Η πρώτη σελίδα της σειράς 12 μερών του Στρίψιμο της Βίδας στο Collier's Weekly (27 Ιανουαρίου – 16 Απριλίου 1898) - πηγή
Το 1898, ο Χένρι Τζέιμς δημοσίευσε το Στρίψιμο της Βίδας (The Turn of the Screw), μια ανατριχιαστική νουβέλα για μια γκουβερνάντα, δύο φαινομενικά αθώα παιδιά και μερικά πονηρά φαντάσματα που, στην πραγματικότητα, μπορεί να υπάρχουν -ή και όχι.
Ο Τζέιμς ήθελε η ιστορία του να "τρομάζει τον κόσμο" και, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, εξακολουθεί να το κάνει. Η ιστορία έχει εμπνεύσει αμέτρητες προσαρμογές κάθε μορφής, από το The Others του 2001 με την Νικόλ Κίντμαν, μέχρι την πιο πρόσφατη το 2020, The Haunting of Bly Manor (μια συνέχεια του The Haunting of Hill House του 2018).
Ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι φύτεψε τον σπόρο που ενέπνευσε το Στρίψιμο της Βίδας
Ένα απόγευμα του Ιανουαρίου του 1895, ο Τζέιμς και οι συνδαιτυμόνες του συγκεντρώθηκαν γύρω από τη φωτιά στο εξοχικό του Έντουαρντ Γουάιτ Μπένσον, του αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι. Ενώ συζητούσαν ότι οι ιστορίες φαντασμάτων είχαν μειωθεί τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, ο αρχιεπίσκοπος διηγήθηκε μια καλή ιστορία που του είχε πει μια γυναίκα πριν από χρόνια. Η ιστορία, έγραψε αργότερα ο Τζέιμς στο ημερολόγιό του, περιελάμβανε "πονηρούς και διεφθαρμένους" υπηρέτες που "διαφθείρουν και αλλοιώνουν τα παιδιά" που έχουν υπό την ευθύνη τους και, αφού πεθάνουν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, επιστρέφουν για να τα στοιχειώσουν. Ο Τζέιμς σημείωσε ότι η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί "από έναν εξωτερικό θεατή". Αυτή η συνάντηση και η εμπειρία του Τζέιμς στο τζάκι εμφανίζεται στην αρχή της νουβέλας του, όπου ένας άντρας αφηγείται μια ιστορία φαντασμάτων που άκουσε για πρώτη φορά από μια γυναίκα.
Μερικά χρόνια αργότερα, πριν ο Τζέιμς αρχίσει να γράφει την νουβέλα του, ο Μπένσον πέθανε, αλλά οι γιοι του δεν μπορούσαν να θυμηθούν ότι ο πατέρας τους είχε μοιραστεί την ιστορία.
Ένα απόγευμα του Ιανουαρίου του 1895, ο Τζέιμς και οι συνδαιτυμόνες του συγκεντρώθηκαν γύρω από τη φωτιά στο εξοχικό του Έντουαρντ Γουάιτ Μπένσον, του αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι. Ενώ συζητούσαν ότι οι ιστορίες φαντασμάτων είχαν μειωθεί τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, ο αρχιεπίσκοπος διηγήθηκε μια καλή ιστορία που του είχε πει μια γυναίκα πριν από χρόνια. Η ιστορία, έγραψε αργότερα ο Τζέιμς στο ημερολόγιό του, περιελάμβανε "πονηρούς και διεφθαρμένους" υπηρέτες που "διαφθείρουν και αλλοιώνουν τα παιδιά" που έχουν υπό την ευθύνη τους και, αφού πεθάνουν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, επιστρέφουν για να τα στοιχειώσουν. Ο Τζέιμς σημείωσε ότι η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί "από έναν εξωτερικό θεατή". Αυτή η συνάντηση και η εμπειρία του Τζέιμς στο τζάκι εμφανίζεται στην αρχή της νουβέλας του, όπου ένας άντρας αφηγείται μια ιστορία φαντασμάτων που άκουσε για πρώτη φορά από μια γυναίκα.
Μερικά χρόνια αργότερα, πριν ο Τζέιμς αρχίσει να γράφει την νουβέλα του, ο Μπένσον πέθανε, αλλά οι γιοι του δεν μπορούσαν να θυμηθούν ότι ο πατέρας τους είχε μοιραστεί την ιστορία.
Χένρι Τζέιμς - πηγή
Ο Τζέιμς έγραψε τη νουβέλα ήταν επειδή χρειαζόταν χρήματα
Από τη δεκαετία του 1890, τα δικαιώματα για τα πρώτα μυθιστορήματα του Τζέιμς είχαν αρχίσει να στερεύουν, γεγονός που τον ώθησε να στραφεί για λίγο στη θεατρική συγγραφή. Ενώ τα περισσότερα από τα έργα του παρέμειναν μόνο στα χαρτιά, το 1895, παίχτηκε το Guy Domville στο Λονδίνο. Ήταν μια καταστροφή.
Ο Τζέιμς, ταπεινωμένος και χωρίς χρήματα, παράτησε το θέατρο και σύντομα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, συμφιλιώθηκε με τη δουλειά που περιφρονούσε, το να γράφει δηλαδή σειρές σε περιοδικά. Ένα από αυτά ήταν το Στρίψιμο της Βίδας, που δημοσιεύτηκε στο Collier's Weekly μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου του 1898. "Υπέκυψα καθαρά λόγω χρημάτων... Είναι 40 λίρες το μήνα, που απλά δεν μπορούσα να αντέξω οικονομικά να μην αποδεχτώ", έγραψε σε μια επιστολή του ο Τζέιμς προς τον συγγραφέα και φίλο του Ουίλιαμ Ντιν Χάουελς, ομολογώντας ότι "θα το κάνω ξανά και ξανά, ακόμη και με την ίδια ελάχιστη αμοιβή".
Από τη δεκαετία του 1890, τα δικαιώματα για τα πρώτα μυθιστορήματα του Τζέιμς είχαν αρχίσει να στερεύουν, γεγονός που τον ώθησε να στραφεί για λίγο στη θεατρική συγγραφή. Ενώ τα περισσότερα από τα έργα του παρέμειναν μόνο στα χαρτιά, το 1895, παίχτηκε το Guy Domville στο Λονδίνο. Ήταν μια καταστροφή.
Ο Τζέιμς, ταπεινωμένος και χωρίς χρήματα, παράτησε το θέατρο και σύντομα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, συμφιλιώθηκε με τη δουλειά που περιφρονούσε, το να γράφει δηλαδή σειρές σε περιοδικά. Ένα από αυτά ήταν το Στρίψιμο της Βίδας, που δημοσιεύτηκε στο Collier's Weekly μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου του 1898. "Υπέκυψα καθαρά λόγω χρημάτων... Είναι 40 λίρες το μήνα, που απλά δεν μπορούσα να αντέξω οικονομικά να μην αποδεχτώ", έγραψε σε μια επιστολή του ο Τζέιμς προς τον συγγραφέα και φίλο του Ουίλιαμ Ντιν Χάουελς, ομολογώντας ότι "θα το κάνω ξανά και ξανά, ακόμη και με την ίδια ελάχιστη αμοιβή".
Ο Τζέιμς περιφρονούσε το Στρίψιμο της Βίδας
Ο ίδιος ο συγγραφέας της νουβέλας φαινόταν ότι δυσκολευόταν να διαχωρίσει τη δουλειά του από το οικονομικό κίνητρό της. Αναφερόταν ειρωνικά στη σειρά ως "λογοτεχνική ανοησία" και θεώρησε το Στρίψιμο της Βίδας "το πιο άθλιο, παραλογοτέχνημα που αναγκάστηκε να κάνει ένας περήφανος άνδρας". Ο όρος "παραλογοτέχνημα", ένας υποτιμητικός όρος για την τέχνη ή τη λογοτεχνία που δημιουργείται για χρήματα, εμφανίζεται σε όλη την αλληλογραφία του.
Τελικά, εκτίμησε το Στρίψιμο της Βίδας
Παρά τις απόψεις του συγγραφέα του, η νουβέλα αποδείχθηκε δημοφιλής, τόσο στους αναγνώστες, όσο και στους κριτικούς. Η New York Tribune την ονόμασε "μια από τις πιο συναρπαστικές ιστορίες που έχουμε διαβάσει ποτέ" και το American Monthly Review of Reviews την περιέγραψε ως "ένα όμορφο μαργαριτάρι: κάτι τέλειο, στρογγυλεμένο, ήρεμο, αξέχαστο". Ακόμη και δύσκολοι κριτικοί αναγνώρισαν την αξία της. Για παράδειγμα, ο Independent την αποκάλεσε "την πιο απελπιστικά σατανική ιστορία που θα μπορούσαμε να έχουμε διαβάσει σε οποιαδήποτε λογοτεχνία".
Το 1908, ο Τζέιμς δημοσίευσε τη νουβέλα στον 12ο τόμο των The Novels and Tales of Henry James -μια συλλογή 24 τόμων με επιλεγμένα έργα του- και ο πρόλογός του δείχνει μια αλλαγή ως προς το "παραλογοτέχνημά" του. Το ονόμασε "κομμάτι εφευρετικότητας, καθαρό και απλό, ψυχρού καλλιτεχνικού υπολογισμού, κάτι που έγινε να ευχαριστήσει αυτούς που δεν ευχαριστιούνται εύκολα" και επικαλείται τη μηχανική της γραφής του.
Το 1908, ο Τζέιμς δημοσίευσε τη νουβέλα στον 12ο τόμο των The Novels and Tales of Henry James -μια συλλογή 24 τόμων με επιλεγμένα έργα του- και ο πρόλογός του δείχνει μια αλλαγή ως προς το "παραλογοτέχνημά" του. Το ονόμασε "κομμάτι εφευρετικότητας, καθαρό και απλό, ψυχρού καλλιτεχνικού υπολογισμού, κάτι που έγινε να ευχαριστήσει αυτούς που δεν ευχαριστιούνται εύκολα" και επικαλείται τη μηχανική της γραφής του.
"Το επόμενο βράδυ, στη γωνία του τζακιού, στην καλύτερη καρέκλα… Ο Ντάγκλας άρχισε να διαβάζει" - πηγή
Ο ίδιος έκανε περίπου 500 επεξεργασίες στη νουβέλα μετά την αρχική της δημοσίευση
Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας ήταν περισσότερο χαρούμενος με την έκδοση του 1908 της ιστορίας, η οποία δεν δημοσιεύτηκε αποσπασματικά και δεν είχε τις εικόνες που είχε ως σειρά. Ο ίδιος ο Τζέιμς έκανε περισσότερες από 500 επεξεργασίες στο κείμενο. Οι αλλαγές δεν επηρεάζουν την ιστορία, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας περιεργάστηκε προσεκτικά κάθε πρόταση για να βρει ποια λέξη ή φράση θεωρούσε τέλεια.
Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας ήταν περισσότερο χαρούμενος με την έκδοση του 1908 της ιστορίας, η οποία δεν δημοσιεύτηκε αποσπασματικά και δεν είχε τις εικόνες που είχε ως σειρά. Ο ίδιος ο Τζέιμς έκανε περισσότερες από 500 επεξεργασίες στο κείμενο. Οι αλλαγές δεν επηρεάζουν την ιστορία, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας περιεργάστηκε προσεκτικά κάθε πρόταση για να βρει ποια λέξη ή φράση θεωρούσε τέλεια.
Οι κριτικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το αν η γκουβερνάντα φανταζόταν ή όχι τα φαντάσματα
Οι κριτικοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις αλλαγές στην νουβέλα για να αποδείξουν ορισμένες θεωρίες σχετικά με την ιστορία. Ίσως, το πιο αμφισβητούμενο είναι η αξιοπιστία της γκουβερνάντας. Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι πάσχει από ψύχωση ή άλλη ψυχική ασθένεια που την κάνει να έχει παραισθήσεις για τα φαντάσματα, αφού ακούμε μόνο την προσωπική της περιγραφή γι' αυτά -η ιδέα ότι τα βλέπουν και τα παιδιά βασίζεται αποκλειστικά στην αντίληψή της. Άλλοι, πιστεύουν ότι η νουβέλα είναι μια καλή, παλιομοδίτικη ιστορία φαντασμάτων με καλά, παλιομοδίτικα φαντάσματα. Οι υποστηρικτές της προηγούμενης θεωρίας αναφέρουν τις ενδείξεις του Τζέιμς που θέλει να μην εμπιστευόμαστε τη γκουβερνάντα -σε πολλές περιπτώσεις στην έκδοση του 1908, άλλαξε εκφράσεις για να κάνει τις εμπειρίες της να φαίνονται πιο υποκειμενικές.
Το Στρίψιμο της Βίδας τρόμαξε σχεδόν τους πάντες, ακόμα και τον συγγραφέα του
Γεμάτο από απειλητική αβεβαιότητα και με αποκορύφωμα έναν αγωνιώδες φινάλε, το Στρίψιμο της Βίδας θεωρείται ευρέως ως μια από τις καλύτερες τρομακτικές ιστορίες στην αμερικανική λογοτεχνία. Τόσο τρομακτική που ακόμη και ο Τζέιμς τρόμαξε. "Έπρεπε να διορθώσω τις αποδείξεις της ιστορίας μου χθες το βράδυ και, όταν τις τελείωσα, είχα φοβηθεί τόσο πολύ που δεν τολμούσα να πάω πάνω για ύπνο!", έγραψε στον ποιητή Έντμουντ Γκόσε.
Ωστόσο, ένα άτομο παρέμεινε εντελώς ατάραχο. Ήταν ο στενογράφος του Τζέιμς, ο William MacAlpine. Ενώ ο Τζέιμς έγραψε την ιστορία ήταν άρρωστος και γι' αυτό αποφάσισε να την υπαγορεύσει στον MacAlpine, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι, βλέποντας την αντίδραση του MacAlpine, θα μπορούσε να προβλέψει τι αποδοχή θα είχε από τους αναγνώστες.
"Απογοητεύτηκα όταν αυτός ο άκαμπτος Σκωτσέζος δεν πρόδωσε την παραμικρή απόχρωση συναισθήματος!", είπε ο Τζέιμς. "Του υπαγόρευσα προτάσεις που πίστευα ότι θα τον έκαναν να πηδήξει από την καρέκλα του. Τις κατέγραφε σαν να ήταν γεωμετρία και, όποτε σταματούσα για να τον δω να καταρρέει, ρωτούσε με στεγνή φωνή, 'Μετά;'".
Γεμάτο από απειλητική αβεβαιότητα και με αποκορύφωμα έναν αγωνιώδες φινάλε, το Στρίψιμο της Βίδας θεωρείται ευρέως ως μια από τις καλύτερες τρομακτικές ιστορίες στην αμερικανική λογοτεχνία. Τόσο τρομακτική που ακόμη και ο Τζέιμς τρόμαξε. "Έπρεπε να διορθώσω τις αποδείξεις της ιστορίας μου χθες το βράδυ και, όταν τις τελείωσα, είχα φοβηθεί τόσο πολύ που δεν τολμούσα να πάω πάνω για ύπνο!", έγραψε στον ποιητή Έντμουντ Γκόσε.
Ωστόσο, ένα άτομο παρέμεινε εντελώς ατάραχο. Ήταν ο στενογράφος του Τζέιμς, ο William MacAlpine. Ενώ ο Τζέιμς έγραψε την ιστορία ήταν άρρωστος και γι' αυτό αποφάσισε να την υπαγορεύσει στον MacAlpine, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι, βλέποντας την αντίδραση του MacAlpine, θα μπορούσε να προβλέψει τι αποδοχή θα είχε από τους αναγνώστες.
"Απογοητεύτηκα όταν αυτός ο άκαμπτος Σκωτσέζος δεν πρόδωσε την παραμικρή απόχρωση συναισθήματος!", είπε ο Τζέιμς. "Του υπαγόρευσα προτάσεις που πίστευα ότι θα τον έκαναν να πηδήξει από την καρέκλα του. Τις κατέγραφε σαν να ήταν γεωμετρία και, όποτε σταματούσα για να τον δω να καταρρέει, ρωτούσε με στεγνή φωνή, 'Μετά;'".
από: mental floss
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου