Ένας αστυνόμος οδηγεί έναν ανάπηρο σε ένα καμιόνι της αστυνομίας, 22 Ιουλίου 1954 - πηγή
Στη δεκαετία του 1880, αν ζούσατε στις ΗΠΑ και ήσασταν "άρρωστος, σακατεμένος, ακρωτηριασμένος, ή με οποιονδήποτε τρόπο
παραμορφωμένος" ώστε να είστε "ένα αντιαισθητικό ή αηδιαστικό αντικείμενο" και εμφανιζόσασταν σε δημόσιους χώρους, θα σας είχε επιβληθεί πρόστιμο βάσει ενός διατάγματος.
Οι "άσχημοι νόμοι" ήταν τόσο αληθινοί όσο ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος και για την ακρίβεια κυκλοφόρησαν ακριβώς τη στιγμή που ο πόλεμος χτύπησε το κατώφλι της χώρας και δεν αφορούσαν μόνο το πρωινό πρήξιμο ή, για παράδειγμα, την ακμή. Είχαν αυστηρούς ορισμούς της ασχήμιας που άπτονται των κοινωνικών τάξεων και των οικονομικών καταστάσεων.
Στην Αμερική του 19ου αιώνα, δεν ήταν μυστικό ότι η τάξη και η εμφάνιση πήγαιναν χέρι-χέρι. Κάποια στιγμή το 1867, ψηφίστηκε στο Σαν Φρανσίσκο ένα από τα πρώτα καταστατικά του "άσχημου νόμου":
"Να απαγορεύεται η επαιτεία στους δρόμους και ορισμένα άτομα να αποφεύγουν να εμφανίζονται σε δρόμους και δημόσιους χώρους".
Κατά τη διάρκεια του πολέμου -και του τρόμου που επικρατούσε εξαιτίας του-, οι αρχές πίστευαν ότι οι άσχημου θα ήταν ένας ακόμη λόγος τρόμου. Μέσω αυτού του νόμου, εκκαθαρίστηκαν οι δρόμοι ώστε "μια κυρία με ευαίσθητη υγεία" να μπορεί να τριγυρίζει χωρίς φόβο από παραμορφωμένα τερατουργήματα που σύχναζαν σε γωνιές. Λέξεις όπως "αηδιαστικό", "αντιαισθητικό", "παραμόρφωση" κ.ά., βρέθηκαν στα περισσότερα διατάγματα στις ΗΠΑ, αλλά σε κάθε καταστατικό υπήρχε και η δική του εκδοχή που απαγόρευε πράξεις επαιτείας σε άσχημους εμφανισιακά ζητιάνους.
Οι άσχημοι νόμοι έγιναν ευπρόσδεκτοι από το κοινό. Ένα άρθρο στην Chicago Tribune χαρακτήρισε την απομάκρυνση των αντιαισθητικών ζητιάνων από τους δρόμους ως δημόσιο όφελος. Από την άλλη όμως, το κοινό λάτρευε τους καλλιτέχνες "φρικιά" που τους διασκέδαζαν στα τσίρκο. Σε ένα τόσο περίπλοκο κοινωνικό περιβάλλον, πώς θα αντιδρούσε το κοινό στους νόμους που εισήγαγαν διακρίσεις κατά των παραμορφωμένων;
Τυφλός ζητιάνος σε έναν δρόμο στο Lawton της Οκλαχόμα, 1917 - πηγή
Το 1881, ο James Peevey ψήφισε ένα διάταγμα μέσω του Δημοτικού Συμβουλίου του Σικάγο ως νόμο κατά των ζητιάνων εναντίον εκείνων που τις "αδυναμίες" τους για να ενθαρρύνουν τις ελεημοσύνες. Σε κάθε φτωχό που πληρούσε τα κριτήρια, επιβαλλόταν πρόστιμο από 1 μέχρι 50 δολάρια, και τον έστελναν σε φτωχοκομείο (Cook County Poorhouse). Εξαίρεση αποτελούσαν οι ακρωτηριασμένοι στρατιώτες -από σεβασμό στους βετεράνους πολέμου. Με την πάροδο του χρόνου, το υπόμνημα του Peevey συζητήθηκε ευρέως και αναθεωρήθηκε για να συμπεριλάβει σχολαστικούς ορισμούς της ασχήμιας και της απαγόρευσης, οι οποίοι στη συνέχεια εφαρμόστηκαν ως ένας από τους πιο απάνθρωπους νόμους. Περιλάμβανε απαγορεύσεις θέσεων εργασίας καθώς και κοινωνικές διακρίσεις για διάφορες ομάδες σωματικά παραμορφωμένων ατόμων. Μέχρι τότε όμως, ήταν κοινή αντίληψη ότι ο νόμος δεν ήταν γενικός ενάντια στους παραμορφωμένους, αλλά μόνο εναντίον εκείνων που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν οικονομικά. Η προέλευση του άσχημου νόμου στο Σικάγο είναι θολή, αλλά πολλοί τον αποδίδουν -από τότε ήδη- στην κατακραυγή του Peevey εναντίον των φτωχών.
Έτσι άρχισε να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αποδεκτών και μη. Ενώ οι στρατιώτες και οι καλλιτέχνες είχαν μια θέση στην κοινωνία, οι άνεργοι ωθούνταν στο περιθώριο. Εκείνες τις μέρες, το δημοτικό συμβούλιο αρνήθηκε να δεχτεί οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ όσων ζητιάνευαν από τεμπελιά και όσων το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Η γενική αντίληψη ήταν ότι εννέα στους δέκα τέτοιους παραμορφωμένους ζητιάνους ήταν κλέφτες και ψεύτες που χρησιμοποιούσαν το εμφάνισή τους για να κερδίσουν χρήματα. Με αυτόν τον ορισμό, σύντομα, ακόμη και αλήτες συμπεριλήφθηκαν με τους άνεργους με ειδικές ανάγκες. Σε απάντηση, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να κλείσει όλες τις πόρτες σε όλα τα άτομα που ταίριαζαν με την περιγραφή, στα οποία απαγορεύτηκε να ασκούν συγκεκριμένες δουλειές και να μπαίνουν σε συγκεκριμένα μέρη. Η πεποίθηση ήταν ότι αν μπορούσες να κρατήσεις μια δουλειά, ήσουν άξιος. Αν όχι, ήσουν άσχημος. Από το νόμο εξαιρούνταν και οι βιομηχανικοί εργάτες, εφόσον μπορούσαν να βρουν δουλειά και να συντηρηθούν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση ότι ένας εργαζόμενος δεν μπορούσε να διατηρήσει μια θέση εργασίας χωρίς να υποβληθεί σε αποκατάσταση για την πάθησή του και ως εκ τούτου, δεν προσφέρθηκε υποστήριξη σε αυτούς τους ανθρώπους και αφέθηκαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Για πόσο καιρό μια τυφλή γυναίκα θα μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά της ως μοδίστρα; Έτσι, αφέθηκαν να θολώσουν τα όρια μεταξύ των νομοθεσιών κατά των ζητιάνων και των άσχημων νόμων.
Ο κόσμος άρχισε να σημειώνει τους υπαλλήλους των σιδηροδρόμων που είχαν χάσει κάποιο άκρο τους και η Relief and Aid Society φάνηκε να παρέχει βοήθεια σε όσους -με προσωρινή βοήθεια- μπορούσαν να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Η υποκείμενη ιδέα παρέμενε ό,τι αν μπορούσες να υποστηρίξεις τον εαυτό σου, ήσουν άξιος. Αν όχι, ήσουν άσχημος. Έτσι, οι νόμοι ίσχυαν για το κοινό, περισσότερο για οικονομικούς λόγους, παρά για εμφάνιση.
Έτσι άρχισε να βαθαίνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αποδεκτών και μη. Ενώ οι στρατιώτες και οι καλλιτέχνες είχαν μια θέση στην κοινωνία, οι άνεργοι ωθούνταν στο περιθώριο. Εκείνες τις μέρες, το δημοτικό συμβούλιο αρνήθηκε να δεχτεί οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ όσων ζητιάνευαν από τεμπελιά και όσων το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Η γενική αντίληψη ήταν ότι εννέα στους δέκα τέτοιους παραμορφωμένους ζητιάνους ήταν κλέφτες και ψεύτες που χρησιμοποιούσαν το εμφάνισή τους για να κερδίσουν χρήματα. Με αυτόν τον ορισμό, σύντομα, ακόμη και αλήτες συμπεριλήφθηκαν με τους άνεργους με ειδικές ανάγκες. Σε απάντηση, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να κλείσει όλες τις πόρτες σε όλα τα άτομα που ταίριαζαν με την περιγραφή, στα οποία απαγορεύτηκε να ασκούν συγκεκριμένες δουλειές και να μπαίνουν σε συγκεκριμένα μέρη. Η πεποίθηση ήταν ότι αν μπορούσες να κρατήσεις μια δουλειά, ήσουν άξιος. Αν όχι, ήσουν άσχημος. Από το νόμο εξαιρούνταν και οι βιομηχανικοί εργάτες, εφόσον μπορούσαν να βρουν δουλειά και να συντηρηθούν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση ότι ένας εργαζόμενος δεν μπορούσε να διατηρήσει μια θέση εργασίας χωρίς να υποβληθεί σε αποκατάσταση για την πάθησή του και ως εκ τούτου, δεν προσφέρθηκε υποστήριξη σε αυτούς τους ανθρώπους και αφέθηκαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Για πόσο καιρό μια τυφλή γυναίκα θα μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά της ως μοδίστρα; Έτσι, αφέθηκαν να θολώσουν τα όρια μεταξύ των νομοθεσιών κατά των ζητιάνων και των άσχημων νόμων.
Ο κόσμος άρχισε να σημειώνει τους υπαλλήλους των σιδηροδρόμων που είχαν χάσει κάποιο άκρο τους και η Relief and Aid Society φάνηκε να παρέχει βοήθεια σε όσους -με προσωρινή βοήθεια- μπορούσαν να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Η υποκείμενη ιδέα παρέμενε ό,τι αν μπορούσες να υποστηρίξεις τον εαυτό σου, ήσουν άξιος. Αν όχι, ήσουν άσχημος. Έτσι, οι νόμοι ίσχυαν για το κοινό, περισσότερο για οικονομικούς λόγους, παρά για εμφάνιση.
Puck Magazine Cartoon, 1879 - πηγή
Μόνο στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου προκλήθηκαν ευαισθησίες. Καθώς οι στρατιώτες στοιβάζονταν κωφοί και τυφλοί ή χωρίς κάποιο μέλος τους, η νοοτροπία μετατοπίστηκε προς την αποδοχή των ατόμων με αναπηρία. Είχε περάσει όμως πολύς καιρός, γιατί ακόμη και οι βετεράνοι του Εμφυλίου Πολέμου είχαν αγωνιστεί σκληρά για να λάβουν συντάξεις αναπηρίας. Μέχρι το 1974, είχαν ήδη καταργηθεί και το 1975 ονομάστηκαν "άσχημοι", τόσο για το θέμα τους όσο και για το φρικτό αποτέλεσμα τους. Σταδιακά, προσφέρθηκε περισσότερη προσβασιμότητα στα άτομα με αναπηρίες και, το 1990, ψηφίστηκε ο νόμος για τους Αμερικανούς με Αναπηρίες.
από: amusing planet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου