοστά (μέσος όρος 213-220 εκατοστά).

Οι άρπυιες είναι σιωπηλοί κυνηγοί, που σημαίνει ότι σπάνια κράζουν, επιλέγοντας έτσι να στήνουν ενέδρα στο θήραμά τους. Τους αρέσουν κυρίως τα μικρά θηλαστικά, αλλά τα μεγαλύτερα θηλυκά είναι γνωστό ότι κυνηγούν βραδύπους και μαϊμούδες, βαριά γεύματα που εύκολα μπορούν να σηκώσουν από το έδαφος ή από τα δέντρα λόγω της εντυπωσιακής δύναμης και ευκινησίας τους.

Προσπάθειες αναπαραγωγής στην αιχμαλωσία για τη διάσωση του είδους
 
 
Οι άρπυιες είναι μονογαμικά πουλιά και είναι γνωστό ότι ζευγαρώνουν για μια ζωή. Είναι αργοί εκτροφείς και τα θηλυκά γεννούν δύο αυγά κάθε δύο με τρία χρόνια.

Από αυτά τα δύο αυγά, συνήθως, μόνο ο πρώτος νεοσσός επιβιώνει μέχρι την ενηλικίωση. Αυτό συμβαίνει επειδή δίνουν την προσοχή τους σε αυτόν το πρώτο, αφήνοντας το άλλο αυγό εγκαταλειμμένο και χωρίς επίβλεψη. Τα μικρά πουλιά γεννιούνται λευκά και αποκτούν το σκοτεινό τους χρώμα καθώς μεγαλώνουν.

Παρ' όλα αυτά, οι γονείς άρπυιες είναι αρκετά αφοσιωμένοι στους απογόνους τους. Ο νεοσσός θα παραμείνει γύρω από τη φωλιά για ένα χρόνο προτού τελικά είναι έτοιμος να πετάξει μόνος του. Ακόμα και αφού φύγουν από τη φωλιά, τα νεαρά αρπακτικά γυρνάνε στο "σπίτι τους" μια φορά κάθε τόσο τα επόμενα χρόνια.

Κοιτάζοντας αυτά τα τεράστια πουλιά, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οι επιστήμονες θα μπορούσαν να τα αναπαράγουν σε αιχμαλωσία. Οι προσπάθειες όμως που έχουν γίνει έχουν αποδειχθεί κάπως επιτυχημένες και -δεδομένου του μειωμένου πληθυσμού τους- έχει γίνει μια σημαντική προσπάθεια να διατηρηθεί η επιβίωση του είδους τους.
 
Νεοσσός άρπυιας
 
Το 1940, εμφανίστηκαν οι πρώτες άρπυιες σε αιχμαλωσία στο ζωολογικό κήπο του Σαν Ντιέγκο. Σχεδόν 50 χρόνια αργότερα, ο ζωολογικός κήπος άρχισε να εκτρέφει άρπυιες σε αιχμαλωσία. Ένα αρσενικό αιχμαλωσίας από το Tierpark Berlin στη Γερμανία μεταφέρθηκε στο ζωολογικό κήπο του Σαν Ντιέγκο και ζευγάρωσε με μια θηλυκή από έναν ζωολογικό κήπο στην Κολομβία.

Ο πρώτος νεοσσός του ζευγαριού γεννήθηκε το 1992, αλλά πέθανε αμέσως μετά. Ο δεύτερος νεοσσός, ένα αρσενικό που γεννήθηκε δύο χρόνια αργότερα, μπήκε στην ιστορία ως η πρώτη άρπυια που εκτράφηκε και μεγάλωσε με επιτυχία σε αιχμαλωσία στην Βόρεια Αμερική.

Τον Μάιο του 2020 γεννήθηκε ο 50ος νεοσσός στον Βιολογικό Καταφύγιο Bela Vista στη Βραζιλία, κάτι που καθιστά το κέντρο το μεγαλύτερο κέντρο αναπαραγωγής του είδους.

Γιατί οι άρπυιες κινδυνεύουν σήμερα;
 

Ως θηρευτές του τροπικού δάσους της Νότιας Αμερικής, οι άρπυιες μπορεί να φαίνονται ανίκητοι. Στην πραγματικότητα όμως, το μέλλον αυτών των μεγαλοπρεπών κυνηγών είναι σε κίνδυνο.

Σύμφωνα με την Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης, η οποία παρακολουθεί τα ζώα σε όλο τον κόσμο, η άρπυια χαρακτηρίζεται ως "σχεδόν απειλούμενο" είδος.

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ανησυχητικό δεδομένου ότι, σαν θηρευτές, η ευημερία τους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το οικοσύστημα στο οποίο ζουν. Η τάση τους να θηρεύουν πιθήκους, για παράδειγμα, διατηρεί τον πληθυσμό των πρωτευόντων υπό έλεγχο, γεγονός που βοηθά στη διασφάλιση της προστασίας άλλων ειδών -όπως άλλα πουλιά μιας και οι πίθηκοι θηρεύουν αυγά πουλιών- του δάσους.

Σήμερα, δεν είναι ξεκάθαρο πόσες άρπυιες υπάρχουν, αλλά το Birdlife International υπολόγισε ότι πριν από έναν αιώνα υπήρχαν κάπου μεταξύ 20.000 έως 50.000. Το είδος έχει εξαφανιστεί τελείως από το Ελ Σαλβαδόρ και είναι σχεδόν εξαφανισμένο από την Κόστα Ρίκα.

Με την εντατική αποψίλωση των δασών σε όλους τους γνωστούς οικότοπους των πτηνών σε όλη τη Νότια Αμερική, ο συνολικός πληθυσμός του πιθανότατα έχει μειωθεί σημαντικά.
 

Σήμερα, περίπου το 93% του βιότοπου του συγκεκριμένου αετού είναι πλέον στον Αμαζόνιο. Με 0,1 τετ χλμ του τροπικού δάσους που καταστράφηκαν από ιδιωτικές εταιρείες με την ανοχή της κυβέρνησης της Βραζιλίας, η κατάσταση δεν φαίνεται καλή για αυτά τα πουλιά.

Επιπλέον, οι άρπυιες δεν είναι αποδημητικά πουλιά, αλλά παραμένουν στο ίδιο μέρος για μια ζωή και δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε διαφορετικό περιβάλλον.

Διάφορες ΜΚΟ έχουν κάνει σημαντική δουλειά στον εντοπισμό τοποθεσιών όπου είναι γνωστό ότι εξακολουθεί να ζει ο εν λόγω αετός. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς όσοι ασχολούνται με τον αετό αυτό μπορούν να εγκαταστήσουν περιμέτρους στα μέρη που κατοικείται από το πουλί και τα οποία πρέπει να προστατευτούν.
 

Οι προσπάθειες διατήρησης, σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα προγράμματα αναπαραγωγής, φαίνονται πολλά υποσχόμενες. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν πολλές ακόμη προσπάθειες για να διασφαλιστεί ότι η άρπυια είναι ασφαλής.

από: ati

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου