Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Κυνηγώντας το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε - Μέρος 3ο


Μια ιστορία αρχαίων φιλοσόφων, απαγωγών από εξωγήινους, πληρωμένων δολοφονιών και πώς το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου έγινε το επίκεντρο ενός hoax 80 χρόνων.
 
 
 
Το μεγαλύτερο θύμα της ιστορίας του Μπάρμπις για το μαργαριτάρι ήταν η Λάουρα Λίντνερ-Χορν. Γεννημένη το 1953 στο Maywood του Ιλινόις, ένα προάστιο του Σικάγο, η Λάουρα υιοθετήθηκε από τον παππού και τη γιαγιά της σε ηλικία 3 ετών. Οι γονείς της είχαν χωρίσει και θεωρήθηκε ότι η μητέρα της την εγκατέλειψε, για να βρει άλλο σύζυγο στη συντηρητική, ιταλική καθολική γειτονιά τους. Ωστόσο, αντί να είναι ειλικρινείς, οι παππούδες της παρουσιάστηκαν ως γονείς της, ενώ η βιολογική μητέρα και η θεία της έγιναν οι μεγαλύτερες αδερφές της. Η Λάουρα δεν αμφέβαλλε ποτέ για αυτές τις σχέσεις, παρόλο που οι συμμαθητές της την κορόιδευαν. "Η μητέρα σου έχει γκρίζα μαλλιά! Η μητέρα σου είναι γριά!".

Ο Μπάρμπις γνώρισε την "αδερφή" της Λάουρα -στην πραγματικότητα, τη θεία της- το 1957 και παντρεύτηκαν. Άρχισε να λέει ότι είχε μια βραδιά με τη βιολογική μητέρα της Λάουρα και ότι ήταν κόρη του. Έτσι, η αποκάλυψη του Μπάρμπις ότι, στην πραγματικότητα, οι γονείς της ήταν οι παππούδες της, έδωσε τη θέση της στην εξαπάτηση ότι ήταν ο πατέρας της. Μέχρι τον θάνατό του, το 2008, η Λάουρα το πίστευε.

Ήθελε να το πιστέψει. "Ήθελα μια κανονική οικογένεια. Λάτρευα τους Μπάρμπις", είπε η Λάουρα. Όμως, ενώ ο Μπάρμπις την απορρόφησε στην οικογένειά του, ήταν πάντα δεύτερης κατηγορίας. Ο ίδιος μάλλον απολάμβανε να βλέπει πόσο μπορούσε να δοκιμάσει την πίστη της. Όταν για παράδειγμα χώρισε από τον πρώτο της σύζυγο, τον οποίο είχε παντρευτεί παρορμητικά σε ηλικία 18 ετών και ο οποίος αποδείχτηκε κακοποιός, ο Μπάρμπις της είπε ότι τον είχε σκοτώσει. Η Λάουρα έμαθε την αλήθεια μόνο όταν τον συνάντησε τυχαία στο Κολοράντο Σπρινγκς περίπου 30 χρόνια αργότερα.

Ασκούσε τόση εξουσία πάνω της, που εκείνη δεν αμφέβαλλε για τις παραστάσεις του περί απαγωγής από εξωγήινους. Για παράδειγμα, οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο και ξαφνικά, γυρνούσε το κεφάλι του με γουρλωμένα μάτια. Οι εξωγήινοι είχαν αρπάξει το σώμα του. Η Λάουρα έπιανε το τιμόνι, τον ταρακουνούσε και μετά από λίγο, συνερχόταν χωρίς να θυμάται την "συνάντηση".

Η Λάουρα εργάστηκε σε ένα πολυκατάστημα, ως ασφάλεια καταδιώκοντας ληστές. Μια φορά πήδηξε από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου για να αποτρέψει μια διαφυγή και της έβαλαν το όπλο στο κεφάλι. "Ήμουν τέτοια σκύλα. Ήμουν περήφανη γι' αυτό". Κοιτάζοντας όμως πίσω, είναι έκπληκτη από την ευπιστία της, την οποία αποδίδει στην ατμόσφαιρα του σπιτιού των Μπάρμπις, περιγράφοντάς το ως λατρευτικό. "Ζητούσες άδεια για τα πάντα", θυμάται.

Οι απώλειες της Λάουρα άρχισαν στις 30 Αυγούστου του 2000. Η Λίζα, η κόρη της από τον πρώτο της σύζυγο, είχε επιζήσει από έναν σωματικά βίαιο γάμο και ο Μπάρμπις της ζήτησε να μετακομίσει στο Στόκτον του Ιλινόις, για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Εκεί, η Λίζα πάλεψε με την κατάθλιψη, άρχισε να πίνει και της αφαίρεσαν το δίπλωμα οδήγησης. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να οδηγεί. Εκείνο το πρωί, σε μια διασταύρωση, ένα φορτηγό χτύπησε το αυτοκίνητο της Λίζα, σκοτώνοντάς την ακαριαία.

Εκείνη την εποχή, η Λάουρα ήταν παντρεμένη με τον Φίλιπ Λίτνερ, έναν μιμητή του Έλβις Πρίσλεϊ, ο οποίος είχε μεγαλώσει την Λίζα και όταν εκείνη σκοτώθηκε, καταστράφηκε από τη θλίψη, είπε η Λάουρα. Έπινε, κάπνιζε και σταμάτησε να τραγουδά. Τριάντα ημέρες μετά τη διάγνωση καρκίνου του στομάχου, την παραμονή των Χριστουγέννων του 2001, ο Λίτνερ πέθανε.

Η Λάουρα πλησίασε περισσότερο τον Μπάρμπις. Εκτός από τη σύνταξή της, είχε χρήματα από την πώληση ενός σπιτιού, καθώς και τις ασφάλειες ζωής του συζύγου και της κόρης της -εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Ο Μπάρμπις την έπεισε ό,τι μέσα στη θλίψη της, δεν σκεφτόταν σωστά και ότι οι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να την εκμεταλλευτούν. Δεν θα ήταν φρόνιμο να του παραδώσει τα πάντα, να τον αφήσει να επενδύσει τα χρήματα και να διαχειριστεί τους λογαριασμούς της;

Το 2005, ο Μπάρμπις μετακόμισε για τελευταία φορά στη Sarasota της Φλόριντα, όπου εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι αξίας 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων, άνοιξε ένα κοσμηματοπωλείο στο ιστορικό κέντρο της πόλης και διέλυσε τη World’s Largest Pearl Co. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είπε, "είχε βαρεθεί την κακία" εκείνων που προσπάθησαν να αποκτήσουν το μαργαριτάρι του. "Συγκεντρώνει λάθος τύπο ανθρώπων. Φτιάχτηκε για να κάνει κάτι καλό", είπε στο Associated Press.

Και έτσι δημιούργησε το Pearl for Peace Foundation, έναν εγγεγραμμένο μη κερδοσκοπικό οργανισμό που δεσμεύτηκε να υποστηρίξει την επιβολή του νόμου. Όποιος πλήρωνε συνδρομή -από 25 έως 600 δολάρια- λάμβανε ένα χρυσό σήμα με την εικόνα του μαργαριταριού στο κέντρο και μια κάρτα μέλους που απεικόνιζε ένα περιστέρι να πετάει στα ύψη με το μαργαριτάρι στα νύχια του. Ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ονομάστηκε μέλος Νο. 1.

Η οικογένεια του Μπάρμπις λέει ότι το ίδρυμα αντανακλούσε το πάθος του για την Αμερική. "Όλη του η ζωή ήταν να προσπαθεί να κάνει κάτι σπουδαίο για τη χώρα", είπε ο γιος του, Μάριο. Πράγματι, το ίδρυμα ήταν πρόδρομος του αντικινήματος Blue Lives Matter. "Ήξερε ότι ερχόταν η ασέβεια για την επιβολή του νόμου στη χώρα μας".

Χωρίς πρόσβαση στα χρήματά της, η Λάουρα αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Φλόριντα για να βοηθήσει τον Μπάρμπις. Εκείνος την έθεσε υπεύθυνη του κοσμηματοπωλείου και διευθύντρια του ιδρύματος. Σε όλα, από επιταγές μέχρι φορολογικές δηλώσεις, ο Μπάρμπις έβαζε εκείνη να υπογράφει, νομίζοντας ότι έκανε φιλανθρωπικό έργο. Κάθε μέρα, διάλεγε τυχαία 30 ονόματα από τον τηλεφωνικό κατάλογο και καλούσε για δωρεές. Ο Μπάρμπις είχε ετοιμάσει το σενάριο: "Τα χρήματα θα δαπανηθούν σε ανάπηρους πράκτορες, επιδόματα θανάτου, αλεξίσφαιρα γιλέκα". Στόχος ήταν η δωρεά 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Λάουρα εκτιμά ότι μέσα σε μόλις δύο χρόνια στην Ακτή του Κόλπου (η ακτογραμμή κατά μήκος των νότιων ΗΠΑ όπου συναντούν τον Κόλπο του Μεξικού), ο Μπάρμπις μάζεψε περίπου 5,5 εκατομμύρια δολάρια. Η δήλωση του Pearl for Peace Foundation τελείωνε με την ατάκα, "Είθε να ζήσουν ο Θρύλος και η Κληρονομιά από γενιά σε γενιά…".

Σήμερα, η Λάουρα ζει στο Μπράντεντον, λίγο έξω από τη Σαρασότα. Τον Οκτώβριο του 2018, ζούσε σε ένα μπανγκαλόου με τον τρίτο σύζυγό της, Ρόμπερτ Χορν, μαζί με πέντε σκυλιά μπορζόι, δύο παπαγάλους κακατούα και έναν βωμολόχο 68χρονο παπαγάλο που κάποτε ανήκε στον Μπάρμπις. Το Χαλοουίν πλησίαζε και το ζευγάρι είχε διακοσμήσει, βυθίζοντας στο νερό ένα πλαστικό αντίγραφο του Μαργαριταριού του Λάο Τσε.

Η ιστορία της ένωσης του ζευγαριού είναι η ιστορία της τελικής ρήξης της με τον Μπάρμπις. Ενώ διεύθυνε το ίδρυμα, η Λάουρα έβγαζε βόλτα το μπορζόι της στους δρόμους της παλιάς Σαρασότα, όπου την ρωτούσαν αν είχε δει ποτέ έναν άντρα που είχε τον ίδιο εντυπωσιακό σκύλο. Όταν τον είδε, τον πλησίασε και εκείνος της συστήθηκε ως Ρόμπερτ Χορν. Σε ένα διαφημιστικό κόλπο για το κοσμηματοπωλείο, πάντρεψαν τα μπορζόι τους και τελικά, το 2007, παντρεύτηκαν και οι ίδιοι.

Ο Ρόμπερτ ήταν ενθουσιασμένος που μπήκε σε μια μεγάλη ιταλική οικογένεια, με επικεφαλής έναν άνδρα που τον χαρακτήρισε "νονό της Φλόριντα", τον ιδιοκτήτη του παγκοσμίου φήμης Μαργαριταριού του Λάο Τσε. Μια μέρα, άκουσε τον πεθερό του στο τηλέφωνο στενοχωρημένο. Ο Μπάρμπις είχε βρει έναν αγοραστή στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν είχε τα μετρητά στο χέρι για να μεταφέρει με ασφάλεια το μαργαριτάρι. Η συμφωνία βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Ρόμπερτ άδραξε την ευκαιρία να βοηθήσει τη νέα του οικογένεια. Ούτως ή άλλως, σε λίγους μήνες θα εκκαθαριζόταν η πώληση. Με γνώσεις λογιστικής, ακόμη και σήμερα, ο Ρόμπερτ δεν μπορεί να καταλάβει τι τον έπιασε και έκοψε στον Μπάρμπις μια επιταγή 100.000 δολαρίων.

Αν και η Λάουρα έπασχε από ινομυαλγία, ο Μπάρμπις την έβαζε να κοιμάται στο κοσμηματοπωλείο για να προστατεύσει τα εμπορεύματα. Όταν άρχισε να της λέει ότι έλειπαν κοσμήματα από το χρηματοκιβώτιο και να την κατηγορήσει για αμέλεια, η Λάουρα νόμιζε ότι τρελαινόταν. Βασιζόμενη στην εμπειρία της ως ασφάλεια σε καταστήματα, κρύφτηκε σε ένα κοντινό εστιατόριο και, μετά από ώρες, είδε τον Μπάρμπις να μπαίνει στο κατάστημα. Αυτό την έκανε να αρχίσει να τον ερευνά. Άρχισε να τον ρωτά για το πού πήγαν τα χρήματα του ιδρύματος και την ακριβή φύση των συμφωνιών του. Στην ξαφνική κουβέντα της, ο Μπάρμπις αντέδρασε με έχθρα.

Όταν τον Ιανουάριο του 2008 πέθανε ο Μπάρμπις, η χήρα του -η θεία της Λάουρα- έκανε αναμνηστικά με τις στάχτες του και τα μοίρασε στα τέσσερα παιδιά του. Η Λάουρα δεν πήρε. Πήρε όμως τα έγγραφα υιοθεσίας της και προσπάθησε να βρει τον βιολογικό της πατέρα, τον Ρίτσαρντ Γουόλτερς. Όταν τον εντόπισε, βρήκε μόνο τις στάχτες του σε μια λάρνακα, καθώς είχε πεθάνει το 2007.
 
Η Laura Lintner-Horn με το μαργαριτάρι στο σπίτι του Victor Barbish στο Κολοράντο Σπρινγκς το 2004

Έτσι έσπασε μια ύπνωση 50 ετών και άρχισε να αντιλαμβάνεται την απάτη του παρελθόντος. Είπε στον Ρόμπερτ να προσλάβει δικηγόρο για να πάρει πίσω τα χρήματά του -τα δικά της, συνειδητοποίησε, είχε κάνει φτερά προ πολλού. Η οικογένεια Μπάρμπις το θεώρησε ως άμεση επίθεση και το ζευγάρι ισχυρίζεται ότι ο Μάριο, ο εκτελεστής της περιουσίας του πατέρα του, απείλησε να τους σκοτώσει αν ο Ρόμπερτ κυνηγούσε τα χρήματά του. Η Λάουρα λέει ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που φοβόταν για τη ζωή της και είχε κρυμμένη μια επιστολή. "Αν ο σύζυγός μου ή εγώ πάθουμε κακό, παρακαλώ ερευνήστε". Ο Μάριο αρνείται ότι τους απείλησε, αποκαλώντας την Λάουρα "παραληρηματική" και αμφισβητεί την εκδοχή της για τα γεγονότα.

Μέχρι και την τελευταία του πνοή, ο Μπάρμπις έβλεπε τον εαυτό του ως το πραγματικό θύμα, έναν "παθιασμένο ρομαντικό" που είχε αφήσει υπερβολική εμπιστοσύνη σε ατελείς ψυχές. "Ήμουν σχεδόν δισεκατομμυριούχος, αλλά λόγω ανέντιμων δικηγορικών γραφείων, τραπεζών και μεσιτών, με απάτησαν τα πλούτη μου", έγραφε στη διαθήκη του. Ωστόσο, είχε την παρηγοριά ότι η κληρονομιά του ήταν ασφαλής. "Ευτυχώς εσείς, αγαπημένοι μου, προστατευθήκατε. Έχετε κάτι στην κατοχή σας που εκτιμάται μεταξύ 38 και 60 εκατομμυρίων δολαρίων".

Κάτω από μια υπογραφή -που δεν μοιάζει με τη δική του-, ο Μπάρμπις πρόσθεσε ένα μότο για τη ζωή του. "Αυτός είμαι και θέλω να είμαι".

Με τη βοήθεια της Έμπι Σαλίνας, μιας πρώην συναδέλφου της, η Λάουρα αποδομεί στα απομνημονεύματά της, The Last Con, τα ψέματα του Μπάρμπις -με μια δόση εκδικητικότητας. Όταν τα ολοκληρώσει, οι δύο τους σκοπεύουν να το δημοσιεύσουν και να γυρίσουν τις πόλεις όπου έζησε ο Μπάρμπις, καταστρέφοντας τους μύθους που κατασκεύασε. Θέλουν να δουν το The Last Con να γίνεται ταινία, θεατρικό έργο, επεισόδιο σε σειρά.

Η υπόθεση του μαργαριταριού σέρνεται στα δικαστήρια εδώ και δεκαετίες, καθώς οι διάδικοι προσπάθησαν να εξαναγκάσουν μια πώληση και να πάρουν τα χρήματά τους. Οι αρχικοί χαρακτήρες πεθαίνουν -μόνο ο Πίτερ Χόφμαν απομένει- και οι παλιές εχθρότητες διαδραματίζονται από τις επόμενες γενιές. Αυτή η κατάσταση καθορίστηκε από τις τύχες δύο γυναικών, οι οποίες πέθαναν χωρίς να ακούσουν ποτέ για το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε.

***

Μετά τα μεσάνυχτα της 25ης Μαρτίου του 1974, η Αν Φίλιπς επέβαινε μαζί με τον σύζυγό της, Τομ, σε μια Cadillac, στο Κολοράντο Σπρινγκς. Κάποια στιγμή, τους σταμάτησε ένας φάρος της αστυνομίας. Όμως, αντί για αστυνομικούς, από το αυτοκίνητο βγήκαν μασκοφόροι, οι οποίοι πυροβόλησαν και σκότωσαν την Αν, ο σύζυγός της έχασε τις αισθήσεις του, και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή μέσα στη νύχτα.

Είκοσι μήνες αργότερα, το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου του '75, ένας άντρας χτύπησε την πόρτα στο σπίτι της Ελόιζ Μπονιτσέλι στην West Arvada Street, στο Κολοράντο Σπρινγκς. Όταν ο ανιψιός της άνοιξε την πόρτα, ένας άγνωστος με κάλτσα στο πρόσωπο τον πυροβόλησε στο στήθος και εισέβαλε στο σπίτι. Ο ανιψιός διέφυγε στο υπόγειο και λίγα λεπτά αργότερα βρήκε τη θεία του στο πάτωμα του υπνοδωματίου της, νεκρή από σφαίρα στην καρδιά.

Για 25 χρόνια, οι δολοφονίες παρέμεναν ανεξιχνίαστες. Όπως όμως αποδείχθηκε, οι σύζυγοι της Αν Φίλιπς και της Ελόιζ Μπονιτσέλι είχαν δύο κοινά πράγματα: Είχαν προσλάβει και οι δύο έναν δολοφόνο για να σκοτώσει τις συζύγους τους και έγιναν και οι δύο επενδυτές στο Μαργαριτάρι του Λάο Τσε.

Ο Τζόζεφ Μπονιτσέλι είχε νόμιμες επιχειρήσεις στο Κολοράντο Σπρινγκς αλλά δεν είχε καλή φήμη. Πολλοί τον θυμούνται ως μαφιόζο ή τουλάχιστον ως "γκάνγκστερ". Άλλοι τον θυμούνται ως έναν άνθρωπο που ονειρευόταν μεγαλεία. Στη δεκαετία του '70, κατασκεύασε μια πίστα ιπποδρόμου σε στυλ Νασκάρ, κοντά στη βάση της Πολεμικής Αεροπορίας.

Ο Τομ Φίλιπς είχε επίσης ένα μπαρ, αλλά ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα επιχειρηματικός. Ήταν μανιακός τζογαδόρος, γνωστός ως "Mr. P." στο Λας Βέγκας, όπου πάντα έχανε. Ωστόσο, είχε την απίθανη ικανότητα να πλησιάζει ανθρώπους με χρήματα, ανθρώπους όπως ο Τζόζεφ Μπονιτσέλι. Ακόμη και εκείνοι που μισούσαν τον Φίλιπς παραδέχονται ότι ήταν γοητευτικός.

Κατά τη δική του παραδοχή, ο Φίλιπς σκέφτηκε να δολοφονήσει την σύζυγό του για να εισπράξει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής της ύψους 300.000 δολαρίων. Πλήρωσε έναν τοπικό κουρέα για να κανονίσει το χτύπημα και παρουσιάστηκε ως θύμα ληστείας-ανθρωποκτονίας. Ήταν τόσο ευχαριστημένος με την υπηρεσία του κουρέα, που τον συνέστησε στον Μπονιτσέλι, ο οποίος είχε ένα δαπανηρό και πικρό διαζύγιο με την Ελόιζ. Κανείς -τουλάχιστον εν ζωή- δεν οδηγήθηκε ποτέ στη δικαιοσύνη.

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του το 1998, στο Κολοράντο Σπρινγκς, εξακολουθεί να υπάρχει διαμάχη σχετικά με το γιατί ο Μπονιτσέλι κατηγορήθηκε ότι έστησε τη δολοφονία της συζύγου του. Τα παιδιά της λένε ότι είχαν κίνητρο να ξανανοίξουν την υπόθεση από την επιθυμία να τιμήσουν τη μνήμη της μητέρας τους. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν μια προσπάθεια να αφαιρεθεί ο έλεγχος της περιουσίας του Μπονιτσέλι από τη νέα του σύζυγο και την κόρη της, στην οποία είχε αφήσει τα πάντα.

Ο τρόπος που δικάστηκε μετά θάνατον ο Μπονιτσέλι προκάλεσε ερωτηματικά. Σε αντάλλαγμα για να καταθέσει εναντίον του νεκρού, ο Φίλιπς έλαβε πλήρη ασυλία για την οργάνωση της δολοφονίας της συζύγου του. Παρόλο που ήταν ο σύνδεσμος μεταξύ Μπονιτσέλι και δολοφόνου και διέπραξε το ίδιο αποτρόπαιο έγκλημα, αφέθηκε ελεύθερος (πλέον, έχει πεθάνει).
 
Με βάση τη μαρτυρία του Φίλιπς, τα παιδιά της Ελόιζ άσκησαν πολιτική αγωγή κατά της περιουσίας του νεκρού πατέρα τους, η οποία διέθετε ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο για το οποίο γνώριζαν: το 1/3 του μαργαριταριού του Λάο Τσε. Γύρω στο 1984, ο Φίλιπς σύστησε τους Μπονιτσέλι και Μπάρμπις και ο δεύτερος υπέγραψε συμβόλαιο για πώληση, υποτίθεται, στον δικτάτορα Μάρκος. Ο Μπονιτσέλι μόλις είχε πουλήσει την πίστα του για 750.000 δολάρια και διέθεσε ολόκληρο το ποσό στο μαργαριτάρι. Φυσικά, η πώληση απέτυχε και ο Μπονιτσέλι δεν το ξεπέρασε ποτέ. Στα τελευταία του χρόνια, κρατούσε το όπλο του στο χέρι του υποσχόμενος να σκοτώσει τον Φίλιπς μόλις τον έβλεπε. Όσο για τον Μπάρμπις, ήθελε να του ανατινάξει το σπίτι.

Το 2005, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Μπονιτσέλι κρίθηκε τελικά υπεύθυνος για τη δολοφονία της συζύγου του. Αν και οι δικηγόροι υπεράσπισης προσκόμισαν αρχεία που έδειχναν ότι είχε πουληθεί για μόλις 200.000 δολάρια -όταν ο Μπάρμπις το αγόρασε από τον Κομπ- η μαρτυρία του Buzz Steenrod επικράτησε. Είχε βελτιώσει την προηγούμενη εκτίμησή του, προσαρμόζοντας τις "οικονομικές διακυμάνσεις" και όρισε την αξία του μαργαριταριού στα 59,75 εκατομμύρια δολάρια. Ενώπιον των ενόρκων, εξήγησε πώς το μαργαριτάρι είχε καλλιεργηθεί από τον Λάο Τσε πριν από περισσότερα από 2.500 χρόνια. "Η σκέψη του ήταν ότι θα συμβόλιζε την ειρήνη και την ενότητα όλης της ανθρωπότητας. Δεν είναι ένα συμβατικό μαργαριτάρι", είπε.

Οι ένορκοι απένειμαν στα παιδιά της Ελόιζ αυτό που αναφέρεται ως η μεγαλύτερη άδικη θανατική κρίση στην ιστορία του Κολοράντο: 32,4 εκατομμύρια δολάρια.

Σήμερα, το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε είναι νομικά χωρισμένο μεταξύ του Πίτερ Χόφμαν και της περιουσίας του Βίκτορ Μπάρμπις. Τα παιδιά της Ελόιζ Μπονιτσέλι δικαιούνται το μισό μερίδιο σε περίπτωση πώλησης. Οι δικαστικές μάχες οδήγησαν στις προσπάθειες να πουληθεί το μαργαριτάρι.

Ο Μάριο Μπάρμπις, ο εκτελεστής της περιουσίας του Βίκτορ, πιστεύει "απόλυτα σε όλη την ιστορία. Δεν το αμφισβητώ καθόλου". Πιστεύει ότι, ανά τους αιώνες, το μαργαριτάρι καλλιεργήθηκε σε όλο και μεγαλύτερες αχιβάδες. Πιστεύει ότι το φυλαχτό του Λάο Τσε βρίσκεται ακόμα βαθιά μέσα στο κόσμημα. "Είναι σαν να είμαι χριστιανός. Πιστεύω στον Ιησού Χριστό. Μπορώ να το αποδείξω; Όχι, είναι πεποίθηση", είπε.

Επίσης πιστεύει ότι η φήμη του μαργαριταριού έχει αδικηθεί. "Μπορείς να δυσφημίσεις τον χαρακτήρα κάποιου και δεν φεύγει ποτέ", είπε παίρνοντας αφορμή από το κίνημα #MeToo. Αυτό που χρειάζεται το κόσμημα είναι θετική γραφή και προβολή, ίσως μια παγκόσμια περιοδεία. Για το σκοπό αυτό, έχει συντάξει ένα φυλλάδιο με φωτογραφίες του μαργαριταριού πάνω σε κάτι που μοιάζει με πετσέτα θαλάσσης και αρκετές σελίδες κειμένου που αφορούν τον μύθο. Μόνο μια τέτοια καμπάνια μπορεί να προσελκύσει κατάλληλο αγοραστή, επιμένει. Όσο για την τιμή, δημιούργησε ένα αντίγραφο της αξιολόγησης του Σπάροοου και ανέφερε 100 εκατομμύρια δολάρια ως σημείο αναφοράς.

Σε τελική ανάλυση, είπε ο Μάριο -που δεν σκέφτεται την πώληση μέσω οίκου δημοπρασιών-, το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε είναι ανεκτίμητο.

Και οι οίκοι όμως φαίνεται να έχουν τις αμφιβολίες τους. Τον Αύγουστο του 2016, κυκλοφόρησε ένα σημείωμα στους ιδιοκτήτες από τον Ντέιβιντ Μπεκ, δικηγόρο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα ενός άνδρα που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. "Άρχισα να ασχολούμαι με την υπόθεση του μαργαριταριού όταν ήμουν νέος δικηγόρος στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τώρα πλησιάζω στη σύνταξη". Αργά αλλά σταθερά, ο Μπεκ έχει δει πολλές αξιώσεις για το μαργαριτάρι να καταρρίπτονται. Μόνο του Τζόσεφ Μπονιτσέλι έχει σταθεί στο δικαστήριο.

Τη στιγμή της σύνταξης του σημειώματος, ο Μπεκ ήταν ο τελευταίος δικηγόρος που προσπάθησε να βγάλει χρήματα από το μαργαριτάρι. Στο τελευταίο επεισόδιο του 30χρονου αγώνα του, είχε καταθέσει μια πρόταση για να εξαναγκάσει μια πώληση, προσπαθώντας να ξεκινήσει τους πολυαναμενόμενους διακανονισμούς. Έτσι, ρώτησε το τμήμα φυσικής ιστορίας του Bonhams, του βρετανικού οίκου δημοπρασιών, πόσο άξιζε το μαργαριτάρι.

Το τμήμα ετοίμασε πρόταση, η οποία δεν ανέφερε ούτε 100, ούτε 75, ούτε 42 εκατομμύρια δολάρια. Αντίθετα, προσέφερε μια εκτίμηση από 100.000 έως 150.000 δολάρια. "Το Μαργαριτάρι δεν έχει καμία αξία εκτός από οποιαδήποτε ιστορική αξία μπορεί να υπάρχει", είπε το Bonhams.
 
Το σημείωμα του Μπεκ αντιμετωπίστηκε με σιωπή.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 2018, ένα περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε την πρόταση του Μπεκ. Έτσι, μετά από περισσότερα από 30 χρόνια, η τελική διεκδίκηση για το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε κατατροπώθηκε.

Τα εμπόδια όμως για μια πώληση παραμένουν. Ο Μάριο Μπάρμπις είπε ότι, κατ' αυτόν, η Ασία θα ήταν η ιδανική αγορά. Επειδή όμως η αχιβάδα Tridacna είναι είδος υπό εξαφάνιση, για να εξάγουν το μαργαριτάρι, οι Φιλιππίνες θα πρέπει πιθανώς να εγκρίνουν τη συναλλαγή -ένα απίθανο σενάριο. Πρέπει να βρεθεί αγοραστής από τις ΗΠΑ, αλλά οι Αμερικανοί δε νοιάζονται πλέον γι' αυτό. Οι εφημερίδες το έχουν περιγράψει ως "ζαρωμένο", "παραμορφωμένο εγκέφαλο", "μάζα". Το ασυνήθιστο μέγεθός του σημαίνει ότι δε θα θεωρηθεί ποτέ κόσμημα.

Ίσως να έφτανε ο χαρακτηρισμός του ως το μεγαλύτερο μαργαριτάρι του κόσμου, αλλά ακόμη κι αυτό απειλείται. Το 2016, ένας ψαράς από το Παλαουάν παρουσίασε ένα δείγμα που είχε ανακαλύψει 10 χρόνια νωρίτερα, όταν η άγκυρά του άρπαξε μια γιγάντια αχιβάδα. Είχε κρατήσει το μαργαριτάρι κάτω από το κρεβάτι του ως γούρι για καλή τύχη. Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημα, αυτό το μαργαριτάρι φέρεται να ζυγίζει 34 κιλά, υποβαθμίζοντας κατά πολύ το ρεκόρ Γκίνες του Μαργαριταριού του Λάο Τσε.

Σήμερα, η μακρά, καταστροφική μυθοπλασία του μαργαριταριού τελειώνει με τους ιδιοκτήτες να έχουν μείνει με το πιθανότατα δεύτερο μεγαλύτερο μαργαριτάρι στον κόσμο -ένα ψεύτικο θρησκευτικό τεχνούργημα- φαινομενικά ανίκανοι να δεχτούν την αλήθεια. Αν υπάρχει κάτι μυστικιστικό για το Μαργαριτάρι του Λάο Τσε, αυτό είναι η περίεργη τάση της ιστορίας προς την επανάληψη. Αν κανείς προσέξει καλύτερα, θα δει την ίδια πεισματική πίστη των ιδιοκτητών του -του Βίκτορ Μπάρμπις, που ένωσε τους μύθους και τους αποκάλεσε ιστορία, και του Γουίλμπουρν Κομπ, που δεν εγκατέλειψε ποτέ το ρομάντσο του.

από: the atlantic

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου