Μια ιστορία αρχαίων φιλοσόφων, απαγωγών από εξωγήινους, πληρωμένων δολοφονιών και πώς το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου έγινε το επίκεντρο ενός hoax 80 χρόνων.
Ο θρύλος λέει ότι ο δύτης πνίγηκε ανασύροντας το μαργαριτάρι. Παγιδευμένος σε μια γιγάντια αχιβάδα Tridacna, το σώμα του ανασύρθηκε στην επιφάνεια από τους φίλους του στο Παλαουάν, μια επαρχία των Φιλιππίνων, τον Μάιο του 1934. Όταν άνοιξαν την αχιβάδα, ο τοπικός αρχηγός είδε κάτι θαυμάσιο. Ένα τεράστιο μαργαριτάρι, που γυάλιζε σαν σατέν. Πάνω του, ο αρχηγός διέκρινε το πρόσωπο του προφήτη Μωάμεθ και γι' αυτό το ονόμασε "Μαργαριτάρι του Αλλάχ". Με βάρος 6,4 κιλά, ήταν το μεγαλύτερο μαργαριτάρι που ανακαλύφθηκε ποτέ.
Εκείνη την εποχή, επισκέφτηκε το νησί ο Φιλιππινο-Αμερικανός Wilburn Dowell Cobb και προσφέρθηκε να το αγοράσει. Σε ένα άρθρο του 1939 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Natural History, αφηγήθηκε την άρνηση του αρχηγού να το πουλήσει. "Ένα μαργαριτάρι με την εικόνα του Μωάμεθ, του Προφήτη του Αλλάχ, κερδίζεται με αφοσίωση, με θυσία, δεν αγοράζεται με χρήματα". Όταν όμως ο γιος του αρχηγού αρρώστησε από ελονοσία, ο Κομπ τον γιάτρεψε. "Κέρδισες την ανταμοιβή σου. Ορίστε, φίλε μου, το δικαιούσαι, είναι το μαργαριτάρι σου", του είπε ο αρχηγός.
Το ‘39, ο Κομπ πήγε το μαργαριτάρι στη Νέα Υόρκη και το εξέθεσε στο Ripley's Believe It or Not, στο Broadway. Εκεί, προέκυψε ένας νέος μύθος που επισκίασε τον πρώτο. Όταν κάποιος ηλικιωμένος Κινέζος κος Λι, "υψηλού πολιτισμού και σημαντικού πλούτου", είδε το μαργαριτάρι, είπε ο Κομπ, "τον έπιασε τρέμουλο και έκλαιγε". Δεν ήταν το "Μαργαριτάρι του Αλλάχ", αλλά ήταν το από καιρό χαμένο "Μαργαριτάρι του Λάο Τσε".
Γύρω στο 600 π.Χ., είπε ο κος Λι στον Κομπ, ο Λάο Τσε, ο αρχαίος Κινέζος φιλόσοφος και ιδρυτής του Ταοϊσμού, σκάλισε ένα φυλαχτό που απεικόνιζε τους "τρεις φίλους" -τον Βούδα, τον Κομφούκιο και τον εαυτό του- και το έβαλε σε μια αχιβάδα για να γίνει μαργαριτάρι. Το μαργαριτάρι, καθώς αναπτυσσόταν, μεταφερόταν σε όλο και μεγαλύτερα κοχύλια, έως ότου μόνο η γιγαντιαία Tridacna μπορούσε να το χωρέσει. Στη λάμψη του, ισχυρίστηκε ο κος Λι, δεν υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, αλλά τρία.
Αμέσως, ο κος Λι προσέφερε στον Κομπ μισό εκατομμύριο δολάρια, λέγοντας ότι, στην πραγματικότητα, το μαργαριτάρι άξιζε 3,5 εκατομμύρια. Όπως και ο αρχηγός που το είχε πριν από αυτόν, ο Κομπ αρνήθηκε να το πουλήσει.
Ο μυστηριώδης κος Λι επέστρεψε στην Κίνα και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά. Η αυθόρμητη εκτίμησή του όμως -τα 3,5 εκατομμύρια δολάρια- εξακολουθεί να αποτελεί την βάση μιας τιμής που αυξάνεται σταθερά, από 40 στα 60, στα 75 εκατομμύρια δολάρια και πάει λέγοντας. Η αναγνώριση του θρυλικού Μαργαριταριού του Λάο Τσε από τον κο Λι βρίσκεται στο επίκεντρο μιας φάρσας 80 ετών που έχει αφήσει συντρίμμια σε όλες τις ΗΠΑ.
Μερικά κομμάτια του θρύλου είναι αληθινά. Το μαργαριτάρι όντως ανακαλύφθηκε όταν πνίγηκε ένας δύτης. Ο Κομπ όντως το πήρε από τον τοπικό αρχηγό. Αν κάποιος κοιτάξει το μαργαριτάρι, μπορεί όντως να διακρίνει το πρόσωπο ενός άνδρα με τουρμπάνι. Τα υπόλοιπα είναι μια φαντασία που επινόησε ο Κομπ.
Εκείνη την εποχή, επισκέφτηκε το νησί ο Φιλιππινο-Αμερικανός Wilburn Dowell Cobb και προσφέρθηκε να το αγοράσει. Σε ένα άρθρο του 1939 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Natural History, αφηγήθηκε την άρνηση του αρχηγού να το πουλήσει. "Ένα μαργαριτάρι με την εικόνα του Μωάμεθ, του Προφήτη του Αλλάχ, κερδίζεται με αφοσίωση, με θυσία, δεν αγοράζεται με χρήματα". Όταν όμως ο γιος του αρχηγού αρρώστησε από ελονοσία, ο Κομπ τον γιάτρεψε. "Κέρδισες την ανταμοιβή σου. Ορίστε, φίλε μου, το δικαιούσαι, είναι το μαργαριτάρι σου", του είπε ο αρχηγός.
Το ‘39, ο Κομπ πήγε το μαργαριτάρι στη Νέα Υόρκη και το εξέθεσε στο Ripley's Believe It or Not, στο Broadway. Εκεί, προέκυψε ένας νέος μύθος που επισκίασε τον πρώτο. Όταν κάποιος ηλικιωμένος Κινέζος κος Λι, "υψηλού πολιτισμού και σημαντικού πλούτου", είδε το μαργαριτάρι, είπε ο Κομπ, "τον έπιασε τρέμουλο και έκλαιγε". Δεν ήταν το "Μαργαριτάρι του Αλλάχ", αλλά ήταν το από καιρό χαμένο "Μαργαριτάρι του Λάο Τσε".
Γύρω στο 600 π.Χ., είπε ο κος Λι στον Κομπ, ο Λάο Τσε, ο αρχαίος Κινέζος φιλόσοφος και ιδρυτής του Ταοϊσμού, σκάλισε ένα φυλαχτό που απεικόνιζε τους "τρεις φίλους" -τον Βούδα, τον Κομφούκιο και τον εαυτό του- και το έβαλε σε μια αχιβάδα για να γίνει μαργαριτάρι. Το μαργαριτάρι, καθώς αναπτυσσόταν, μεταφερόταν σε όλο και μεγαλύτερα κοχύλια, έως ότου μόνο η γιγαντιαία Tridacna μπορούσε να το χωρέσει. Στη λάμψη του, ισχυρίστηκε ο κος Λι, δεν υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, αλλά τρία.
Αμέσως, ο κος Λι προσέφερε στον Κομπ μισό εκατομμύριο δολάρια, λέγοντας ότι, στην πραγματικότητα, το μαργαριτάρι άξιζε 3,5 εκατομμύρια. Όπως και ο αρχηγός που το είχε πριν από αυτόν, ο Κομπ αρνήθηκε να το πουλήσει.
Ο μυστηριώδης κος Λι επέστρεψε στην Κίνα και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά. Η αυθόρμητη εκτίμησή του όμως -τα 3,5 εκατομμύρια δολάρια- εξακολουθεί να αποτελεί την βάση μιας τιμής που αυξάνεται σταθερά, από 40 στα 60, στα 75 εκατομμύρια δολάρια και πάει λέγοντας. Η αναγνώριση του θρυλικού Μαργαριταριού του Λάο Τσε από τον κο Λι βρίσκεται στο επίκεντρο μιας φάρσας 80 ετών που έχει αφήσει συντρίμμια σε όλες τις ΗΠΑ.
Μερικά κομμάτια του θρύλου είναι αληθινά. Το μαργαριτάρι όντως ανακαλύφθηκε όταν πνίγηκε ένας δύτης. Ο Κομπ όντως το πήρε από τον τοπικό αρχηγό. Αν κάποιος κοιτάξει το μαργαριτάρι, μπορεί όντως να διακρίνει το πρόσωπο ενός άνδρα με τουρμπάνι. Τα υπόλοιπα είναι μια φαντασία που επινόησε ο Κομπ.
***
Στους ξηρούς λόφους της Union City στην Καλιφόρνια, ζει η κόρη του, η 89χρονη σήμερα Ρουθ Κομπ Χιλ που γεννήθηκε στις Φιλιππίνες. Κοιτώντας τον τοίχο με τα αντικείμενά της -αγγειοπλαστική, βραχιόλια και περιδέραια που χρονολογούνται από τη δυναστεία των Σονγκ (960-1279 μ.Χ.)- αφηγείται την ιστορία του μαργαριταριού.
Ο πατέρας της γεννήθηκε το 1903 στο Cuyo, ένα νησί στις δυτικές Φιλιππίνες. Ήταν Αμερικανός μηχανικός ορυχείων και μεγάλωσε σε εύπορη οικογένεια, με τάση για περιπέτεια. Η Ρουθ τον περιγράφει ως έναν δεινό κολυμβητή που βουτούσε στις υποβρύχιες σπηλιές του Παλαουάν και αγωνιζόταν με κοπάδια καρχαριών. Καθώς ταξίδευε από νησί σε νησί, ερωτεύτηκε τους αυτόχθονες πολιτισμούς και άρχισε να γράφει ρομαντικές ιστορίες για τους ανθρώπους που συνάντησε.
"Ήθελε να γίνει συγγραφέας", λέει η Ρουθ. Ο Κομπ μελέτησε το μαργαριτάρι, το σκιαγράφησε από διαφορετικές οπτικές γωνίες και τελικά είδε το πρόσωπο με το τουρμπάνι. Το ονόμασε "Μαργαριτάρι του Αλλάχ" με αιρετικό -αν και καλοπροαίρετο- σεβασμό προς τον αρχηγό, ο οποίος ήταν μουσουλμάνος. Μετά, στις σελίδες του Natural History, απλά έβαλε αυτά τα λόγια στο στόμα του αρχηγού. Με μια παιδική αδιαφορία για τις διακρίσεις γεγονότων και μυθοπλασίας, ο Κομπ φαινόταν να αντιλαμβάνεται την ευχαρίστηση μιας ιστορίας ως απόδειξη της εγκυρότητάς της.
Ο William Cobb γεννήθηκε στις Φιλιππίνες, αλλά μετακόμισε στις ΗΠΑ με το μαργαριτάρι του που έσπασε το ρεκόρ το 1939, αφήνοντας τη γυναίκα του και τα οκτώ παιδιά του να τα βγάλουν πέρα κατά τη διάρκεια της Ιαπωνικής κατοχής
Όταν απέκτησε το μαργαριτάρι, ο Κομπ ήταν παντρεμένος και πατέρας οκτώ παιδιών, αλλά δεν του ταίριαζε αυτή η ζωή και ήθελε να πάει με το μαργαριτάρι στις ΗΠΑ. Ένα βράδυ, η 5χρονη Ρουθ, βλέποντας το μαργαριτάρι ως αντίπαλο, το κλώτσησε. Είχε κάθε δίκιο να ανησυχεί. Το ‘39, ο πατέρας της έφυγε για την Αμερική και πήγε το μαργαριτάρι στον επιμελητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης, ο οποίος έγραψε μια επιστολή που το πιστοποιούσε ως γνήσιο μαργαριτάρι Tridacna και κάτοχο ενός ρεκόρ. Η επιστολή έφτανε για να βρεθεί ο Κομπ στο Ripley's Believe It or Not.
Το ‘41, με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία κατέλαβε τις Φιλιππίνες και η Ρουθ, σε ηλικία 9 ετών, έγινε μάρτυρας σφαγών, το σπίτι της καταστράφηκε και έζησε ως φυγάς. Ο πατέρας της, που ήταν ακόμα στις ΗΠΑ, εντάχθηκε στους Εμπορικό Ναυτικό όπου δούλευε στην κουζίνα ενός πλοίου, έχοντας στην βαλίτσα του πάντα το μαργαριτάρι. Τελικά, κατάφερε να φτάσει μέχρι την Ινδία, πριν οι μάχες γίνουν πολύ επικίνδυνες.
"Ψυχολογικά, πραγματικά δεν μπορούσε να το αποχωριστεί", είπε η Ρουθ, παρόλο που η ζωή του γινόταν όλο και πιο λιτή. Με την επιστροφή του από τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο και έπιασε δουλειά ως φύλακας στην κρατική φυλακή του Σαν Κουέντιν.
Πόσο άξιζε όμως το μαργαριτάρι; Ένα τέτοιο αντικείμενο ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί. Κατά κάποιον τρόπο, άξιζε μόνο ό,τι θα πρόσφερε κάποιος. Προς το τέλος της ζωής του, ο Κομπ -όταν πλέον σκεφτόταν σοβαρά να το βάλει προς πώληση- κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η ιστορία του κυρίου Λι.
***
Το 1967, ο Λι Σπάροου, ο οποίος διαχειριζόταν το San Francisco Gem Laboratory, βοήθησε να γίνει η ιστορία πραγματικότητα. "Αν του πρόσφεραν 3,5 εκατομμύρια δολάρια, τότε τόσο αξίζει", είπε στη San Francisco Chronicle. Κατά την εκτίμηση του ίδιου όμως, 3,5 εκατομμύρια δολάρια θα ήταν η συμφωνία του αιώνα. Το εργαστήριό του ξεκίνησε να προετοιμάσει μια έγκυρη αξιολόγηση. Με 127.574 κόκκους μαργαριταριών, το μαργαριτάρι έπρεπε να εκτιμηθεί στα 40 με 42 εκατομμύρια δολάρια, είπε ο Σπάροου.
Η αξιολόγηση του Σπάροου κολάκευσε την φαντασίωση του Κομπ, ο οποίος, αν και κατά καιρούς είχε σκεφτεί να πουλήσει το μαργαριτάρι, δεν το έκανε ποτέ. Τον πλησίαζαν άντρες που ήθελαν να μεσολαβήσουν σε μια πώληση και έφευγαν με άδεια χέρια.
Η άρνησή του να το πουλήσει περιπλέκει ορισμένες κατηγορίες που διατυπώθηκαν πρόσφατα εναντίον του. Σήμερα, στις Φιλιππίνες, απόγονοι του αρχηγού του νησιού Παλαουάν φέρεται να επιμένουν ότι το μαργαριτάρι δόθηκε στον Κομπ μόνο ως μεσίτης, καθώς έπρεπε να το πουλήσει και να μοιραστεί τα έσοδα με τον αρχηγό. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι η οικογένειά τους εξακολουθεί να έχει αξίωση για το μαργαριτάρι -θέμα συμβολικής αλλά και οικονομικής σημασίας. Το ‘96, ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Φιντέλ Ράμος ανακήρυξε το μαργαριτάρι της Νότιας Θάλασσας εθνικό στολίδι της χώρας και ξεχώρισε το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε ως το κορυφαίο δείγμα στον κόσμο.
Όταν το ‘79 ο Κομπ πέθανε, η Ρουθ αφέθηκε να τακτοποιήσει την περιουσία του. Το μαργαριτάρι, ο κάποτε αντίπαλός της, έγινε πλέον φορολογική υποχρέωση. Θέλοντας μια δεύτερη γνώμη για την αξία του, η Ρουθ συμβουλεύτηκε έναν ειδικό επί πολύτιμων λίθων (γεμμολογία, γεμμολόγος), ο οποίος κατέληξε στην τιμή των 200.000 δολαρίων. Μάλιστα ένας κοσμηματοπώλης από το Μπέβερλι Χιλς είπε ότι βρήκε αγοραστή.
40 χρόνια αφότου το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε είχε μεταφερθεί στην Αμερική, η Ρουθ Κομπ Χιλ συνάντησε στο Σαν Φρανσίσκο τον αγοραστή. Με ένοπλη συνοδεία, πήρε το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου από το χρηματοκιβώτιο της και το παρέδωσε σε έναν άνδρα ονόματι Βίκτορ Μπάρμπις.
Αν ο Κομπ έγραψε το αρχικό ευαγγέλιο του μαργαριταριού, ο Βίκτορ Μπάρμπις ήταν ο φονταμενταλιστής του. Ίδρυσε μια εταιρεία συμμετοχών, την World’s Largest Pearl Co. Inc., ονομάστηκε πρόεδρός της και ανέπτυξε την ιστορία του Κομπ, "την πραγματική ιστορία", όπως την αποκάλεσε.
Η αξιολόγηση του Σπάροου κολάκευσε την φαντασίωση του Κομπ, ο οποίος, αν και κατά καιρούς είχε σκεφτεί να πουλήσει το μαργαριτάρι, δεν το έκανε ποτέ. Τον πλησίαζαν άντρες που ήθελαν να μεσολαβήσουν σε μια πώληση και έφευγαν με άδεια χέρια.
Η άρνησή του να το πουλήσει περιπλέκει ορισμένες κατηγορίες που διατυπώθηκαν πρόσφατα εναντίον του. Σήμερα, στις Φιλιππίνες, απόγονοι του αρχηγού του νησιού Παλαουάν φέρεται να επιμένουν ότι το μαργαριτάρι δόθηκε στον Κομπ μόνο ως μεσίτης, καθώς έπρεπε να το πουλήσει και να μοιραστεί τα έσοδα με τον αρχηγό. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι η οικογένειά τους εξακολουθεί να έχει αξίωση για το μαργαριτάρι -θέμα συμβολικής αλλά και οικονομικής σημασίας. Το ‘96, ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Φιντέλ Ράμος ανακήρυξε το μαργαριτάρι της Νότιας Θάλασσας εθνικό στολίδι της χώρας και ξεχώρισε το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε ως το κορυφαίο δείγμα στον κόσμο.
Όταν το ‘79 ο Κομπ πέθανε, η Ρουθ αφέθηκε να τακτοποιήσει την περιουσία του. Το μαργαριτάρι, ο κάποτε αντίπαλός της, έγινε πλέον φορολογική υποχρέωση. Θέλοντας μια δεύτερη γνώμη για την αξία του, η Ρουθ συμβουλεύτηκε έναν ειδικό επί πολύτιμων λίθων (γεμμολογία, γεμμολόγος), ο οποίος κατέληξε στην τιμή των 200.000 δολαρίων. Μάλιστα ένας κοσμηματοπώλης από το Μπέβερλι Χιλς είπε ότι βρήκε αγοραστή.
40 χρόνια αφότου το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε είχε μεταφερθεί στην Αμερική, η Ρουθ Κομπ Χιλ συνάντησε στο Σαν Φρανσίσκο τον αγοραστή. Με ένοπλη συνοδεία, πήρε το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου από το χρηματοκιβώτιο της και το παρέδωσε σε έναν άνδρα ονόματι Βίκτορ Μπάρμπις.
Αν ο Κομπ έγραψε το αρχικό ευαγγέλιο του μαργαριταριού, ο Βίκτορ Μπάρμπις ήταν ο φονταμενταλιστής του. Ίδρυσε μια εταιρεία συμμετοχών, την World’s Largest Pearl Co. Inc., ονομάστηκε πρόεδρός της και ανέπτυξε την ιστορία του Κομπ, "την πραγματική ιστορία", όπως την αποκάλεσε.
***
Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σουέι (581–618 μ.Χ.), είπε ο Μπάρμπις, ο ιδιοκτήτης του μαργαριταριού ξύπνησε και βρήκε ένα νεαρό αγόρι απελπισμένο για φαγητό και καταφύγιο να χτυπά την μπροστινή του πύλη και το περιμάζεψε. Μια νύχτα, ο άνδρας ονειρεύτηκε ότι το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε του μίλησε και προφήτευσε ότι το αγόρι θα ξεκινούσε μια νέα δυναστεία, "μια βασιλεία που θα διακρίνεται από μια πιο ανθρώπινη στάση απ’ ό,τι επικρατούσε μέχρι τώρα". Το αγόρι μεγάλωσε και έγινε ο Λι Σι Μιν, ένας από τους ιδρυτές της δυναστείας Τανγκ και δεύτερος αυτοκράτορας της δυναστείας, ο μετέπειτα γνωστός με το όνομα Ταϊζόνγκ.
Επίσης, ο Μπάρμπις έλυσε ένα βασικό πρόβλημα στην ιστορία του Κομπ, το πώς δηλαδή κατέληξε το μαργαριτάρι στις ακτές των Φιλιππίνων, περίπου 1.800 μίλια μακριά από την έδρα της αυτοκρατορίας. Είπε ότι, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Μινγκ (1368–1644 μ.Χ.), βρέθηκε σε ένα εμπορικό πλοίο και παρασύρθηκε στη θάλασσα σε έναν τυφώνα.
Ισχυρίστηκε ότι αυτά τα έμαθε από ένα μέλος της οικογένειας του κου Λι στην Πασαντένα το 1983. Ο Μπάρμπις είπε ότι, με τη βοήθεια ενός πρώην πράκτορα της CIA ονόματι Λιούις Μάξγουελ, σχεδίαζε να πουλήσει το μαργαριτάρι στην οικογένεια Λι.
Ωστόσο, πάντα κάτι φαινόταν να εμποδίζει την πώλησή του. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ο κύριος Λι δεν υπήρξε ποτέ -ήταν απλώς μια εφεύρεση του Κομπ- αλλά ήταν μια σειρά από καταστροφές που φαινόταν να προσελκύει ο Μπάρμπις. Στην Ιαπωνία, είπε ο Μπάρμπις, ο κος Λι έδωσε στον Μάξγουελ μια επιταγή 1 εκατομμυρίου δολαρίων για προκαταβολή, αλλά μετά την επιστροφή του Μάξγουελ στην Αλάσκα, κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης, πέθανε από αιμορραγία. Η επιταγή εξαφανίστηκε και ο Μπάρμπις δεν άκουσε ποτέ ξανά για τους Λι.
Ο Λιούις Μάξγουελ είναι μόνο ένα από τα πολλά ονόματα -μεταξύ αυτών και γιατροί, στρατηγοί, πριγκίπισσες, αν και συνήθως, κάπου υπήρχε και μια πραγματική μορφή- που μπλέκονται στην ιστορία του μαργαριταριού με τον Μπάρμπις, ο οποίος, όπως ο Κομπ, ένιωσε ότι η ιστορία θα μπορούσε να αξίζει περισσότερο από το ίδιο το μαργαριτάρι.
Στην αναζήτηση για την ιστορία του Μαργαριταριού του Λάο Τσε, ενεπλάκη και μια γυναίκα στην Φλόριντα που ήξερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για την 25ετή ιδιοκτησία του Μπάρμπις. Μάλιστα, είχε γράψει και απομνημονεύματα γι' αυτόν, αλλά φοβόταν μην της γίνει μήνυση -ή πάθει ακόμη χειρότερα.
Η Λάουρα Λίντνερ-Χορν ζούσε με την οικογένεια του Μπάρμπις για 50 χρόνια -από όταν ήταν μικρό κορίτσι μέχρι που συνάντησε τον τρίτο σύζυγό της. Ποτέ δεν αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του ή δεν υπάκουσε τις εντολές του. Είχε κρατήσει το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε στα χέρια της και νόμιζε ότι ο Μπάρμπις θα εκπλήρωνε το αρχαίο μήνυμά του για ειρήνη. Θα έκανε τα πάντα για τον άντρα που πίστευε ότι ήταν ο πατέρας της.
Όμως η Λάουρα είχε γίνει αξεσουάρ στα σχέδια του Μπάρμπις, πιστεύοντας και η ίδια τους θρύλους του μαργαριταριού. Όταν έμαθε ότι ζούσε ένα ψέμα, είχε υπομείνει μια ασύλληπτη τραγωδία και δεν της είχε απομείνει τίποτα. "Όλοι καταλήγουν να υπερασπίζονται το μαργαριτάρι μέχρι να χάσουν. Και χάνουν πολλά", έχει πει.
Η ιστορία που μπλέκει περισσότερο τα γεγονότα και τη μυθοπλασία. Από κατά παραγγελίες δολοφονίες μέχρι απαγωγές εξωγήινων, και από Κινέζους αυτοκράτορες μέχρι τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, η ιστορία του Μαργαριταριού του Λάο Τσε γίνεται όλο και πιο περίεργη.
από: the atlantic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου